+ All Categories
Home > Documents > η Μαρία των Μογγόλων

η Μαρία των Μογγόλων

Date post: 10-Aug-2015
Category:
Upload: kalliopeia
View: 1,799 times
Download: 20 times
Share this document with a friend
Popular Tags:
111
Transcript
Page 1: η Μαρία των Μογγόλων
Page 2: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΟΡΟΜΗΛΑ 

Η Μαρία των Μογγόλων ΕΒΔΟΜΗ ΕΚΔΟΣΗ 

   

Page 3: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Εκδόσεις Πατάκη — Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία 

Σειρά: Η κουζίνα του ιστορικού — 7 

Μαριάννα Κορομηλά, Η Μαρία των Μογγόλων 

Διεύθυνση σειράς: Μισέλ Φάις 

Υπεύθυνη εκδοτικού τμήματος: Βασιλική Γιαννέλη 

Επιμέλεια, διορθώσεις: Νάντια Κουτσουρούμπα 

Copyright Σ. Πατάκης Α.Ε.Ε.Δ.Ε. (Εκδόσεις Πατάκη) 

και Μαριάννα Κορομηλά, Αθήνα, 2006 

Πρώτη έκδοση από τις Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, Φεβρουάριος 2008 

Ακολούθησαν οι ανατυπώσεις Μαρτίου 2008, Απριλίου 2008 (δύο), Μαΐου 2008, Ιουνίου 2008 

Η παρούσα είναι η έβδομη εκτύπωση, Ιούνιος 2008 

   

Page 4: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Εξοικειώθηκα  με  το  ιστορικό  γίγνεσθαι,  καλλιέργησα  τους  τρόπους  για  να  το  διηγούμαι,  έγινα παραμυθάς, αλλά δεν ξέρω να κατασκευάζω παραμύθια. Τα λέω όπως τα έζησα, επειδή έμαθα να ακούω τους άλλους. Κι έμαθα να σέβομαι τις πολλαπλές ερμηνείες, τις διαφορετικές προσεγγίσεις, τις αντιφατικές εξιστορήσεις· να εξετάζω όλες τις όψεις, καθώς αποκαλύπτονται ακολουθώντας δικούς  τους  ρυθμούς —  με  πλήρη  συνείδηση  ότι  οι  βεβαιότητες  είναι  ανατρέψιμες  ανά  πάσα στιγμή κι ότι τα ενδεχόμενα καιροφυλακτούν στη στροφή του δρόμου. Συνήθισα να πετιέμαι από τον  ένα  χώρο  στον  άλλο,  να  κάνω  συνδυασμούς  και  συσχετισμούς,  να  παρασύρομαι  από συνειρμούς,  να  κινούμαι  από  τον  παρελθόντα  χρόνο  στον  παρόντα.  Συντροφιά  πάντα  με  τους απόντες,  τα  τάγματα  των  αγγέλων  και  των  δαιμόνων,  που  φτερουγίζουν  γύρω  μου  και  μου δείχνουν τα ίχνη που άφησαν. Αυτοί είναι οι δικοί μου άνθρωποι. Όλοι τους υπέροχοι. Δεν μπορώ να δημιουργήσω νέα πρόσωπα. 

 

Η Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα, κόρη του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, η οποία στα μέσα  του  13ου  αιώνα  θυσιάστηκε  στον  βωμό  της  εξωτερικής  πολιτικής  του  φθίνοντος Βυζαντίου  —χωρίς  τελικά  να  χάσει  το  πρόσωπό  της  —,  γίνεται  η  αφορμή  για  να  σταθεί  η ιστορικός Μαριάννα Κορομηλά στην κόψη της εξομολογημένης ζωής της και του πειθαρχημένου πάθους  του  ιστορείν.  Η  Μαριάννα  των  Αθηνών  λοιπόν,  πλημμυρισμένη  από  τη  Μαρία  των Μογγόλων,  με  ερτζιανή  φωνή  και  παραμυθητικό  αίσθημα  μας  μυεί  στον  ρευστό  κόσμο  της ιστορικής  έρευνας  και  στην  παλαιότατη  τέχνη  της  περιπλάνησης,  χαρίζοντάς  μας  εντέλει  τη συγκινητική εμπειρία της ιστορίας που γίνεται η αφήγησή της. 

ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ 

   

Page 5: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

 

Η Μαριάννα Κορομηλά  (Αθήνα 1949) άρχισε την επαγγελματική της σταδιοδρομία το 1966. Από το 1970 εργάζεται ως ξεναγός και από το 1975 ως παραγωγός εκπομπών στην Ε.Ρ.Α. (απ' όπου εκδιώχθηκε στις 27/6/2006). Το 1977 ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Παρίσι (Ιστορία και  Φιλοσοφία)  κι  αργότερα  διετέλεσε  αντιπρόεδρος  του  Σωματείου  Ξεναγών  και  μέλος  της Ελληνικής Επιτροπής της UNESCO. Το 1981 επιμελήθηκε το δίτομο ιστορικό έργο των Γεωργίου και  Λάμπρου  Κορομηλά,  Αθηναϊκή  Περιπέτεια.  Συνεργάζεται  με  ελληνικά  και  ξένα  έντυπα, τηλεοπτικούς σταθμούς και με το ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ από το 1991. Είναι ιδρυτικό μέλος του Ινστιτούτου Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών και της Πολιτιστικής Εταιρείας Πανόραμα, όπου από το 1985 διοχέτευσε το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς της. Όταν δεν ταξιδεύει, ζει μεταξύ Αθηνών, Πηλίου, Θεσσαλονίκης και Κωνσταντινούπολης. 

Από  το  εκδοτικό  τμήμα  του  Πανοράματος  κυκλοφόρησαν  τα  βιβλία  της:  Ευτυχισμένος  που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα (1988), αγγλικός τίτλος In the Trail of Odysseus (εκδ. Michel Russell, Λονδίνο  1993),  ανανεωμένη  ελληνική  έκδοση  (Άγρα  2005)· Τέσσερεις Ιστορίες για μία χαμένη πανσέληνο (1989)· Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα από την εποχή του Χαλκού ως τις αρχές του 20ού αιώνα (αγγλική  και  ελληνική  έκδοση  1991,  ανανεωμένη  ελληνική  έκδοση  2001,  αγγλική 2002)·  Η  ύστατη  αγωνία  της  βυζαντινής  πρωτεύουσας  (1992)·  Θρακική  Τοπογραφία  (1994)· Ερυθραία,  ένας  ευλογημένος  μικρόκοσμος  στην  καρδιά  της  Ιωνίας  (συλλογικός  τόμος,  1997). Άλλα  βιβλία:  Πόντος  ‐  Ανατολία  (έρευνα  και  κείμενα  για  το  φωτογραφικό  λεύκωμα,  εκδ. Μπρατζιώτη 1989)· Εν τω σταδίω (εκδ. Άγρα 2004). 

   

Page 6: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

«Ποια πόλη, ποια χώρα, ποια θάλασσα σε ταξιδεύει τώρα» 

                                 Ισαάκ Σούσης 

   

Page 7: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

 

 

 

 

 

ΣΑΝ ΤΟΝ ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΗ τρύπωσε κάποτε στ' αμπάρι και λούφαξε εκεί για κάμποσο διάστημα. Όταν την πήρα μεσοπέλαγα χαμπάρι, η οπτική επαφή μαζί της με καθήλωσε. 

Η ύπαρξή της δεν μου ήταν άγνωστη. Χρόνια συναντούσα το όνομά της στα βιβλία κι είχα συνδεθεί μαζί της. Αλλά ο έντυπος κόσμος έχει τη δική του μαγεία, τις δικές του νομοτέλειες, οι οποίες, αν μη τι άλλο, σου εξασφαλίζουν την εξ αποστάσεως μέθεξη. Αν διαρραγεί ο προστατευτικός υμένας, τότε βρίσκεσαι  από  τις  κερκίδες  στο  κέντρο  της  αρένας.  Εκεί  μπορεί  να  συμβούν  τα  πάντα.  Είσαι  στο έλεος της πραγματικότητας. 

Όταν την είδα, έμεινα άφωνη. Την κοίταζα με τις ώρες. Ήταν γονατισμένη στα πόδια του Χριστού. Ικέτης. Πλάσμα ιερό, σαν όλους τους κατατρεγμένους. 

Από τότε, δεν ξέρω αν εγώ την αναζητώ ή αν εκείνη έρχεται απρόσκλητη, αν εγώ τη σκέφτομαι ή αν εκείνη χώνεται στη σκέψη μου και θρονιάζεται σε ένα κομμάτι του μυαλού μου, αλλά είναι γεγονός ότι  η  παρουσία  της  κατέχει  ένα  τόσο  σημαντικό  μέρος  της  ζωής  μου,  ώστε  μετά  λόγου  γνώσεως μπορώ να δηλώσω ότι εδώ και τρεις δεκαετίες διάγουμε κοινό βίο. 

Το έναυσμα της ιδιόμορφης αυτής συμβίωσης δύο γυναικών που δεν τις χωρίζει μόνον η συμβατική μέτρηση  του  χρόνου,  δηλαδή  μία  απόσταση  επτά  αιώνων,  αλλά  και  χίλιες  δυο  άλλες  συνθήκες (συμβατικές ή ουσιαστικές) έχει χάσει πλέον τις αρχικές του  ιδιότητες. Διαδοχικά έλαβε διάφορες διαστάσεις,  οι  οποίες  με  τον  καιρό  μεγαλοποιήθηκαν,  αμβλύνθηκαν,  υποχώρησαν, δραματοποιήθηκαν, συνδέθηκαν με άλλες εσωτερικές διεργασίες και μεταλλάχθηκαν. Στη διάρκεια τριάντα  χρόνων,  η  πρώτη  μαγιά  ζυμώθηκε  μαζί  με  αμέτρητη  ποικιλία  υλικών  και  ξαναζυμώθηκε αμέτρητες φορές, ώσπου να αποκτήσει εντέλει τη μορφή κράματος, όπου ενσωματώθηκαν έμψυχα και νοητικά συστατικά, μνήμες αγαπημένων απόντων,  εντάσεις και ανατάσεις, απογοητεύσεις και καταβαραθρώσεις, έρωτες, ουτοπίες, εμμονές και αδυναμίες. Δεν είναι όλα προς βρώσιν και πόσιν. Υποθέτω πάντως ότι, όπως συμβαίνει συνήθως με τις διαδικασίες που ωριμάζουν στον ανεξιχνίαστο κόσμο  της  ενδοχώρας,  έτσι  και  οι  προϋποθέσεις  για  μία  τέτοια  συσσωμάτωση  διαμορφώθηκαν σταδιακά, με πολλές διακυμάνσεις και πολύ διαφορετικούς ρυθμούς, σε συνάρτηση —αλλά και σε αντιπαράθεση—  με  εξωτερικούς  παράγοντες,  τυχαία  περιστατικά,  κοινωνικές  αναταράξεις, συλλογικές περιπέτειες, σεισμούς, λιμούς, λοιμούς και καταποντισμούς. 

Page 8: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Οι δύο γυναίκες 

ΕΓΩ,  ΕΙΜΑΙ  η  Μαριάννα  Κορομηλά,  δευτερότοκο  παιδί  του  Αθηναίου  δημοσιογράφου  Λάμπρου Κορομηλά  (από  γκάγκαρη  αθηναϊκή  οικογένεια  και  παλαιά  αρβανίτικη  φάρα)  και  της  Σοφίας  (το γένος  Βράιλα,  εξ  Αιγύπτου,  με  ρίζες  στην  Κάρυστο,  στην  Ήπειρο  και  στο  Καστελλόριζο),  σύζυγος Στέλιου  Νέστορος  (γέννημα  θρέμμα  της  Θεσσαλονίκης).  Γεννήθηκα  το  1949,  στον  αστερισμό  της αυγουστιάτικης  Παρθένου,  πέντε  ημέρες  πριν  από  την  επίσημη  λήξη  του  Εμφυλίου  πόλεμου,  κι έπαψα να μπουσουλάω όταν οι μεγάλοι τραγουδούσαν «σάμπα χορεύει όλη η Αθήνα, ο Νικολάκης με  την Πιπίνα» —  ενώ όσοι δεν  λικνίζονταν στον  ρυθμό  της σάμπας  τραγουδούσαν  χαμηλόφωνα «νύχτωσε  χωρίς  φεγγάρι»,  καθώς  απέπλεαν  οι  τελευταίες  καραβιές  των  ηττημένων  για  τη Μακρόνησο, τον Αϊ‐Στράτη, την Ικαριά, το Τρίκερι, κι άδειαζε η ύπαιθρος, παστώνονταν οι χωρικοί στα  αστικά  κέντρα  και  γέμιζαν  οι  Παιδουπόλεις  της  λαοφιλούς  βασιλίσσης  ημών Φρειδερίκης.  Η οικογένειά μου, πλησίστια, ήταν από την πλευρά των νικητών. 

Μεγάλωσα  τον  καιρό  της  πρώτης  περιόδου  του  Ψυχρού  πολέμου,  της  Αντιπαροχής  και  της κυριακάτικης ραδιοφωνικής εκπομπής «Νέα ταλέντα»  του Γιώργου Οικονομίδη, που βοήθησε  την Ελλάδα να περάσει από το δημοτικό τραγούδι στο λατινοαμερικάνικο τουρλού κι από εκεί, με πολύ μπρίο και έμπνευση, σε κάθε είδους μεταγλωττισμένη σάχλα, με εγχώριες χαβάγιες, γλυκανάλατες κιθαρίτσες  και  σπαραξικάρδιους  λαρυγγισμούς.  Εμείς  στο  σπίτι  ακούγαμε  καρυοθραύστες  και ποιμενικές, νοκτούρνα, πολωνέζες, αΐντες και γαλλικά παιδικά τραγούδια με τη Lucienne Vernay και τον Henri Salvador — αλλά με το πρωτότοκο καμάρι, τον αδελφό μου Δημήτρη, βάζαμε στο πικάπ τα σαρανταπεντάρια του Έλβις, για να εξασκηθούμε στις φιγούρες του «προκλητικότατου» ροκ, όταν έλειπαν  οι  γεννήτορες  εννοείται.  (Τους  θυμάμαι  έκπληκτους  να  επιστρέφουν  από  το  Φεστιβάλ Ελληνικού  Τραγουδιού,  όπου  μία  «παντελώς  άγνωστη,  στρουμπουλή  και  κακοβαλμένη»  νεαρή γοήτευσε την αθηναϊκή αφρόκρεμα με το «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου» του Χατζιδάκι — η πρώτη τους θετική εντύπωση από την ελληνική παραγωγή «ελαφρού» τραγουδιού. Μα αφού αρέσει στον Καραμανλή, επιτρέπεται να αρέσει και σε εμάς.) 

Έτσι,  με  τούτα  και  με  εκείνα,  διανθισμένα  με  πολλά  παρατράγουδα  του  δημόσιου  και  ιδιωτικού βίου —και  καθώς οι Beatles  και η  Joan Baez  είχαν εισβάλει στα εφηβικά μυαλά μας,  ενώ  το μίνι ανέβαινε ανά εξάμηνο τουλάχιστον πέντε δάχτυλα—, έφτασε ο εθνοσωτήριος Απρίλιος του 1967. Η Δικτατορία των Συνταγματαρχών με βρήκε στα δεκαεπτά μου εκτός οικογενειακής εστίας και εκτός σχολείου, διότι είχα κάνει το παράτολμο άλμα προς την έξοδο και βρισκόμουν ήδη στην άλλη άκρη του  σκάμματος.  Ακολούθησαν  πολλά  και  μεγάλα  άλματα  (εις  μήκος,  εις  ύψος  και  επί  κοντώ — καμιά φορά και χωρίς κοντάρι, αλλά το διαπιστώνεις στον αέρα και η κερκίδα, ως γνωστόν, ψοφάει για εντυπωσιακές πτώσεις), αγώνες δρόμου μετ'  εμποδίων και αγώνες αντοχής, αγώνες βάδην με αξιόλογες  επιδόσεις,  αρκετοί  μαραθώνιοι  και  κάμποσες  συμμετοχές  σε  πένταθλα  και  δέκαθλα (δίχως έπαθλο, αλλά ντεφ ολσούν, γιατί, καθώς λένε οι σοφές κεφαλές, «το ευ αγωνίζεσθαι είναι που  μετράει,  προπαντός  αυτό» —  κάτι  θα  ξέρουνε  περισσότερο  από  εμάς  τους  δύσμοιρους  που ελπίζαμε στο ευ ζην). 

Τώρα, διανύω με πολύν κόπο την τρίτη ηλικία, έχοντας συμπληρώσει το πεντηκοστό όγδοο έτος της ζωής  μου  και  σαράντα  δύο  χρόνια  επαγγελματικής  σταδιοδρομίας,  η  οποία  άρχισε  ηρωικά  τον Φεβρουάριο του 1966 και δεν ξεπέρασε ποτέ το στάδιο της αγωνιώδους βιοπάλης. Είμαι κάτοχος ανεκτίμητου  πλούτου,  ο  οποίος απαρτίζεται  από  χιλιάδες  εικόνες,  άπειρες  γεύσεις  απολαύσεων, αμέτρητα πρόσωπα που με συντροφεύουν. Μέσα σε όλα φτερουγίζει εκείνη. 

 

Εκείνη,  είναι η Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα Διπλοβατάτζινα,  κόρη του στρατηγού και μετέπειτα αυτοκράτορα Μιχαήλ Η'  Παλαιολόγου  (για  τη  μάνα  της  θα  μιλήσουμε  αργότερα).  Γεννήθηκε  στη 

Page 9: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Νίκαια  της  Μικράς  Ασίας  το  1252  ή  '53,  όταν  η  Νίκαια  ήταν  ακόμα  πρωτεύουσα  της  εξόριστης Αυτοκρατορίας  των  Λασκαριδών  και  των  Βατάτζηδων,  και  ο  ρους  του  Σαγγάριου  οριοθετούσε  το σύνορο ανάμεσα στα βυζαντινά εδάφη και το Σουλτανάτο των Σελτζούκων του Ρουμ. Οκτώ χρονών αντίκρισε  τη  Βασιλεύουσα,  σαν  ιερό  κουφάρι  βεβηλωμένο,  κουρσεμένο  και  ξεπατωμένο,  ύστερα από μισόν αιώνα και κάτι στα χέρια των Φράγκων και των Βενετών. Δεκαπενταύγουστο του 1261, ο αυτοκράτορας πατέρας της εισήλθε θριαμβευτής στο Κάστρο από την Πύλη τη Χρυσή, όπως του το έλεγε η μεγάλη του αδελφή σαν τον κανάκευε, μωρό, στα γόνατά της. 

Από  τη  Νίκαια  στην  Πόλη,  λοιπόν,  η  μικρή Μαρία  ζούσε  το  όνειρο  της  ανάκτησης.  Δίχως  να  της περνάει από  το μυαλό  για πού  την προόριζε ο άκαρδος πατέρας.  Ίσως  να μην  είχε ακούσει  ποτέ τους Μουγούλιους,  όταν  της  ανακοινώθηκε  ότι  στη  χώρα  τους  επρόκειτο  να  πάει  για  να  γίνει σύζυγος (μία από τις συζύγους) του ένδοξου ηγεμόνα Χουλαγκού. Μα κι αν τόλμησε να ρωτήσει τον παιδαγωγό της, τι θα μπορούσε να της απαντήσει ο άμοιρος, που έτρεμε τις μυστικές υπηρεσίες του Παλαιολόγου; 

—Βασίλισσα θα γίνεις, κυρά μου, κυρά των Μουγουλίων, στα μέρη που κατέλαβε ο Μεγαλέξανδρος κι  ακόμα  πιο  πέρα,  πιο  πέρα  κι  από  τη  γη  των  Μακάρων.  Σε  μακαρίζω  για  την  τύχη  σου.  Ο αρχάγγελος και ταξιάρχης Μιχαήλ, προστάτης του δεσπότη μας πατέρα σου, να σε φιλάει μαζί με όλα τα τάγματα των Ασωμάτων. Άλλο τίποτα δεν έχω να σου πω. 

Εξυπακούεται  ότι  οι  «Μουγούλιοι»  (και  «Μαγούλιοι»)  των  Βυζαντινών  είναι  οι  Μογγόλοι  της ανατολικής  ασιατικής  στέπας —  κυρίαρχοι  για  μικρό  διάστημα  της  μισής Οικουμένης,  φόβος  και τρόμος της άλλης μισής. Ως προς το ζύγι δεν κυριολεκτώ. Γιατί αν μπορούσες να βάλεις στο ένα τάσι τα ασιατικά, ευρασιατικά και ευρωπαϊκά εδάφη που είχαν διατρέξει τα μογγολικά άλογα, μέσα σε ποτάμια αίματος και αποκαΐδια περίφημων πόλεων από την Κορέα και την Κίνα έως την Ουγγαρία και την Πολωνία, το άλλο τάσι θα κρεμόταν μετέωρο στον αέρα. Αυτή είναι ουσιαστικά η αναλογία της  μογγολικής  επέλασης,  που  σάρωσε  την  ιστορία  αιώνων,  ποδοπάτησε  αρχαίους  και μεσαιωνικούς πολιτισμούς, μετέβαλε τους γεωπολιτικούς χάρτες κι άλλαξε την ανθρωπογεωγραφία του μεγαλύτερου μέρους των δύο από τις τρεις ηπείρους του παλαιού κόσμου. 

Ο  υποψήφιος  γαμπρός  ήταν  ο  Τσεγκισχανίδης  ηγεμόνας  Χουλαγκού∙  οι  βυζαντινές  πηγές  τον ονομάζουν «Χουλαού». Εγγονός του γενάρχη Τσέγκις Χαν και νεότερος αδελφός του Μεγάλου Χαν Κουμπλάι.  Κύριος  ενός από  τα  τέσσερα ομόσπονδα  κράτη  της Μογγολικής Αυτοκρατορίας,  μέγας πολέμαρχος, μέγας σφαγέας και μέγιστος ηγέτης, κατακτητής της Βαγδάτης και πορθητής δεκάδων άλλων  μεγαλουπόλεων.  (Τα  φονικότερα  όπλα  που  είδα  στη  ζωή  μου  είναι  εκτεθειμένα  στο Πολεμικό Μουσείο της Δαμασκού. Μάχαιρες με κόψη πριονιού και φοβεροί μπαλτάδες, μεταλλικοί κεφαλοθραύστες και σιδερένιες γροθιές με μυτερές απολήξεις, ενθύμια του 1259 από τον στρατό του χαν Χουλαγκού, που έφτασε μέχρι τα παράλια της Μεσογείου, τη Βηρυτό, τη Σιδώνα, τη Λωρίδα της Γάζας, σκορπίζοντας τη φρίκη.) 

Η  τύχη  όμως  τα  'φερε  να  κλείσει  τα  μάτια  του  ο  Χουλαγκού  πριν  προλάβει  να  υποδεχθεί  τη δωδεκάχρονη παιδούλα,  που ήταν  καθ'  οδόν. Ποιος  ξέρει  τι  μπορεί  να συμβεί  στη διάρκεια  ενός τόσο  δύσκολου  ταξιδιού.  Αν  είχε  ξεκινήσει  από  την  Πόλη  το  καλοκαίρι  του  1264  και  πλάκωσε απότομα ο δριμύτατος χειμώνας, «το σσειμωνκόν με τα σιόναα και τα παγωσίας», που λέγανε και οι γέροντες Πόντιοι (στους μείον 40 βαθμούς κατρακυλάει το θερμόμετρο σε εκείνα τα μέρη), τότε οι νυφικές  άμαξες  θα  καθηλώθηκαν  σε  κάποιον  από  τους  σταθμούς  του  δρόμου  των  καραβανιών, ανάμεσα σε σβησμένα ηφαίστεια, παλαιά αρμένικα κάστρα κι απέραντα βοσκοτόπια. Πάντως, όπου και να στάθηκαν μετά την Τραπεζούντα, τα εδάφη ανήκαν στους Μογγόλους. 

 

Page 10: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Προς  το  παρόν,  αφήνω  καταμεσής  του  ασιατικού  χειμώνα  τη  νυφούλα,  να  την  παρηγορούν  οι ντάντες  και  οι  βάγιες  της,  ώσπου  να  δώσει  ο  Θεός  να  ανοίξει  ο  καιρός  για  να  συνεχίσει  το χρυσοστόλιστο  καραβάνι  την  πορεία  του,  γιατί  θέλω  να  διηγηθώ  τα  καθέκαστα  με  μέτρο  και ρέγουλα. Σπεύδω όμως να ειδοποιήσω τον ανυπόμονο αναγνώστη, που ίσως σκεφτεί να αναζητήσει τη Μαρία σε κάποιο από τα βασικά βυζαντινολογικά βοηθήματα, ότι, αν ανοίξει το εγκυρότατο The Oxford Dictionary of Byzantium και ψάξει στο λήμμα «Mongols, (Μουγούλιοι)», θα διαβάσει ότι «ο Μιχαήλ Η' έστειλε την κόρη του στο Καρακορούμ, για να παντρευτεί τον Μεγάλο Χαν Χουλαγκού». 

Προσοχή,  λοιπόν.  Σε μία φράση υπάρχουν δύο  τερατώδη λάθη — «ανακρίβειες»,  όπως θα  έλεγε κάποιος  που  θέλει  να  ανασκευάσει  με  κοσμιότητα  και  συναδελφική  αβρότητα  τα  σφάλματα  του λήμματος.  Όμως  εγώ,  δυστυχώς,  παρά  την  ηλικία  μου,  δεν  κατάφερα  να  συνταχθώ  με  τους νηφάλιους και δεν συμπαθώ τη συγκεκαλυμμένη συγκατάβαση. Εξακολουθώ να χρησιμοποιώ την άκομψη φρασεολογία της νεανικής φούριας, υπερασπιζόμενη όχι την αλαζονεία των νεοσσών ή το θράσος των άσχετων και ασεβών, αλλά την ανάγκη να εμπιστεύεσαι τα κοινώς αποδεκτά, τα μεγάλα και  σοβαρά,  επιστημονικά  έργα.  Αλίμονο αν  είσαι  υποχρεωμένος  να  διασταυρώνεις  κάθε  όνομα, τοπωνύμιο και χρονολογία που συναντάς. Ωστόσο εδώ, μιλούμε για δύο ανεπίτρεπτα λάθη∙ κι εγώ εξανίσταμαι, όχι μόνο γιατί οι παραπλανητικές πληροφορίες ανατρέπουν αδιαμφισβήτητα στοιχεία της μογγολικής ιστορίας, αλλά γιατί ανατρέπουν τη ζωή της Μαρίας. 

Αφενός,  ο  Χουλαγκού  δεν  ζούσε  πια  στο  Καρακορούμ —  ακόμα  στη  νυφιάτικη  άμαξα  θα  ήταν  η Μαρία,  αν  επρόκειτο  να  πάει  στην  παλαιά  αυτοκρατορική  έδρα,  που  απέχει  περίπου  6.000 χιλιόμετρα από τις εκβολές του Βόλγα στην Κασπία. Αφετέρου, δεν έφερε τον τίτλο «Μέγας Χαν», όπως  διατείνεται  το Oxford.  Ο  τίτλος  του  ήταν  «Ιλ‐χαν»,  που  σημαίνει  «νεότερος  χαν,  νεότερος αδελφός»  του  Μεγάλου  Χαν.  Στον  Μεγάλο  Χαν,  τον  αρχηγέτη  του  τετραμερούς  κράτους  των απογόνων του Χαν των Χαν Τσέγκις, υπάγονταν και το Χανάτο της Λευκής Ορδής και το Χανάτο της Χρυσής  Ορδής  και  το  Ιλ‐χανάτο,  που  είχε  ιδρύσει  ο  υποψήφιος  σύζυγος  της  άγουρης Παλαιολογίνας. Από το 1260, Μέγας Χαν ήταν ο ξακουστός Κουμπλάι. Κατά έναν χρόνο γηραιότερος του Χουλαγκού. 

Κανείς δεν θέλει, βέβαια, να μπλέκει με συγγενολόγια και γενεαλογικά δέντρα, πόσο μάλλον όταν πρόκειται  για  τους  Τσεγκισχανίδες  ηγεμόνες  και  τους  δεσμούς  αίματος,  που  υπαγόρευαν  την οικογενειακή και πολιτική ιεραρχία στην απέραντη Αυτοκρατορία των αγριανθρώπων της ασιατικής στέπας. Όταν όμως ο  ιδρυτής  της δυναστείας  των Παλαιολόγων διαπραγματεύεται  την  κόρη  του, φιλοδοξώντας  να  συγγενέψει  με  τους  τρομερούς  Μουγούλιους,  το  θέμα  αρχίζει  να  έχει  κάποιο ενδιαφέρον. Να μάθουμε τουλάχιστον ποιος ήταν ο γαμπρός. Όχι για να εξασφαλίσουμε το κορίτσι — αυτό δεν αφορούσε τον αυτοκράτορα πατέρα. Τα σύνορα έπρεπε να διασφαλίσει, τα σύνορα και τη  βυζαντινομογγολική  ειρήνη.  Αλλά  αν  ο  ταλαίπωρος  ιστορικός  ανήκει  στη  βυζαντινή  πλευρά, δηλαδή αν έμαθε να διαβάζει τον κόσμο από τη μία του όψη, τότε το ερώτημα είναι πώς θα μάθει τα  απαραίτητα  για  τον  έτερο  συμβαλλόμενο.  Κι  αν  τα  έγκυρα  βοηθήματα  στέλνουν,  με  ελαφριά καρδιά, τη Μαρία να παντρευτεί τον υποτιθέμενο Μεγάλο Χαν στο κέντρο περίπου της σύγχρονης Μογγολίας,  γιατί  εκεί  βρίσκεται  το  Καρακορούμ,  τότε  νομίζω  ότι  μπήκαμε  για  τα  καλά  στην περιπέτεια της αναζήτησης. Μπορεί να μου πήρε χρόνια για να ξεφύγω από τα γνωστά άλλοθι των παραπομπών —κι όσο πιο έγκριτα είναι τα επιστημονικά ονόματα στα οποία παραπέμπεις, τόσο πιο ακλόνητα  μοιάζουν  τα  λεγόμενά  σου—,  αλλά  κάποτε  αποφάσισα  να  εγκαταλείψω  τις  συνήθεις ευκολίες. Έπρεπε να κατοπτεύσω μόνη μου τον χώρο, να διερευνήσω την άλλη όψη του κόσμου, να διασχίσω με τη Μαρία τις εκτάσεις που σάρωσε «η μάστιγα του Θεού», κι ούτε που μου περνούσε τότε από  το μυαλό ότι η  ενασχόληση με  τους Μογγόλους θα με  έφερνε πιο κοντά στη βυζαντινή πραγματικότητα  των δύο  τελευταίων αιώνων.  Αρχίζοντας  την  έρευνα,  πίστευα πως ό,τι  έκανα,  το έκανα μόνο και μόνο για να γνωρίσω καλύτερα αυτή τη γυναικεία ύπαρξη. Πάντως, μαζί της πέρασα όλα τα σύνορα. 

Page 11: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Περνώντας  τα  κρατικά  σύνορα,  διαπίστωσα  ότι,  όταν  εκείνη  άφηνε  πίσω  της  το  ανάκτορο  των Βλαχερνών, το μακρινό Καρακορούμ είχε ήδη χάσει την πολιτική του σημασία και είχε παραδοθεί στον  αδυσώπητο  άνεμο  της  άγριας  μογγολικής  στέπας.  Υπήρξε,  πράγματι,  η  πρώτη  έδρα  των Μεγάλων  Χαν,  μετά  τον  θάνατο  του  Τσέγκις,  το  1227.  Μα  δεν  ήταν  παρά  ένας  χειμερινός καταυλισμός  —ένας  συμβολικός,  σχεδόν  ιερός,  τόπος—  στην  καρδιά  της  κοιτίδας  όλων  των νομάδων  της Ασίας.  Εκεί  συγκεντρώνονταν οι  Τσεγκισχανίδες,  για  να οργανώσουν  το  νεοσύστατο και  αχανές  κράτος  τους,  αλλά,  τότε,  τους  συνέδεε  ακόμα  η  αδελφική  ομοψυχία  και  τους συγκρατούσε  το φάντασμα  του  γενάρχη. Ο  ίδιος ο Χουλαγκού  είχε φύγει από  το Καρακορούμ  το 1253, όταν η οικογενειακή ομήγυρις του ανέθεσε την κατάκτηση της Δυτικής Ασίας. Η εντυπωσιακή από κάθε άποψη έφιππη εκστρατεία κατέληξε, τον Φεβρουάριο του 1258, στην άλωση της θρυλικής Βαγδάτης  και  στην  κατάλυση  του  ισλαμικού  Χαλιφάτου.  Ο  τροπαιούχος  στρατηγός  ίδρυσε  το Ιλχανάτο και δεν επέστρεψε ξανά στην παλαιά μογγολική έδρα ούτε για να παραστεί στη νεκρώσιμη τελετή του πρωτότοκου αδελφού του, ο οποίος ήταν ο τελευταίος Μεγάλος Χαν που διοικούσε την κληρονομιά  του  Τσέγκις  από  τα  βάθη  της Μογγολίας.  Η  δυναμική  των  γεγονότων  ήταν  πολύ  πιο ισχυρή από τα σύμβολα. 

Ο  Κουμπλάι  γνώριζε  ότι  η  τετραμερής  Αυτοκρατορία  ήταν  αδύνατον  να  διοικηθεί  από  το Καρακορούμ. Η δική του πρωτεύουσα ήταν η εκθαμβωτική Σανγκτού, η πόλη με τους εκατόν οκτώ ναούς,  στην  κινεζομογγολική  μεθόριο  μεταξύ  στέπας  και  καλλιεργήσιμης  γης.  Αψηφώντας  τις αντιρρήσεις  των  γραφειοκρατών  του  Καρακορούμ,  ο  νέος Μεγάλος  Χαν  κράτησε  το  κινεζικό  του προπύργιο κι άφησε το Καρακορούμ να στοιχειώσει. Μαζί με την προγονική έδρα στοίχειωσαν και οι «εφηβικές» μνήμες ενός νομαδικού λαού που είχε κυριεύσει τον εγκαταστημένο κόσμο, είχε γίνει παγκόσμια δύναμη κι είχε προσαρμοστεί με εκπληκτική ταχύτητα και μοναδική πολιτική ικανότητα στα νέα δεδομένα. Μετά το 1260, η μογγολική κοιτίδα κι ολόκληρη η άδενδρη στέπα πέρα από τη Βόρειο Κίνα έγινε μία από τις λιγότερο σημαντικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας του Κουμπλάι. 

Το 1264,  λοιπόν, ή  ίσως στις αρχές της άνοιξης του 1265  (όπως υποστηρίζουν μερικοί), ο Μιχαήλ Παλαιολόγος  δεν  είχε  κανέναν  λόγο  να  στείλει  την  κόρη  του  στην  ανατολική  απόληξη  της ευρασιατικής στέπας, γιατί κανένας από τους τέσσερις Τσεγκισχανίδες ηγεμόνες δεν διέμενε πλέον στη βραχύβια πρωτεύουσα. 

Αλλά αν δεν  κατευθυνόταν προς  το Καρακορούμ η μικρή Μαρία,  τότε πού πήγε όταν  έλιωσαν οι πάγοι εκείνη την άνοιξη του 1265; 

 

Για  την  ώρα,  δεν  θα  ακολουθήσω  τη  δική  της  διαδρομή.  Εξάλλου,  οι  γνώσεις  μας  γύρω  από  τις περιπέτειες του βίου της είναι έμμεσες, απειροελάχιστες κι αρκετά συγκεχυμένες, όπως συμβαίνει με  τις  περισσότερες  μοσχαναθρεμμένες  αρχοντοπούλες  που  δόθηκαν  πεσκέσι  σε  διάφορους βαρβάρους, στα πέρατα της γης κι ακόμα πιο πέρα, είτε για να επιβεβαιώσουν συνθήκες ειρήνης, είτε για να ενισχύσουν ελιγμούς της βυζαντινής διπλωματίας και να επιβραβεύσουν δείγματα καλής θέλησης,  είτε —να  συνυπολογιστεί  εξάπαντος  και  τούτο—  για  να  δημιουργήσουν  ευνοϊκό  κλίμα υπέρ του οικουμενισμού της κωνσταντινουπολίτικης Ορθοδοξίας, ώστε να αποδώσουν καρπούς οι ιεραποστολικές  προσπάθειες  του  Πατριαρχείου.  Η  «Βυζαντινή  Κοινοπολιτεία»,  το  μέγιστο πνευματικό  (και πολιτικό) επίτευγμα της Αυτοκρατορίας, οφείλει πάρα πολλά στις μικρές Μαρίες. Δεκάδες εφηβικές ή παιδικές ψυχές καταδικασμένες ερήμην να ζήσουν στα τάρταρα της χώρας των ανθρωποφάγων Ταύρων.  Η θυσία  της  κόρης  του Αγαμέμνονα,  για  να φυσήξει  ούριος άνεμος στο Αιγαίο, δεν ήταν παρά η αρχή. Μόνο που για τα ροδομάγουλα Βυζαντινά κοράσια, τα γαλαζοαίματα ή και πορφυρογέννητα, δεν βρέθηκε ούτε μάνα για να τα υπερασπιστεί, ούτε θεά για να τα λυπηθεί, ούτε αδελφός για να τα σώσει, ούτε ποιητής για να τα καταστήσει αθάνατα. Εκατόμβες υπέρ βωμών και  εστιών,  ανθρώπινες  εκατόμβες,  που  αποσιωπήθηκαν  από  τους  καταγραφείς  της  ιστορίας, 

Page 12: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

άφησαν αδιάφορους τους ποιητές και ασυγκίνητους τους μελετητές. 

Δεν προτίθεμαι να παραστήσω τον Όμηρο των μεσαιωνικών χρόνων, ούτε —σε καμία περίπτωση— τους τραγικούς μας (μολονότι και η Μαρία επέστρεψε κάποτε στην πατρίδα της κι αποτραβήχτηκε σε ένα μοναστηράκι αφιερωμένο στην Παναγία, όπως η κόρη του Αγαμέμνονα στο αττικό Ιερό της Βραυρώνας,  το  αφιερωμένο  στην  Ταυροπόλο  Αρτέμιδα,  την  ιερή  Παρθένο).  Οι  συσχετίσεις  είναι προκλητικά  ελκυστικές  αλλά  πρώιμες  και  κυρίως  επικίνδυνες.  Δεν  θέλω  να  επιδοθώ  σε  τέτοιου είδους  γυμνάσματα.  Η φεγγοβόλος μορφή  της Παλαιολογίνας υπαγορεύει  εγκράτεια.  Αποφάσισα όμως, αναμοχλεύοντας τα μύχια, τα άρρητα και τα ρητά της δικής μου πορείας, να εξιχνιάσω τους λόγους που με έκαναν να συνδεθώ τόσο στενά μαζί της. Νιώθω ότι της το οφείλω, γιατί ο τρόπος με τον οποίο έμαθα να βλέπω και να κατανοώ την ύλη της ιστορίας  (όταν άρχισα να αφουγκράζομαι τους  ανθρώπους  κάτω  από  τα  βομβαρδισμένα  κτίρια  και  τα  κάθε  λογής  χαλάσματα)  θα  ήτανε λειψός χωρίς αυτήν. 

Χαμηλές  πτήσεις,  λοιπόν,  πάνω  από  τους  δρόμους  των  καραβανιών,  όπου,  από  τον  καιρό  των Σουμερίων, εκατό ή διακόσιες ή και πεντακόσιες βακτριανές καμήλες κουβαλούν ετησίως lapis lazuli κι άλλα πανάκριβα αγαθά  του  Ινδικού Καυκάσου στους  ισχυρούς  της Οικουμένης,  κι άλλες  τόσες αραβικές δρομάδες μεταφέρουν σπάνια μυρωδικά, λιβάνι και αιθιοπική κανέλα στις πολιτείες και στα  λιμάνια  της  Ανατολικής  Μεσογείου,  από  τον  καιρό  της  βασίλισσας  της  Σαβά  και  του προφητάνακτα Σολομώντα. 

Δύσκολες ώρες ατέλειωτης αναμονής στα ασσυριακά  τελωνεία,  στα βυζαντινά κομμέρκια και στα συνοριακά  φυλάκια  των  Μαμελούκων,  που  φρουρούνε  τα  περάσματα  και  εισπράττουν  τους δασμούς από το διαμετακομιστικό εμπόριο. 

Σύντομες γνωριμίες σε απομακρυσμένους σταθμούς και παλαιές ποταμόσκαλες του Βασιλείου των Σελευκιδών. 

Εξαίσιες  συναντήσεις  (σαν  αυτές  που  ονειρεύτηκε  ο  Καβάφης)  σε  σκοτεινά  πανδοχεία  και πολύβουα  καραβάν σεράγια,  δημόσια  λουτρά  και  κουρεία,  ύποπτα καπηλειά  και  βρομερά  χάνια, σκεπαστές  αγορές  και  μικρά  εργαστήρια,  όπου  αγωγιάτες,  καραβοκύρηδες  και  ξενοφερμένοι εμπόροι  συναλλάσσονται  με  ντόπιους  τεχνίτες,  παραγωγούς  και  μεσάζοντες,  σαράφηδες, χαμάληδες κι επιχειρηματίες. 

Προσχεδιασμένες  επισκέψεις  σε  ιερούς  χώρους  και  απρόβλεπτες  προσκλήσεις  στα  άδυτα  των αδύτων.  Ολονυκτίες  σε  πρωτοχριστιανικές  βασιλικές  και  παρακλήσεις  σε  βασιλικά καστρομονάστηρα∙ γονυκλισίες σε καθαγιασμένα σπήλαια∙ κλεφτές ματιές σε χρυσοποίκιλτα τζαμιά και  περίκλειστους  μεντρεσέδες.  Θρηνωδίες  για  τον  αδικοσκοτωμένο  Αλί  και  τους  σφαγμένους συγγενείς  του  Προφήτη.  Εσπερινοί  σε  ερειπωμένα  «μαρτύρια»  τροπαιοφόρων  αγίων,  που αψήφησαν τις διαταγές του χριστιανοκτόνου Διοκλητιανού και του συναυτόκρατορα Λικίνιου. 

Φαγοπότια  στη  σκιά  σασανιδικών  ανακτόρων  και  ρωμαϊκών  υδραγωγείων.  Αναβάσεις  σε πανάρχαια ιερά κορυφής και πεζοπορίες σε τόπους θρυλικών μαχών. 

Αναζητήσεις χαμένων προσώπων, που ίσως να άφησαν το αποτύπωμά τους για να το ανακαλύψει, κάποτε,  κάποιος  εκπαιδευμένος  ιχνηλάτης  ή  ένας  ταξιδιώτης  που  επιστρέφει  με  τη  λαχτάρα  του προσκυνητή των Αγίων Τόπων. 

Ανασκαφές  στα  ενδότερα  της  ύπαρξης  των  Προσφύγων.  (Ο  φίλος  μου  ο  Χατζημιχάλης  με παρακίνησε  να  τους  γράφω  με  κεφαλαίο  Π,  πείθοντάς  με  ότι  σωστά  είχα  ψυχανεμιστεί  πως  οι ξεριζωμένοι συγκροτούν μίαν εντελώς ιδιαίτερη ομάδα. Προσφυγοπαίδι κι αυτός, το Αϊβαλί δεν τον 

Page 13: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

εγκατέλειψε ποτέ.) 

Κάπως έτσι μπορώ να σκιαγραφήσω την πορεία της σχέσης μου με τη Μαρία. Μία πορεία γεμάτη εκπλήξεις,  αποκαλύψεις  και  θαύματα,  ηθελημένες  και  αθέλητες  διακοπές,  αναπότρεπτες παρασπονδίες  και  μακρές  απουσίες,  πολλές  υπεκφυγές,  πάμπολλα  σφάλματα,  ακούσια  και εκούσια. Για όλα εξακολουθώ να πληρώνω, αλλά για τίποτα δεν μετανιώνω. 

Page 14: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Από τη θεσσαλική Μαγνησία στην προποντιακή Βιθυνία 

ΚΑΠΟΤΕ  ΒΙΑΖΟΜΟΥΝ,  με  έτρωγε  η  ανυπομονησία,  διεκδικούσα  τις  μεγάλες  αποδόσεις  και  τις άμεσες ανταποδόσεις. Πίστευα ότι η ζωή τελειώνει στα τριάντα. 

Καβατζάροντας  τα  τριάντα,  έμαθα  με  την  πάροδο  του  χρόνου  να  απολαμβάνω  τα  όσα  μου προσέφερε η κυρά των Μογγόλων κι εξακολουθεί να μου προσφέρει, καθώς με συντροφεύει όλο και  συχνότερα.  Ακόμα  κι  όταν  κάνω  τον  περίπατό  μου  στα  πηλιορείτικα  μονοπάτια,  μετρώ  τα βήματά μου για να τη συναντήσω στο χιλιοστό διακοσιοστό πεντηκοστό τρίτο βήμα και κάπου εκεί να κάνω την πρώτη στάση. Καθισμένη στην ξερολιθιά δίπλα στο αυλάκι, μεταθέτω το ήρεμο τοπίο με  τα  πλατάνια  στις  εξοχές  της  Νίκαιας  και  τη  βλέπω  παιδούλα  να  κρατάει  από  το  χέρι  τον παιδαγωγό,  επαναλαμβάνοντας  μαζί  του «Άνδρα  μοι  έννεπε, Μούσα,  πολύτροπον,  ...»,  δίχως  να φαντάζεται η καψερή ούτε σε ποιον άνδρα θα την ξαπόστελνε ο μπαμπάκας της ούτε ότι η δική της ταξιδιωτική περιπέτεια θα ήταν μεγαλύτερη και από εκείνη του Οδυσσέα. 

Για τη μετάβαση στη γενέτειρα της Μαρίας, όλα είναι προετοιμασμένα  (είμαι ειδήμων στο είδος) από  τη  στιγμή  που  βγαίνω  από  το  σπίτι.  Το  σημείο  εκκίνησης  είναι  οι  καρυδιές  στη  γωνία  του κήπου. Μόλις τις περάσω, αφοσιώνομαι στο μέτρημα, αρχίζοντας από το συμβατικό έτος γέννησης του Χριστού,  τον καιρό  της παντοδυναμίας  του Οκταβιανού Αυγούστου.  [Χρόνια μου πήρε για να καταλάβω και να αποδεχθώ ότι, αν θέλω να εισχωρήσω στο βυζαντινό μεδούλι, πρέπει εξάπαντος να  ανατρέχω  στην  Αυτοκρατορική  περίοδο  της  ρωμαϊκής  ιστορίας,  γιατί  εκεί  έχει  τις  ρίζες  της  η βυζαντινή προϊστορία, αλλιώς τα πάντα μένουν μετέωρα, έρμαια στις ορέξεις του πρώτου τυχόντα.] 

Ανακαλώντας,  λοιπόν,  τους  εστεμμένους  ανά  εκατονταετία  (στα  εκατό  βρίσκεται  ο  στρατηλάτης Τραϊανός, στα διακόσια ο Αφρικανός λεγεωνάριος Σεπτίμιος Σεβήρος, η φίλαρχη κυρία του και οι τρομεροί  γιοι  τους,  στα  τριακόσια ο μεταρρυθμιστής Διοκλητιανός  και οι άλλοι  τρεις  Ιλλυριοί  και Πάννονες της Τετραρχίας, στα τετρακόσια ο Αρκάδιος, στα πεντακόσια ο αγαπητός μου Αναστάσιος και  πάει  λέγοντας),  καταλήγω  στην  εκπατρισμένη  δυναστεία  της  Νίκαιας.  Αν  περπάτησα  δίχως διακοπή,  φτάνω  στην  ξερολιθιά  τον  καιρό  της  βασιλείας  του  Θεόδωρου  Α'  Λάσκαρι,  ιδρυτή  της δυναστείας, ή  του γαμπρού του,  του  Ιωάννη Γ' Βατάτζη. Αν αναγκάστηκα να ανακόψω κάπου τον ρυθμό του βηματισμού μου, στα σκιερά πλατάνια συναντώ το εκθρονισμένο εκείνο μειράκιον, τον οκταετή Ιωάννη Δ' Λάσκαρι, που του έφαγε ο Μιχαήλ Κομνηνός ο Παλαιολόγος το στέμμα. Η κόρη του Μιχαήλ,  η Μαρία,  είναι  μόλις  πέντε  χρονών  και  η  Βαγδάτη  θρηνεί  τα  αμέτρητα  θύματα  της μογγολικής  θηριωδίας.  Αραβικές  και  περσικές  πηγές  μιλούν  για  800.000  σφαγμένους  και ξεκοιλιασμένους Μουσουλμάνους, Σουνίτες και Σιίτες. Ο πορθητής Χουλαγκού κομπάζει για πάνω από 200.000 νεκρούς. Σοκ και δέος. 

 

Το  παιχνίδι  με  τους  αυτοκράτορες,  στον  καθιερωμένο  πρωινό  περίπατο,  με  βοηθάει  για  να προσηλώνομαι και  να μην μπερδεύω τις εκατοσταριές  του μετρήματος.  Εξάλλου, η εναλλαγή των εικόνων γύρω μου αντιστοιχεί  κάπως και στην  εναλλαγή  των  ιστορικών  εποχών —  ή  τουλάχιστον έτσι τα όρισα, περπατώντας καθημερινά μέχρι το δάσος. 

Στο ύψος της Εικονομαχίας, κάνω μία μικρή παράκαμψη, για να αποφύγω το συναπάντημα με τα ντόμπερμαν που φρουρούν τα δίδυμα «παραδοσιακά» σπίτια του τηλεστάρ γείτονα. Τα σκυλιά και την ανταύγεια  της  πελώριας  πισίνας  προσπαθώ  να αποφύγω, αλλά  κι  εκείνες  τις ρουστίκ πόρτες στην  είσοδο  του  κήπου,  που  ανοίγουν  με  τηλεκοντρόλ,  κι  ώσπου  να  ξανακλείσουν,  τα  σκυλιά ορμούν στον χωματόδρομο κι από εκεί παραφυλάνε το μονοπάτι σαν τον Προκρούστη στην Κακιά Σκάλα.  Με  χίλιες  προφυλάξεις  περνώ  σε  απόσταση  ασφαλείας  από  τα  επικίνδυνα  λημέρια, Σαρακηνοί  με  ζώνουν  από  παντού,  Βούλγαροι  καιροφυλακτούν  πίσω  από  την  περίφραξη  με  τις 

Page 15: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

κατσίκες  της  Γεωργίας,  ενώ η Αθηναία αυγούστα σέρνει από  το  χέρι  τον  νεαρό Κωνσταντίνο στις πεδιάδες  της  Θράκης  —  χρόνια  είχανε  να  δούνε  παράτες  αυλικές  οι  αποκλεισμένοι Φιλιππουπολίτες, πώς έγινε και τους θυμήθηκε τώρα η «αυτοκράτωρ» Ειρήνη; 

Καλπάζουνε τα βασιλικά άλογα στην κοιλάδα της Νίκαιας∙ βιάζονται οι απεσταλμένοι της Ειρήνης να  ειδοποιήσουν  τους  αξιωματούχους  ότι  στην  πόλη  τους  θα  γίνει  η  νέα  Οικουμενική  Σύνοδος, όπως  τότε,  όταν  κάλεσε  ο  Μέγας  Κωνσταντίνος  τους  ιεράρχες  από  τα  πέρατα  της  ρωμαϊκής Οικουμένης.  Τώρα  προέχει  η  αναστήλωση  των  ιερών  εικόνων,  αρκετό  αίμα  χύθηκε,  ας ετοιμαστούνε  τα  ανάκτορα  και  η  Αγία  Σοφία  για  την  υποδοχή  της  ματαιόδοξης  κυράς  κι  ας επιδιορθωθούνε  τα  τείχη.  Η  Νίκαια  θα  ξαναζήσει  λαμπρές  ημέρες  και  θα  απομείνει  με  τη σκονισμένη  δόξα  της, ώσπου  να  τη  μετατρέψει  ο  Σελτζούκος  σαχ  Σουλεϊμάν  σε  πρωτεύουσα  του περιφερειακού του κράτους. Αλλά ο Αλέξιος Κομνηνός, αφού έστειλε τη σιδερόφραχτη στρατιά των Σταυροφόρων  να  αποκλείσει  τις  επικοινωνίες  και  να  πολιορκήσει  την  πόλη,  έβαλε  ναύτες  να σύρουνε κάμποσα πλοιάρια από την Προποντίδα μέχρι τη λίμνη της Νίκαιας — ποιος υπολόγιζε ότι οι φρουρές  του Σουλεϊμάν θα  ξημερώνονταν με μία θάλασσα αντί  για λίμνη πίσω από τα βόρεια τείχη; Έτσι, ο Αλέξιος καταφέρνει να ανακτήσει την πόλη. Με τη βοήθεια των Σταυροφόρων, αυτό να λέγεται. Γιατί αν δεν ήταν εκείνα τα ξανθά ξερακιανά καλόπαιδα, που ήξεραν να τιμούν τον όρκο τους  και  να  σέβονται  τη  βασιλική  σπάθα,  με  την  οποία  τους  είχε  ορκίσει  ο  Αλέξιος,  ούτε  το πρωτότυπο εγχείρημα της μεταφοράς του ελαφρού στόλου θα είχε αποτέλεσμα. Οι Σελτζούκοι θα είχαν  εγκατασταθεί  για  τα  καλά στη Νίκαια,  διακόσια πενήντα  χρόνια πριν από  την  εγκατάσταση των Οθωμανών του Ορχάν γκαζί — ενώ, τώρα, περιορίστηκαν τουλάχιστον στα μικρασιατικά εδάφη πέρα από τον Σαγγάριο και, βεβαίως,  στα μεσοποταμιακά πέρα από τον Άνω Ευφράτη.  Εκεί  τους τσάκισαν οι Μογγόλοι το 1243. 

Κοντοστέκομαι  στο  ξέφωτο∙  λαμπυρίζει  ο  Παγασητικός.  Βρίσκομαι  πάντα  στο  Πήλιο,  αλλά  με  το μέτρημα ταξιδεύω. Χαιρετώ τον υδρονόμο — Δευτέρα σήμερα, κι όπως κάθε Δευτέρα ήρθε για να στρέψει τη ροή των νερών στα δικά μας αυλάκια. 

Συνεχίζω  το  μέτρημα  από  το  1100.  Οι  Σελτζούκοι  Τούρκοι  έκαναν  εντέλει  το  Ικόνιο  πρωτεύουσά τους.  Οι  Σταυροφόροι  κατέλαβαν  την  Ιερουσαλήμ  κι  έσφαξαν  αβέρτα  χιλιάδες  Άραβες, Μουσουλμάνους και Χριστιανούς Ορθοδόξους αδιακρίτως (πώς να διακρίνουν τέτοιες λεπτομέρειες οι ξενοφερμένοι σιδερόφρακτοι, που είχαν περπατήσει χιλιάδες χιλιόμετρα για να απελευθερώσουν τους Αγίους Τόπους από τους «Αντίχριστους Τούρκους»;). 

Επιταχύνω το βήμα μου καθώς πλησιάζω τον τρισάθλιο  Ισαάκιο Άγγελο και τον πανάθλιο αδελφό του. Θα  'θελα να ξέρω ποια κακεντρεχής μοίρα όρισε πως οι Άγγελοι θα είναι αυτοί οι ακόλαστοι που θα διοικήσουν με τέτοιο τρόπο την Αυτοκρατορία, ώστε να την πετάξουν βορά στους Λατίνους, δεκαεννιά  χρόνια  μετά  την  ανάρρηση  του  πρώτου  (σατανά)  της  δυναστείας  των  Αγγέλων  στον θρόνο.  Καλά  τους  τα  'ψελνε  ο  σεβάσμιος Μιχαήλ  Ακομινάτος,  αλλά  η  σήψη  είχε  φτάσει  στο  μη περαιτέρω.  Η  Δ'  Σταυροφορία  έχει  ξεκινήσει.  Άνοιξη  του 1203.  Οι  βενετικές  γαλέρες  περνούν  τα Δαρδανέλλια  και  οι  Σταυροφόροι  αντικρίζουν  τη  βασιλίδα  Πόλη.  «...Μάθετε  ότι  δεν  υπήρξε άνθρωπος που να μη μείνει ασυγκίνητος, άνθρωπος που να μην ανατριχιάσει...» γράφει στο χρονικό Η Κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης ο μαρεσάλης Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος, περιγράφοντας τα αισθήματα  θαυμασμού  και  δέους  της  δυτικής  ιπποσύνης,  όταν  αναδύθηκε  από  τα  νερά  της Προποντίδας  το  θρυλικό  Κάστρο,  η  μεγαλύτερη πολιτεία  του  χριστιανικού  κόσμου. «...Κανείς  δεν μπορούσε να φανταστεί ότι υπάρχει μία τόσο πλούσια πόλη..., κανείς δεν θα το πίστευε αν δεν το έβλεπε με τα ίδια του τα μάτια...». Άνοιξη του 1204, λίγο μετά το Πάσχα. Οι Φράγκοι μεθοκοπάνε μέσα στην Αγία του Θεού Σοφία∙ οι Βενετοί λεηλατούνε το Ιερόν Παλάτιον, ξηλώνουνε πολύχρωμα μάρμαρα, αρπάζουν αρχαία αγάλματα και  ιερά σκεύη, απογυμνώνουνε τον  Ιππόδρομο, σκαλίζουν τους κίονες  του Αγίου Πολύευκτου,  για  να βγάλουνε  τους αμέθυστους που διανθίζουν  τις  λευκές επιφάνειες. Η ξεπατωμένη Βασιλεύουσα ερημώνει. Στέλνω στη Νίκαια το εκπατρισμένο αρχοντολόι, 

Page 16: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

το παρακολουθώ να ανασυντάσσεται υπό το σκήπτρο του Θεόδωρου Α' Λάσκαρι και του Ιωάννη Γ' Βατάτζη. 

 

Μετρώντας  και  μονολογώντας,  φτάνω  στα  ακατοίκητα  μέρη  του  χωριού  μας,  το  οποίο  κτίζεται ανηλεώς τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. 

Η  πρώτη  στάση,  το  χιλιοστό  διακοσιοστό  πεντηκοστό  τρίτο  βήμα,  είναι  το  έτος  γέννησης  της αθέατης  αλλά  πανταχού  παρούσας  συντρόφισσας  του  βίου  μου. Μόνον  κελαηδισμοί  ακούγονται εδώ∙  καμιά  φορά  και  το  γρήγορο  σούρσιμο  κάποιας  αιφνιδιασμένης  σαύρας  (ή  μήπως  οχιάς;). Πλατάνια, θυμαρίσιος αέρας, αγριαπιδιές, πικροδάφνες δίπλα στο ρυάκι. Οι παρυφές του δάσους. Ο φίλος μου ο δρυοκολάπτης παίζει με τις σκιές. 

Οι εγκαταλελειμμένες καστανιές και καρυδιές, οι εγκαταλελειμμένες μηλιές,  τα εγκαταλελειμμένα πλούτη  του  Πηλίου  θυμίζουν  τα  αλλοτινά  μπερεκέτια  της  εγκαταλελειμμένης  πρωτεύουσας  της Αυτοκρατορίας της Νικαίας. 

Αν δεν υπήρχε αυτή η τόσο εύφορη κοιλάδα, που γυροφέρνει τη λίμνη της Νίκαιας και περιβάλλεται από τα πανύψηλα όρη της Βιθυνίας, δεν ξέρω πώς θα επιβίωναν τα μεγάλα γένη στην εξορία. Τα βοσκοτόπια, τα ποτιστικά χωράφια, τα εκτεταμένα περιβόλια, τα λιμναία και τα θαλάσσια διβάρια τούς έτρεφαν. Πολλαπλασίασαν τα ιπποφορβεία και τους αμπελώνες, καλλιέργησαν μορεόδενδρα στις  υπώρειες  του  Ολύμπου,  για  να  αυξήσουν  την  παραγωγή  των  μεταξωτών  —  το  μαλλί αφθονούσε  στη  βιθυνιακή  περιφέρεια,  όπως  και  το  μπαμπάκι,  τα  καλά  δέρματα  κι  όλα  τα κτηνοτροφικά προϊόντα. Η δασική ξυλεία περίσσευε,  και από τις αναρίθμητες πηγές της περιοχής ανάβλυζε  ιαματικό  νερό.  Ένας  ειδυλλιακός  τόπος,  ιδανικός  για  τη  φιλοξενία  της  εκπατρισμένης βασιλικής και πατριαρχικής αυλής. 

Οι πάντες ήταν σε εγρήγορση, οι συνθήκες εκτάκτου ανάγκης τούς το επέβαλλαν, αλλά επικρατούσε κι ένας πρωτοφανέρωτος πατριωτισμός που μόνο σε καλό τους βγήκε. Το μήνυμα ήταν να φτάσουν σε επίπεδο πλήρους οικονομικής αυτάρκειας, ώστε να συντηρούν και τα πολυέξοδα στρατεύματα, ώσπου με τη βοήθεια της Οδηγήτριας να επιστρέψουν στην πόλη Της. 

Οι εισαγωγές ξένων αγαθών είχαν απαγορευτεί. Ούτε το σιτάρι από τις μαυροθαλασσίτικες αποικίες της Βενετιάς  χρειάζονταν ούτε,  πολύ περισσότερο,  τις  πανάκριβες  χάντρες  και  τις  χρυσοποίκιλτες κούπες από τα βενετσιάνικα υαλουργεία. Εξάλλου, τα κεραμοποιεία της Νίκαιας είχαν κάνει μεγάλη πρόοδο στους τομείς της εφυάλωσης και της διακόσμησης. Έπρεπε να περιοριστούνε σε αυτά, για να  αντεπεξέλθει  το  κράτος  στις  αυξημένες  ανάγκες  του.  Ακόμα  και  η  περιώνυμη  βυζαντινή γραφειοκρατία είχε περιοριστεί και οι χρονοβόρες διαδικασίες είχαν απλοποιηθεί, ενώ κορυφαίοι δάσκαλοι πηγαινοέρχονταν μεταξύ Εφέσου και Νικαίας, όπου σπούδαζε το αρχοντολόι. 

Σαν  Το  παραμύθι  χωρίς  όνομα  ακούγονται  όλα  αυτά,  όπου  το  βασιλόπουλο  ξαναζωντανεύει  το ταπεινωμένο  κι  αποκοιμισμένο  κράτος  —  μα  είναι  αλήθεια  ότι  στη  Νίκαια  έγιναν  πολλά  και αξιοζήλευτα  πράγματα.  Δυστυχώς  ανεπανάληπτα.  Δεν  άντεχε  φαίνεται  η  κούτρα  της  ρωμαίικης αριστοκρατίας για μεγαλύτερο διάστημα. Μόνον η προσφυγιά τους συνένωσε. Τους υποχρέωσε να ανασκουμπωθούνε,  να  αναγνωρίσουν  την  αξία  της  βιοτεχνικής  παραγωγής,  να  κάνουν αποδοτικότερο  τον  αγροτικό  τομέα.  Πρώτος  και  καλύτερος  ο  ίδιος  ο  αυτοκράτορας.  Ο  πανάξιος Ιωάννης  Γ'  Βατάτζης,  ο  οποίος,  ανάμεσα  στις  εκστρατείες  και  τα  τόσα  άλλα  κρατικά  καθήκοντα, διέθετε  χρόνο  για  να ασχοληθεί αυτοπροσώπως με  τα αυτοκρατορικά  κτήματα. Με  τα αυγά από τους ορνιθώνες του, μάλιστα, αγόρασε διάδημα με κάμποσα πετράδια για τη σύνευνή του και της το  προσέφερε  σε  δημόσια  τελετή,  εκθειάζοντας  τα  οφέλη  που  παρέχει  η  καλά  οργανωμένη 

Page 17: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

αγροτική οικονομία. 

 

Η Μαρία  γεννήθηκε  ένα  ή  δύο  χρόνια  πριν  αποθάνει  ο  καλός  αυτοκράτορας  Ιωάννης.  Η  Νίκαια μεσουρανούσε. Ο Θεόδωρος Β' Λάσκαρις όμως, που διαδέχθηκε τον πατέρα του το 1254, δεν είχε το ανάστημα του κυρ Ιωάννη. Τον ξετίναζαν οι απρόβλεπτες και βαριάς μορφής κρίσεις επιληψίας, του έσπαγαν το ηθικό, τον εξέθεταν στο στράτευμα και στον λαό, του προξενούσαν ανασφάλειες, καχυποψίες, ζήλια και μοχθηρία, κι ύστερα ξέσπαγε την οργή του στις πλάτες της αριστοκρατίας, για τον περιορισμό της οποίας είχε λάβει δραστικότατα και άκρως ενοχλητικά μέτρα. Άλλες φορές πάλι, κατέφευγε στα βιβλία του και τη θεϊκή παρηγοριά. «Καταιγίς με χειμάζει των συμφορών, Δέσποινα, και των λυπηρών τρικυμίαι καταποντίζουσι...». 

Βαρύ  το  στέμμα  σε  αδύναμο  σώμα,  προδομένο  από  τις  καταραμένες  κρίσεις.  Φαντάζομαι  πως ύστερα από ένα γερό σμπαράλιασμα θα έχασε σε τέτοιο βαθμό τον έλεγχό του, ώστε να διατάξει δύο  ροπαλοφόρους  της  φρουράς  του  να  χτυπήσουν  ανηλεώς  τον  Γεώργιο  Ακροπολίτη, εξευτελίζοντάς  τον  μπροστά  στην  αυτοκρατορική  συνοδεία.  Το  θύμα  δεν  ήταν  μόνον  ανώτερος αξιωματούχος  της  αυλής,  αλλά  είχε  διατελέσει  επί  χρόνια  παιδαγωγός  του  Θεόδωρου,  ο  οποίος επαναλάμβανε συχνά πόσα χρωστάει στον μεγάλο δάσκαλο. Και να πώς του ανταπέδωσε τις χάρες της παιδείας,  ένα βράδυ στο στρατόπεδο που είχανε στήσει  στη Βόρεια Θράκη,  περιμένοντας  να τους  παραδώσουν  οι  Βούλγαροι  την  καστρόπολη  Τζέπαινα.  Ήταν  6  Αυγούστου  του  1256.  Η Μεταμόρφωση  του Σωτήρος.  Το περιστατικό  το διηγείται  λεπτομερώς ο  ίδιος ο Ακροπολίτης,  στη Χρονική  Συγγραφή  του,  όπου  εκθειάζει  τον αντίπαλο  του Λάσκαρι  και  σφετεριστή  του  στέμματος Μιχαήλ  Παλαιολόγο.  Ούτε  δύο  χρόνια  δεν  πέρασαν  από  εκείνη  την  έξαρση  του  έξαλλου  θυμού, όταν  ο  βαριά  άρρωστος  αυτοκράτορας,  εξαντλημένος  και  σκελετωμένος,  ζήτησε  να  ενδυθεί  το μοναχικό σχήμα και να εξομολογηθεί τα κρίματά του «σαν άνθρωπος με γενναία και μεγαλόψυχη καρδιά» γράφει ο Ακροπολίτης. «Βλέψον ιλέω όμματί σου, και επίσκεψαι την κάκωσιν, ην έχω∙ και δεινών συμφορών και βλάβης και κινδύνων και πειρασμών με λύτρωσαι, αμετρήτω σου ελέει...». Λυτρώθηκε τον Αύγουστο του 1258, στα τριάντα έξι του χρόνια. 

Όταν  συνειδητοποίησα  ότι  σε  αυτόν  τον  τυραννισμένο  τύραννο  οφείλουμε  τον  Μεγάλο Παρακλητικό,  τον  ξαναδιάβασα  με  ιδιαίτερη  προσοχή.  «Ακολουθία  του  Μεγάλου  Παρακλητικού Κανόνος  εις  την  Υπεραγίαν  Θεοτόκον,  Ποίημα  του  βασιλέως  Θεοδώρου  Δούκα  του  Λασκάρεως» γράφει  ο  Συνέκδημος. Με  συγκινεί  βαθύτατα  η  σύνδεση  αυτού  του  κορυφαίου  εκκλησιαστικού έργου με ένα συγκεκριμένο και γνωστό πρόσωπο. Τους ανθρώπους αναζητώ πίσω από τα ονόματα, τα  αξιώματα,  τα  φλάμπουρα,  τα  τείχη,  τα  μνημεία,  τα  καλλιτεχνικά  επιτεύγματα,  τα  κείμενα,  τα γεγονότα.  «Εκύκλωσαν  αι  του  βίου  με  ζάλαι,  ώσπερ  μέλισσαι  κηρίον...  Σε  την  αγνήν,  Σε  την Παρθένον και άσπιλον, μόνην φέρω, τείχος απροσμάχητον, καταφυγήν, σκέπην κραταιάν...». Αυτές οι ζάλες, οι κακώσεις, οι κίνδυνοι και οι πειρασμοί ευθύνονται για τη δική μου ολόψυχη εμπλοκή στα τεκταινόμενα της ιστορίας. Ο σπαραγμός ενός τραγικού εστεμμένου, που εξομοιώνεται με έναν οποιονδήποτε πάσχοντα,  δημιουργεί  τους δεσμούς με  τον δικό  μου  κόσμο,  τον  έσω  και  τον  έξω. Πέρα  από  ιστορικές  μελέτες,  επιστημονικές  ερμηνείες  και  ρασοφορεμένες  μεγαλοστομίες,  κάθε χρόνο, το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου, ο ταπεινός δούλος του Θεού ψαλμωδεί ανάμεσά μας. 

 

Ο ήλιος ανέβηκε πάνω από τα δέντρα, ο δρυοκολάπτης σίγησε. Οι τύψεις αντικαθιστούν τις σκιές. Με τα μάτια στη Νίκαια, βγαίνω από το δάσος και κατεβαίνω με γρήγορο βήμα προς το χωριό. Στο εξοχικό καλντερίμι είναι αδύνατον να τρέξεις, κανείς δεν φροντίζει πια τα μονοπάτια (κι ας δόθηκαν ευρωπαϊκά  κονδύλια  για  την  αποκατάστασή  τους).  Σε  πολλά  σημεία  η  βλάστηση,  τα  νερά  και  οι 

Page 18: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

ρίζες  έχουν  διαβρώσει  τα  αρμολογημένα  αγκωνάρια.  Η  παλαιά  κατασκευή  είναι  έργο αξιοθαύμαστης τέχνης — κανείς δεν τα δίνει σημασία πια αυτά. 

Μεσημέριασε. Στο τσιμεντένιο αυλάκι έξω από το σπίτι λιάζεται ένα φίδι. Στον κήπο αερίζονται τα δρύινα βαρέλια. Ο Στέλιος  καθάρισε  το κελάρι  και  κάνει  τις  τελευταίες  ετοιμασίες  για  το πάτημα του σταφυλιού. Τον ειδοποίησαν από τη Νέα Αγχίαλο ότι σε δυο τρεις ημέρες θα τρυγήσουν. Αρκεί να μη βρέξει. 

Τα  πεσμένα  μούρα  έχουν  βάψει  τις  πλάκες  γύρω  από  τη  μουριά.  Φέτος  δεν  τα  μαζέψαμε. Βαριόμασταν τα διαδικαστικά κι αναβάλλαμε συνέχεια το πανηγυράκι. Θέλουν μεγάλη υπομονή και λάτρα  τα  δέντρα  και  τα  κηπευτικά,  όλα  έχουν  τον  κόπο  τους,  μόνον  που  καμιά  ανάγκη  δεν  μας υποχρεώνει να μαζέψουμε τα κεράσια, τα μούρα ή τα αχλάδια, κι όταν το κάνουμε, είναι σαν χόμπι ή  εκκεντρική  διασκέδαση.  Η  απόσταση  από  τη  φύση  και  τις  νομοτέλειές  της  είναι  αβυσσαλέα. Τουλάχιστον ο Στέλιος έχει κάποια παιδικά βιώματα, εγώ κανένα. 

Μεγάλωσα βέβαια στο Παλαιό Φάληρο,  εξοχή ακόμα τότε, πεύκα και κάμπιες και  τσουκνίδες και μαργαρίτες, και ξυπολυσιές στους άδειους χωματόδρομους, αλλά ζούσα σε ένα ιδιαιτέρως αστικό προάστιο. Μόνο το μουλάρι του μανάβη είχα δει από κοντά —  το θυμάμαι σχεδόν φωτογραφικά, γιατί φορούσε ψάθινο πλατύγυρο καπέλο κι έβγαιναν τα αυτιά του από δυο τρύπες. Κατά τα άλλα, ίδρωσα για να μάθω να ξεχωρίζω το άλογο από το μουλάρι. 

Τι  να  τις  κάνω  τις  περγαμηνές  της  Σορβόννης  και  τις  γονυκλισίες  στα  φοιτητικά  θρανία,  τις μεθοδολογίες,  τις στατιστικές και τις  ιστορικές γεωγραφίες, όταν δεν ήξερα να διακρίνω το σιτάρι από το κριθάρι, το καλαμπόκι από τη βρόμη, τις φασουλιές από τις μπαμπακιές, και τις αμυγδαλιές από  τις  ροδακινιές;  Χρειάστηκε  να  ζητήσω  χάρη,  ώστε  να  με  δεχτούν  σαν  ουρανοκατέβατο επισκέπτη για εντατικά «σεμινάρια» στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Για μένα ήταν μία εντελώς ιδιαίτερη τιμή, μία μοναδική εμπειρία. Μπορεί να τους ανέτρεψα ως έναν βαθμό το καθιερωμένο πρόγραμμα, αλλά αντιμετώπισαν την περίπτωσή μου με παραδειγματική υπομονή κι ανέπτυξαν όλη την τεχνική της διδασκαλίας για να μιλήσουν σε έναν outsider περί γεωργίας και κτηνοτροφίας.  Έτσι,  στα  είκοσι  επτά  μου,  έμαθα  λίγα  βασικά  πράγματα  για  την  καλλιέργεια  των δημητριακών. Κατάλαβα τις ζημιές που προξενούνε τα ζιζάνια. Πήρα μία ιδέα για την εκτροφή των αγελάδων, την τροφή των αλόγων. Πατούσα στη γη και πετούσα στα ουράνια. «Μέχρι τώρα, ένιωθα σαν  να  είχα πάρει  δίπλωμα  Γερμανικής Φιλολογίας  χωρίς  να  γνωρίζω  λέξη  γερμανικά»  εξηγούσα στους καθηγητές. «Χωρίς τον αγροτοκτηνοτροφικό παράγοντα η ιστορία είναι σαν σκορδαλιά χωρίς σκόρδο, εφόσον ο χαρακτήρας τόσο της αρχαιοελληνικής όσο και της βυζαντινής οικονομίας είναι κατεξοχήν αγροτικός» συνέχιζα τις εξηγήσεις. Κι αυτοί αποφάσισαν να δώσουν το όνομά μου σε ένα νεογέννητο μοσχαράκι την ημέρα του αποχαιρετισμού. Η μαυρόασπρη τετράποδη Μαριάννα είναι η καλύτερη βεβαίωση σπουδών της φοιτητικής μου σταδιοδρομίας. 

Όχι πως βαυκαλίζομαι για τις αγροτικές μου γνώσεις, αλλά ξεπέρασα τουλάχιστον το φράγμα της παντελούς  άγνοιας.  Έκτοτε,  επιδίδομαι  σε  εξαντλητικές  ανακρίσεις  αγροτών,  αμπελουργών, δασοφυλάκων, ρητινοσυλλεκτών, μουλαράδων, βοσκών και ψαράδων, κι αγοράζω ό,τι βιβλίο βρω για  λύκους,  ελάφια,  άλογα  της  δουλειάς,  άλογα  του  πολέμου  κι  άλογα  ταχυτήτων,  κυνήγια  και κυνηγετικά γεράκια, οργάνωση αγροκτημάτων, δασικό πλούτο και ξυλεία. 

Πασχίζω  να  αναπληρώσω  τα  κενά.  Κι  αν  δεν  ξέρεις  τίποτα  για  τα  άλογα,  είναι  δύσκολο  να παρακολουθήσεις τη ζωή των νομάδων της ασιατικής στέπας. Σκύθες  (και Κιμμέριοι και Αμαζόνες και Σαρμάτες και Αλανοί κι άλλα ιρανόφωνα έθνη), Ούννοι, Άβαροι, Βούλγαροι, Ούγγροι, Τούρκοι, Πετζενέγοι,  Κουμάνοι  (οι  τουρκόφωνοι Κιπτσάκ)  και  Τουρκομάνοι,  Τάταροι  και Μογγόλοι ήταν  εκ γενετής  καβάλα  στ'  άλογα.  Από  τα  δικά  τους  μέρη  ταξίδεψε  το  εξημερωμένο  ζώο  και,  μέσω  της ρωσικής στέπας, κατέβηκε μέχρι τη μυκηναϊκή Ελλάδα. 

Page 19: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Κυνήγι, πόλεμος, μεταφορά ανθρώπων και πραγμάτων, επικοινωνίες, έλξη τροχοφόρων, αγροτικές εργασίες, άθληση, επίδειξη εξουσίας, μέτρο ταξικής διαφοράς, αισθητική απόλαυση και συντροφιά. Σκέφτομαι  πόσο  έξω  πέφτουμε  όταν  αγωνιζόμαστε  να  μάθουμε  ιστορία,  διαβάζοντας  βιβλία, βιβλία,  βιβλία,  δίχως  να  γνωρίζουμε  τίποτα  για  τον  ίππο  και  την  ιπποδύναμη,  έναν  από  τους βασικότερους παράγοντες που κινητοποίησαν τις εξελίξεις επί τέσσερις χιλιάδες χρόνια. Τόσο στις μόνιμα εγκαταστημένες κοινωνίες, αγροτικές και αστικές, όσο και στις μόνιμα μετακινούμενες, τις κατεξοχήν ποιμενικές, που οι αστάθμητες κλιματολογικές συνθήκες και οι ανάγκες των ποιμνίων τις υποχρεώνουν σε εποχική μετανάστευση και τις καθιστούν απόλυτα εξαρτημένες από το άλογο. 

Το  επόμενο  σκασιαρχείο  είναι  αναπόφευκτο.  Κατεβάζω  τα  βιβλία  από  το  πάνω  πάνω  ράφι  της βιβλιοθήκης. Τα μογγολικά άλογα μπορούν να βρίσκουνε τροφή κάτω από το παγωμένο χιόνι που καλύπτει  επί  μήνες  τα  στεπώδη  χορτολίβαδα,  πίσω  από  τις  ουρανομήκεις  οροσειρές  και  τις απέραντες ερημικές εκτάσεις της Κεντρικής και Ανατολικής Ασίας. Με τις οπλές σπάνε τον πάγο και αποκαλύπτουν το λιγοστό χορτάρι. Με αυτό αρκούνται, για όσο διάστημα βαστήξει ο χειμώνας. Τα αφεντικά  τους  τρέφονται  με πρόβιο  γάλα  και  κουμίς  (ξινόγαλα φοράδας,  ιδιαίτερα αλκοολούχο). Καταναλώνουν ελάχιστο κρέας, συνήθως ξεραμένο. 

Η δραματική διαφορά μεταξύ των νομάδων της ασιατικής στέπας και του εγκαταστημένου κόσμου είναι  η  ίδια  η  στέπα.  Οι  άνθρωποί  της  είναι  μέρος  της  φύσης,  από  εκεί  απορρέει  ο  πρωτόγονος χαρακτήρας του πολιτισμού τους. Όσον καιρό ζούνε στην ανελέητη στέπα, είναι υποχρεωμένοι να περιορίζονται  στα  απαραίτητα,  τα  περιττά  υπονομεύουν  την  ύπαρξή  τους.  Όσες  φορές  όμως διάβηκαν τα γεωγραφικά της σύνορα, η έφιππη επέλασή τους στον κόσμο που λάτρεψε το περιττό ήταν καταστροφική. 

Ανοίγω  τον Άτλαντα.  Από  τη  λίμνη Αράλη ακολουθώ ανάποδα  τον ρου  του Αμού Νταρυά  (Ώξου): Ουζμπεκιστάν, Τουρκμενιστάν, Αφγανιστάν‐σύνορα με Τατζικιστάν, Χίντου Κους (Ινδικός Καύκασος). Κορφές στα 7.690 μέτρα. 

Αρχές  του 1221,  οι  ιπποτοξότες  του Τσέγκις διατρέχουν  την Υπερωξειανή και περνούν  το υδάτινο σύνορο.  Όσοι  νομάδες  προλαβαίνουν  να  φύγουν  κατευθύνονται  προς  τη  Δυτική  Ασία.  Ανάμεσά τους  οι  εξισλαμισμένοι  Ογκούζ  (Ογούζοι  Τούρκοι),  που  μεταναστεύουν  με  εκατομμύρια  πρόβατα στα μικρασιατικά οροπέδια των Σελτζούκων του Ρουμ. Είναι οι πρόγονοι των Οθωμανών Τούρκων. Η  μεγάλη  φυγή  δεν  περιορίστηκε  στις  νομαδικές  φυλές.  Χιλιάδες  Πέρσες  πήραν  τον  δρόμο  της προσφυγιάς.  Η  οικογένεια  του  μυστικιστή  Τζελαλαντίν  Ρουμί  περιπλανήθηκε  στη Μέση  Ανατολή, ώσπου  να  καταλήξει  στο  σελτζουκικό  Ικόνιο.  Οι  ανθρωπολογικοί  χάρτες  αλλάζουν.  Οι  πολιτισμοί διαχέονται.  Τα  ιρανικά  στοιχεία  που  είχαν  εμπλουτίσει,  μαζί  με  τα  βυζαντινά  και  τα  αραβικά,  τη σελτζουκική  κοινωνία,  πολλαπλασιάζονται.  Το  μικρασιατικό  Σουλτανάτο  διανύει  το  απόγειο  της ιστορικής  του  διαδρομής,  αλλά  είναι  αδύνατον  να  επιβληθεί  στα  πλήθη  των  Τουρκομάνων τσομπάνηδων  που  έστησαν  τις  σκηνές  τους  στα  οροπέδια.  Η  μογγολική  επέλαση  στη  μακρινή Υπερωξειανή  καθορίζει  τις  εξελίξεις  ακόμα  και  στο  δυτικότερο  τμήμα  της  Ασίας.  Το  τέλος  της ιστορίας πλησιάζει. 

Ιανουάριος του 1221. Οι Μογγόλοι προχωρούν σε δύο μέτωπα. Η μία στρατιά διασχίζει τα πλούσια βοσκοτόπια  του  Αζερμπαϊτζάν  και  εισβάλλει  στα  εδάφη  του  βορειοανατολικότερου  χριστιανικού κράτους  της  Ασίας,  την  ορθόδοξη  Γεωργία.  Φεβρουάριος  του  1221.  Ο  γεωργιανός  στρατός συντρίβεται  μπροστά  στα  τείχη  της  Τιφλίδας.  Οι  νικητές  κόβουν  τους  ηττημένους  σε  κομμάτια, αφήνουνε  τα  κατακρεουργημένα  πτώματα  να  τα  κατασπαράξουνε  τα  όρνια  και  τα  θηρία, κατεβαίνουν  ως  τη  Μαραγκέχ,  στο  νότιο  Αζερμπαϊτζάν,  βάζουν  μπροστά  σε  κάθε  επίθεση  τους αιχμαλώτους,  συνεχίζουν  προς  Νότο,  πυρπολούν  την  ορεινή  Χαμαντάν  (τα  αρχαιοπερσικά Εκβάτανα),  πετσοκόβουν  τον  πληθυσμό,  επιστρέφουν  στη  Γεωργία,  παγιδεύουν  το  φημισμένο ιππικό της και, μετά τη σφαγή, φεύγουν για τον Καύκασο και φτάνουν έως τη στέπα του Αζόφ και τις 

Page 20: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

ακτές της Κριμαίας. 

Η άλλη στρατιά στοχεύει τα μεγάλα οικονομικά και πολιτιστικά κέντρα του Χορασάν, στην παλαιά βορειοανατολική Περσία. Δεν κατακτούν. Αποψιλώνουν τεράστιες δασικές εκτάσεις. Καταστρέφουν φράγματα  που  διοχέτευαν  τα  νερά  των  ποταμών  μακριά  από  τις  πόλεις  και  συνδέονταν  με  το αρδευτικό  σύστημα  της  καλλιεργημένης  υπαίθρου.  Πολιορκούν  τα  οχυρωμένα  αστικά  κέντρα, σκορπίζουν τον όλεθρο και προχωρούν. 

Φεβρουάριος του 1221.  Ισοπεδώνουν τη Μερβ και θανατώνουν με ομαδικούς στραγγαλισμούς το σύνολο  του  πληθυσμού.  Ξεχωρίζουν  μόνον  τετρακόσιους  από  τους  αξιότερους  τεχνίτες  και  τους στέλνουν στη Μογγολία. Ο Πέρσης Ιμπν αλ‐Αθίρ αναφέρει ότι οι νεκροί ήταν 700.000. Ακολουθεί το μακελειό στη Νισαπούρ. Οι περσικές πηγές μιλούν για 1.747.000 σφαγιασθέντες, οι ινδικές μιλούν για 2.400.000. Ακόμα κι αν οι αριθμοί είναι πέραν πάσης πραγματικότητας, η υπερβολή φανερώνει το μέγεθος της συμφοράς. Η επέλαση είναι δίχως προηγούμενο. 

Τη  Χεράτ  την  πολιόρκησαν  επί  έξι  μήνες.  Η  ξακουστή  μεγαλούπολη  του  Χορασάν  έπεσε  στις  14 Ιουνίου 1222. Με τον αγριότερο τρόπο εξολόθρευσαν 1.600.000 ανθρώπους. Μάζευαν τον κόσμο σε κοπάδια, τον περικύκλωναν, όπως έκαναν με τα θηράματα στα μεγάλα κυνήγια, κι εκτελούσαν τα σφάγια  με  βροχή  από  βέλη.  Χρειάστηκαν  δεκαετίες  για  να  αποκτήσει  την  όψη  πόλης  η  άλλοτε μαγευτική Χεράτ και  να  ξαναγίνει  σημαντικό  εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο. Δεν ανέκτησε όμως ποτέ  το  υψηλότατο  επίπεδο  του  παλαιού  πολιτισμού  της  και  ούτε  κατόρθωσε  να  αναστήσει  το φυσικό  περιβάλλον  μέσα  στο  οποίο  είχε  αναπτυχθεί,  μέχρι  να  μετατρέψουν  οι  Μογγόλοι  την καλλιεργημένη γη σε άνυδρη στέπα. Την εντοπίζω στο σημερινό δυτικό Αφγανιστάν. 

Θυμάμαι ένα λουστράκι που είδα στο ιρανικό Γιαζντ, την άνοιξη του 2000. Το πιο γκρίζο παιδί που συνάντησα  στη  ζωή  μου.  Οι  μαγαζάτορες  έβγαιναν  από  τα  καταστήματα  για  να  το  διώξουνε  με βρισιές και σφαλιάρες. Του ζήτησα να με πάει στη γειτονιά των σιδεράδων. Χωνόταν στα σκεπαστά σοκάκια  του  παζαριού  και  το  έχανα  μέσα  στα  σκοτάδια.  Μόνο  το  άσπρο  δισάκι  με  τα  σύνεργα ξεχώριζα.  Γυρνούσε  το  κεφάλι  να  δει  αν  το  ακολουθώ.  Γκρίζα  τα  γαλανά  του  μάτια,  σκληρά  τα χαρακτηριστικά  του  προσώπου  του,  λιανό  το  σώμα  του,  κόκαλα  σκεπασμένα  με  πεντακάθαρα κουρέλια.  Δεν  ζήτησε  ούτε  ένα  ριάλι.  Φαινόταν  απόλυτα  ικανοποιημένο  από  τον  ρόλο  που  είχε αναλάβει.  Έβαλα  κάποιον  να  το  ρωτήσει  αν  πηγαίνει  σχολείο.  «Οι  Πρόσφυγες  δεν  πάνε  στο σχολείο» απάντησε. 

Προσφυγόπουλο στην  Ισλαμική Δημοκρατία  του  Ιράν. Πατρίδα  του  το Αφγανιστάν,  πέρα από  την άγρια  έρημο  του  Λουτ  και  το  τριχοτομημένο  Χορασάν.  Τρία  ή  τέσσερα  εκατομμύρια  Αφγανοί πέρασαν στο Ιράν, για να σωθούν από τα σοβιετικά στρατεύματα κατοχής και τα ντόπια ανταρτικά σώματα,  τον  πιο  παράλογο  φανατισμό,  τον  πρώτο  και  τον  δεύτερο  και  τον  τρίτο  εμφύλιο,  τις ομαδικές  σφαγές  του  αγροτοκτηνοτροφικού  πληθυσμού.  Οι  ευγενέστερες  κοινωνίες  της  Ασίας ξεκληρίστηκαν τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Ύστερα, την πρώτη χρονιά της τρίτης χιλιετίας, έπεσαν από τον ουρανό οι ειδικές δυνάμεις του αμερικανικού στρατού. Η χαριστική βολή. 

Όταν ξαναπήγα στο Γιαζντ, έψαξα όλο το παζάρι, τα χαλκουργεία, τα υφαντουργεία, τα βαφεία, τις πηλόχτιστες  γειτονιές  των  Προσφύγων.  Άφαντο  το  σκελετωμένο  παιδάκι.  Τα  μάτια  του  έμειναν καρφωμένα πάνω μου. 

Page 21: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Από το βυζαντινό Αιγαίο στο φοιτητικό Παρίσι, 1970­1977 

Στη μνήμη του Νίκου, του Peter, του Λάκη 

ΑΦΟΤΟΥ ΑΡΧΙΣΑ ΝΑ ΜΕΛΕΤΩ τη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη, πολύ πριν τολμήσω το πρώτο ταξίδι, σκόνταψα κάμποσες φορές στο όνομα της Μαρίας. Δυο αράδες στο ένα βιβλίο, τρεις στο άλλο, μία εντελώς  τυπική  συνάντηση ανάμεσα  σε  εκατοντάδες  άλλες.  Ήταν  χειμώνας  του 1970‐71. Φρέσκο μυαλό, είκοσι ενός Αυγούστων, απαιτητικό, αλλά πολύ βιαστικό και υπεροπτικό. 

Ως  βιβλιοφάγος  είχα  ήδη  υπερκεράσει  τα  πλέον  διαδεδομένα  από  τα  κλασικά  βυζαντινά διαβάσματα  της  εποχής  (τον  Βασίλιεφ,  τον  Σλουμπερζέ,  τον  Ζακυνθινό,  τον  Κάρολο  Ντηλ  τούς έφαγα  με  το  κουτάλι).  Είχα  εξαντλήσει  ακόμα  και  τις  βυζαντινές  πηγές,  όσες  υπήρχαν  στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου ή του παππού μου (ένα μεγάλο μέρος από τη σειρά των Belles Lettres, κόκκινα δερματόδετα τα αντίτυπα του πατέρα, μαύρα του παππού, τι αυτοκρατορικές Τσιριμόνιες του  Πορφυρογέννητου  και  τι  αυλικές  εμπειρίες  της  Άννας  Κομνηνής,  η  Αλεξιάδα  με  είχε ενθουσιάσει παρά τις χίλιες αναπάντητες απορίες που μου είχε δημιουργήσει). Μπούχτισα γρήγορα και με τα συγγράμματα περί βυζαντινής τέχνης (τα έβρισκα τόσο ανιαρά, τόσο τυποποιημένα, ώστε ήμουνα σίγουρη ότι τους έλειπε η ουσία, καθώς τα περισσότερα έμοιαζαν να διεκπεραιώνουν μία κάποια  λογιστική  υπόθεση,  σαν  την  απογραφή,  ας  πούμε,  μιας  αποθήκης  με  εδώδιμα  και αποικιακά, που είχε κατεβάσει προ καιρού τα ρολά και την είχαν διαγράψει από την κληρονομιά οι δικαιούχοι —ίσως για να μην επιβαρυνθούν με υπέρογκους φόρους—, αφήνοντας τα μουχλιασμένα προϊόντα της στο έλεος των απογραφέων). 

Έτσι, στα μικρά μου νιάτα έκλεισα τον πρώτο βυζαντινό κύκλο του βίου μου σωρεύοντας γνώσεις που κολάκευαν στο  έπακρο  τη ματαιοδοξία μου —είχα και θηριώδη μνήμη—,  μου άφησαν όμως μία  μάλλον  δυσάρεστη  γεύση.  Σαν  να  είχα  καταβροχθίσει  μία  γερή  ποσότητα  από  τα  ληγμένα προϊόντα  της παλαιάς αποθήκης. Αντιλαμβανόμουν ότι  έλειπε ο μίτος  της Αριάδνης,  δεν  τον είχα βρει στα τόσα μου διαβάσματα, ένιωθα πως η ιστορία θα βρίσκεται σε κάποιο άλλο πεδίο, το οποίο μου διαφεύγει, τι διάολο, δεν μπορεί όλα να ίπτανται σε ένα νεφέλωμα. 

 

Την άκρη του μίτου φαίνεται ότι τη βρήκα βουτώντας στο βυζαντινό Αιγαίο, το καλοκαίρι του 1970, όταν έγινε η πρώτη οργανωμένη υποβρύχια αρχαιολογική έρευνα στην Ελλάδα για τη μελέτη ενός ναυαγίου  του  12ου  αιώνα.  Πιατικά  κουβαλούσε  το  ιστιοφόρο.  Πιατικά  κοινής  χρήσης  και μυλόπετρες από κάποιο λιμάνι της αιγαιακής Μικράς Ασίας σε κάποιο ελλαδικό λιμάνι, την εποχή της βασιλείας του κυρ Μανουήλ Κομνηνού. Βυθίσθηκε στην είσοδο του όρμου της Κυρά Παναγιάς, ένα  ακατοίκητο  νησάκι,  αγιορείτικο,  στο  Αρχιπέλαγος  των  Σποράδων.  Το  κουφάρι  του  πλοίου βρισκόταν σε βάθος 36 μέτρων. Το φορτίο χυμένο στον βυθό, εκατοντάδες πήλινες κούπες, ρηχά και βαθιά πήλινα πιάτα με πέρδικες, φίδια, λαγούς και πετραχήλια. Μόνον το περίγραμμα, ένα γρήγορο σκίτσο  στην  κιτρινωπή  ή  πρασινωπή  επιφάνεια.  Σαν  παιδική  ζωγραφιά.  Τα  αίτια  της  ναυτικής συμφοράς  παραμένουν  άγνωστα.  Κακοκαιρία  ή  ανταρσία,  οι  δύο  πιθανότερες  εξηγήσεις,  καθώς εντοπίστηκε  κι  ένας πρόχειρα ανοιγμένος  τάφος στην ακτή.  Ίσως να έθαψαν εδώ τον υπαίτιο  της ανταρσίας, αφού προηγουμένως του έσπασαν τα δάχτυλα των ποδιών — συνηθισμένη τιμωρία σε βάρος απείθαρχων ναυτικών. 

Όλον  τον  Αύγουστο  κοιμόμουνα  τις  νύχτες  σε  μία  χαμηλή  σκηνή  δίπλα  στον  σκελετό  με  τα σπασμένα δάχτυλα. Την ημέρα, βοηθούσα στην καταγραφή των ευρημάτων που ανέβαζαν οι δύτες και  μετείχα  στην  προετοιμασία  του φαγητού  για  τα  τριάντα  τόσα  μέλη  της  ερευνητικής  ομάδας. Μόνον  κατσίκες  βλέπαμε  να μας παρακολουθούν ανάμεσα στις αγριελιές  και  τα πουρνάρια.  Εκεί γνώρισα  και  τον  θρύλο  της  Προϊστορικής  Αρχαιολογίας,  τον  Δημήτρη  Θεοχάρη.  Είχε  ανακαλύψει 

Page 22: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

μερικά  ίχνη  από  πανάρχαιους  σκελετούς  μεγάλων  θηλαστικών  ζώων  στη  νησίδα  μας,  κι  όταν ερχόταν με το καΐκι από την Αλόννησο, μας έλεγε ιστορίες για τη μορφή του Αιγαίου πριν από τον «Κατακλυσμό». Μου άρεσε η συνύπαρξη των εποχών (μέσω των σκελετών) στην Κυρά Παναγιά, που τη λένε και Πέλαγος ή Πελαγονήσι. Φάγαμε και μία νυχτερινή μπόρα, από εκείνες που κατεβαίνουν από  τη  Χαλκιδική  και  συνταράζουν  τις  καλοκαιρινές  θάλασσες∙  τα  κόκαλα  του  ναυτικού αντανακλούσαν  τις  αστραπές  κι  ο  φθορισμός  του  σκελετού  φώτιζε  τα  κατάμαυρα  σκοτάδια. Κάτσαμε  για  να στεγνώσουμε  την  επόμενη ημέρα,  απλώνοντας  στον ήλιο  κορμιά  και  υπάρχοντα. Ανάπαυλα  απαραίτητη,  για  να  συζητήσουμε  με  άνεση  και  να  διατυπώσουμε  τα  ερωτήματα  που γεννούσε το ναυάγιο. 

Ερεθίσματα άκρως ερεθιστικά. Πράγματα αλλοπρόσαλλα,  συμπτωματικά, άσχετα μεταξύ  τους και τόσο συναφή. Δεκάδες απορίες, εκατοντάδες εντυπώσεις, το μυαλό σε συνεχή εγρήγορση, η ομάδα σφιχτοδεμένη, η δουλειά εξοντωτική, το τοπίο μοναδικό. 

Νομίζω ότι στο Πελαγονήσι πρέπει να υπέκυψα στην πρόκληση του άγνωστου Βυζαντίου. Κάποιοι, κάπου,  κατασκεύαζαν  αυτά  τα  πιάτα.  Κάποιοι  τα  εμπορεύονταν,  κάποιοι  τα  μετέφεραν,  κάποιοι, κάπου,  τα  αγόραζαν  και  τα  χρησιμοποιούσαν.  Ώστε,  λοιπόν,  ο  Φαίδων  Κουκουλές  δεν  τα  είχε φανταστεί  όλα  αυτά. Ο  Βυζαντινών  βίος, η  καθημερινή  ζωή  στο  Βυζάντιο,  ήταν  γεγονός,  άρα  θα υπήρχαν και καθημερινοί άνθρωποι. Έπλυνα δεκάδες πιάτα,  τα οποία προορίζονταν γι' αυτούς, κι επειδή δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους, από μία μοναδική εύνοια της τύχης τα έπιασα στα χέρια μου. Η αίσθηση  της αφής κινητοποίησε ασυναίσθητα όλον  τον μηχανισμό.  Κάθε ημέρα και περισσότερο  ένιωθα  να με  ελκύει  η  ιστορία  των ανθρώπων που σχετίζονταν με  το φορτίο  και  το βυθισμένο  πλεούμενο.  Διόλου  απίθανο  κι  ο  σκελετός  να  ήθελε  κάτι  να  μου  πει  τα  βράδια  που φωσφόριζε πέντε μέτρα από το ράντζο, όπου έπεφτα ψόφια για να κοιμηθώ στη διάρκεια εκείνης της καταπληκτικής ενάλιας εκστρατείας. 

Ο επόμενος βυζαντινός κύκλος είχε ανοίξει. Στα είκοσι ένα μου χρόνια βρισκόμουν προ των πυλών της  Κωνσταντινουπόλεως.  Ξαρμάτωτη,  αλλά  με  ένα  φόρτωμα  νέα  βιβλία.  Ο  μόνος  τρόπος  να γνωρίσω την καρδιά της Αυτοκρατορίας ήταν η μνημειακή τοπογραφία. 

Χειμώνας 1970‐71. Raymond  Janin, Constantinople byzantine, Développement urbain et  répertoire topographique  (Paris  1950,  επανέκδοση  1964)  και  La  Géographie  ecclésiastique  de  l'Empire byzantine,  première  partie  Le  Siège  de  Constantinople  et  le  Patriarcat Œcuménique,  tome  III  Les églises et  les monastères (Paris 1953, εγώ έπεσα κυριολεκτικά με τα μούτρα στην επανέκδοση του 1969).  Αυτά,  μαζί  και  ο Mamboury,  έγιναν  το  ευαγγέλιο.  Ακόμα  απορώ  πού  τα  είχα  βρει.  Τον Μαμπουρί, με τον άκρως παραπλανητικό τίτλο Istanbul Touristique (Istanbul 1951), τον ξέθαψα από τα  ταξιδιωτικά  του  πατέρα  μου  (ήταν  στη  δημοσιογραφική  ομάδα  που  συνόδευσε  τον  βασιλιά Παύλο,  όταν  επισκέφθηκε  την  Πόλη,  τότε,  επί  προεδρίας  Τζελάλ  Μπαγιάρ,  με  το  πρώτο σφιχταγκάλιασμα του Ν.Α.Τ.Ο., Ελλάς‐Τουρκία στην ίδια Συμμαχία και γλέντια πολλά στην Κορέα). 

Δεν  είχα  δώσει  σημασία  τόσον  καιρό  στον  Μαμπουρί,  τα  τουριστικά  τα  περιφρονούσα.  Ήταν αδύνατον  να φανταστώ  τον πλούτο που έκρυβε αυτός ο οδηγός  του Λεβαντίνου παντογνώστη,  ο οποίος συνέχισε στην Πόλη την ερευνητική δουλειά  του Σκαρλάτου Βυζάντιου,  του Πασπάτη,  του Μακρίδη εφέντη,  του Osman Hamdi Bey,  του van Millingen. Όλοι  τους πρόλαβαν  το πολεοδομικό συγκρότημα  πριν  αρχίσουν  οι  μπουλντόζες  να  γκρεμίζουν  αβέρτα  οθωμανικά  και  βυζαντινά κτίσματα  και  να  πετούν  στην  Προποντίδα  το  οικοδομικό  παρελθόν  της  πρωτεύουσας  δύο αυτοκρατοριών —  αμύθητης αξίας μπάζα  και  χώματα ανακατεμένα με  νομίσματα  και  επιγραφές, σκεύη,  κιονόκρανα,  ακρωτηριασμένα  γλυπτά,  μαρμάρινα  υπέρθυρα,  λαγήνια,  μολυβδόβουλα, μπαούλα  με  βιβλία  και  κιτάπια,  όλα  στον  Καιάδα  της  λήθης.  Οι  δικές  τους  καταγραφές,  ιδίως εκείνες  που  γίνονταν  στη  διάρκεια  των  καταστροφικών  επιχειρήσεων  για  την  ισοπέδωση πυκνοκτισμένων περιοχών και την ανάπλαση της Πόλης, διέσωσαν ένα μεγάλο μέρος της χαμένης 

Page 23: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

πλέον Κωνσταντινουπόλεως. 

Έτρεχε  ο  γιατρός  ο  Πασπάτης  από  γειτονιά  σε  γειτονιά  τον  καιρό  της  χολέρας,  έβλεπε  τους πληγέντες κι ύστερα χανόταν στα σκοτεινά σοκάκια, για να κρατήσει σημειώσεις από ό,τι εντόπιζε η εξασκημένη ματιά του. Το 1871, όταν κατασκευαζόταν η σιδηροδρομική γραμμή του Orient Express: Paris, Gares du Nord — Constantinople, Σταθμός του Eminönü, ο γιατρός ακολουθούσε κατά πόδας τους  Γάλλους  μηχανικούς  και,  σε  έξαλλη  κατάσταση,  μετρούσε  τις  θεμελιώσεις  των  βυζαντινών παλατιών,  που  ξεθάβονταν  και  ξεθεμελιώνονταν  για  να  καθαρίσει  ο  τόπος,  υπολόγιζε  τα  μεγέθη των  ακρωτηριασμένων  κιόνων,  σχεδίαζε  ξεπατωμένες  προσόψεις,  εκλιπαρούσε  τους  υπεύθυνους των εργοταξίων να σεβαστούνε τα αιωνόβια μνημεία και τα θεοφρούρητα Τείχη. Όλα μάταια. «Τι να είπω  περί  των  επιστατούντων  μηχανικών  Ευρωπαίων,  κατεδαφιζόντων  αψίδας,  ριπτόντων  εν  τη θαλάσση  ενεπιγράφους  πλάκας...  Οι  σκαπανείς  χάριν  παιδιάς  ηκρωτηρίαζαν  αγαλμάτια  και σταυρούς. Πλείστα μέρη των τειχών της Προποντίδος κατηδαφίσθησαν διά σφηνών και πυρίτιδος, μόνον  και  μόνον  ίνα  κατακερματισθώσι  και  χρησιμεύσωσιν  ως  έρμα  του  δρόμου...  Ουδέποτε υπέστησαν  τοσαύτην  φθοράν  τα  γεραρά  ιδρύματα  των  Βυζαντίων,  όσην  από  τους  σκαφείς  του σιδηροδρόμου...»  σημείωσε  γεμάτος  θυμό  στις  Βυζαντινές  Μελέτες  του,  τονίζοντας  ότι  η καταστροφή ήταν χειρότερη και από εκείνη «των αγροίκων και μισελλήνων Σταυροφόρων». 

Χειμώνας 1970‐71.  Εκατό  χρόνια μετά  την κατασκευή  της σιδηροδρομικής  γραμμής  του θρυλικού τρένου,  που  με  τις  σιδηροτροχιές  του  άλλαξε  την  όψη  του  θαλάσσιου  μετώπου  της  οθωμανικής πρωτεύουσας. Διαβάζω Πασπάτη, Μανουήλ Γεδεών, Προκόπιο, Janin, Αγκάθα Κρίστι, Alexander van Millingen,  Byzantine  Constantinople,  the Walls  of  the  City  and  Adjoining  Historical  Sites  (London 1899) και Byzantine Churches in Constantinople (London 1912). 

Έψαξα  να  βρω  τον  Σκαρλάτο  Βυζάντιο,  τον  είχε  εκδώσει  ο  προπροπαππούλης  μου,  ο  Ανδρέας Κορομηλάς,  αλλά  το  έργο  δεν  υπήρχε  στις  οικογενειακές  βιβλιοθήκες∙  ποιος  να  ξέρει  τι  απέγινε ύστερα από τόσες πυρκαγιές, μετακομίσεις, πτωχεύσεις και ανάγκες επιβίωσης, που προήλθαν από τόσους  πολέμους  και  διχασμούς.  Κατέφυγα  στο  παλαιοβιβλιοπωλείο  του  κυρίου  Πατριαρχέα, υπόγειο στη Σόλωνος. Η Κωνσταντινούπολις, ή περιγραφή τοπογραφική αρχαιολογική και  ιστορική της περιωνύμου ταύτης μεγαλοπόλεως, τόμοι τρεις (Αθήνα 1851, 1862, 1869). Η τιμή που ζητούσε («ειδικά για εσάς») ήταν όσο κόστιζε η αγορά μικρού ισόγειου διαμερίσματος στο Κολωνάκι. Ακόμα το φυσάω και δεν κρυώνει. Είχα όμως τα άλλα μεγαθήρια της τοπογραφίας, θα χρειαζόμουν χρόνια για να τα μελετήσω, ώσπου να καταφέρω να αποκτήσω τον Σκαρλάτο. 

Πότε έφτασα σε εκείνο το μοναστηράκι της Παλαιολόγειας εποχής, στα ψηλώματα του λόφου πάνω από το Φανάρι, είναι αδύνατον να θυμηθώ. Πάντως εκεί πρωτοσυνάντησα το όνομα της Μαρίας. Αυτή ήταν η  κτητόρισσσα  της Μονής ή,  για  να ακριβολογώ  (δεν θα απαλλαγώ ποτέ από αυτό  το κουσούρι), η Μαρία είχε αγοράσει το ερειπωμένο κτίσμα και το ανακαίνισε. Τέλη του 13ου αιώνα. Ο Μιχαήλ  Η'  είχε  πεθάνει,  στον  θρόνο  βασίλευε  ο  γιος  του,  ο  Ανδρόνικος  Β'  ο  Παλαιολόγος.  Το καταχώρισα  κι αυτό στις  σημειώσεις μου,  ίσως με  τον  ίδιο  ταχυγραφικό  τρόπο που σημείωνα  τα στοιχεία  κάθε  μνημείου,  για  να  φτιάξω  περιληπτικά  την  ταυτότητά  του  και  να  προχωρήσω  στο επόμενο. 

Τώρα που το ξανασκέφτομαι, υποθέτω ότι θα αφιέρωσα στη Μαρία κανένα δεκάλεπτο παραπάνω. Δεν μπορεί να με άφησε εντελώς αδιάφορη το ιδιαίτερο, ή μάλλον σκανδαλώδες στοιχείο το οποίο αποτυπώθηκε  στο  προσωνύμι  της: «η  κυρά  των Μογγόλων».  Ποιων Μογγόλων;  Δεν  προσπερνάς κάτι τέτοιο με τον συνήθη ρυθμό του διαβάσματος. Αν μάλιστα διασταυρώσεις την πληροφορία για την τύχη που της επεφύλαξε ο αυτοκράτορας πατέρας της και η συγκυρία, αφήνεις τα συγγράμματα κατά  μέρος  και  προσπαθείς  να  καταλάβεις  τι  είδους  κατραπακιά  έφαγες  κατακέφαλα.  Ο Παλαιολόγος  έστειλε,  λέει,  την  κορούλα  του  να παντρευτεί  τον  χαν  των Μογγόλων,  αλλά  επειδή, ώσπου να φτάσει η νύφη στα βάθη της Ασίας, ο υποψήφιος γαμπρός είχε πεθάνει, η Παλαιολογίνα 

Page 24: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

παντρεύτηκε  τον  γιο  του.  Έτσι  απλά  τα  γράφει  το  βιβλίο.  Σαν  ένα  συνηθισμένο  συνοικέσιο∙  ένα περιστατικό διπλωματικής ρουτίνας. 

Σίγουρα  θα  βρήκα  ευκαιρία  για  να  ετοιμάσω  άλλη  μία  κανάτα  καφέ,  μήπως  και  μπορέσω  να ξεπεράσω το στάδιο της έκπληξης, της αμηχανίας και της θυμηδίας. 

Το ζήτημα όμως που τίθεται κάθε φορά είναι πόσο έτοιμος είσαι να δεχθείς καθεμία πληροφορία. Με τι εφόδια, τι δυνατότητες και τι προσλαμβάνουσες διαβάζεις, τι διάθεση έχεις ή πόσο διαθέσιμο χρόνο εκείνη τη συγκεκριμένη αναγνωστική ώρα, ώστε κατ' αρχήν να κάνεις την πρώτη κίνηση: να αποσπάσεις  την  πληροφορία  από  τον  έντυπο  χώρο  της.  Η  αντιγραφή  της  είναι  ήδη  μία  πρώτη μορφή επεξεργασίας,  έστω κι αν γίνεται συνήθως μηχανικά.  Ύστερα τα πράγματα γίνονται κάπως πιο  υποκειμενικά.  Τι  θα  επιλέξεις,  τι  θα  υπογραμμίσεις,  ενδεχομένως  πού  θα  παραπέμψεις.  Το ουσιαστικότερο  είναι  αν  έχεις  καλλιεργήσει  έναν  γνώριμο  περίγυρο  για  να  εντάξεις  εκεί  την πληροφορία∙ να την αξιολογήσεις, να την ερμηνεύσεις, να της αποδώσεις το ειδικό της βάρος, για να αποκτήσει μια κάποια υπόσταση στο δικό σου γνωστικό πεδίο. Πόσο μάλλον που η συγκεκριμένη πληροφορία σε εξακοντίζει στη σκοτεινή πλευρά της σελήνης. Ο υποψήφιος γαμπρός ονομαζόταν «Χαλαού»  ή  Χουλαγκού.  Ο  γιος  του  ήταν  ο  «Απαγάν»,  έτσι  τον  έλεγαν  οι  Βυζαντινοί.  Για  τους Μογγόλους δεν ξέρεις τίποτα, δεν υπάρχουνε συνειρμοί (ή, κι αν υπάρχουν, είναι στο επίπεδο του μεσαιωνικού  θρύλου,  όπου  μανιασμένα  άλογα  σαρώνουν  τον  φλοιό  της  γης  και  τερατόμορφοι σφαγείς  τρώνε  τα  σωθικά  της  ανθρωπότητας).  Δεν  σε  αφορά  το  θέμα,  δεν  έχει  καν  την  εξωτική μαγεία της Ανατολής. Στο κάτω κάτω της γραφής σκοτίστηκες. 

Ένα ακόμα ζήτημα είναι αν συναισθάνεσαι το μέγεθος της ανεπάρκειάς σου. Την απειρία σου,  τα τεράστια κενά στις γνώσεις σου, τις βιβλιογραφικές σου ελλείψεις, τους περιορισμούς τους οποίους θέτει  το  κοινωνικό  περιβάλλον,  καθώς  και  οι  κατευθύνσεις  της  γενικότερης  παιδείας,  οι συγκυριακές επικαιρότητες, αλλά και οι κοινά αποδεκτές προτεραιότητες. 

«Διά θέματα της Αφρικής, σε βεβαιώ, πεθαίνω!» έλεγε η μαμά του «ατυχούς Ριτσάκι» στην κυρία Ελένη,  καθισμένη «εν  μέσω  του σαλώνος»  (στη Φαύστα  του Μποστ,  θεατρικό  έργο  γραμμένο  το 1963).  Το  στίγμα  του  μικροαστικού  αθηναϊσμού  της  δεκαετίας  του  '60,  που  περιέγραφε  με  τόση οξυδέρκεια  και  χιούμορ  ο  Μέντης  Μποσταντζόγλου,  ήταν  εκείνη  την  εποχή  σαν  το  στίγμα  της μεσογειακής αναιμίας∙ οι περισσότεροι από τους φορείς δεν το ήξεραν (και κατά πάσα πιθανότητα δεν ήθελαν να το γνωρίζουν). 

Πού  να  αποταθώ  και  ποιον  να  συμβουλευτώ,  όχι  βέβαια  για  τους  Μογγόλους  και  τα βυζαντινομογγολικά συνοικέσια, αλλά για τα χίλια δυο ζητήματα που ανέκυπταν καθώς διάβαζα για την Πόλη. Όλοι παρίσταναν τους ανήξερους και τα φαινόμενα έδειχναν ότι η Πόλη, μεταξύ 1955 και 1964,  είχε μετακομίσει  στα όρη  της Παταγονίας  ή  στα  βάθη  της  κεντροασιατικής  στέπας,  χαμένη πίσω  από  τον  κουρνιαχτό  των  ενοχών  μας.  Άκρα  του  τάφου  σιωπή,  κι  εγώ  νεοφώτιστη,  αδαής, αβοήθητη και βιαστική. 

Άφησα,  λοιπόν,  τη  Μαρία  να  αναπαύεται  στο  δελτίο  που  είχα  αφιερώσει  στο  παλαιολόγειο «μονύδριο της Θεοτόκου της Παναγιωτίσσης —κοινώς Μουχλιωτίσσης— με  το κομψό τετράκογχο σχήμα του ναού» και την ξέχασα. Ίσως αμυδρά να κράτησα κάτι ελάχιστο από την ύπαρξή της, αλλά, καθώς έρεαν οι πληροφορίες, πλήθαιναν τα γραμμένα δελτία και στένευαν τα χρονικά περιθώρια, θα έσβησε κι αυτό κάτω από το βάρος των σπουδαίων πραγμάτων που συναντούσα. 

Βιαζόμουν,  όπως  όλοι  οι  νέοι.  Αχ!  αυτοί  οι  νέοι,  προπάντων  οι  επαναστατημένοι,  στο  έπακρο εγωπαθείς  και ανυπόμονοι, αμάθητοι στις αγωνίες  της καθημερινότητας, αδιάφοροι για  τα μικρά και  τα  απλά  που  συγκροτούν  τον  βίο  των  ανθρώπων,  δηλαδή  το  υλικό  της  ιστορίας.  Αγέρωχοι, ακατάδεκτοι,  άτεγκτοι  και  άδικοι,  δεν  προλαβαίνουν  να  αφουγκραστούν  την  ανάσα  των 

Page 25: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

κεκοιμημένων (για αυτούς όλοι οι μεταστάντες —και πάρα πολλοί από τους ζώντες— είναι νεκροί). Εξάλλου, μόνον ο εαυτός τους μετράει. 

Με  υπεροψία  και  μέθη  πορευόμουν.  Υπεροψία,  μέθη,  επιπολαιότητα  και  ανεπίτρεπτη  βιασύνη. Υπερεκτιμούσα  τις  ικανότητές  μου.  Ενώ μελετούσα  τα  μνημεία  της Πόλης,  έκανα  παράλληλα  μία εργασία για τον Εμμανουήλ Ροΐδη και, ταυτόχρονα, προετοιμαζόμουν για σπουδές στη Βρετανία (το πώς βρέθηκα στη Σορβόννη είναι μία άκρως περιπεπλεγμένη υπόθεση). 

Από τότε εγκαινίασα τις ολονυκτίες (τρόπος ζωής μέχρι σήμερα), μέσα σε σύννεφα τσιγαρόκαπνου, παρέα  με  την  κοκκινομάλλα Μπαμπέτ,  ένα  ιρλανδέζικο  σέτερ  που  ξημεροβραδιαζόταν  κάτω από τον  καναπέ,  απέναντι  από  το  γραφείο  μου.  Διάβαζα  για  να  δώσω  εξετάσεις  στο  Βρετανικό Συμβούλιο.  Έπρεπε  να  πάρω  καλούς  βαθμούς  στα  βασικά  μαθήματα,  ώστε  να  φτιάξω  έναν αξιοπρεπή φάκελο για τη φοιτητική υποψηφιότητα.  Ιστορία θα σπούδαζα, επειδή «το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον», κι εγώ ήμουνα, φαίνεται, ταμένη. Οι φιλοδοξίες μου ήταν μεγάλες, ο πόθος για μάθηση αβυσσαλέος,  οι  αντοχές  μου  απεριόριστες  και  ήθελα  να  εξαντλήσω  κάθε  λεπτό  από  τον χρόνο  που  είχα  στη  διάθεσή  μου.  Άλλωστε,  αναγκαστικά,  τη  χειμωνιάτικη  περίοδο  περιόριζα  τις επαγγελματικές μου δραστηριότητες, εφόσον οι τουρίστες ήταν ελάχιστοι και είναι ζήτημα αν έκανα τρεις τέσσερις ξεναγήσεις τον μήνα. Διάβασμα νυχθημερόν. Απόλαυση «πλήρης και τελεία». 

Εκεί που έμπαζα νερά είναι η έλλειψη πειθαρχίας και οργάνωσης στη μελέτη. Όχι ότι δεν μπορούσα να μανουβράρω τη σπουδαστική ύλη∙  τις αναγνωστικές επιθυμίες μου ήταν αδύνατον να ελέγξω. Κάθε βιβλίο ήταν ένας κρυμμένος θησαυρός,  και δεν είχα τρόπο να αντισταθώ,  καθώς από μωρό έζησα ανάμεσα σε βιβλιοθήκες, αναπνέοντας  τυπογραφικά μελάνια και μυρωδιές  χαρτιών.  Καμιά φορά,  δοκίμαζα  και  δυο  γουλιές  από  το  ούζο  της  Παριζιάνας  νταντάς  μου  (η άλλοτε  πανέμορφη madame Germaine,  καρδιές  είχε  κάψει,  έλεγαν, στην προπολεμική Αθήνα,  για ένα φεγγάρι  έκανε και το μανεκέν υψηλής μόδας στου Σινάνη,  τη βρήκε ο Πόλεμος και η Κατοχή,  ξώμεινε αμανάτι η καλλονή, αρχοντογυναίκα με τα όλα της, πήγε νταντά σε καλά σπίτια,  το μεσημεριανό ουζάκι  τής ήταν  όμως  απαραίτητο,  αλλιώς  δεν  πάνε  κάτω  οι  γλυκόπικρες  αναμνήσεις,  ούτε  ο  τρόμος  των γηρατειών και μάλιστα στην ξενιτιά∙ ποιος ξέρει πόση απελπισία έκρυβαν τα γαλανά της μάτια). 

Κρυφογελούσε  ο  πατέρας  μου  με  τις  ουζοποτικές  μου  επιδόσεις  (ώσπου,  κάποιο  μεσημέρι  στο πάρκο, κατέβασα ένα διπλό ούζο κι έπεσε πανικός στο σπίτι), τον χαροποιούσαν όμως ιδιαίτερα οι βιβλιοφιλικές  μου  επιδόσεις,  τις  οποίες  εκμεταλλευόταν  ανερυθρίαστα.  Κάθε  νέο  βιβλίο  που έφερνε  το  παρέδιδε  σε  μένα,  για  να  κόψω  με  προσοχή  τα  φύλλα.  (Τότε  ακόμα  δεν  έπεφταν  τα μαχαίρια του βιβλιοδέτη, άκοπα έβγαιναν στην αγορά τα περισσότερα βιβλία, κι έτσι η τελετουργία της επαφής με το ήδη αποκτηθέν βιβλίο άρχιζε από το κόψιμο των φύλλων, μια πρώτη ματιά στα τυπογραφικά στοιχεία,  σύντομα στάσιμα στο  εικονογραφικό υλικό,  επισκόπηση  της  διάταξης  των κεφαλαίων — ένα λατρευτικό τυπικό, σχεδόν καθημερινά επαναλαμβανόμενο, στο οποίο μετείχαν και η αφή και η όραση και η όσφρηση, προπαντός όμως αυτή η άτιμη η όσφρηση,  το πιο κρυφό συστατικό της μνήμης.) 

Αυτά,  από  την  ώρα  που  έμαθα  να  κρατώ  τον  σελιδοκόπτη.  Όταν  έμαθα  και  την  αλφαβήτα, θεωρούσα ως ελάχιστο τίμημα για τον κόπο μου το δικαίωμα να επεξεργαστώ περισσότερη ώρα, συνήθως ξαπλωμένη μπρούμυτα στο χαλί του πατρικού γραφείου, το νεόκοπο βιβλίο και κάθε άλλη νέα εισαγωγή εντύπου. Στο κρεβάτι ξεφύλλιζα τα Κλασικά Εικονογραφημένα και τον Μικρό Ήρωα, που δανειζόμουν από τον αδελφό μου. Το στάδιο της ανάγνωσης δεν άργησε. 

Χάρη  σε  αυτό  το  πάθος,  με  όλα  τα  χαρακτηριστικά  της  εξάρτησης,  αν  όχι  και  της  διαστροφής, πέρασα  αλώβητη  από  τα  σχολικά  θρανία.  [Ιδίως  εκείνη  την  οδυνηρότατη  τετραετία  του Αμερικανικού  Κολλεγίου  Θηλέων  (στο  Ελληνικό  ακόμα,  σύρριζα  με  το  Αεροδρόμιο),  όπου εξαφανισμένη στο τελευταίο γωνιακό θρανίο, δίπλα στο παράθυρο, διάβασα τόνους βιβλία. Ήταν η 

Page 26: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

κορυφαία πράξη διαμαρτυρίας και αντίστασης, σε ήπιους τόνους, ένα είδος σιωπηλής συμφωνίας στην  οποία  απαιτούσα  να  προσχωρήσουν  ασυζητητί  και  οι  άλλες  δύο  εμπλεκόμενες  πλευρές, δηλαδή  το  σχολείο  και  οι  γονείς  μου.  Όποιος  δεν  συμμορφωνόταν,  αντιμετώπιζε  ένα  αδίστακτο θηριάκι,  που σκαρφιζόταν απίστευτες  τιμωρίες.  Ακόμα δεν  είχα δει  τον ακρωτηριασμένο σκελετό του καημένου του ναυτικού, αλλά τσάκιζα κόκαλα με άλλους τρόπους. Ώσπου με έδιωξαν επιτέλους το  καλοκαίρι  του  '65,  όταν  επρόκειτο  να  μεταφερθεί  το  σχολείο  από  το  Ελληνικό  στην  Αγία Παρασκευή,  γιατί  οι  αεροδιάδρομοι  κόντευαν  να  σκεπάσουν  τα  σχολικά  κτίρια,  ενώ,  καθώς προσγειώνονταν  ανά  πεντάλεπτο  τα  αεροπλάνα,  η  άκρη  του  ενός  φτερού  τους  ακουμπούσε  στη μύτη  της  απαισίας  διευθυντρίας,  που  με  τα  κροκοδειλίσια  μάτια  της  επόπτευε  τα  πάντα  και  η φαρμακερή  ματιά  της  έφτανε  μέχρι  και  μέσα  στο  πιλοτήριο,  για  να  δει  αν  ο  κυβερνήτης  έχει κουμπώσει ως επάνω τη στολή του, όπως έκανε με τις μαθήτριες κυρίως των τελευταίων τάξεων. Επί  τέσσερα  χρόνια  προσπαθούσε  να  με  σωφρονίσει∙  εκτός  των  άλλων  νουθεσιών,  ήθελε  να  με πείσει ότι το κομπινεζόν είναι απαραίτητο εξάρτημα για όλα τα καλά κορίτσια —κάτι σαν τη ζώνη αγνότητας, που αποδείκνυε την τιμιότητα της κάθε Πηνελόπης του δυτικού Μεσαίωνα— και όποια κόρη δεν συμμορφώνεται,  την περιμένει, αλίμονο, η πυρά. Όταν βεβαιώθηκε ότι προτιμούσα την πυρά, είχε επέλθει το πλήρωμα του χρόνου. Κι έτσι εκείνοι απαλλάχθηκαν από την παρουσία μου κι εγώ  διασώθηκα,  σχετικά  εγκαίρως  (με  κάτι  αμυχές  είναι  η  αλήθεια,  και  με  μία  βαριάς  μορφής ημικρανία,  για  την  οποία  είμαι  σίγουρη  πως  δεν  οφείλεται  στον  διαολεμένο  θόρυβο  των αεροπλάνων). Ευτυχώς, είχα διατρέξει όλη τη βιβλιοθήκη του σχολείου.] 

Το κακό είναι ότι οτιδήποτε τυπωμένο μου προξενούσε το ενδιαφέρον. Ακόμα και τα δρομολόγια των τρένων ή τα μενού των επίσημων δείπνων, που έφερνε ο πατέρας μου από τα επαγγελματικά του  ταξίδια.  Διάβαζα  ό,τι  έπεφτε  στα  χέρια  μου.  Διασκέδαζα  διορθώνοντας  τυπογραφικά  λάθη (πρώτα  εκεί  πέφτει  η  ματιά  μου).  Φούντωνα  με  τις  αβλεψίες,  συγχυζόμουν  με  τις  συνηθισμένες προχειρότητες στις παραπομπές  (τις έλεγχα ανελλιπώς) κι απορούσα με την ευκολία με την οποία αντιμετωπίζει  ο  συγγραφέας  ή  ο  επιμελητής  της  έκδοσης  ένα  τόσο  σοβαρό  ζήτημα.  Κοντολογίς, σπαταλούσα χωρίς οίκτο τις εφεδρείες του εγκεφάλου μου. 

Κάλπαζε η φαντασία μου, κάπνιζε ο νους μου. Δεν μπορούσα να ανεχθώ τα δεσμά της συστηματικής μελέτης. Πηδούσα από το ένα θέμα στο άλλο, αφήνοντας βιβλία και σημειωματάρια ανοιχτά πάνω σε πολυθρόνες, περβάζια, χαλιά, τα σκέπαζα με άλλα, για να επιστρέψω άλλοτε εδώ κι άλλοτε εκεί, με μία αδιόρθωτη ροπή προς την ακαταστασία, την απειθαρχία και την ακαταμάχητη γοητεία του σκασιαρχείου. 

Είχα  μάθει  να  μελετώ  κρατώντας  σημειώσεις  σε  δελτία.  Ωραία  και  νοικοκυρεμένα  (για  όσο διάστημα άντεχα τη νοικοκυροσύνη). Στον Άλκη Αγγέλου το χρωστώ κι αυτό. Δέχτηκε να μαθητεύσω κοντά  του,  μόλις αποφοίτησα,  μετά πολλών βασάνων  και  σειρά  ιλαροτραγικών περιπετειών,  από την  περιώνυμη  Σχολή  Λαζαροπούλου.  [Ο  Θεός  να  αναπαύσει  την  εν  πολλαίς  αμαρτίαις περιπεσούσα  εκείνη  γυναίκα,  γιατί  από  το  δικό  της  εκπαιδευτήριο  (που  οι  πάντες  το  έλεγαν «το club», περιπαικτικά ή χαϊδευτικά) πήραν χαρτί καν και καν εργαζόμενοι, οι οποίοι δεν πάτησαν ποτέ στα μαθήματα αλλά χρειάζονταν το απολυτήριο για να μισθοδοτηθούν καλύτερα στη δουλειά τους και  να  ανέλθουν  τις  βαθμίδες  της  Αστυνομίας  ή  της  Εκκλησίας  και  άλλων  οργανισμών  του Δημοσίου, «να  έχουν  κι  ένα  βραχιόλι  στο  χέρι»  τα  κοριτσόπουλα  της  Νέας  Σμύρνης,  όσα  δεν  τα 'παιρναν τα γράμματα, ώστε να πάνε σε κανένα δημόσιο της προκοπής, αλλά και οι τσούπρες που έρχονταν  πολύ  αεράτες  και  εντελώς  αδιάβαστες  από  τη  Σχολή  Ροντοπούλου  (κι  άλλα  ανώτατα ιδρύματα,  από  αυτά  που  δίδασκαν  πώς  να  γίνεις  καλό  μοντέλο),  μα  και  παιδιά  που  είχαν  χάσει τάξεις ή  είχαν διακόψει  το σχολειό,  είτε λόγω ασθένειας,  είτε γιατί ήταν ατίθασα,  είτε γιατί ήταν ρεμπεσκέδες και ασυμμάζευτοι, απροσάρμοστοι, ας πούμε, όπως στη δικη μου την περίπτωση — τα γράμματα τα αγαπούσα, το διάβασμα το λάτρευα, το σχολείο όμως μου προξενούσε αποστροφή (ο δωδεκαετής σχολικός καταναγκασμός δίχως αντίκρισμα, η εκπαιδευτική λογική, τα φρικώδη βιβλία του  Οργανισμού  και  το  αποτρόπαιο  ή,  στην  καλύτερη  περίπτωση,  αφόρητα  ξεπερασμένο 

Page 27: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

περιεχόμενό τους, οι ειρωνείες που εκτοξεύονταν από την έδρα,  το παιχνίδι  του βασανιστή με το θύμα, ο χαμένος χρόνος, ο σπαταλημένος κόπος, τα νιάτα τα καημένα). Μέχρι τα σαράντα με έπιανε ναυτία κάθε  Σεπτέμβριο,  βλέποντας  τα σχολικά είδη να κρέμονται  έξω από  τα ψιλικατζίδικα, άσε πια τις ποδιές κι όλα τα μαθητικά παραφερνάλια της εποχής μου. 

Ο Θεός να την αναπαύσει, γιατί όντως προσέφερε κοινωνικό έργο αυτή η γυναίκα, η οποία ερχόταν κατά  τις  έντεκα  στην  επιχείρησή  της,  κάνοντας  προφανώς  κοπάνα  από  το  Ι.Κ.Α.  όπου  εργαζόταν επισήμως, βαμμένη σαν τη μαντάμ Ορτάνς. Δεν θα την ξεχάσω, γιατί σώθηκα με το χαρτί που πήρα από τη Σχολή της, έστω κι αν το σύνολο των βαθμών μου ήταν 10 και 8/13 (ολογράφως: δέκα και οκτώ  δέκατα  τρίτα),  έστω  κι  αν  στο  απολυτήριο  έμεινε  η  λίγδα  από  τα  σουβλάκια  που  έψηνε καθημερινά ο θυρωρός στον αυλόγυρο —  στην Ελλάδα πάντα πρέπει  να  έχει  κανείς μια δεύτερη δουλειά,  το  'μαθα  κι  αυτό  κοντά  τους.  Σαν  θίασος  τσίρκου  ήταν  όλη  η  οικογένεια  κι  εμείς μαθητευόμενοι  ακροβάτες,  αλλά  μάθαμε  τουλάχιστον  να  φυλαγόμαστε  από  τα  λιοντάρια.  Στις εξετάσεις  του  εξαμήνου  έγραφα  και  καμιά  δεκαπενταριά  εκθέσεις  «ιδεών»  για  τους  ανίδεους συμμαθητές,  μετά  μάθαινα  ότι  κάποιοι  μεταξύ  των  ευεργετηθέντων  από  την  πένα  μου  ήταν αστυνομικοί,  εν  μέσω  Χούντας,  αλλά  μάλλον  ανώδυνοι,  άλλος  έπαιζε  τρομπόνι  στην  μπάντα  της Αστυνομίας,  τρομάρα  τους  οι  μουσικόφιλοι,  δυο  άλλοι  ήταν  στη  Δίωξη  Ναρκωτικών,  άλλοι ευεργετηθέντες  ήταν  γνωστοί  αληταράδες  των  νοτίων  προαστίων,  όλοι  στα  θρανία  έμοιαζαν  με απροστάτευτα  γατάκια,  ως  και  τα  χοντροκομμένα  καλαμπούρια  τους  ήταν  αθώα∙  τους  θυμάμαι ακόμα  και  τώρα,  σπάνια  και  φευγαλέα,  πίσω  από  το  μακιγιάζ  της  μαντάμ  Ορτάνς  και  τα παλαιομοδίτικα  πέτα  της  ζαβής  αδελφής  της,  η  οποία  παρίστανε  την  προϊσταμένη,  όταν  έλειπε βεβαίως  η  μαντάμ.  Κανείς  δεν  μπορούσε  να  εξηγήσει  πώς  έγραφα  τόσες  διαφορετικές  εκθέσεις μέσα στο τρίωρο της εξεταστικής διάρκειας κι ήταν για όλους αξεδιάλυτο μυστήριο το γεγονός ότι, ενώ ήξερα τόσο καλά ιστορία  (είχα βοηθήσει πολλούς σε κρίσιμες ώρες κι είχα αναγκαστεί να πω ότι Ιστορία επρόκειτο να σπουδάσω, γι' αυτό ήθελα το απολυτήριο, και με είχαν πιστέψει επειδή με εμπιστεύονταν και με εκτιμούσαν, μολονότι από τους 150‐160 μαθητές της έκτης δύο μόνον είχαμε φοιτητικές φιλοδοξίες, το «club» δεν ήταν προθάλαμος πανεπιστημίων), πώς, λοιπόν, στις εξετάσεις χρειάστηκε να ανοίξω το βιβλίο της «Ιστορίας» για να αντιγράψω λέξη προς λέξη το κείμενο —όπως το  ήθελε  ο  συγγραφέας  του  σχολικού  πονήματος—  αποφεύγοντας  να  ρισκάρω  μία  εγκυρότερη εκδοχή,  η  οποία  μπορεί  να  με  έστελνε  στην  επόμενη  εξεταστική  περίοδο.  Θα  ήταν  μάταια  κάθε εξήγηση. Απλώς τα φιλαράκια έμειναν με την απορία κι εγώ με την τρυφερή ανάμνηση της επαφής με τα κάθε καρυδιάς καρύδια. Ήταν η μοναδική χρονιά που δεν μου κάθισε το σχολείο στον λαιμό, μολονότι είχα βγει για τα καλά πλέον στη βιοπάλη.] 

Ο Αγγέλου με ανέλαβε, λοιπόν, για να μάθω κοντά του την ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας. Το πρώτο  μάθημα  ήταν  αφιερωμένο  στην  αποδελτίωση.  Έτσι,  άρχισα  να  βλέπω  με  άλλο  μάτι  τα διαβάσματα. Ταυτόχρονα, φοιτούσα και στη Σχολή Ξεναγών (από την οποία αποφοίτησα με άριστα, επειδή  με  ενδιέφεραν  τα  μαθήματα,  μου  ταίριαζε  το  κλίμα  και  μου  άρεσαν  οι  καθηγητές —με εξαίρεση δύο ανεκδιήγητους— κι επειδή έβλεπα ότι μαθαίναμε πράγματα χρήσιμα). Το επίπεδο της Σχολής εκείνη τη στριμόκωλη εποχή ήταν πανεπιστημιακό. Πολλοί από τους διδάσκοντες θα έπρεπε να  βρίσκονται  στα  ανώτατα  εκπαιδευτικά  ιδρύματα αλλά,  λόγω  Χούντας,  ήταν  απόβλητοι  κι  έτσι είχαμε την απροσδόκητη τύχη να τους ακούμε σε ένα ρεσιτάλ διδασκαλίας, όπως δεν θα γινότανε ποτέ στα καποδιστριακά και στα αριστοτέλεια. Εκεί ξεκίνησε και ο διάλογος με τη γεωγραφία και τη μνημειακή  τοπογραφία,  η  γνωριμία  των  αρχαιοτήτων  μέσα  από  τη  μελέτη  χαρτών, σχεδιαγραμμάτων και κατόψεων, μία τελετουργία που άρχιζε την ώρα του μαθήματος στη Σχολή και συνεχιζόταν  στη  διάρκεια  της  εκπαιδευτικής  επίσκεψης  στους  αρχαιολογικούς  χώρους  και  στα μνημεία. Οι πρώτες νύξεις για μία διαφορετική αντιμετώπιση του κτιστού και του άκτιστου κόσμου. Και η πρόκληση για την άσκηση της ξεναγικής με διαφορετικό τρόπο. 

Μεσολάβησε  η  βουτιά  στο  βυζαντινό  Αιγαίο  και  ακολούθησε  ο  χειμώνας  της  αδιάλειπτης ολονυκτίας.  Με  είχε  συνεπάρει  η  ανακάλυψη  της  τοπογραφίας.  Ένιωθα  ότι  εδώ  συμβαίνουν 

Page 28: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

πράγματα συγκεκριμένα,  χειροπιαστά, όπως όταν έπλενα τα πιάτα με τις βυζαντινές πέρδικες στο Πελαγονήσι. 

Παρατούσα  τα διαβάσματα  για  το  βρετανικό φοιτητικό μου μέλλον,  άφηνα  και  την αποδελτίωση του  Ροΐδη  να  σιτέψει  κοντά  στο  καλοριφέρ,  και  υψώνοντας  λευκή  σημαία  προχωρούσα  προς  τα σύνορα του νέου κόσμου. Βήμα προς βήμα παρακολουθούσα το ιστορικό γίγνεσθαι μέσα από την ιστορία  των  μνημείων,  τη  φυσιογνωμία  και  τις  περιπέτειες  των  τόπων,  τη  διαλεκτική  σχέση  των κοινωνιών  του  παρελθόντος  με  το  φυσικό  περιβάλλον.  Όλα  αποκτούσαν  νόημα  όταν  τα τοποθετούσα  στον  χώρο,  κι  ο  χρόνος  έπαιρνε  τις  διαστάσεις  της  διάρκειας,  όπως  μόνον  η γεωγραφία μπορεί να του την αποδώσει. 

Εξερευνώντας τους τόπους, έβρισκα τους ανθρώπους — ή τουλάχιστον όσους μπορούσα να αντέξω εκείνη την πρώιμη εποχή της εκμάθησης, γιατί περιπτώσεις σαν της Μαρίας δεν είχαν ακόμα πού την κεφαλή κλίναι, στα πρανή του μυαλού μου. Έβρισκα τους ανθρώπους χτισμένους στα ντουβάρια και  μαζί  τους  αποκαθιστούσα  τη  συνέχεια∙  όχι  βέβαια  εκείνη  την  κατασκευασμένη  συνέχεια  της εθνικής μας ιδεοληψίας (αυτή μου προξενούσε ανατριχίλα και τρόμο από το Δημοτικό, κρυβόμουνα κάτω από το θρανίο κι έκλαιγα όταν μας έλεγε ο διευθυντής ότι οι μακαρονάδες οι Ιταλοί έτρεχαν σαν  τους  λαγούς,  τα  λυπόμουνα  τα  λαγουδάκια,  ντρεπόμουνα  για  τους  πατεράδες  μας  που  τα κυνηγούσαν  με  τις  ξιφολόγχες  στα  χιονισμένα  βουνά,  κι  αργότερα  πάθαινα  αναφυλαξία  με  τα μαύρα  ριγωτά  κουστούμια  που  αλώνιζαν  στο  σώμα  του  Ελληνισμού  με  φανφαρονισμούς  και τυμπανοκρουσίες, έτοιμοι να βγάλουν τον βούρδουλα, όταν το έκριναν απαραίτητο). 

 

Μου πήρε καιρό για να εμπεδώσω τις θέσεις μου σχετικά με τη σπουδαιότητα της τοπογραφίας και να σιγουρευτώ ότι  δεν  είχα παρασυρθεί από μια αργοπορημένη  εφηβική  εμμονή.  Χρειάστηκε  να περάσω  και  από  τα  ένδοξα  Παρίσια,  όπου  είχα  την  εξαιρετική  τύχη  να  φοιτήσω  κοντά  στον ηλικιωμένο  πια  Πιερ  Βιλάρ,  που  δίδασκε  Ιστορική  Τοπογραφία  και  Μεθοδολογία  της  Ιστορίας. Οργάνωνε τη διδασκαλία με έναν μοναδικό τρόπο, εξηγούσε με τη μεγαλύτερη απλότητα δύσκολες έννοιες, ανέλυε με γλυκύτητα τις θεωρίες του, ήξερε να ακούει το ανήσυχο φοιτηταριό, δεχότανε να συζητήσει ακόμα και  τις πιο αντιπαθητικές,  τις πιο εξυπναδίστικες, παρατηρήσεις και  τον άκουσα πολλές φορές  να  λέει  εκείνο  το υπέροχο «μπορεί  να  έχετε  δίκιο,  δεν  το  έχω σκεφτεί,  χρειάζομαι χρόνο  για  να  το  επεξεργαστώ».  Χρησιμοποιούσε  συνήθως  παραδείγματα  από  την  ιστορική τοπογραφία  της  Ιβηρικής  χερσονήσου,  είχε  μελετήσει  ενδελεχώς  την  Ισπανία —  αλλού  ήτανε  τα δικά μου ενδιαφέροντα, αλλά με τις ισπανικές του αναλύσεις αντιλαμβανόμουν τον κυρίαρχο ρόλο της γεωμορφολογίας και διασκέδαζα αναπλέοντας με τις γαλέρες της Αρμάδας τον Γκουανταλκιβίρ, για να ξεφορτώσω το χρυσάφι της Αργεντινής στη Σεβίλλη. 

«Τα ποτάμια,  τα  πλωτά ποτάμια  είναι  οι  μεγάλες  επικοινωνιακές  αρτηρίες  της  στεριάς,  οι  κύριοι γεωπολιτικοί άξονες»  μουρμούριζα καθώς πήγαινα με  το μετρό στο εστιατόριο όπου δούλευα  τα βράδια. Ακόμα δεν είχα ανακαλύψει τον θρακικό Έβρο. 

Βροχή ασταμάτητη στο Παρίσι∙ άνοιγα με τα χέρια μου χώρο για να διασχίσω το πρωινό πούσι κάθε Τετάρτη  που  άρχιζε  στις  οκτώ  το  μάθημα  στο  Πανεπιστήμιο.  Οκτώ,  η  ώρα  της  διανομής  του ταχυδρομείου  στο  14ο  Διαμέρισμα  του  Παρισιού,  κι  εγώ  έτρεχα  από  τα  μαύρα  χαράματα  στη Σορβόννη Ι, στο Τολμπιάκ. 

Καιρικές και οικονομικές συνθήκες απελπιστικές, διαβίωση άθλια. Μα είχα μείνει έκπληκτη από ό,τι έβλεπα και,  κυρίως, από ό,τι άκουγα, σαν τη Ζαχαρούλα από το χωριό, παρότι δεν ήμουν άμοιρη ευρωπαϊκών  εμπειριών  (είχαν  προηγηθεί  πολλά  ταξίδια  και,  δυστυχώς,  αρκετά  καλοκαίρια  σε ορεινά  ελβετικά  σχολεία —  με  κλαυθμούς  και  οδυρμούς  για  τις  χαμένες  παρέες  στο Φάληρο,  τα 

Page 29: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

χαμένα θερινά σινεμά, τις χαμένες αταξίες στα Λουτρά του Μπάτη, κλαυθμούς και για τα απαίσια φαγητά  που  μας  τάιζαν  οι  κέρβεροι  των  Άλπεων,  οι  οποίοι  ασκούσαν  τις  απηρχαιωμένες εκπαιδευτικές τους αντιλήψεις σαν να επρόκειτο να μας στείλουν να διοικήσουμε τις γαλλόφωνες αποικίες της Αφρικής και της Ασίας). 

Το Παρίσι δεν με κέρδισε. Ούτε χρόνος ούτε χρήμα μού περίσσευαν για να γνωρίσω τα καλά του. Σώρευα  τις  αρνητικές  πλευρές  της  μεγαλούπολης  κι  ένιωθα  στο  πετσί  μου  την  αντιπάθεια  της ξενοφοβικής παρισινής κοινωνίας. Αλλά η παιδεία, όχι τόσο η τρέχουσα πανεπιστημιακή όσο, κατά κύριο λόγο, η μεταπτυχιακή, με είχε τυλίξει στον ιστό της. 

Τετάρτη απόγευμα, ο Σβορώνος στη Σορβόννη. Τον αποκαλούσα με άπειρη αγάπη «ο Σορβόννος». Πέμπτη πρωί, ο Κ. Θ. Δημαράς, πάντα με παπιγιόν, κι ύστερα οι ταραμοσαλάτες της νοσταλγίας με τους εμιγκρέδες της φιλολογικής συντροφιάς. Σάββατο πρωί, τα τρίωρα της Μπιμπίκου κοντά στον Κήπο  του  Λουξεμβούργου.  Και  δυο  χρόνια  αργότερα,  τα  μεταπτυχιακά  σεμινάρια  του  Αλμπέρ Σομπούλ,  με  τους  Χιλιανούς  και  τους  Γιουγκοσλάβους  ιστορικούς.  Την  Κυριακή,  ψώνια  στην πολύβουη και πολύχρωμη Λαϊκή, το πιο διασκεδαστικό γεγονός της εβδομάδας και η μόνη επαφή με το πιο ζωντανό κομμάτι της Γαλλίας, την αγροτιά με τα χοντροκομμένα καλαμπούρια. Κι ύστερα, το  μαγείρεμα  της  φακής  (η  κατσαρόλα  θα  με  έβγαζε  έως  την  Τετάρτη∙  προσθήκη  ρυζιού  για φρεσκάρισμα την Πέμπτη). Γλυκό με κερνούσε αραιά και πού ο μάγειρος, την ώρα που τελειώναμε τη δουλειά μας κι ετοιμαζόμαστε να φύγουμε. Ευτυχώς τα παριζιάνικα εστιατόρια έκλειναν νωρίς. Μεσάνυχτα το αργότερο ήμουνα σπίτι. Για το τέλος, άφησα τα πιο φαντασμαγορικά σεμινάρια της μεταπτυχιακής μου περιήγησης. Τα χαρακτηρίζω έτσι γιατί καθηγητής ήταν ο Grosdidier de Matons, μελετητής του Ρωμανού του Μελωδού. Δίδασκε Βυζαντινή Φιλολογία (εκείνα τα απογευματινά της Τρίτης γνωρίστηκα καλύτερα με τον Φώτη Αποστολόπουλο) και απαιτούσε να παρακολουθούμε και το άλλο σεμινάριο, Τρίτη παρά Τρίτη, με θέμα τη Συγκριτική Δαιμονολογία! Ήταν πλέον ημίτρελος, αλλά  σαγηνευτικός.  Μιλούσε  για  τον  άγιο  Αντώνιο,  γοργοπερπατώντας  γύρω  από  το  καρυδένιο τραπέζι  όπου  καθόταν  η  ομήγυρις,  έβγαζε  από  τη  βιβλιοθήκη  ένα  βιβλίο  και  το  ξεφύλλιζε αφηρημένος, άνοιγε την αλληλογραφία του και τη διάβαζε, κάνοντας φωναχτά σχόλια την ώρα που κάποιος από τους συμφοιτητές μας διάβαζε την εργασία του, έκανε καίριες παρατηρήσεις εκεί που νόμιζες  ότι  δεν  παρακολουθούσε,  μας  κοίταζε  στραβά,  μελετούσε  το  ξυλόγλυπτο  ταβάνι.  Τον περιπαίζανε,  μάλλον,  τα  δαιμόνια  της  αιγυπτιακής  ερήμου.  Σανίδα  σωτηρίας  μου  ο  ψύχραιμος Φώτης. Κάποτε διαμαρτυρήθηκα στον «Σορβόννο», αυτός μου είχε συστήσει τον δάσκαλο. Γελούσε. «Ο  Grosdidier  είναι  πολύ  καλός  φιλόλογος,  είσαι  τυχερή».  Ποτέ  δεν  είχα  τολμήσει  να  του αποκαλύψω ότι δούλευα τα βράδια. 

 

Πολλά έμαθα στη Φραγκιά, αδύνατον να τα απαριθμήσω. Πάνω από όλα αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για ορισμένους δασκάλους, οι οποίοι με το επιστημονικό τους ήθος άλλαξαν τον τρόπο της σκέψης μου, της στάσης μου απέναντι στη ζωή, της συμπεριφοράς μου απέναντι στους ανθρώπους (στους ανθρώπους  του παρελθόντος  και  του παρόντος,  για μένα όλοι  κινούνται  στον  ίδιο  χώρο,  εφόσον έχουμε τον τρόπο να τους βλέπουμε). Καμιά φορά σκέφτομαι ότι σε εκείνο το έναυσμα, το έναυσμα που αναζητώ για να εξηγήσω τη γέννηση της ιδιαίτερης σχέσης μου με τη Μαρία, μπορεί να υπάρχει κάτι από την προέκταση των εξαίρετων δασκάλων. Ήταν εξαίρετοι. 

Page 30: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

«Paris, c'est fini» 

Η ΜΑΡΙΑ  ΕΜΕΙΝΕ  στις  σημειώσεις  μου  (και  κατά  κάποιον  τρόπο αμυδρά  στον  νου  μου)  όπως  τα χιλιάδες άλλα πράγματα που έγραφα, όταν εξερευνούσα στα βιβλία και στους χάρτες την Πόλη. Τη συναντούσα κάθε φορά που ξέκλεβα χρόνο από τις σπουδές και το μεροκάματο, για να συνεχίσω την τοπογραφική έρευνα, όλο και πιο συστηματικά, κάθε φορά με περισσότερο πάθος. 

Ήμουνα γοητευμένη και  χαμένη στο πέλαγος  των πληροφοριών,  των  τοπωνυμίων,  των μνημείων, των  κτισμάτων,  των  λιμανιών  και  των  θαλασσών.  Η  Προποντίδα,  ο  Κεράτιος,  ο  Βόσπορος  με μάγευαν και ταυτόχρονα με τρέλαιναν, καθώς βρίσκονταν παντού και εγώ έπρεπε να ξεδιαλύνω το κουβάρι για να φτιάξω τη δική μου εικόνα. 

Διάβαζα  παρέα  με  δύο  τεράστιους  χάρτες.  Ο  ένας,  κολλημένος  πίσω  από  τη  δίφυλλη  πόρτα, απεικόνιζε την Πόλη πριν από την Άλωση. Ο άλλος, με το σύνολο των μνημείων και τις τουρκικές ονομασίες,  για  να  μπορώ  να  κάνω  τις  ταυτίσεις,  ήταν  μόνιμα  απλωμένος  πάνω  σε  στοίβες  από εφημερίδες και περιοδικά από τον καιρό της Χούντας. [Εντέλει, καθώς εξέπνεε η δεκαετία του '70, το εγκατέλειψα όλο εκείνο το ξεθυμασμένο υλικό, σαν το φίδι που απαλλάσσεται από το ξεραμένο του  δέρμα,  όταν  ξεμπέρδεψα  από  τα  πήγαινε  έλα  στο  Παρίσι  κι  αποφάσισα  να  αφήσω  το νεοκλασικό στα  Εξάρχεια.  Είχε φοβερή υγρασία,  αλλά ήταν μεγάλο σπίτι,  βιράνι  των Βαλκανικών πολέμων, χωρούσε και τα χαμένα όνειρα της γενιάς μου και τις δικές μου ανυποχώρητες απόψεις και τους φίλους, στους οποίους, είχα μοιράσει κλειδιά για να έρχονται απροειδοποίητα, όταν είχαν ανάγκη  κάποιο  καταφύγιο.  Ο  Νάσος  από  την  Οξφόρδη.  Η  μαυροφορεμένη  Δάφνη  από  τα  βαθιά λούκια της ντρόγκας. Η Κλαίρη από τη συμπρωτεύουσα. Ο Νίκος από τις δίκες των χουντικών στο Στρατοδικείο,  την  ημέρα,  και  τα  ατέλειωτα  μεθύσια  στα  μπουζούκια,  τη  νύχτα.  Η  Λέιλα  από  το γραφείο της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης στη Βηρυτό, μόλις είχε ξεσπάσει ο Εμφύλιος  στον  Λίβανο  και  μπορούσε  ακόμα  να  πηγαινοέρχεται  (δεν  θα  ξεχάσω  ποτέ  εκείνα  τα πελώρια μαύρα μάτια). Ο Γιάννης από το Βέλγιο (που ολημερίς σκιτσάριζε αυτοκράτορες κι έψελνε Εμπειρίκο).  Οι  συνάδελφοί  μου  ξεναγοί  από  το  Κ.Κ.Ε.  Εσωτερικού.  Η  ψυχοκόρη  της  σκύλας  της ιδιοκτήτριας, που της χαλούσε όλα τα συνοικέσια για να μην της φύγει η καψερή η Βάσω, η Βάσω από τους ρημαγμένους (στον Εμφύλιο) Μολάους, σαράντα πατημένα προ καιρού, δίχως ασφάλιση και  ιατροφαρμακευτική  περίθαλψη,  γιατί  περίμενε  τον  νυμφίο  και  «θα  πήγαιναν  άδικα  οι κρατήσεις».] 

Κρατούσα  σημειώσεις  σε  δελτία,  λοιπόν.  Αλλά  και  σε  τετράδια,  παλαιά  ημερολόγια, μπακαλοτέφτερα,  διαφόρων  ειδών  χαρτάκια  και,  προπαντός,  στο  πίσω μέρος  του  τσιγαρόκουτου (Καρέλια  άφιλτρα  επί  δεκαετίες,  το  καλύτερο  σημειωματάριο  αμέσως  μετά  το  δελτίο).  Όμως  ο απειθάρχητος  χαρακτήρας  μου,  η  βιασύνη  και  η  τσαπατσουλιά  με  έκαναν  συχνά  πυκνά  να ξεγλιστράω  από  το  μεθοδικό  έργο  της  αποδελτίωσης  σε  καρτέλες —  κι  ας  θύμωνε  ο  Αγγέλου. Πολλές  φορές  το  μετάνιωσα,  ορκίστηκα  να  πειθαρχήσω,  άνοιγα  το  καινούριο  βιβλίο,  έχοντας  τα δελτία στο ξύλινο κουτί δίπλα, έγραφα καμιά τριανταριά, τα τακτοποιούσα γεμάτη υπερηφάνεια, κι ύστερα σημείωνα όπου έβρισκα. Ακόμα και σε λογαριασμούς της Δ.E.H. 

Έχασα πάρα πολύ μεγάλο μέρος της καταγραφικής δουλειάς, κόπο αμέτρητο∙ μα ποτέ δεν μέτρησα τον  κόπο.  Περνούσα  θαυμάσια.  Κι  αυτό  που  έμεινε  είναι  πολυτιμότερο  από  τις  καταγραφές  στα μυριάδες  σκόρπια  χαρτάκια.  Γιατί  με  την  πάροδο  του  χρόνου  μάθαινα.  Και  η  μάθηση  γινότανε γνώση και η γνώση συνείδηση. Έτσι, τα διαβάσματα και οι ώρες πάνω στους χάρτες άλλαζαν μορφή. Οι αποδελτιωμένες πληροφορίες δεν μου ήταν πια  τόσο απαραίτητες.  Είχαν απολέσει  την αρχική τους σημασία, καθώς είχα ξεπεράσει το στάδιο της μάθησης, τις είχα επεξεργαστεί, αναδιαρθρώσει, αφομοιώσει, κι ήταν πλέον κομμάτι του εαυτού μου. Ναι. Μεσολάβησαν βεβαίως και τα ταξίδια. Τα εξαίσια ταξίδια — η μεγάλη φυγή. Αλλιώς δεν ξέρω πώς θα μεταμορφώνονταν οι μελέτες σε βίωμα και πώς το παρελθόν θα αποκτούσε τη δυναμική του παρόντος. 

Page 31: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

 

Είναι αδύνατον να υπολογίσω,  έστω κατά προσέγγιση,  τα χιλιόμετρα των ταξιδιών που έχω κάνει για επαγγελματικούς και μορφωτικούς λόγους, είτε ως ξεναγός (δουλειά με ιδιαίτερες απαιτήσεις, μεγάλες  ευθύνες  και  διαδρομές  αμέτρητες)  είτε  με  την  ιδιότητα  και  τον  ζήλο  του  μόνιμα μαθητευόμενου  μελετητή,  που  νιώθει  την  αδήριτη  ανάγκη  να  διαπιστώσει  αν  υπάρχουν  στην πραγματικότητα όλοι εκείνοι οι σχεδόν μυθικοί (και άκρως νεφελώδεις) τόποι των περισπούδαστων συγγραμμάτων. Η Μαιώτις λίμνη και η Υρκανία..., το θέμα του Οψικίου και το θέμα του Βολερού, το θρυλικό βάνδον των Ματσουκάων και η μοιραία πεδιάδα της Πελαγονίας..., η Βέροια Χαλυβών και η Πιερία της Κοίλης Συρίας, η Πέλλα και το Δίον της Δεκαπόλεως..., τα παραθαλάσσια Κοτύωρα..., τα Τύανα, τα Βόστρα, τα Παράκοιλα, τα Σύνναδα... 

Δεν ξέρω ποιος καλός δαίμονας με έβγαλε από τα βιβλία και με πέταξε στους πέντε δρόμους. Ήθελα εξάπαντος  να μάθω αν υφίστανται  οι Μεσοποταμίες,  οι  Χαλδίες,  οι Φρυγίες,  οι Παννονίες  και  οι Κιλικίες...,  τα λημέρια  των  Ισαύρων και  το μαρτυρικό Αμόριον,  το  ιερόν όρος Παπίκιον και η  ιερή Λάτρος,  ο  Όλυμπος  της  Βιθυνίας  και  ο  Όλυμπος  της  Λυκίας,  η  Ατροπατηνή,  η  Χαζαρία,  η Μικρά Σκυθία..., η Λυκαονία... 

Τα ονόματα αντηχούσαν όπως εκείνα  της ραδιοφωνικής ανακοίνωσης στη δεκαετία  του  '50,  ίσως ακόμα και του '60, για τα λιμάνια που θα πιάσει —αρόδο εννοείται— το πλοίο της άγονης γραμμής. Τα εκφωνούσε με ιδιαίτερο στόμφο ο εκφωνητής (συνήθως την ώρα της απογευματινής χαύνωσης) κι  εγώ,  μισοκοιμισμένη,  έβλεπα  να  αναδύονται  τα  χλωρά,  μοσχοβολούντα  νησία  του  Αιγαίου πελάγους — από παιδάκι λάτρευα τον Κάλβο. Άκουγα τα λιμάνια, περιμένοντας να απογειωθώ στις δύο τελευταίες λέξεις, τις οποίες όχι μόνον δεν χώριζε, ούτως ώστε να γίνει φανερό ότι αναφερόταν σε δύο προορισμούς, αλλά τις έλεγε με μία ανάσα και τις άφηνε στον αέρα, σαν να μην κατέληγε ο πλους στο λιμάνι κάποιου συγκεκριμένου νησιού αλλά σε ένα απροσδιόριστο «Καρλόβασι Βαθύ», τόπο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, σαν τον Κιμμέριο Βόσπορο που οδηγεί στον κόσμο των σκιών. 

Δεν ήξερα τότε ότι η Σάμος, όπως και η Λέσβος, ήταν τα τιμωρημένα «κόκκινα» νησιά του Αιγαίου. Αποκλεισμένα  από  τις  θαλάσσιες  επικοινωνίες,  καταδικασμένα  να  μαραζώσουν,  για  να  φύγει  ο ενεργός πληθυσμός στην Αυστραλία και, αργότερα, στη Γερμανία, ώστε να καθαρίσει ο τόπος από τα διάφορα «κακοποιά» και «αντιδραστικά» στοιχεία, όσα δεν είχαν ήδη σταλεί στις εξορίες εντός Ελλάδας. 

Έμενε,  λοιπόν,  στον  αέρα  το  «Καρλόβασι  Βαθύ».  Το  γνώριζαν  μόνον  οι  Κύκλωπες  και  οι Λαιστρυγόνες, οι λάμιες και οι γοργόνες, οι γάτες του Αϊ‐Νικόλα και τα τσούρμα του Φρειδερίκου Χούτμαν  Αλιμάαρ.  Φρουρούσε  τη  δίοδο  προς  τα  απροσπέλαστα  βάθη,  εκεί  όπου  η  παιδική  μου φαντασία  μπορούσε  να  φτάσει  με  τη  βοήθεια  του  Ιουλίου  Βερν  και  του  Φώτη  Κόντογλου.  Η Βλαχομπογδανιά  και  η  Ουγγροβλαχία,  η  Βεσσαραβία,  η  Υπεριορδανία,  οι  Φθιώτιδες  Θήβες,  οι Παλαιές και Νέες Πάτρες θα πρέπει να κείτονται πέρα και από αυτό το μυστηριώδες «Καρλόβασι Βαθύ». 

Θυμάμαι τη χαρά μου όταν έβαλα επιτέλους τη μυθική Ταυρική στην Κριμαία και ξαναδιάβασα τον Ευριπίδη. Άσε πια τους εξαθλιωμένους από τις κακουχίες και τον δριμύ αρμενικό χειμώνα Μύριους: τους  υποχρέωσα  να πορευτούνε  ξανά από  το  Ιράκ μέχρι  τα  όρη  της  βορειοανατολικής  Τουρκίας, βήμα το βήμα, σελίδα τη σελίδα, ώσπου να αντικρίσουμε μαζί τη Μαύρη Θάλαττα και να πέσουμε να προσκυνήσουμε την Παναγία τη Σουμελά. 

Μα  αν  έκανα  χιλιάδες  χιλιόμετρα  για  να  εντοπίσω  τις  σαράντα  Σελεύκειες  και  τις  άλλες  τόσες Αντιόχειες,  τις  οκτώ  ή  δέκα  Απολλωνίες  και  τις  άλλες  τόσες  Νικοπόλεις,  τις  Σωζοπόλεις  και Θεοδοσιουπόλεις, τις δύο μικρασιατικές Μαγνησίες (αυτήν του Σιπύλου και εκείνη του Μαιάνδρου), 

Page 32: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

την  Έδεσσα  της  Οσροηνής  (τρεις  ημέρες  δρόμο  από  την  Άμιδα)  και  τη  γειτονική  της  Μυγδονία (διακόσια στάδια από τη Μάρδη και τετρακόσια από την Κωνσταντία), τα ένδοξα Γαυγάμηλα (κοντά στα Άρβηλα), την ορεινή Σαλμισεγέδουσα (στη Δακία) και την πεδινή Αρκαδιούπολη (στη Διαγώνιο οδό), τη γεροτειχισμένη Μοσυνούπολη (κοντά στο Περιθεώριον) και την άφαντη Τζουρουλό, έκανα και χιλιάδες διαδρομές στους σύγχρονους χάρτες για να τα τοποθετήσω εκεί όπου τα είχα βρει. 

Κι όσο έπαιρναν υπόσταση τα ονειρικά τοπωνύμια, κι αποκτούσαν γεωγραφικά χαρακτηριστικά οι αόριστοι  τόποι,  κι  έβρισκαν  τη  θέση  τους  οι  αδιευκρίνιστες  εκτάσεις,  κι  έπαυαν  τα  ιστορικά πρόσωπα να είναι σαν τις Υπερβόρειες Παρθένες, που κατοικούνε στην παγωμένη Θούλη, τόσο με τριβέλιζε η τρελή ιδέα να μοιραστώ με τους άλλους την εμπειρία που είχα αποκτήσει αναζητώντας τους τόπους. Τα αόρατα είχαν γίνει ορατά και τα άψυχα έμψυχα. Έτσι, άρχισα να γράφω. 

Πρώτα  για  το  ραδιόφωνο.  Και  επί  χρόνια  για  το  ραδιόφωνο.  Με  προκαλούσε  η  αμεσότητα  του προφορικού  λόγου,  έστω  κι  αν  στα  τριάντα  δύο  χρόνια  της  ραδιοφωνικής  μου  πορείας  είπα ελάχιστες φράσεις εκτός κειμένου. Μου άρεσε να βασανίζομαι με τα γραπτά που δεν προορίζονται για τον αναγνώστη αλλά για τον ακροατή. Ήθελα να μειώσω την απόσταση της ασφάλειας (και της ουδετερότητας), γι' αυτό χρησιμοποίησα τη φωνή μου. Με απλότητα, φυσικότητα και ηρεμία, όπως δεν  είχε συνηθίσει ως  τότε  το  ελληνικό  κοινό,  το οποίο άκουγε  είτε  έναν δραματοποιημένο  λόγο είτε  φωνές  με  τη  χροιά  της  επισημότητας  και  της  «ραδιοφωνικής»  σοβαρότητας,  ή  εκείνα  τα αστραπόβροντα  των  ειδησεογραφικών  δελτίων  και  τα  μπουμπουνητά  των  διαφημιστικών μηνυμάτων. Την πρώτη εβδομάδα που βγήκε στον αέρα το Τρίτο του Μάνου Χατζιδάκι, μεταδόθηκε η πρώτη μου εκπομπή. «Μύθοι και ιστορία των ελληνικών πόλεων», απόγευμα της Παρασκευής 12 Σεπτεμβρίου του 1975. 

Το  πρώτο  μήνυμα  έφθασε  από  το  Στρατόπεδο  στην  Κόρινθο.  Κάποιοι  νεοσύλλεκτοι  από  τους χιλιοταλαιπωρημένους φοιτητές της χουντικής τρυφερότητας είχαν εκπλαγεί ακούγοντας τον τόνο της φωνής και έτσι πέρασαν ένα «υπέροχο απόγευμα»  ταξιδεύοντας. «Ήταν σαν να ήρθες να μας βγάλεις από το συρματόπλεγμα». 

Το  παραμύθι  είχε  αρχίσει.  Η  άσκηση  της  ξεναγικής  τέχνης  και  η  συνεχής  βελτίωση  της  ξεναγικής τεχνικής, το να οδηγείς δηλαδή ξένους και να τους μιλάς, δείχνοντάς τους τον τρόπο με τον οποίο μπορούν  να  γνωρίσουν  καλύτερα  τα  αμπελοχώραφά  σου,  ήταν  πολύτιμα  εφόδια  για  μένα.  Το κυριότερο  είναι  η  άμεση  επαφή  με  τον  ξεναγούμενο  και  η  συνάντηση  σε  έναν  κοινό  τόπο. Ξεναγώντας, μοιράζεσαι ένα μέρος της εμπειρίας. 

Στο  ραδιόφωνο  λείπει  ο  τόπος.  Πρέπει  λοιπόν  όχι  μόνον  να  τον  περιγράψεις  αλλά  και  να  τον τοποθετήσεις εξάπαντος στον ευρύτερο χώρο στον οποίο ανήκει. Να καταφέρεις να τον δεις ξανά μαζί με τον ακροατή, να του περάσεις την εμπειρία αιώνων, να κατορθώσεις εντέλει να δει εκείνος περισσότερα από όσα  είδες  κι  έζησες  εσύ. Η μεγαλύτερη δυσκολία  είναι ότι  επικοινωνείς με  ένα κοινό που δεν έχει  την απαραίτητη τριβή ακόμα και με τους απλούστερους γεωγραφικούς όρους, γιατί δεν ασκήθηκε ποτέ στη γεωγραφία. Επιπλέον, δεν έχει καλλιεργημένη γεωγραφική συνείδηση κι  ούτε  καν  υποπτεύεται  την  καθοριστική  σημασία  των  γεωγραφικών  συντεταγμένων  στη λειτουργία  του  ιστορικού  γίγνεσθαι  (μας  χαντάκωσαν οι αφηρημένες  έννοιες  και οι ασάφειες,  τα καλολογικά και καλλωπιστικά στοιχεία, οι παρομοιώσεις, κι άλλα πολλά αμαρτήματα της σχολικής εκπαίδευσης, μας παρέσυραν, όμως, και οι υποκειμενικές περιγραφές των λογοτεχνιζόντων, ακόμα και των λογοτεχνικών, ταξιδιωτικών της εξωσχολικής παιδείας). 

Στήριξα  ένα  μέρος  αυτής  της  αφηγηματικής  προσπάθειας  στη  μουσική,  την  οποία  επέλεγα  με ιδιαίτερη  προσοχή,  και  στους  ήχους,  που  κατέγραψα  επιτόπου.  Με  τη  μουσική  αυξάνεται  η ορατότητα,  ανοίγουν  οι  εικόνες,  καθαρίζει  ο  ορίζοντας,  όπως  όταν  φυσάει  βοριάς.  Τα  βουνά αποκτούν όγκο, διαγράφονται οι χρωματικές διαβαθμίσεις, φωτίζονται οι θάλασσες, οι φυλλωσιές 

Page 33: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

λάμπουν. Με τη μουσική ή το τραγούδι μπορείς να νιώσεις το βογκητό της νοτιάς που σαρώνει την Προποντίδα, αποκλείοντας την Πόλη μέσα στα τείχη της. Να δεις το στρώμα πάγου να καλύπτει τον Βόσπορο  από  την  ευρωπαϊκή  μέχρι  την  ασιατική  ακτή.  Να  περπατήσεις  στο  Αρναούτκιοϊ  και  να χαζέψεις τον γάτο της κυρίας Λουλούς, που παραμονεύει στην αποβάθρα για να αρπάξει με το πόδι του  το  ζαλισμένο  από  τα  ορμητικά  ρεύματα  ψάρι.  Με  τους  ήχους  οι  εικόνες  αποκτούν  βάθος. Διεγείρονται οι αισθήσεις και φορτίζεται η μνήμη των ακουσμάτων. Ίσως, εν μέρει, υποκαθίστανται και οι απούσες αισθήσεις της όσφρησης και της γεύσης. Ενδεχομένως και της αφής. 

 

Στα δεκαέξι μου το είχα βάλει αμέτι μουχαμέτι να σπουδάσω μοντάζ. Στην Πολωνία. Η αχλύς του νεαρού,  τότε,  Πολάνσκι  και  η  αίγλη  των  πολωνικών  κινηματογραφικών  εργαστηρίων  έπαιξαν  τον ρόλο  τους,  αλλά  με  μάγευε  η  τέχνη  της  επιλογής  και  της  σύνθεσης  των  υλικών,  η  μαεστρία  της δοσολογίας,  ο  έλεγχος  της  ροής,  οι  ισορροπίες  ανάμεσα  στις  συνέχειες  και  τις  ασυνέχειες,  το αρμολόγημα του τελικού αποτελέσματος. Ένα από τα μεγάλα απραγματοποίητα σκασιαρχεία. Μία δεκαετία  αργότερα,  καταπιάστηκα  με  το  μοντάζ  των  ραδιοφωνικών  εκπομπών  μου.  Τα  υλικά διέφεραν, όχι όμως η μαγεία. 

Το αιώνιο πρόβλημα είναι ότι η μαγεία δεν αρκεί για να σε θρέψει, κυρίως όταν εργοδότης είναι η ανάλγητη κρατική κρεατομηχανή. Συνέχισα να ξεναγώ, συνεργάστηκα με ξένους εκδοτικούς οίκους που έβγαζαν βιβλία για την Ελλάδα,  έκανα μουσικές επιμέλειες για διαφημίσεις στην τηλεόραση, ανέλαβα την παραγωγή μουσικών εκπομπών στο νυκτερινό πρόγραμμα του ραδιοφώνου, δέχτηκα να  κάνω  και  δεύτερη  εβδομαδιαία  εκπομπή  λόγου,  δοκίμασα  τις αντοχές  και  τις  ανοχές μου στα τηλεοπτικά  παιδικά  της  Ε.Ρ.Τ.,  έγραφα  ταξιδιωτικά  σε  διάφορα  ελληνικά  έντυπα,  οργάνωνα επιμορφωτικά  σεμινάρια,  περνούσα  ώρες  στα  λογιστήρια  περιμένοντας  να  πάρω  τις  πενιχρές αμοιβές εκείνου του καιρού. 

Μοναδικός  συμπαραστάτης  το  πείσμα  το  αρβανίτικο,  με  ενισχυμένα  χρωμοσώματα  πατρικής  και μητρικής  καταγωγής,  εμπλουτισμένα  με  όλα  τα  δηλητηριώδη  διδάγματα  της  αντιπαιδαγωγικής ανατροφής, που στάλαζαν στην παιδική ψυχή τα πρέπει και  τα εις ανώτερα και  τα ανυπερθέτως. Ακόμα  προσπαθώ  να  καταλάβω  με  ποιο  απόσταγμα,  κατά  τες  συνταγές  αρχαίων  Ελληνοσύρων μάγων  καμωμένο,  κατάφερα  να  καταστήσω  αντικείμενο  της  δουλειάς  μου  τα  μελετητικά  μου ενδιαφέροντα (τα τρελά πάθη και τις θεότρελες εμμονές μου), ώστε να μετουσιωθεί το περιεχόμενο του  βιοπορισμού  σε  ύψιστη  ευχαρίστηση.  Εξάλλου,  μειώνοντας  τα  έξοδά  μου  στο  ελάχιστο, μπορούσα  να  χρηματοδοτώ  και  τα  ταξίδια  για  την αποκάλυψη  των αόρατων  τόπων,  αλλά  και  να δίνω στον εαυτό μου περιοδικές άδειες  (άνευ αποδοχών),  για  να αφοσιώνομαι απερίσπαστα στη μελέτη, καθώς και στη συγγραφή αρχινισμένων βιβλίων που δεν μπορούσαν να προχωρήσουν μέσα στον κυκεώνα των επαγγελματικών υποχρεώσεων. 

Ο χρόνος ποτέ δεν ήταν αρκετός. Τα ξανάκλεινα στις κούτες, έκανα πως δεν τα ήξερα, έτρεχα στα βουνά και στα λαγκάδια με Αμερικάνους της ανώτερης κοινωνικής και οικονομικής τάξης, βούλιαζα στα  λιμνάζοντα  της  Μεσογείων  πηγαίνοντας  στην  Αγία  Παρασκευή,  στράβωνε  ο  αριστερός  μου ώμος από τους δίσκους γραμμοφώνου που κουβαλούσα σε όλες τις διαδρομές εντός Αθηνών, για να  προλάβω  και  το  βραδινό  στούντιο  στο  υπόγειο  της  οδού  Σταδίου,  όπου  ηχογραφούσαμε  τα διαφημιστικά,  περίμενα  στην  αποβάθρα  του  Πειραιά  τα  κρουαζιερόπλοια,  φορούσα  τα σκουρόχρωμα εκείνα ταγέρ της επαγγελματικής ευσυνειδησίας, για να σκαρφαλώσω με Ολλανδούς δημοσιογράφους στο  Ερέχθειο  των πουλιών  κι  από  εκεί  να  βρεθώ με  Βρετανούς  μυλόρδους  στα Μετέωρα και με Ιάπωνες κινηματογραφιστές στην Πύλη των Λεόντων  (σαν τους «Επτά Σαμουράι» ήταν  ο  κακοχρονισμένος  οίκος  των  Ατρειδών,  που,  ενώ  οι  ήρωες  νικούσαν  στα  πολεμικά  πεδία, διαπίστωναν ότι «εμείς πάντα χάνουμε»). 

Page 34: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Με  εξόργιζαν  τα  χάλια  της  τουριστικής  μας  βιομηχανίας,  κάθε  μέρα  και  χειρότερα,  μύριζαν  τα ρούχα  μου  την  τηγανίλα  των  καλών  εστιατορίων  και  την  ποδαρίλα  των  μουσείων,  ανησυχούσα μήπως αρχίσω να μουγκανίζω από το ξενοδοχειακό μοσχάρι με το κοκαλωμένο μπιζέλι που έτρωγα επί μήνες. Με αποσυντόνιζε η χύδην κατάσταση που υπονόμευε τη χώρα και την ποιότητα της ζωής μας.  Με  απωθούσε  η  νεοεκκλησιαστική  αισθητική  και  ο  χρυσομπογιατισμένος  εκχυδαϊσμός  της παράδοσης. Με έπιανε απελπισία με  τον οικοδομικό οργασμό και  το μπάχαλο της παρανομίας, η ύπαιθρος  γινόταν  η  προέκταση  της  αθηναϊκής  ασυδοσίας,  τα  rooms  to  let  έτρωγαν  το  διάτρητο σώμα  της  Σαντορίνης,  η  τουριστικοποιημένη  Κρήτη  όδευε  προς  την  εξαθλίωση,  το  νεόδμητο Αρχαιολογικό Μουσείο  της  Κομοτηνής  έμπαζε  νερά,  στην Αράχοβα ήθελες  να ανοίξει  η  γη  να  σε καταπιεί, ο δάσκαλος με το καφεστιατόριο στη Σαμοθράκη χρέωνε τη μερίδα τα φασολάκια γιαχνί σαν Chateaubriand για δυο άτομα (άνοιξη του 1978) κι εγώ δεν μπορούσα να προειδοποιήσω τους ακροατές μου, γιατί το κρατικό μικρόφωνο δεν αντέχει σε τέτοια. Έλαβα όμως επιστολή από ομάδα φοιτητών  του  Πολυτεχνείου  της  Θεσσαλονίκης,  που  με  κατατρόπωναν  επειδή  τους  ξεσήκωσα  να πάνε στο νησί, όπου αντιμετώπισαν μία εντελώς κλειστή κι εχθρική μικροκοινωνία, έτοιμη να τους γδύσει  και  να  τους  πετάξει  στη  θάλασσα.  Μα  εγώ  αναγκαστικά  περιορίστηκα  στις  πανέμορφες γηγενείς κατσίκες, με το μακρύ τρίχωμα, που ανέμιζε στον ουρανό καθώς σκαρφάλωναν στα τείχη του Ιερού των Μεγάλων Θεών. Για τις άλλες κατσίκες, τους τράγους και τα τσοπανόσκυλα δεν είχα το δικαίωμα να μιλήσω δημόσια. 

Μάζευα  τα  θρύψαλα  της  λεγόμενης  «μεταπολιτευτικής»  Ελλάδας  και  έπαιρνα  το  δισάκι  μου  για παραπέρα.  Τα  παραπέρα  ζούσαν  ακόμα  σε  χειμερία  νάρκη.  Τουρκία,  Μέση  Ανατολή,  Βαλκάνια, Μαύρη Θάλασσα. Τα βρήκα λίγο πριν τελειώσει ο δικός τους μακρύς χειμώνας. Ύστερα, στρίμωχνα όπως όπως τα βιοποριστικά,  έπαιρνα «άδεια», άφηνα τις  τύψεις να με διαποτίσουν κι  έβγαζα τις κρυμμένες κούτες. Τα γραπτά ήταν εκεί, αλλά ο χρόνος δεν έφτανε ποτέ. 

Αυτός ο άτιμος ο χρόνος. Τον καλοπιάνεις, τον καλουπώνεις, τον οργανώνεις, του κάνεις τεμενάδες για  να σε  λυπηθεί,  βαυκαλίζεσαι  ότι  θα  καταφέρεις  να  τον προλάβεις,  μαστιγώνεις  το απολωλός μυαλό  σου,  αναθερμαίνεις  επί  τροχάδην  την  επαφή  σου  με  το  δουλεμένο  υλικό,  κι  ώσπου  να αρχίσει η απόδοση, λήγει η προθεσμία. Το πλήρωμα του χρόνου έρχεται απροειδοποίητα, σαν τον Χάρο. Το κάτεργο σε καλεί στον πάγκο. Το μήκος της αλυσίδας ισοδυναμούσε με δύο ή τρεις μήνες μελετητικής‐συγγραφικής απόδρασης. Τα γραπτά ξανά στις κούτες και τα πόδια πάλι στους ώμους. 

Τόσον  καιρό  στα  γήπεδα,  είχα  επιβεβαιώσει  τις  εφηβικές  μου  υποψίες  ότι  εξίσου  ξένοι  με  τους ξένους  που  ξενάγησα  επί  δεκαετία  ήταν  και  οι  περισσότεροι  συμπατριώτες,  οι  οποίοι  είχαν αποξενωθεί από τον χώρο και τον χρόνο — είτε γιατί τους απομάκρυνε (ή τους αποπροσανατόλισε) το εκπαιδευτικό μας σύστημα και τους έκανε συμμέτοχους της παχυλής άγνοιας, της εμποτισμένης με  μπόλικη  δόση  εθνικής  αυτοπεποίθησης,  επαρχιακής  μιζέριας,  φολκλορικής  γραφικότητας  κι ελλαδικής  ομφαλοσκόπησης,  είτε  γιατί  είχαν  αρκεστεί  στους  υπέροχους  λειμώνες  της  ελληνικής γραμματολογίας  και  στη  φιλολογική  προσέγγιση  της  ιστορίας,  αφήνοντας  αχαρτογράφητες  τις γνώσεις  τους,  γιατί πίστευαν ότι αυτά  τα  χωράφια είναι υπόθεση  των  ειδικών. Άλλοι  είχανε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω τους κι έτρεχαν για αλλού. Καινοτομώντας λοιπόν στον τομέα της περιήγησης, παράτησα για πάντα τους τουρίστες και απευθύνθηκα σε ένα πολύ πιο πρόσφορο κοινό. 

Τη χαμένη εξοικείωση με τη λειτουργία της μνήμης θέλησα να αποκαταστήσω, όπως έκανα και στο ραδιόφωνο. Έτσι, ξεσήκωσα τους φίλους τους παλαιούς και τους φίλους των παλαιών φίλων, για να τους  περπατήσω  από  τις  γέφυρες  του  Δούναβη  μέχρι  τα  γεφύρια  του  Ευφράτη,  εκεί  όπου  οι πρωτομάστορες  έθαβαν  επί  χιλιετίες  τις  γυναίκες  τους  για  να  στεριώσουν  οι  θεμελιώσεις  και  να τραγουδούν τα παθήματά τους οι επερχόμενες γενεές, χαρτογραφώντας με δέκα λέξεις την έκταση του ελληνικού κόσμου, από τα αλεξανδρινά χρόνια έως τη διάλυση των αυτοκρατοριών, στις αρχές του περασμένου αιώνα. Η μια έχτισε τον Δούναβη κι η άλλη τον Ευφράτη. 

Page 35: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Τα μεγάλα ταξίδια δεν ήταν για μένα η μεγάλη φυγή, όπως πίστευα παλαιότερα. Ήταν η ευεργετική διαδικασία  της  επιστροφής.  Στα  λησμονημένα  μέρη  της  συλλογικής  εμπειρίας  ξανάβρισκα  ένα κομμάτι  του  εαυτού  μου  και,  αφήνοντας  τους  άλλους  να  μιλήσουν,  έγραφα  από  την  αρχή  τα στοιχεία της ταυτότητάς μου. Όχι εκείνα που συμπληρώνονται στο Παράρτημα της Ασφάλειας του οικείου(;)  Αστυνομικού  Τμήματος,  αλλά  αυτά  που  με  κάθε  τρόπο  αποφεύγεις  να  δηλώσεις,  αν θέλεις να κρατήσεις το κεφάλι σου στους ώμους. 

Ξεφυλλίζω  γεωφυσικούς,  γεωπολιτικούς  και  ιστορικούς  χάρτες.  Ξεπερνώ  τα  φυσικά  εμπόδια,  τα κρατικά και  τα φυλετικά και  τα θρησκευτικά σύνορα, σέρνοντας  το δάχτυλο στο  τυπωμένο χαρτί, και  ταξιδεύω στον  χώρο.  Τα απολαυστικότερα  ταξίδια  γίνονται  όταν  τα προετοιμάζω  και  όταν  τα επαναφέρω  στη  μνήμη  μου.  Γι'  αυτό  κάθε  ταξίδι  διαρκεί  χρόνια.  Καμιά  φορά,  περνούν  εικόνες δίχως  γεωγραφικές  συντεταγμένες  και  ιστορικό  βάρος.  Έτσι  απλά,  βλέπω  πουλιά  πάνω  από καλαμιώνες  κι  αρμυρίκια,  βλέπω  καμήλες  να  βόσκουνε  με  τα  μωρά  τους  μέσα  σε  βασάλτινους ερειπιώνες. 

Χιλιάδες  εικόνες  με  τριγυρίζουν.  Επί  χρόνια  δεν  ήθελα  να  κουβαλάω  φωτογραφική  μηχανή.  Όχι μόνο  γιατί  είναι  μπελάς  και  βάρος.  Αλλά  σου  αποσπά  μέρος  της  προσοχής,  σε  καθοδηγεί  προς άλλου είδους εικόνες, διασπά τη συνέχεια, σε κάνει να κυνηγάς τα στιγμιότυπα, σε παρασύρει σε αδιακρισίες  και,  πολλές φορές,  σε  καθιστά στόχο. Με  τη μηχανή  τονίζεις ακόμα περισσότερο  την παράταιρη  παρουσία  σου.  Υπάρχει  και  ο  αντίλογος.  Πάντως  προτιμούσα  την  άσκηση  του μνημονικού για την καταγραφή των ορατών, με όσα από τα στοιχεία του βιωμένου περιβάλλοντος είχα  τη  δυνατότητα  να  συγκρατήσω. Με  το  μαγνητόφωνο  κατέγραφα  τους  ήχους.  Κρατούσα  και βιαστικές σημειώσεις, έκανα κι ορισμένα τοπογραφικά σχέδια  (απερίγραπτης ατεχνίας, αλλά πολύ βοηθητικά  για  την  επιτόπου  σπουδή  και  τη  μετέπειτα  επεξεργασία).  Η  απασχόληση  με  τη φωτογραφική περίσσευε. Κάποια στιγμή όμως τρόμαξα. Γυρίζοντας σε μέρη που είχα αποτυπώσει στον νου μου, διαπίστωνα τη ραγδαία φθορά και δεν πίστευα στα μάτια μου. Ήτανε σαν να τα είχα φανταστεί, τέτοιας έκτασης είναι η αλλοίωση. 

Την έζησα πολλές φορές αυτή την ιστορία. Πρώτα στην Ελλάδα, όπου είδα να χάνονται με φοβερή ταχύτητα ο ένας μετά  τον άλλο οι  τόποι —  μαζί με  τους ανθρώπους,  είναι αλήθεια.  Ύστερα στην Τουρκία.  Ακολούθησαν  τα  Βαλκάνια  και  η  Μέση  Ανατολή.  Πάει  η  εύγλωττη  συστολή  που χαρακτήριζε το ανώνυμο πλήθος∙ η τσίπα που διέκρινε τις κινήσεις,  τις ματιές,  τον χαιρετισμό,  τις φιλοφρονήσεις, τις συμπεριφορές. Πάνε οι αυλές με τις ροδιές και οι καλοί φίλοι, το ανεπιτήδευτο φυσικό  και  κοινωνικό  περιβάλλον,  οι  παραδοσιακοί  έμποροι,  τα  ποίμνια  που  διασχίζουν ακατοίκητες εκτάσεις μέχρι το τέρμα του ορίζοντα. Ο ντόπιος έγινε μοντέρνος καταναλωτής με τα όλα  του  και  την  τριτοκοσμική  ξιπασιά  του.  Ο  ξένος  έγινε  παντού  τουρίστας  και  η  τουριστική βιομηχανία αποδείχθηκε η πιο ύπουλη μορφή βίας. 

Λυπάμαι που είδα το τέλος. Χαίρομαι όμως που τα πρόλαβα λίγο πριν από το τέλος. Σαν εκείνη τη λησμονημένη  Νίκαια,  έναν  ακόμα  τόπο  για  τον  οποίο  μου  πρωτομίλησε  ο  Κωνσταντινουπολίτης ιστοριοδίφης Ακύλας Μήλλας, προτρέποντάς με να την επισκεφθώ. «Τα πάντα βρίσκονται στη θέση τους πίσω από  τα  τείχη,  μα  και  μόνον  τα  τείχη  να δεις φτάνει.  Είναι απίστευτη η  βυζαντινή όψη αυτής της πολιτείας. Τρέχα όσο είναι καιρός, πριν αρχίσει η ανοικοδόμηση». 

 

İznik,  Μάιος  του  1982.  Μόλις  195  χιλιόμετρα  απόσταση  από  την  Πόλη.  Ανθισμένα  οπωροφόρα, μικρά λιβάδια,  μπαχτσέδες,  ένα  ερειπωμένο υδραγωγείο πνιγμένο στους  κισσούς  και στα θάμνα, λαχανόκηποι.  Δεν  υπάρχει  ούτε  ένα  οίκημα  έξω  από  τα  επιβλητικά  τείχη.  Ο  οχυρωματικός περίβολος  ατόφιος.  Θεμελιώσεις  ελληνιστικές,  προσθήκες  ρωμαϊκές,  ανωδομή  βυζαντινή, μεγαλόπρεπες  πύλες  με  εντοιχισμένα  ανάγλυφα,  βυζαντινές  επιγραφές  και  χαράγματα  παντού. 

Page 36: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Ψυχή γύρω. Ο Ακύλας είχε δίκιο. Ούτε σε παραμύθια δεν επιβιώνει τέτοια ατμόσφαιρα. 

Η πολιτεία είναι άφαντη. Πρέπει να διαβείς την τριπλή πύλη και να ακολουθήσεις την κεντρική οδό για να τη βρεις. Ο πρασινογάλαζος μιναρές πίσω από τις λεύκες ανήκει σε ένα από τα αρχαιότερα τεμένη  της  πρώιμης  Οθωμανικής  περιόδου.  Η  Νίκαια,  των  δύο  Οικουμενικών  Συνόδων,  είναι  η δεύτερη πόλη  της  Βυζαντινής Αυτοκρατορίας  που  κατακτήθηκε από  τον Ορχάν  γκαζί,  τον  γιο  του Οσμάν,  ιδρυτή  της  δυναστείας  των  Οσμανλιδών‐Οθωμανών.  Μάταια  αντιστάθηκαν  οι πολιορκημένοι από τον Μάρτιο του 1329 έως τις 2 Μαρτίου του 1331. Οι Παλαιολόγοι είχαν αφήσει προ καιρού τη Μικρασία στη μοίρα της και η πόλη ζούσε αποκλεισμένη στα τείχη της από το 1302. Οι Οθωμανοί  ξεπάτωσαν  τους αμπελώνες,  κατέλαβαν  τα  κάστρα στον  Σαγγάριο  και  κατέστρεφαν συστηματικά  την  ύπαιθρο,  ώσπου  να  πέσουν  η  μία  μετά  την  άλλη  οι  οχυρωμένες  πόλεις  της Βιθυνίας. Προύσα, Νίκαια, Νικομήδεια. 

Ο αέρας φέρνει υγρασία από τη λίμνη. Σιδεράδικα,  ξυλουργεία και μικρομάγαζα έχουν καταλάβει την  απλωσιά  που  άφηναν  άλλοτε  οι  στοές  ανάμεσα  στις  κιονοστοιχίες  και  τα  καταστήματα  κατά μήκος  των  δύο  κεντρικών  δρόμων,  οι  οποίοι  διασταυρώνονται  μπροστά  στην  Αγία  Σοφία.  Ο τρίκλιτος βυζαντινός ναός, σαν ανοιγμένο στρείδι, δεν είναι επισκέψιμος. 

«Τίποτα  δεν  είναι  πιο  φοβερό  από  το  χιόνι  που  πέφτει  σε  ναό»  λέει  ο  αγιογράφος  Αντρέι Ρουμπλιόφ στο κινηματογραφικό αριστούργημα του Ταρκόφσκι. Μα, όπως για την πυρπόληση του Βλαντιμίρ, η ευθύνη βαραίνει περισσότερο τους ίδιους τους Ρώσους απ' ό,τι τους Μογγόλους, έτσι και στη Νίκαια. Όταν μπήκε ο ελληνικός στρατός το 1921, ανατίναξε σημαντικά οθωμανικά μνημεία και βεβήλωσε τζαμιά. Η βυζαντινή μητρόπολη είχε σωθεί μέχρι  τότε, επειδή είχε μετατραπεί πριν από  αιώνες  σε  μουσουλμανικό  τέμενος —  δίχως  να  υποστεί  σοβαρές  αλλοιώσεις  το  κτίσμα.  Ο μιναρές  της  όμως  ερέθισε  τους  Ελλαδίτες  εισβολείς  κι  έτσι  το  ιερότερο  σημάδι  της  πόλης  έπεσε θύμα εκτεταμένων βανδαλισμών. Τον επόμενο χρόνο, όταν έσπασε το μέτωπο του Σαγγάριου και τα ελληνικά στρατεύματα εγκατέλειψαν τις εφήμερες κτήσεις τους, οι νικητές Τούρκοι απάντησαν στην ιεροσυλία  με  ιεροσυλία.  Τα  τελευταία  χριστιανικά  μνημεία  της  Νίκαιας,  βυζαντινά  και  νεότερα, καταστράφηκαν 591 χρόνια μετά την άλωση της πόλης από τους Οθωμανούς Τούρκους. Ήταν τέλη Αυγούστου του 1922. Για «το χιόνι που πέφτει» στο ασκεπές κουφάρι της Αγίας Σοφίας ευθύνεται, λοιπόν, η δική μας παλικαροσύνη, η δική μας άγνοια κι όλες οι παιδικές αρρώστιες του ελλαδισμού. 

Προσκεκλημένη  των  τζανταρμάδων,  πίνω  τσάι  στο  Αστυνομικό  Τμήμα.  Είναι  ευγενικοί,  δείχνουν απορημένοι για την παρουσία μου στο Ιζνίκ —το οποίο δεν διαθέτει ούτε ένα μαγειρείο ανοιχτό—, αλλά είναι αδύνατον να ανταλλάξουμε έστω μία λέξη. (Τόσα χρόνια πηγαινοέρχομαι στην Τουρκία και τουρκικά ακόμα να μάθω.) Ήθελα να τους ζητήσω να μου δείξουνε την περιοχή των ξακουστών κεραμουργείων,  από  όπου βγήκανε  τα  τουρκουάζ  και  τα  σκουροπράσινα  τσινιά  που  κάλυψαν  τα τζαμιά της Προύσας, αλλά και τα τσαγαλιά, τα μελιτζανιά, τα ανεπανάληπτα ντοματιά που κάλυψαν τα  τζαμιά  της  Πόλης  με  τουλίπες,  ντάλιες  και  χρυσάνθεμα.  Θα  ρωτήσω  την  επόμενη  φορά.  Με τράταραν  και  δεύτερο  τσάι  κι  ύστερα  άρχισαν  τα  γκιουλέ  γκιουλέ,  καλό  δρόμο  και  να  μας ξανάρθετε. 

Πεινούσα  σαν  λύκος,  δεν  έβλεπα  την  ώρα  να  πάω  στην  Προύσα.  Έφυγα  από  τη  γενέτειρα  της Μαρίας δίχως να σκεφτώ καθόλου την αθώα παιδούλα. Τον πατέρα της, ναι, τον σκεφτόμουν. Είχε κι  αυτός  γεννηθεί  σε αυτή  την  παραλίμνια  προσωρινή πρωτεύουσα,  το 1224  ή  '25,  ήταν  δηλαδή κατά  επτά  χρόνια  νεότερος  του  Χουλαγκού.  Ομορφάντρας,  από  αριστοκρατική  γενιά,  έξυπνος, χαρισματικός,  επιρρεπής  στις  απολαύσεις  του  έρωτα,  καιροσκόπος.  Ανήλθε  γρήγορα  στη στρατιωτική ιεραρχία της Νικαίας, τέθηκε στην υπηρεσία του πανάξιου Ιωάννη Γ' Βατάτζη κι έγινε ο λαμπρότερος  στρατηγός  του,  μολονότι  ποτέ  δεν  τον  εμπιστεύτηκε  απόλυτα  ο  σώφρων  Ιωάννης. Υπηρέτησε και τον γιο του Ιωάννη, τον Θεόδωρο Β' Λάσκαρι, με τον οποίο ήρθε επανειλημμένα σε ανοιχτή  ρήξη.  Ήταν  συγγενείς  και  περίπου  συνομήλικοι,  αλλά  οι  χαρακτήρες  τους  ήταν  εντελώς 

Page 37: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

διαφορετικοί.  Και  το  παρουσιαστικό  τους.  Και  οι  επιδιώξεις  τους.  Εξάλλου,  ο  εσωστρεφής Θεόδωρος  ήταν  δέσμιος  της  μοίρας  του,  ενώ  ο  γοητευτικός  Μιχαήλ  δέσμιος  των  υπέρμετρων φιλοδοξιών του. Κατηγορήθηκε για προδοσία, γλίτωσε τη δοκιμασία του πυρακτωμένου σιδήρου με ένα καταπληκτικό ευφυολόγημα, κι ύστερα πήγε για ένα φεγγάρι στον σουλτάνο του  Ικονίου,  τον Καϊκαούση  Β'.  Εκεί,  τέθηκε  επικεφαλής  των  χριστιανικών  στρατευμάτων  που  είχαν  προσλάβει  οι Σελτζούκοι  του  Ρουμ,  όταν  πλέον  το  μικρασιατικό  Σουλτανάτο  ήταν  φόρου  υποτελές  στους Μογγόλους. Ο απελπισμένος Καϊκαούσης είχε ήδη συμμαχήσει με τη Νίκαια, για να αντιμετωπίσει τη  μέγιστη  απειλή —  δίχως  να  του  περνάει  από  τον  νου  ότι  σε  λίγο  θα  έπεφτε  γονατιστός  να προσκυνάει  τον χαν Χουλαγκού,  εκλιπαρώντας έλεος,  κι ύστερα θα  ζητούσε άσυλο στα βυζαντινά εδάφη,  για  να  σωθεί  από  τους  Μογγόλους  επικυρίαρχους.  Την  κατάλληλη  στιγμή,  ο  στρατηγός Μιχαήλ Παλαιολόγος επέστρεψε στη γενέθλια πόλη, περιμένοντας τον θάνατο του αυτοκράτορα. Οι αυξανόμενες κρίσεις επιληψίας είχαν εξουθενώσει τον αντίπαλό του. 

Αύγουστο  του  1258,  ο  ταλαιπωρημένος  Θεόδωρος  Λάσκαρις  παρέδωσε  το  πνεύμα.  Με  την υποστήριξη  των  δυσαρεστημένων  μελών  της  αριστοκρατίας,  ο  Μιχαήλ,  δολοπλόκος  πρώτης γραμμής,  έβαλε  αμέσως  ανθρώπους  του  να  ξεπαστρέψουν  τον  Γεώργιο  Μουζάλωνα,  ο  οποίος εκτελούσε χρέη αντιβασιλέως, επειδή ο διάδοχος, ο  Ιωάννης Λάσκαρις, ήταν μόλις οκτώ ετών και χρειαζόταν κηδεμονία. Το φριχτό έγκλημα πήρε τη μορφή ομαδικής λύσσας. Το μανιασμένο πλήθος δεν  σεβάστηκε  ούτε  τον  ιερό  χώρο  του  μοναστηριού  όπου  βρισκόταν  ο  Μουζάλων∙ κατακρεούργησαν και τον αδελφό του, έγιναν αποτρόπαια πράγματα, αλλά ο ηθικός αυτουργός δεν βρισκόταν  εκεί.  Αμέσως  μετά,  υπερσκέλισε  το  ατυχές  μειράκιον  και,  τρεις  μήνες  αργότερα,  ο στρατός  τον ανέβαζε σε μία ασπίδα  (κατάλοιπο της παράδοσης  των ρωμαϊκών λεγεωνών),  για να τον αναγορεύσει συναυτοκράτορα. 

Η  στέψη  του  σφετεριστή  ξεσήκωσε  θύελλα  αντιδράσεων,  που  συντάραξαν  τη Νίκαια  κι  έφτασαν μέχρι  την  τσαρική  αυλή  της  Βουλγαρίας,  όπου  η  τσαρίνα  Ειρήνη,  αδελφή  του  παραγκωνισμένου Ιωάννη Δ' Λάσκαρι, σήκωσε γη και ουρανό, για να αποκατασταθεί το παιδόπουλο. Ακόμα και προς τους  Ταταρομογγόλους  της  Χρυσής  Ορδής  στράφηκε  η  Βουλγαρία,  ζητώντας  την  τιμωρία  του σφετεριστή.  Μα  ούτε  ο  Χάρος  δεν  λυπήθηκε  τον  μικρό  Ιωάννη.  Ο  Μιχαήλ  Η'  διέταξε  να  τον φυλακίσουν.  Αργότερα  τον  τύφλωσε  και  τον  ξαπόστειλε  σε  κάτι  κτήματα  στον  Εύξεινο,  για  να περάσει το υπόλοιπο της μαύρης του ζωής. 

Όλα  τα  έκανε ο αήθης Παλαιολόγος  κι  όλα  τού  τα συγχώρησαν,  αργά ή  γρήγορα,  γιατί  σε αυτόν έλαχε η δόξα να μπει θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη, πενήντα και επτά συναπτά έτη μετά την κατάληψή  της  από  τους  Φράγκους  της  Δ'  Σταυροφορίας  και  τους  Βενετούς  του  άπληστου  δόγη Ντάντολο.  Αυτό  και  μόνον  έφτανε.  Για  τους  Βυζαντινούς,  ο  σφετεριστής  ήταν  ο  «νέος Κωνσταντίνος». Αλλά στην πολύμορφη και όλως εξαιρετική αυτή προσωπικότητα η Αυτοκρατορία δεν  χρωστούσε  μόνο  την  επιστροφή  στη  Βασιλεύουσα  και  την  ανασύσταση  της  ρημαγμένης πρωτεύουσας.  Ένα  χρόνο  αργότερα,  ο  Μιχαήλ  έφερε  στο  κράτος  τέσσερα  από  τα  κάστρα  του φραγκοβενετοκρατούμενου Μοριά. Τη Μάινα, τον Μιστρά, το Γεράκι και τον απόρθητο βράχο της Μονεμβασίας.  Έτσι, στην άλλη άκρη του  (λατινοελληνικού) Αιγαίου δημιουργήθηκε  το Δεσποτάτο του Μορέως το 1262. 

Όσο για το ανοσιούργημα που είχε διαπράξει, επιδιώκοντας την Ένωση των Εκκλησιών, την οποία και υπέγραψαν οι απεσταλμένοι  του στη Λυόν,  επειδή αυτό  ξεπερνούσε  κάθε ανοχή, φρόντισε ο γιος του, ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β', να το ανατρέψει, αποκηρύσσοντας την («ανίερη») πράξη μόλις  διαδέχθηκε  τον  πατέρα  του  στον  θρόνο.  Όταν  έγινε  κι  αυτό,  η  μνήμη  του  «νέου Κωνσταντίνου» αποκαταστάθηκε πλήρως. Όλα του τα συγχώρησαν. 

Να τον συγχώρησε άραγε ποτέ και η Μαρία, που την έστειλε στους Τσεγκισχανίδες βαρβάρους; 

Page 38: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

«Ξένη εδώ, ξένη εκεί, όπου κι αν πάω ξένη» 

ΤΗ ΒΛΕΠΩ ΚΑΘ' ΟΔΟΝ, Σεπτέμβριο του 1264 (ή μήπως Οκτώβριο;), να ανυπομονεί να πάει στη χώρα των Μουγουλίων. Ίσως ο αρχάγγελος Μιχαήλ να σταμάτησε τις άμαξες κάπου στα μισά του δρόμου, ώστε να μη φτάσει εγκαίρως το κοριτσάκι και πέσει πάνω στην κηδεία του υποψήφιου συζύγου. 

Ο χαν Χουλαγκού, εγγονός του Τσέγκις Χαν, τριτότοκος γιος του Τολούι, αδελφός του Μεγάλου Χαν Μογκέ  (1251‐1259)  και  του  Μεγάλου  Χαν  Κουμπλάι  (1260‐1294),  ιδρυτής  της  δυναστείας  των Ιλχανιδών,  κύριος  της Δυτικής Ασίας από τον Αμού Νταρυά μέχρι  τον Ευφράτη,  επικυρίαρχος  του Σουλτανάτου των Σελτζούκων του Ρουμ, του Βασιλείου της Μικράς Αρμενίας και του Βασιλείου της Γεωργίας,  πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου  του 1265,  λίγο πριν  συμπληρώσει  το πεντηκοστό  έτος  της ηλικίας του. Ο αποχαιρετισμός του νεκρού έγινε με όλο το τυπικό της μογγολικής παράδοσης, που προέβλεπε  τη  θυσία  σαράντα  από  τα  καλύτερα  άλογα  του  ηγέτη,  καθώς  και  ανθρωποθυσίες.  Η πρωτεύουσα Μαραγκέχ και ο ηγεμονικός καταυλισμός βυθίστηκαν στο πένθος. 

Η μικρή Μαρία μπορεί να πέρασε τα Χριστούγεννα με τις πεινασμένες ύαινες στα πόδια του Αραράτ και να γιόρτασε την έλευση του 1265 συντροφιά με τις ντάντες και τις βάγιες, που εξάντλησαν όλα τα  γνωστά  και  άγνωστα  παραμύθια  από  κτίσεως  κόσμου  (κι  ό,τι  συναξάρι  ήξεραν,  κι  όλους  τους μύθους  του  Αισώπου),  ώσπου  να  υποχωρήσει  ο  βαρύς  χειμώνας.  Οι  κληρικοί  της  συνοδείας ανησυχούσαν. Τα αποθέματα των τροφίμων τελείωναν, τα κρασοβάρελα είχαν αδειάσει, τα θέματα της  συζήτησης  είχαν  χάσει  το  ενδιαφέρον  τους.  Όλοι  περίμεναν  πότε  θα  περάσουνε  τα  πρώτα σμήνη  των  αποδημητικών  πουλιών,  για  να  ξεμυτίσουνε  τα  αμέτρητα  κοπάδια  των  Τουρκομάνων βοσκών,  σπάζοντας  τη  θανατερή  σιγή  της  νεκρωμένης  φύσης.  Ατέλειωτες  οι  ημέρες  για  την Παλαιολογίνα∙  βαρέθηκε  τον  Πλούταρχο  και  τον  Λουκιανό.  Ήθελε  να  ξεμουδιάσει,  να  βγει  να περπατήσει στον πάγο. Με τα χίλια ζόρια την κρατούσαν οι ντάντες να μην κατέβει τη σκάλα. Κάτω, μπεκρόπιναν  οι  αξιωματικοί  της  συνοδείας  και  οι  αμαξάδες.  Συχνά,  τους  συντρόφευαν  και  οι κληρικοί. 

Η άνοιξη αργούσε. Όμως καλύτερα, χίλιες φορές καλύτερα αποκλεισμένη επί μήνες στα αρμενικά υψίπεδα παρά στο  έλεος  της Ντογκούζ  χατούν,  που ήταν η  εκλεκτή  και  πολυαγαπημένη  σύζυγος του αποθανόντος Ιλχανίδη. 

Η σεβάσμια Ντογκούζ, αν και Χριστιανή, δεν έτρεφε καμία συμπάθεια προς τους αυταρχικούς και «αιρετικούς»  Ορθοδόξους  της  μισητής  Βασιλεύουσας.  Αρκετά  είχαν  πληρώσει  οι  δικοί  της  τον δεσποτισμό της Κωνσταντινουπόλεως πριν από αιώνες. Οι απηνείς διώξεις και τα φοβερά πογκρόμ ανάγκασαν  τους  Νεστοριανούς  της  βυζαντινής  Ανατολής  να  μεταναστεύσουν  πέρα  από  τον Ευφράτη — το βυζαντινοπερσικό σύνορο εκείνης της εποχής. Απλώθηκαν βέβαια σε όλη την Ασία, από  τη  Μεσοποταμία  και  την  Περσία  μέχρι  τα  όρη  Αλτάι  και  την  Κεϋλάνη.  Έκαναν  τεράστιες περιουσίες,  απέκτησαν  νευραλγικές  θέσεις  στην  οικονομική  και  κοινωνική  ζωή,  ίδρυσαν μοναστήρια και επισκοπές ως τις εσχατιές της Κίνας, κατέλαβαν πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα, εκχριστιάνισαν  κουρδικά,  ιρανικά,  τουρκικά  και  μογγολικά  γένη,  πάντρεψαν  τις  κόρες  τους  με πανίσχυρους  φύλαρχους  και  σπουδαίους  ηγεμόνες  του  κεντροασιατικού  κόσμου  και  δεν  είχαν ανάγκη  από  τη  συγκατάβαση  των  Ελληνορθοδόξων  της  συρρικνωμένης  Ανατολικής  Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.  Τώρα,  μάλιστα,  που οι Μογγόλοι ήταν κύριοι  της Οικουμένης και οι Νεστοριανές αριστοκράτισσες  ήταν  κυρίες  των Μογγόλων,  η  επιδίωξή  τους  ήταν  να  στρέψουν  τους  συζύγους προς τον Χριστιανισμό του δόγματος των Νεστοριανών. 

Το  ίδιο  επεδίωκαν  και  οι  πάνσοφοι  Αρμένιοι  ιεράρχες  της  Γρηγοριανής  Εκκλησίας,  καθώς  και  οι εξέχουσες  ιερατικές  φυσιογνωμίες  της  Συριακής  Εκκλησίας.  Ο  Ιλχανίδης  ηγεμόνας  τους  τιμούσε, τους  συμβουλευόταν  και  τους  προστάτευε,  παρέχοντας  σε  αυτούς  και  στα  εκλεκτά  μέλη  του ποιμνίου  τους  μογγολικό  διαβατήριο,  που  σήμαινε  ότι  μπορούσαν  να  ταξιδέψουν  οπουδήποτε, 

Page 39: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

απολαμβάνοντας την προνομιακή μεταχείριση που είχαν οι κατακτητές. 

Όλες  οι  εκδοχές  της  Ανατολικής  Χριστιανοσύνης  υπήρχαν  στο  νεοσύστατο  Ιλχανάτο  του ανεξίθρησκου  Χουλαγκού,  ακόμα  και  η  Ορθοδοξία,  εφόσον  χιλιάδες  Γεωργιανοί  και  άλλοι Καυκάσιοι,  αλλά  και  Σύριοι  του  Πατριαρχείου  της  Αντιοχείας,  ήταν  υπήκοοί  του  ή  υπήκοοι  των υποτελών βασιλείων της περιφέρειας. 

Ωστόσο,  η  πλειονότητα  των  κατοίκων  ήτανε  Μουσουλμάνοι,  Σουνίτες  και  Σιίτες.  Αλλά,  αφότου ανατράπηκε η ισλαμική εξουσία στα εδάφη της παλαιάς πυρολατρικής Περσίας, αναθάρρησαν και οι κατατρεγμένοι Ζωροάστρες, οι οποίοι είχαν υποφέρει τα πάνδεινα επί πέντε αιώνες. Και αυτοί, όπως όλοι οι άλλοι αλλόθρησκοι υπήκοοι του σουνιτικού Χαλιφάτου της Βαγδάτης, ευγνωμονούσαν τον  Χουλαγκού.  Έτσι,  όταν  μαθεύτηκε  ότι  ο  πορθητής  της  υπέρλαμπρης  πρωτεύουσας  του Χαλιφάτου  διέταξε  να  τυλίξουν  σε  ένα  χαλί  τον  τελευταίο  χαλίφη  και  να  τον  ποδοπατήσουν  τα αγριεμένα πολεμικά άλογα, ήταν σαν να έπαιρνε εκδίκηση η υπόλοιπη Ασία. 

Οι  μόνοι  που  διασώθηκαν  από  τη  φρικαλέα  σφαγή,  εκείνον  τον  Φεβρουάριο  του  1258,  ήταν  οι Χριστιανοί  της  Βαγδάτης.  Το  πιθανότερο  είναι  ότι  οι  πολιορκητές  τούς  είχαν  ειδοποιήσει  να καταφύγουν  στις  εκκλησίες,  για  να  γλιτώσουν.  Κανείς  δεν  επρόκειτο  να  παραβιάσει  χριστιανικό άσυλο —  εξάλλου,  περίπου  το μισό στράτευμα απαρτιζόταν από Χριστιανούς και ο διοικητής  της μογγολικής  στρατιάς  ήταν  Νεστοριανός  τουρκικής  καταγωγής.  Επιπλέον,  ο  βασιλιάς  της  Μικρής Αρμενίας είχε καταφθάσει από την Κιλικία με 16.000 καβαλάρηδες. Ο βασιλιάς της Γεωργίας έστειλε επίλεκτες  δυνάμεις.  Όλοι  οι  γηγενείς  Χριστιανοί  της  Δυτικής  Ασίας  ήθελαν  εξάπαντος  να συμμετάσχουν σε αυτή τη «σταυροφορία εναντίον του Ισλάμ». Ακόμα και τουρκογενή έθνη από τον Βόρειο  Καύκασο,  αρχαίοι  νομάδες  που  είχαν  εκχριστιανιστεί  από  Κωνσταντινουπολίτες ιεραπόστολους,  κατέβηκαν  μέχρι  τα  όρη  του  Ζάγρου,  για  να  ενωθούν  με  τον  στρατό  του  «νέου σωτήρα»,  να  χτυπήσουν  τη  Βαγδάτη  και  να  δουν  να  κατατροπώνεται  ο  ηγέτης  της  παγκόσμιας Σουνιτικής Κοινότητας. 

«Μέσα  στα  γκρεμισμένα  τείχη  της  ισοπεδωμένης  Βαγδάτης  οι  νεκροί  Μουσουλμάνοι  είναι περισσότεροι  από  200.000»  έγραψε  στον  βασιλιά  Λουδοβίκο  Θ'  της  Γαλλίας  ο  «λυτρωτής» Χουλαγκού,  προσπαθώντας  να  τον  πείσει  για  τη  δημιουργία  λατινομογγολικού  συνασπισμού  με στόχο τον κοινό εχθρό. Κοινός εχθρός ήταν η ανερχόμενη μουσουλμανική δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο: οι Μαμελούκοι της Αιγύπτου. Τουρκογενείς στην πλειονότητά τους, Σουνίτες ως προς το δόγμα,  εμπειρότατοι  πολεμιστές,  με  μακρά  παράδοση  μισθοφόρων  (κυρίως  στα  μογγολικά στρατεύματα).  Είχαν  μόλις  συστήσει  ένα  νέο  κι  εξαιρετικά  δυναμικό  κράτος  και,  όπως  συμβαίνει κάθε  φορά  που  οι  κύριοι  της  Αιγύπτου  αισθάνονται  ισχυροί,  οι  Μαμελούκοι  σχεδίαζαν  να επεκταθούν  στη  Μέση  Ανατολή.  Τα  φράγκικα  υπολείμματα  των  σταυροφορικών  κρατιδίων  της Παλαιστίνης και της παράκτιας Συρίας κινδύνευαν. Ο Χουλαγκού, έτοιμος να περάσει τον Ευφράτη και να φτάσει μέχρι τη θάλασσα, εμφανιζόταν ως προστάτης. Αν λοιπόν συμμαχούσαν οι Φράγκοι των Αγίων Τόπων με τον Ιλχανίδη «υπερασπιστή της Χριστιανοσύνης», αυτός θα κρατούσε μακριά τους Μαμελούκους. Ο Γάλλος βασιλιάς έπρεπε να συγκατατεθεί και να τους ορμηνέψει. 

Μα η Δύση δεν είχε ακόμα συνέλθει από την επέλαση των Ταταρομογγόλων της Χρυσής Ορδής. Η Ουγγαρία θρηνούσε ακόμα τους δεκάδες χιλιάδες νεκρούς της. Οι Πολωνοί μιλούσαν ακόμα για τα «κυνοκέφαλα  τέρατα  που  καταβρόχθιζαν  σάρκες  ανθρώπων  και  σκύλων».  Τα  ιερατεία προπαγάνδιζαν τη νέα κάθοδο των «λωτοφάγων‐κανιβάλων», που θα ξανάστελνε ο τιμωρός Θεός, γιατί  η  αμαρτωλή  ανθρωπότητα  δεν  είχε  μετανοήσει.  Τα  εικονογραφημένα  χρονικά  ήταν  γεμάτα από  ζωγραφιές  που  έδειχναν  άλογα  να  βιάζουν  γυναίκες  δεμένες  από  τα  μαλλιά  σε  κορμούς δέντρων,  και ο Λουδοβίκος Θ'  ήταν ο άνθρωπος που είχε ονομάσει  τους Τάταρους «Τάρταρους», ανήμερα θηρία από τα Τάρταρα. 

Page 40: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Έτσι,  η  Γαλλία  δεν  ανταποκρίθηκε  στις  διπλωματικές  προσπάθειες  του  Τσεγκισχανίδη  και  η θορυβημένη  σταυροφορική  ιπποσύνη  στράφηκε  προς  τους  Μαμελούκους  (οι  οποίοι  εντέλει κατέλαβαν  όλα  τα  κάστρα  της  Ανατολής,  πετώντας  τα  σιδερόφραχτα  καλογερικά  τάγματα  των ιπποτών στη θάλασσα). Στο μεταξύ, ο Χουλαγκού, επιδεικνύοντας το μέγεθος της κατανόησης που έτρεφε  για  τους  καταπιεσμένους  Ορθοδόξους  της  φραγκοκρατούμενης  Ανατολής,  ανέτρεψε  τον Καθολικό επίσκοπο Αντιοχείας —οι προκάτοχοί  του είχαν καταλάβει πριν από ενάμιση αιώνα την έδρα  της  Αντιόχειας—  κι  αποκατέστησε  τον  Ορθόδοξο  ποιμενάρχη  στον  θρόνο  του  παλαίφατου Πατριαρχείου. 

Παντού οι Χριστιανοί. Κυρίως οι παντοδύναμοι Νεστοριανοί. Και, σε περίοπτη θέση, οι Νεστοριανές χατούν. Η αξιοσέβαστη  Σοργκαγκχτανί  μπεκί,  μητέρα  του  Χουλαγκού,  ήταν  και  αυτή Νεστοριανή. Χήρεψε  πολύ  νέα  και  αφιερώθηκε  στην  ανατροφή  των  τεσσάρων αγοριών  της.  Ο  πρωτότοκος  (ο Μογκέ) και ο δευτερότοκος (ο Κουμπλάι) έγιναν Μεγάλοι Χαν. Ο τριτότοκος (ο Χουλαγκού) ίδρυσε το  Ιλχανάτο  της Δυτικής Ασίας. «Αν επρόκειτο να δω μία άλλη γυναίκα σαν  τη Σοργκαγκχτανί,  θα έλεγα  ότι  το  γυναικείο  γένος  είναι  κατά  πολύ  ανώτερο  του  ανδρικού»  γράφει  ένας  ποιητής, εκθειάζοντας την έξυπνη και ιδιαίτερα καλλιεργημένη μάνα των κυρίαρχων της μισής Οικουμένης. Εξάλλου, αυτή έπεισε  τον νεαρό Κουμπλάι να μειώσει  τους αβάσταχτους αγροτικούς φόρους στα κινεζικά εδάφη, γιατί σε λίγο δεν θα υπήρχαν αγρότες για να φορολογηθούν. 

Ο χαν Χουλαγκού, αν και γιος Χριστιανής και σύζυγος τουλάχιστον τριών Χριστιανών κυριών, ήταν επηρεασμένος από τη διδασκαλία των Βουδιστών του Θιβέτ, μολονότι δεν είχε πλήρως αποξενωθεί από τις πατροπαράδοτες μογγολικές δοξασίες και τις παραδόσεις των Σαμάνων. Από τη βουδιστική παρουσία των Λάμα στο μογγολικό Ιλχανάτο, διασώθηκαν μόνον δύο υπόσκαφα ασκηταριά. Και τα δύο εντοπίστηκαν από αρχαιολόγους κοντά στη Μαραγκέχ, στο σημερινό βορειοδυτικό Ιράν, όπου είχε εγκατασταθεί ο Χουλαγκού με την αυλή του. 

Στις  νομαδικές  του  ρίζες  πρέπει  να  οφείλεται  αυτή  η  μοναδική  θρησκευτική  ελευθερία.  Ίσως  και στην πολιτική του ιδιοφυΐα, δίχως να παραβλέπει κανείς τον ρόλο της μητέρας του. Οι Νεστοριανοί (μολονότι προσκολλημένοι σε τέτοιο βαθμό στις παραδόσεις, και μάλιστα τις ελληνιστικές, ώστε να διατηρούν  έως  τότε  το  σελευκιδικό  ημερολόγιο)  είχαν  μάθει  να  ζούνε  με  τους  άλλους.  Έτσι,  η επικράτεια  του  ιδρυτή  του  Ιλχανάτου  ήταν  ένας  πραγματικός  μπαχτσές,  όπου  ανθούσαν  όλες  οι θρησκείες, τα δόγματα, τα θρησκεύματα, οι δοξασίες και τα μυστικιστικά ρεύματα. (Ίσως επειδή η λέξη  μπαχτσέ  είναι  περσική.)  Υποδεέστεροι  και  παραγκωνισμένοι  ήταν  μόνον  οι  βαθιά ταπεινωμένοι Σουνίτες. Σαν να μην έφτανε η καταστροφή της Βαγδάτης, η κατάλυση του Χαλιφάτου και ο μαρτυρικός θάνατος  του 37ου χαλίφη, όταν ο  ιερόσυλος ηγεμόνας εκπόρθησε  τη Δαμασκό, διέταξε να μετατραπεί ένα κεντρικό τζαμί σε εκκλησία. Παράλληλα, οι βουδιστικοί ναοί πλήθαιναν στα εδάφη της κατεξοχήν ισλαμικής Περσίας, ενώ η σημαντικότερη προσωπικότητα της μογγολικής αυλής  ήταν  ένας  πάνσοφος  Σιίτης,  αστρονόμος,  πανεπιστήμων  και  σύμβουλος  για  τα  οικονομικά του κράτους. 

Για τους απογόνους του Τσέγκις και την ενδοοικογενειακή ειρήνη (Pax Mongolica), το πλήρωμα του χρόνου είχε φτάσει. Το βορειοδυτικότερο από τα τέσσερα κράτη της Μογγολικής Αυτοκρατορίας, το Χανάτο  των  Ταταρομογγόλων  της  Χρυσής  Ορδής,  στράφηκε  εναντίον  του  Χουλαγκού.  Ο  χαν Μπερκέ, ο πρώτος Τσεγκισχανίδης που υιοθέτησε την ισλαμική θρησκεία, συντάχθηκε στο πλευρό των απανταχού Σουνιτών και, διαρρηγνύοντας την τετραμερή οικογενειακή κυριαρχία, συμμάχησε με τους Μαμελούκους της Αιγύπτου. «Η θρησκευτική συγγένεια είναι ισχυρότερη από τους δεσμούς αίματος» διακήρυξε από τον Βόλγα ο Μπερκέ, όταν κήρυξε τον πόλεμο στον Ιλχανίδη εξάδελφό του, το 1262. 

 

Page 41: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Πολλά είπα μέχρις εδώ — ακόμα περισσότερα παρέλειψα (με φόβο μήπως δεχτώ κανένα μογγολικό βέλος γι' αυτή την εντελώς υποκειμενική επιλογή γεγονότων και πληροφοριών). Έτσι κι αλλιώς, δεν είναι παρά τα σπαράγματα μιας ιστορίας η οποία μοιάζει να μη μας αφορά στο ελάχιστο, εφόσον η κόρη του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου έφτασε εκ των υστέρων στην αυλή του ιδρυτή του Ιλχανάτου. 

Το  ζήτημα  είναι  ότι  ο  έντρομος  ηγεμών  του  Βυζαντίου  επεδίωκε  να  ανανεώσει  την  εύθραυστη ειρήνη με τον Χουλαγκού και ο Χουλαγκού δεν ήθελε να αρνηθεί την έμπρακτη επιβεβαίωση των αγαθών προθέσεων της Κωνσταντινουπόλεως.  Γνώριζε βεβαίως ότι ο Μιχαήλ είχε υποχρεωθεί  να συμμαχήσει με τους Ταταρομογγόλους της Χρυσής Ορδής, οι οποίοι χρησιμοποίησαν τη βυζαντινή επικράτεια  για  να  γεφυρώσουν  το  μέτωπο  με  τους  Μαμελούκους.  Ο  Παλαιολόγος  είχε  βρεθεί ανάμεσα  στη  μογγολική  Μαύρη  Θάλασσα  και  τη  μαμελουκική  Μεσόγειο.  Ήταν  αδύνατον  να αρνηθεί  την  απαίτηση  των  συνασπισμένων  ισλαμικών  δυνάμεων,  που  πίεζαν  το  Βυζάντιο  από Βορρά  και  Νότο.  Αν  δεν  ερχόταν  αυτός  σε  συμφωνία  με  τους  Τατάρους  του  χαν  Μπερκέ,  οι Βούλγαροι ήταν έτοιμοι  να  τους προσεταιριστούν,  ενώ οι Λατίνοι  και οι Βενετοί,  που  είχαν μόλις χάσει  την  Κωνσταντινούπολη,  οργάνωναν  το  δικό  τους αντιβυζαντινό μέτωπο,  παρά  την αντίθετη γνώμη  του  Λουδοβίκου  Θ'.  Ο  σώφρων  βασιλιάς  της  Γαλλίας  είχε  αντιληφθεί  την  ανάγκη  να αποκτήσει  η  Δύση  ερείσματα στη  χριστιανική Ανατολή  και  αναγνώριζε  το  γεγονός  ότι  η  ελληνική Αυτοκρατορία  είχε  γίνει  και  πάλι  υπολογίσιμη  ευρωπαϊκή  δύναμη  μετά  την  ανακατάληψη  της Κωνσταντινουπόλεως.  Αλλά  οι  προσπάθειες  του  Λουδοβίκου  να  συγκρατήσει  την  αντιβυζαντινή πλευρά δεν είχαν αποτέλεσμα. 

Η πολυπλοκότητα και οι αντιφάσεις τόσο της διεθνούς όσο και της περιφερειακής πραγματικότητας, οι  συνεχώς  μεταβαλλόμενες  ισορροπίες  σε  ένα  εξαιρετικά  διευρυμένο  πολιτικό  προσκήνιο,  οι ανοιχτοί λογαριασμοί του Παλαιολόγου με δυνάμεις εντός και εκτός της Αυτοκρατορίας, καθώς και το  γεγονός  ότι  οι  πάντες  εποφθαλμιούσαν  τη  νευραλγική  θέση  της  ελληνικής  πρωτεύουσας απαιτούσαν ύψιστες διπλωματικές ικανότητες. Παράλληλα, απαιτούσαν το σθένος και την ευφυΐα ενός  ηγέτη,  ο  οποίος,  γνωρίζοντας  ότι  το  κράτος  του  δεν  ήταν  πλέον  αυτοκρατορία,  ήταν αποφασισμένος  να  προβεί  σε  μία  σειρά  από  ιστορικούς  συμβιβασμούς,  αλλά  ήξερε  να διαπραγματεύεται και να πολεμά, χρησιμοποιώντας οποιοδήποτε μέσο, ούτως ώστε να μειώσει το κόστος  των  απωλειών  και  να  αυξήσει  τα  κέρδη.  Ο  «νέος  Κωνσταντίνος»  θεωρείται  από  πολλούς ιστορικούς ως η μεγαλύτερη —και πάντως η τελευταία— διπλωματική μεγαλοφυία της βυζαντινής χιλιετίας.  Εξάλλου,  ο δικέφαλος αετός,  έμβλημα  της οικογένειας  των Παλαιολόγων,  συμβόλιζε  τις επιδιώξεις  του Μιχαήλ για μία αυτοκρατορική πολιτική στραμμένη  ταυτόχρονα προς  τη Δύση και την Ανατολή. Η αποστολή της Μαρίας στην ιλχανιδική Περσία ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για να εξιλεωθεί στα μάτια του παντοδύναμου Ιλχανίδη, ο οποίος, εκτός των άλλων, ήταν και επικυρίαρχος της σελτζουκικής Μικράς Ασίας, δηλαδή η επικράτειά του συνόρευε με τη βυζαντινή. Δεν υπολόγιζε βεβαίως ο Μιχαήλ ότι ο Χουλαγκού θα είχε κλείσει τα μάτια του πριν από την άφιξη της Μαρίας στον μογγολικό γυναικωνίτη, όπου βασίλευε η σεβάσμια Ντογκούζ χατούν. Από καμία πηγή δεν γνωρίζουμε πότε έφτασε επιτέλους η βυζαντινή πομπή στον προορισμό της και, από όσο ξέρω,  κανείς  δεν  αναφέρεται  ρητά  στη  διαδρομή  που  ακολούθησε  η  αποστολή.  Επειδή  όμως  η συντομότερη οδός από την Κωνσταντινούπολη στην Περσία είναι ο δρόμος που συνδέει το λιμάνι της  ευξεινοποντιακής  Τραπεζούντας  (Trabzon,  στη  σύγχρονη  βορειοανατολική  Τουρκία)  με  την Ταυρίδα  (Tabriz,  στο  βορειοδυτικό  Ιράν)  και  επειδή  σε  περιόδους  ειρήνης  αυτός  ήταν  ο συνηθέστερος  δρόμος  των  καραβανιών,  υποθέτω  ότι  ο  Μιχαήλ  έστειλε  τη  νύφη  μέσω Τραπεζούντας. 

Ορισμένοι, πάντως, ισχυρίζονται ότι το νυφικό καραβάνι δεν πέρασε από το ποντιακό λιμάνι, αλλά προτίμησε να διασχίσει τη Μικρά Ασία. Λένε, μάλιστα, ότι σε μία από τις στάσεις του πολύμηνου ταξιδιού,  η  συνοδεία  της  Παλαιολογίνας  πληροφορήθηκε  τον  θάνατο  του  μεσήλικα  νυμφίου.  Η συνάντηση με τους απεσταλμένους των Μογγόλων έγινε, λένε, στην καππαδοκική Καισάρεια. Εκεί τους πρόλαβαν οι έφιπποι αγγελιοφόροι. Όμως αυτές οι πληροφορίες προέρχονται από συριακές κι 

Page 42: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

αρμενικές  πηγές,  οι  οποίες  είναι  αρκετά  συγκεχυμένες.  Ως  και  τα  ονόματα  των  κληρικών  της συνοδείας μπερδεύουν οι Αρμένιοι — κοντά δύο αιώνες αποκομμένοι από το βυζαντινό κέντρο. Άρα το πιθανότερο είναι να γνωρίζουν την ιστορία από δεύτερο χέρι κι ό,τι έμαθαν να το άκουσαν από διάφορες διηγήσεις.  Ίσως και να συγχέουν  την πορεία ενός άλλου  ξένου, ο οποίος όντως πέρασε από την Καισάρεια, μερικά χρόνια αργότερα, για να καταλήξει το 1275 στην αυλή του Μεγάλου Χαν Κουμπλάι.  Αναφέρομαι  στον  Μάρκο  Πόλο.  Αλλά  αυτός  ξεκίνησε  από  τη  Μεσόγειο,  ενώ  η Παλαιολογίνα  από  την  Προποντίδα.  Πέντε  μερόνυχτα  χρειαζόταν  για  να  φτάσει  με  καράβι  στην Τραπεζούντα. Από εκεί θα ξεκινούσε το χερσαίο ταξίδι. 

Βεβαίως,  η  Καισάρεια  ήταν  —κι  εξακολουθεί  να  είναι—  η  πιο  προωθημένη  μικρασιατική μεγαλούπολη  στον  δρόμο  προς  τα  ενδότερα  της  Ασίας.  Ελέγχει  τον  άξονα  Ανατολής‐Δύσης, βρίσκεται πάνω σε έναν από τους παλαιότερους και κεντρικότερους δρόμους  της Οικουμένης και αποτελεί  κομβικό  σημείο  των  διηπειρωτικών  επικοινωνιών  με  τις  μεγάλες  αγορές,  τα  μακρινά λιμάνια και τις θάλασσες που περικλείουν την Ασία. 

Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ασσύριοι είχαν επιλέξει αυτό το σημείο του οροπεδίου της Καππαδοκίας για να  ιδρύσουν μία από τις σημαντικότερες προϊστορικές αποικίες στον δρόμο από τη Μεσοποταμία για τη Μεσόγειο και το Αιγαίο. 

Κι  ούτε  είναι  τυχαίο  ότι  στην  Καισάρεια  στρατοπέδευσε  ο  μέγας  πολέμαρχος  Ηράκλειος,  το 622, όταν αποφάσισε να αντεπιτεθεί στην Περσία των Σασανιδών.  [Τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση αυτόν τον, αρμενικής καταγωγής, έφιππο αυτοκράτορα. Είναι ένας από τους λίγους ήρωες των παιδικών μου χρόνων που δεν με απογοήτευσε ποτέ, ακόμα κι όταν επιδόθηκε σε παράταιρους γεροντικούς έρωτες κι επέτρεψε στον εαυτό του να εξωτερικεύσει τις φοβίες του, αρνούμενος να περάσει από τη μικρασιατική στην ευρωπαϊκή πλευρά της Κωνσταντινούπολης, γιατί η θάλασσα του προξενούσε πανικό∙  είχε πλέον  χάσει  τα πάντα,  μόνον η ανεψούδα  του  του έμενε και η υδροφοβία.  Κι όμως, αυτό το ξεδοντιασμένο λιοντάρι υπήρξε ένας Ηρακλής του πρώιμου Μεσαίωνα. Θρύλος σ' Ανατολή και  Δύση.]  Στην  Καισάρεια  οργάνωσε  το  στρατηγείο  του  κι  εδώ  συγκέντρωσε  τα  βυζαντινά στρατεύματα, για να τα εκπαιδεύσει και να τεθεί επικεφαλής της επικής εκστρατείας εναντίον των Περσών. Έξι χρόνια αργότερα, περικύκλωσε τη σασανιδική πρωτεύουσα στον Τίγρη (εκεί όπου τον επόμενο αιώνα έχτισαν οι Άραβες τη Βαγδάτη). Η μεγαλύτερη δύναμη της Ανατολής, μόνιμη απειλή για τη Ρωμαϊκή όσο και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, νικήθηκε κατά κράτος το 628. Το καππαδοκικό οροπέδιο είχε διαδραματίσει και πάλι τον στρατηγικό του ρόλο. 

Δεν είναι διόλου συμπτωματικό, λοιπόν, ότι, πρόσφατα, οι Η.Π.Α. εγκατέστησαν στην Καισάρεια (το τουρκικό Kayseri) μία από τις στρατηγικότερες βάσεις τους στη Μέση Ανατολή, για να ελέγχουν το Ιράκ  (την  αρχαία  Ασσυρία)  και  το  ιρανικό  οροπέδιο.  [Για  την  εξυπηρέτηση  των  αναγκών  του στρατηγείου και τη διαμονή των υψηλόβαθμων αξιωματικών απέκτησε κοτζάμ Χίλτον το ελάχιστα τουριστικό  Kayseri.  Έτσι,  ας  μην  απορήσει  ο  επισκέπτης  αν,  παίρνοντας  το  πλούσιο  αμερικάνικο πρωινό  του  στο  πολυτελές  εστιατόριο  του,  παράταιρου  προς  το  ανατολίτικο  περιβάλλον, ξενοδοχείου, τύχει να δει στο διπλανό τραπέζι μία παρέα Γιάνκηδων —ελληνοποιώ το Yankees —, ντυμένων  με  στολή  εκστρατείας,  ή  αν  συναντήσει  στο  lobby  κάποια  ομάδα  επισήμων  της υπερδύναμης, με κλάρες και παράσημα.] 

Τίποτα  δεν  γίνεται  τυχαία  στη  σκακιέρα  των  γεωπολιτικών  παιγνίων.  Θυμάμαι  τον  τρόμο  που ένιωσα τον Απρίλιο του 1994, όταν είδα ζωσμένη από στρατό και τανκς την καππαδοκική πολιτεία. Μπλόκα  στις  εισόδους  της  πόλης,  αγριεμένα  πρόσωπα,  ένστολοι  παντού.  Κανείς  δεν  μιλούσε. Χίλτον  δεν  υπήρχε  τότε,  το  συμμαχικό  Στρατηγείο  ήταν  στα  Άδανα,  Αμερικανούς  δεν  είδα.  Στη μισοσκότεινη είσοδο του φτηνού ξενοδοχείου οι Τούρκοι αξιωματικοί έβλεπαν τηλεόραση, πίνοντας αϊράνι. Με τα χίλια  ζόρια απέσπασα δυο κουβέντες από τον γέροντα Ελματζόγλου,  ιδιοκτήτη  του πιο  πολυσύχναστου  κεμπαπτζίδικου  στο  παζάρι,  πίσω  από  τα  βασάλτινα  τείχη  της  σκυθρωπής 

Page 43: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

πόλης.  Τα  επίλεκτα  τουρκικά  στρατεύματα  είχαν  συγκεντρωθεί  για  να  ασκηθούν,  πριν αναχωρήσουν για τη Βοσνία. «Τα αδέλφια μας υποφέρουν» μου εξήγησε ο κεμπαπτζής. Αυτό μόνο. 

 

Να μη συνεχίσω. Η σπουδαιότητα της θέσης ελπίζω να έγινε κατανοητή. Τίποτα όμως δεν με πείθει ότι  η  Μαρία,  που  δεν  ήταν  ούτε  στρατηγός,  ούτε  έμπορος,  ούτε  μέλος  της  βυζαντινής αντικατασκοπίας, πέρασε από την Καισάρεια. 

Οι λόγοι για τους οποίους απορρίπτω την εκδοχή της διαδρομής μέσω Καππαδοκίας είναι αφενός η αδιαμφισβήτητη  προτίμηση  όλων  των  ταξιδιωτών  (διά  μέσου  των  αιώνων)  στους  θαλάσσιους πλόες, εφόσον μπορούσαν να αποφύγουν τη στεριά, κι αφετέρου η αδικαιολόγητη επιμήκυνση της απόστασης. Η Καισάρεια απέχει σήμερα 800 χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη — εκείνον τον καιρό αρκετά παραπάνω, που σημαίνει ότι  ένα καραβάνι  χρειαζόταν τουλάχιστον σαράντα αν όχι πενήντα  ημέρες,  για  να  διανύσει  την  απόσταση,  με  ευνοϊκές  καιρικές  (και  πολιτικές)  συνθήκες. Αυτός  είναι  ο  κυριότερος  λόγος  για  τον  οποίο  οι  «δικοί  μας»  Καππαδόκες,  οι  κοντινοί  πρόγονοι εννοώ, όταν έφευγαν από τη γενέτειρα για να κάνουν την τύχη τους στην Πόλη, γύριζαν αραιά και πού  στην  Καππαδοκία,  μολονότι  είχαν  αφήσει  πίσω  σύζυγο  και  παιδιά.  Το  ταξίδι  ήταν  μακρύ, δύσκολο κι επικίνδυνο. Οι οδικές συνθήκες κάκιστες και οι καιρικές, πολύ συχνά, ακραίες. Ακόμα και  ο  σύγχρονος  αυτοκινητόδρομος  κλείνει  κάμποσες  φορές  στη  διάρκεια  του  χειμώνα,  ενώ  το καλοκαίρι η άσφαλτος βράζει∙ ένας καυτός πολτός. 

Αν  η  Μαρία  έφυγε  τέλη  Μαρτίου  του  1265  από  την  πρωτεύουσα  —πριν  από  την  ημέρα  του Ευαγγελισμού κανένα καραβάνι δεν τολμούσε να ξεμυτίσει από την Πόλη, η μαρτιάτικη Μικρασία δεν αστειεύεται—, θα έφτασε μέσα ή τέλη Μαΐου στην πόλη του αγίου Βασιλείου. Τον καιρό εκείνο, ο δρόμος ήταν στρωτός και η οδική οργάνωση εξαιρετική,  γιατί οι  Σελτζούκοι  είχαν αναπτύξει σε μέγιστο  βαθμό  το  σύστημα  των  επικοινωνιών.  Το  πιστοποιούν  δεκάδες  ερειπωμένα  καραβάν σεράγια,  τα  μόνα σημάδια ανθρώπινης  επέμβασης στο απάνθρωπο  καππαδοκικό οροπέδιο.  Παρ' όλα αυτά, οι επιδρομές των Μογγόλων (μετά το 1243) και η ανάμειξή τους στη διακυβέρνηση του κράτους, διέλυσαν τις δομές του σελτζουκικού Σουλτανάτου. Οι υποδομές είχαν τουλάχιστον είκοσι χρόνια  να  συντηρηθούν,  όταν,  σύμφωνα  με  τα  λεγόμενα  ορισμένων,  πέρασε  από  εδώ  η Μαρία. Επιπλέον, οι Τουρκομάνοι είχαν αρχίσει τη ληστρική τους δράση∙ οι ταξιδιώτες κινδύνευαν. Ακόμα κι  αν  οι  Ιλχανίδες  είχαν  φροντίσει  για  την  ασφαλή  πορεία  της  νύφης,  δίνοντας  εντολές  στους Σελτζούκους τοπάρχες να περιφρουρήσουν τα επικίνδυνα σημεία της διαδρομής από τον Σαγγάριο μέχρι την Καισάρεια, η συνέχεια του ταξιδιού μετά την Καισάρεια ήταν σχεδόν απαγορευτική. Ζέστη αφόρητη, δρόμοι καταστραμμένοι, πυρπολημένες πόλεις, ανασκαμμένη η ύπαιθρος. Οι ιπποτοξότες του Χουλαγκού δεν  είχαν αφήσει  λιθάρι όρθιο στην Άνω Μεσοποταμία.  Τα σημάδια  της βιβλικής καταστροφής είναι ακόμα ορατά. 

Δεν  βλέπω,  λοιπόν,  για  ποιο  λόγο  η  υπέρλαμπρη  πομπή,  που  «υπό  μεγάλαις  φαντασίαις  τε  και αβρότησι συνάμα και πλούτω παντοδαπώ την κόρην εκόμιζεν»,  να μην προτίμησε  την κατά πολύ συντομότερη  και ασφαλέστερη οδό,  δηλαδή αυτήν  της  Τραπεζούντας.  Επιμένω  τόσο,  επειδή μου πήρε  χρόνια  η  διαλεύκανση  αυτού  του  θέματος.  Ήταν  μία  από  τις  πιο  αγαπημένες  μου  έρευνες, γιατί με αυτή τη σπαζοκεφαλιά άνοιξα τον τομέα των επικοινωνιών στον χώρο και στον χρόνο. Αυτό σημαίνει  ότι  η  γεωγραφία  θριάμβευε,  τα  υποζύγια  και  οι  έφιπποι  ταχυδρόμοι  πηγαινοέρχονταν, ενώ εγώ ύφαινα τα νήματα στον καμβά του μυαλού μου. Γλέντι τρικούβερτο. Έτσι, οι πόλεις‐κόμβοι, οι  οδικοί  σταθμοί,  τα  σημεία  συνάντησης,  οι  ξακουστές  οάσεις,  τα  λιμάνια,  οι  διαβάσεις  των ποταμών  και  τα  περάσματα  των  ορεινών  φραγμών  απομυθοποιήθηκαν  κι  απέκτησαν  ξανά  τον ιστορικό τους όγκο. 

Καμιά  φορά  αναρωτιέμαι  γιατί  δεν  έχω  τη  δύναμη  να  αποχωριστώ  τα  παλαιά  μου  ρούχα.  [Τα 

Page 44: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

περιβάλλω με μεγάλη τρυφερότητα (σχέση απόλυτα ανταποδοτική σε ό,τι αφορά τα συγκεκριμένα αυτά πανιά).  Τα δίνω κάθε τόσο για μπάλωμα,  τα φορώ όλο και συχνότερα,  τα χρησιμοποιώ σαν αιγίδα  όταν  πρόκειται  να  αντιμετωπίσω  δύσκολες  καταστάσεις  —  κυρίως,  όταν  πρόκειται  να εκτεθώ, να βρεθώ δηλαδή μπροστά σε κοινό. Ξεναγήσεις και διαλέξεις απαιτούν γερή αρματωσιά, εφόσον  έχεις  αποδεχτεί  τη  σαρκοβόρα  και  ψυχοβόρα  σχέση.  Τα  σωθικά  σου  δίνεις,  ας  τα επενδύσεις τουλάχιστον με ένα αγαπημένο πουκάμισο από αυτά που μάζεψες όταν τα πετούσε ο Ρούσος, καθώς έφτιαχνε τα πράγματά του για να επιστρέψει από τη Ρώμη στη μεταχουντική Αθήνα. Έχει μαλακώσει το ύφασμα, σαν τουλπάνι έγινε, μαλακώνει κι ο χαρακτήρας μου. Όσο περνούν τα χρόνια και μας εγκαταλείπουν οι φίλοι, και η πόλη γίνεται όλο και πιο εχθρική, και η κοινωνία όλο και πιο επιθετική, τα παλαιά ρούχα μετριάζουν τον τρόμο και την απόγνωση. Φορέας αναμνήσεων το καθένα ξεχωριστά, κουβαλά μουσικές και ηλιόλουστες ημέρες του χειμώνα, μυρουδιές απόντων, ανέμελες  εποχές,  όμορφα  νεανικά  κορμιά,  νυχτερινά ψαρέματα  στον  Κάβο  Σίδερα,  μεσημεριανά μεθύσια στη Βενετία, χουζούρι στα καφενεία της Δαμασκού.] 

Στις  ραφές  του  πολυταξιδεμένου  γιλέκου  υπάρχουν  ακόμα  κόκκοι  από  την  τρίψιλη  σκόνη  της πεδιάδας  του Μαντζικέρτ∙  Αύγουστος  του  1987,  πενήντα  πέντε  χιλιόμετρα  χωματόδρομος  και  το στοιχειωμένο αρμενικό κάστρο στο βάθος  του υπόλευκου κουρνιαχτού.  Δίκιο  είχε ο  κυρ Μήτσος, όταν  μου  τα  'ψελνε  στην  ΕΒΓΑ  της Λουκιανού. «Σε αυτά  τα μέρη  που πας,  θα  σκοτωθείς  κάποια μέρα,  κι  ούτε  στην  κηδεία  σου  δεν  θα  έρθουμε».  Μόνο  στα  Βαρδούσια  ήθελε  να  πηγαίνω  (οι περισσότεροι γαλατάδες της Αθήνας από τα ρουμελιώτικα βουνά μάς ήρθαν) κι έδινε τηλεφωνικές εντολές για να τύχω ειδικής περιποίησης: κοψίδια, πίτες, μπρούσκο κρασί, θεϊκό γιαούρτι. Πάει κι αυτή  η  ΕΒΓΑ.  Γκαράζ  την  έκανε  ο  ιδιοκτήτης,  για  να  φυλάξει  το  αυτοκίνητό  του.  Πάει  και  ο  κυρ Μήτσος.  Χάνονται  τα  στέκια,  τα  σημεία  αναφοράς  από  τη  «μικρή  μας  πόλη».  Τώρα,  τρέχουμε απελπισμένοι στα shopping malls, όπου ξεκοκαλίζουμε τα καταναλωτικά μας δάνεια. 

 

Με είχε σε μεγάλη υπόληψη ο Μήτσος. Κι εγώ απολάμβανα το ρυζόγαλο και την γκρίνια του, αργά το απόγευμα, πριν κάνω τα τελευταία βήματα για να επιστρέψω σπίτι. «Ούτε στην κηδεία σου δεν θα έρθουμε» ήταν η επωδός. Δεν υπήρχε λόγος να του εξηγήσω ότι χωρίς δρόμους η ιστορία είναι μισερή κι εμείς έρμαια των ιδεοληψιών μας. Γι' αυτό μου αρέσει να διασχίζω την ύπαιθρο. Δεν είμαι φυσιολάτρης.  Απορίες  λύνω.  Αντιλαμβάνομαι  τη  λειτουργία  του  φυσικού  χώρου  κι  αποκτώ εμπειρίες. Κρατώ σημειώσεις για κάτι απίθανες μικρολεπτομέρειες, που, αν τις διαβάσει κανείς, θα νιώσει  αμηχανία,  κι  αν  δει  και  τα  νηπιακά  σκίτσα  δίπλα,  θα  γελάει  με  τις  ώρες. Μου  μιλούν  τα ασήμαντα  πράγματα.  Αυτά  που  δεν  διακρίνω  στους  χάρτες  κι  ίσως  μου  χρησιμεύσουν  όταν αποκρυπτογραφώ τον φίλο μου τον Προκόπιο. (Εκείνο το βασανιστικό κείμενο, το Περί Κτισμάτων, ένα σταυρόλεξο της εποχής του  Ιουστινιανού, με το οποίο ασχολούμαι συστηματικά από το 1991, αλλά ευτυχώς ο εκδότης  της Άγρας έχει  ιώβειο υπομονή και με ακούει με κατανόηση κάθε φορά που του εξηγώ ότι θα χρειαστώ άλλον ένα χρόνο, ενδέχεται δύο, γιατί πρέπει να διασχίσω εκείνο το οροπέδιο,  να  περπατήσω  κατά  μήκος  του  τάδε  ξεροπόταμου,  να  εντοπίσω  εκείνη  τη  χαμηλή λοφογραμμή, να περάσω την τάδε διάβαση, να μάθω από πού περνούσε ο παλαιός δρόμος μέχρι να κατασκευαστεί το φράγμα ή ο σύγχρονος αυτοκινητόδρομος, αλλιώς τα σχόλια θα είναι λειψά και τα κάστρα του 6ου αιώνα θα παραμένουν μετέωρα,  και  τα υδραγωγεία άχρηστα,  και  τα γεφύρια εκκρεμή στις αχανείς εκτάσεις της γεωγραφικής μας άγνοιας.) 

Με ενθουσιάζει η μικρογεωγραφία. Συνδιαλέγομαι με το φυσικό περιβάλλον, τις απέραντες αλάνες, τα  ορεινά  μονοπάτια,  τα  βαρετά  τοπία,  τα  βαλτοτόπια —  των  οποίων  η  ύπαρξη  ίσως  κάποτε  να διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην έκβαση ενός πολέμου (κάτι θα είχε να μας διηγηθεί επ' αυτού ο Αλέξιος Κομνηνός). 

Όταν  φτάσω  εντέλει  σε  μία  πόλη,  αρχίζει  η  πλήξη.  Αυτό  που  βαριέμαι  περισσότερο  είναι  τα 

Page 45: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

αξιοποιημένα  μνημεία,  τα  προβεβλημένα  αξιοθέατα,  τα  καλοβαλμένα  μουσεία,  όλα  αυτά  που πρέπει  να  δει  ένας  ξένος. Μα  εγώ  δεν  νιώθω  ξένη.  Αποφεύγω  συστηματικά  τα  ταξίδια  σε  ξένες χώρες. Οι δικοί μου τόποι είναι τόσο πολλοί, που δεν ξέρω αν θα προλάβω να τους διασχίσω όλους έως  το  τέλος  της  ζωής  μου,  καθώς  αυξάνονται  οι  εμπόλεμες  ζώνες  και  πολλαπλασιάζονται  τα εμπόδια. 

Ένας  από  τους  ανασταλτικότερους  παράγοντες  είναι  η  ανάπτυξη  της  αδηφάγου  τουριστικής βιομηχανίας. Αυτή κατασπαράζει τους δικούς μου τόπους, αυτή δηλητηριάζει τα σωθικά των δικών μου  ανθρώπων.  Η  Καισάρεια  του  1980  δεν  έχει  καμιά  σχέση  με  την  Καισάρεια  του  2000.  Πολύ περισσότερο η Τραπεζούντα. Είχε απομείνει σχεδόν ανέπαφη μέχρι το 1991, αλλά διαλύθηκε μαζί με  τη  διάλυση  της  Σοβιετίας.  Με  τη  λήξη  του  Ψυχρού  πολέμου  έλιωσαν  αιφνιδίως  οι μαυροθαλασσίτικοι  πάγοι,  κατέπλευσαν  τα  ουκρανορωσικά  πλοία,  πλάκωσαν  τα  γεωργιανά πούλμαν και τα αζεροκαζάκικα πλήθη κι έχασε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Γης μαδιάμ. 

Ως εκ τούτου, αναφωνώ: χαλάλι οι νύχτες στα μίζερα πανδοχεία και τα φρικώδη χάνια, που γνώρισα στα  νιάτα  μου∙  χαλάλι  η  αγωνία  του  απόπατου  έξω  από  το  δωμάτιο,  στο  βάθος  του  αφώτιστου διαδρόμου, όπου τρεκλίζουν μεθυσμένοι φορτηγατζήδες∙ χαλάλι τα χρησιμοποιημένα σεντόνια και οι νύχτες της αγρύπνιας, με τη νυχτερίδα κρεμασμένη στην άκρη της οροφής. Μόνον οι κοριοί στα αχυρένια  στρώματα  με  έκαναν  να  ορκιστώ  ότι  δεν  θα  ξαναγυρίσω  στον  Πόντο,  αν  δεν  χτιστεί τουλάχιστον  ένα  ξενοδοχείο  της προκοπής,  οπουδήποτε στην περιοχή. Να μπορείς  να πάρεις μια ανάσα, έστω μία βραδιά. Πού να φανταστώ ότι η οικοδόμηση του πρώτου τουριστικού ξενοδοχείου (στην καθ' ημάς Ανατολή) προϋποθέτει τη χαλάρωση των κοινωνικών δομών και προαναγγέλλει την πλήρη αλλοτρίωση της παραδοσιακής κοινωνίας. Πολύ σύντομα, θα  ταξιδεύουμε ανώδυνα μόνον μέσα από τους χάρτες και τις σελίδες των βιβλίων. 

Προς  το παρόν,  η μικρή Παλαιολογίνα περιμένει  να  ξαναβρούμε  τον  ειρμό  για  να φτάσει  κάποτε στον προορισμό της. Μέσω Τραπεζούντος, βεβαίως. 

 

Τα σύγχρονα επιβατηγά καλύπτουν σε 36 ώρες την απόσταση Κωνσταντινούπολη‐Τραπεζούντα, με μία  δίωρη  στάση  στο  λιμάνι  της  Σαμσούντας.  Τα  ιστιοφόρα  όμως  χρειάζονταν  το  λιγότερο  πέντε μερόνυχτα, με τη βοήθεια των θεϊκών δυνάμεων και της πανστρατιάς των Ασωμάτων. Αλλά, παρά την άνωθεν επικουρία, το ταξίδι μπορούσε να διαρκέσει και δύο και τρεις εβδομάδες, αν όχι μήνα, λόγω των σφοδρών ανέμων που σαρώνουν τον Εύξεινο. 

Για  να  καταλάβω  τι  σήμαινε  μαυροθαλασσίτικη  φουρτούνα  τον  καιρό  της  ιστιοφορίας,  διάβασα ημερολόγια πλοίων  και  θαυμάσια  ταξιδιωτικά,  που με  έβαλαν  στον μεγάλο  επικοινωνιακό άξονα Ευρώπης‐Ασίας,  μέσω  Κωνσταντινουπόλεως‐Τραπεζούντας.  Εξαιρετικά  κατατοπιστικό  κι απολαυστικό είναι Το ταξίδι στην αυλή του Ταμερλάνου. Το ημερολόγιο της πορείας της ισπανικής αποστολής  προς  τη  Σαμαρκάνδη  (1403‐1406),  γραμμένο  από  τον  Ρουί  Γκονζάλες  ντε  Κλαβίχο, απεσταλμένο  του  βασιλιά  της  Καστίλλης  στον  Ταμερλάνο,  τον  τελευταίο  Μογγόλο  κυρίαρχο  της Κεντρικής  και  Δυτικής  Ασίας.  Εκείνη  την  εποχή,  το  κράτος  των  Ιλχανιδών  είχε  διαλυθεί,  αλλά  οι αρχαίοι δρόμοι αντέχουν πολύ περισσότερο από ό,τι οι κρατικές οντότητες και οι πολιτικές εξουσίες —  πόσο  μάλλον  όταν  πρόκειται  για  μία  από  τις  σημαντικότερες  διακλαδώσεις  του  Δρόμου  του Μεταξιού. 

Ο Κλαβίχο, όπως και αρκετοί άλλοι Ευρωπαίοι πριν από αυτόν, έκανε την ίδια διαδρομή με εκείνη της Μαρίας, ενάμιση αιώνα αργότερα. Ο πρώτος απόπλους απέτυχε (θέλει θράσος για να ξεκινήσεις Νοέμβριο από την Πόλη για τη Mar Mayor, αγαπητέ κύριε). Έμεινε, λοιπόν, να ξεχειμωνιάσει στον γενοβέζικο Γαλατά, μαζί με όλον τον ναυτόκοσμο που περίμενε να αρχίσει η ταξιδιωτική περίοδος. 

Page 46: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Στο Πέραν, καπάρωσε μία ιταλική γαλεότα με δεκαεννιά κωπηλάτες κι απέπλευσε από την Πόλη την Πέμπτη 20 Μαρτίου του 1404, με προορισμό την Τραπεζούντα. Έπεσε όμως σε κακοκαιρίες, που τον καθυστέρησαν. Είκοσι δύο μερόνυχτα αργότερα, και μόλις 12 μίλια πριν από την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας  των  Μεγάλων  Κομνηνών,  αναγκάστηκε  πάλι  να  αγκυροβολήσει  σε  απάγκιο λιμανάκι.  «Τη  νύχτα,  ο  ξέφρενος  άνεμος  φυσούσε  μανιασμένα,  σηκώνοντας  θεόρατα  κύματα. Πιστέψαμε ότι είχε φτάσει το τέλος μας». 

Αν  η  νυφιάτικη  αποστολή  του  1264  συνάντησε  τέτοια  θαλασσοταραχή,  τότε  από  εδώ  αρχίζει  η πρώτη  καθυστέρηση.  Παρ'  όλα  αυτά,  οι  τρεις  ή  τέσσερις  εβδομάδες  είναι  πολύ  συντομότερος χρόνος από τις επτά ή οκτώ του δρόμου για την Καισάρεια. Η παραμονή στην ακριτική Τραπεζούντα θα  διήρκεσε  το  λιγότερο  ένα  δεκαπενθήμερο  (τόσο  έμεινε  και  ο  Κλαβίχο),  ώσπου  να  γίνουν  οι προετοιμασίες για τη μακρά συνέχεια. 

Το δυσκολότερο κομμάτι  της  χερσαίας διαδρομής είναι η άνοδος και η  κάθοδος  των Άλπεων  του Ανατολικού Πόντου, που προστατεύουν και απομονώνουν την Τραπεζούντα από το εσωτερικό της Δυτικής Ασίας. Πανύψηλα βουνά ορθώνονται πάνω από το λιμάνι∙ η ανάβαση έχει φοβερές κλήσεις. Τα ζεμένα βόδια και οι φορτωμένες καμήλες αγκομαχούνε μέσα στην πυκνή ομίχλη, που κατεβαίνει από τα μελανά δάση και, ώσπου να μεσημεριάσει, έχει σκεπάσει τα πάντα.  Για να καλύψουνε τα πρώτα  70  χιλιόμετρα  της  διαδρομής  και  να  φτάσουνε  στο  μοναδικό  πέρασμα  των  βουνών,  τη διάβαση  της  Ζύγανας,  χρειάζονται  τέσσερις  με  πέντε  ημέρες∙  ο  έφιππος  Κλαβίχο  έκανε  ένα τριήμερο, 27 με 29 Απριλίου του 1404, και περιγράφει τα χιόνια και τα άφθονα νερά. Από τη Ζύγανα (στα 2.024  μέτρα)  αρχίζει  η  τρομερή  κάθοδος  προς  το  αρμενικό  οροπέδιο,  δηλαδή  τα  ανατολικά υψίπεδα  της  Ανατολικής  Τουρκίας.  Το  τοπίο  αλλάζει  δραματικά.  Οι  μεταλλοφόρες  πλαγιές  του βουνού είναι φαλακρές και άγονες. Τα φαράγγια διαδέχονται το ένα το άλλο, οι αναβάσεις και οι καταβάσεις είναι αλλεπάλληλες, οι κορφές γύρω περνούν τα 3.000 μέτρα. 

Με  τις  απαραίτητες  στάσεις  και  τις  αναπόφευκτες  καθυστερήσεις,  ένα  καραβάνι,  με  αργοκίνητα υποζύγια, χρειαζόταν γύρω στις ενενήντα με εκατό ή ακόμα κι εκατόν δέκα ημέρες, για να καλύψει τα 1.000 χιλιόμετρα που χωρίζουν την Τραπεζούντα από την Ταυρίδα. Μία έφιππη ομάδα κάλυπτε σε λιγότερο από πενήντα ημέρες την  ίδια απόσταση,  ιππεύοντας τα  ίδια άλογα, που σημαίνει ότι έπρεπε να κάνει αρκετές στάσεις, για να ανακτούν δυνάμεις τα ζωντανά — ενώ οι ταχυδρόμοι των Μογγόλων πετούσαν, γιατί σε κάθε κρατικό σταθμό άλλαζαν άτι και συνέχιζαν δίχως διακοπή. 

Ο Κλαβίχο γράφει ότι «από την ημέρα που αποβιβαστήκαμε στην Τραπεζούντα έως την Πέμπτη 5 Ιουνίου, τα πάντα ήταν χιονισμένα». Έξι ημέρες αργότερα, την Τετάρτη 11 Ιουνίου του 1404, έφτασε εντέλει στην Ταμπρίζ. Εδώ, οι δρόμοι της Μαρίας και του Κλαβίχο χωρίζουν. Ο διπλωμάτης συνέχισε τη νοτιοανατολική πορεία του, πάνω στον μεγάλο συγκοινωνιακό άξονα Ταυρίδα‐Σαμαρκάνδη, για να καταλήξει,  τέλη Αυγούστου,  στην πρωτεύουσα  του Ταμερλάνου  (στο σημερινό Ουζμπεκιστάν), ενώ οι βυζαντινές άμαξες, φεύγοντας από την Ταυρίδα, λοξοδρόμησαν νότια, προς τη λίμνη Ουρμία. Η  Μαραγκέχ  είναι  χτισμένη  κοντά  στην  ανατολική  όχθη  της  Ουρμίας.  Η  απόσταση Ταμπρίζ‐Μαραγκέχ είναι περίπου 150 χιλιόμετρα, άρα ένα τετραήμερο για ζώα που σέρνουν άμαξες σε ομαλό και απόλυτα ελεγχόμενο δρόμο. 

Καλώς εχόντων  των πραγμάτων, η Μαρία χρειαζόταν  το πολύ πέντε μήνες  για να βρεθεί από την αγκαλιά του πατέρα στην αγκαλιά του συζύγου. Σε εκείνα τα μέρη η ταξιδιωτική περίοδος διαρκεί, συνήθως,  ένα  εξάμηνο  (τέλη  Απριλίου  με  τέλη  Οκτωβρίου),  μολονότι  οι  δυσμενείς  καιρικές συνθήκες,  η  μεσημεριανή  αντάρα,  οι  βαριές  ομίχλες,  οι  καταιγίδες  και  οι  κατολισθήσεις  στον ορεινότατο  Πόντο,  όπως  και  οι  ανεμοστρόβιλοι  και  τα  πλημμυρισμένα  ποτάμια  στο  αρμενικό οροπέδιο  είναι  συχνά  καλοκαιρινά  φαινόμενα.  Ποιος  ξέρει  τι  κακοκαιρίες  και  κακοτοπιές  θα συνάντησαν οι άνθρωποί μας, ώστε να χάσουν πολύτιμο χρόνο και να βρεθούν μέσα στην πρόωρη βαρυχειμωνιά.  Το «του  χειμώνος ανένδοτον»  διέκοψε  τη «νυμφαγωγία».  Το  καραβάνι  μπορεί  να 

Page 47: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

καθηλώθηκε  οπουδήποτε.  Εγώ  το  σταμάτησα  στα  πόδια  του  Αραράτ,  κάπου  630  χιλιόμετρα απόσταση από την Τραπεζούντα. 

Την έκανα αρκετές φορές αυτή τη διαδρομή∙ κάθε φορά με την ψυχή στο στόμα. Τον Αύγουστο του 1988,  η  ορμή  της  ασταμάτητης  βροχής  παρέσυρε  ένα  κομμάτι  του  βουνού  πάνω  από  την Τραπεζούντα  κι  έκλεισε  επί  μέρες  το  πέρασμα  της  Ζύγανας.  Οι  επικοινωνίες  με  το  Ερζουρούμ διακόπηκαν. Άλλο πέρασμα δεν υπάρχει. 

Στο Ερζουρούμ, τα παράθυρα του μικρού πανδοχείου έχουν τριπλά τζάμια: το κρύο της αρκούδας είναι,  φαίνεται,  απερίγραπτο.  Η  πόλη  βρίσκεται  στα  2.000  μέτρα,  όπως  και  όλο  το  υψίπεδο  της παλαιάς  Αρμενίας. Μέχρι  τα  τουρκοϊρανικά  σύνορα  διασχίζεις  ατέλειωτα  χορτολίβαδα  κάτω  από έναν  ιδιαίτερα  διαυγή  και  φωτεινό  ουρανό,  όταν  είναι  καλή  ημέρα.  Η  χλόη  λάμπει.  Οι  χαμηλοί κώνοι, που διακόπτουν την αδιάκοπη ορατότητα, είναι κατασκευασμένοι από βουτσές αγελάδων — η  καύσιμη  ύλη  των  Κούρδων  βοσκών.  Οι  θημωνιές  είναι  λίγες.  Σε  αυτό  το  τμήμα  του  άδενδρου οροπεδίου κυριαρχεί το αυτοφυές χορτάρι. Ελάχιστα μέρη είναι καλλιεργήσιμα. Σπαρμένοι εδώ κι εκεί,  οι  κωνικοί  τουρμπέδες  (τα  ταφικά μνημεία  σημαντικών πολιτικών  και  θρησκευτικών ηγετών της  μεσαιωνικής  κοινωνίας  των  Σελτζούκων  και  των  Τουρκομάνων).  Τίποτα  άλλο  δεν  υψώνεται πάνω από τα δύο ή τρία μέτρα. Το βιβλικό Αραράτ εμφανίζεται ξαφνικά, όταν πια δεν το περιμένεις. 

Κουβέντιασα  με  νταλικέρηδες  που  πηγαινοέρχονται  Τουρκία‐Ιράν,  μέσω  Τραπεζούντας, χρησιμοποιώντας και πάλι αυτόν τον αρχαίο, αλλά ανακατασκευασμένο, δρόμο, αφότου έκλεισαν τα σύνορα Ιράκ‐Ιράν, λόγω του ιρακινοϊρανικού πολέμου (όταν εχθρός της Δύσης ήταν ο Χομεϊνί και σύμμαχος —αιχμή του δυτικού δόρατος, για να μην ξεχνιόμαστε— ο Σαντάμ Χουσεΐν). 

«Τρεις μήνες κόλλησα στο Ντογουμπαγιαζίτ. Το χιόνι πέρασε τα δύο μέτρα,  το φορτηγό πάγωσε» μου είπε ένας Γερμανός φορτηγατζής στην τουρκική μεθόριο. Ανέκρινα κι άλλους. 

«Ούτε  από  το  μοτέλ  δεν  μπορούσαμε  να  ξεμυτίσουμε  τον  περασμένο  Φεβρουάριο.  Δεκαοκτώ φορτηγά  από  την  Ευρώπη,  τριάντα  δύο  οδηγοί,  μείναμε  αποκλεισμένοι  δεκαεννιά  μέρες.  Ο συνοδηγός  μου  ερωτεύτηκε  την  Κούρδισσα  σερβιτόρα,  κι  όταν  άνοιξε  ο  δρόμος,  έφυγαν  για  την Ολλανδία. Συνέχισα μόνος για Τεχεράνη. Εσύ τι κάνεις εδώ; Θα ανέβεις στο Αραράτ;». 

Ήθελε να με κεράσει μπίρα («οι τελευταίες πριν μπούμε στο Ιράν») κι εγώ ήθελα να του πω για τη Μαρία, αλλά η οικειότητα δεν ενδείκνυται σε τέτοιες ερημιές. 

Ρωτούσα για την υπόλοιπη διαδρομή, στο ιρανικό Αζερμπαϊτζάν — η χώρα ήταν ακόμα απρόσιτη σε ξένους  κι  εγώ δεν  επρόκειτο  να περάσω  τα σύνορα.  (Το 1989,  οι  πρώτοι  τουρίστες  στο  Ιράν,  μία ομάδα Γάλλων, κρατήθηκαν επί μήνες ως όμηροι.) 

«Το υψίπεδο συνεχίζεται, αλλά, κάτι λιγότερο από μία ώρα μετά τα σύνορα, αρχίζει η ξεραΐλα. Και πας και πας και πας, τελειωμό δεν έχει η μονοτονία. Ούτε ένα δέντρο. Μισή μέρα διασχίζεις ισάδα. Βαραίνει το κεφάλι από τη νύστα. Κάθε τρεις ώρες σταματάει το κομβόι, παίρνουμε έναν υπνάκο μέσα  στα  φορτηγά,  αλλιώς  δεν  βγαίνει  η  διαδρομή.  Μόνον  Απρίλιο‐Μάιο  θα  δεις  χορτάρι.  Η Ταμπρίζ  έχει  ρημάξει  από  τους  σεισμούς.  Ύστερα  πάλι  γύμνια.  Δεν  υπάρχουν  χρώματα.  Γη  και ουρανός είναι κίτρινα». 

Δεν μου είπε τίποτα για τη λίμνη Ουρμία, προφανώς δεν την είχε δει, γιατί ο πανάρχαιος δρόμος την παρακάμπτει σε αρκετή απόσταση. 

 

Page 48: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Όταν  πήγα,  χρόνια  αργότερα,  κατάλαβα  γιατί  ο  Χουλαγκού  προτίμησε  να  στήσει  τον  καταυλισμό του  στην  απομονωμένη  Μαραγκέχ,  κοντά  στις  όχθες  της  Ουρμίας,  παρά  στην  πολυσύχναστη Ταμπρίζ, όπου η καθημερινή ζωή αντανακλούσε τις εκφάνσεις ενός εκλεπτυσμένου πολιτισμού που δύσκολα  τον συλλαμβάνει ο  νους. «Η πόλη  είναι μεγάλη  και πλούσια,  το  χρήμα ρέει άφθονο,  τα εμπορεύματα  πωλούνται  και  αγοράζονται  διαρκώς.  Υπάρχουν  πάνω  από  200.000  σπίτια...  Στους δρόμους  και  στις  πλατείες  βλέπεις  δεξαμενές  και  πηγάδια,  όπου  το  καλοκαίρι  ρίχνουν  μεγάλα κομμάτια πάγου,  για  να  δροσίζεται  το  πόσιμο  νερό...»  έγραψε ο  Κλαβίχο,  ο  οποίος  έμεινε  εννέα μέρες  στη  θρυλική  Ταυρίδα  τον  Ιούνιο  του  1404.  Σημειώνει,  μάλιστα,  ότι  παλαιότερα  το  αστικό κέντρο ήταν ακόμα πιο πυκνοκατοικημένο — άρα ο πληθυσμός ξεπερνούσε το ένα εκατομμύριο, κι αν λάβουμε υπόψη μας τις συνήθεις υπερβολές, ας αρκεστούμε στο μισό. 

Η  πρώτη «έδρα»  του  Ιλχανάτου,  μία  επαρχιακή  κωμόπολη  στις  βορειοδυτικές  εσχατιές  του  Ιράν, βρίσκεται  σε  έναν  όμορφο  τόπο,  με  δασύλλια  και  οπωροφόρα  που  καλύπτουν  τις  ήρεμες λοφοπλαγιές. Σε αυτή την ηγεμονική όαση μετακόμισε και ο Νεστοριανός πατριάρχης, για να είναι κοντά στον Χουλαγκού,  ενώ η επίσημη έδρα  του Πατριαρχείου ήταν στην περιοχή  της Μοσούλης (στην κεντρική Μεσοποταμία, το σύγχρονο Βόρειο Ιράκ). 

Στην άλλη άκρη της λίμνης, και σε μικρή απόσταση από τα ιρανοτουρκικά σύνορα, λειτουργεί μέχρι σήμερα μία από τις αρχαιότερες εκκλησίες των Νεστοριανών. Παρά τις προσθήκες, τις επισκευές, τις αναδιατάξεις  και  τις  προσαρμογές,  τόσο η  ναοδομία  όσο  και  η  ατμόσφαιρα  παραπέμπουν  στους πρώτους  χριστιανικούς αιώνες,  τους  αιώνες  της  μετάβασης από  τη  μαζδαϊκή πυρολατρία  και  την εξουσία των Ζωροαστρών μάγων στην αποδοχή των ευαγγελικών κειμένων, όπου «οι εξ ανατολών μάγοι  είδαν  το άστρο  να  ανατέλλει  πάνω από  τη  Βηθλεέμ...».  Σε  μεγάλο  βαθμό συρρικνωμένη η Νεστοριανή  Κοινότητα  της  Ουρουμίγιε,  όπως  κι  ολόκληρης  της  Ανατολής,  φυλλορροεί  συνέχεια προς τον Νέο Κόσμο∙ ο σημερινός πατριάρχης εδρεύει στο Μαϊάμι. 

Τα εβδομήντα  τόσα χρόνια  του μογγολικού  Ιλχανάτου ήταν η  τελευταία αναλαμπή  της  Εκκλησίας των οπαδών του Νεστόριου, αν και οι πρώτες διώξεις άρχισαν όταν οι διάδοχοι του Χουλαγκού και του  Αμπακά  υποχρεώθηκαν  να  συμμορφωθούν  προς  τες  υποδείξεις  των  πιο  σκληροπυρηνικών μουλάδων. Οι αλλόθρησκοι γηγενείς πληθυσμοί,  ζωροαστρικοί και χριστιανικοί, εγκαταλείπουν τα αστικά  κέντρα  της  Περσίας  και  φεύγουν  προς  την  Ινδία,  ενώ  πολλοί  Ιουδαίοι  καταφεύγουν  στην Μπουχάρα∙ η ομαδική έξοδος αρχίζει γύρω στο 1300. Όσοι μένουν,  ιδίως οι αγροτοκτηνοτροφικοί πληθυσμοί,  αργά  ή  γρήγορα  ασπάζονται  το  Ισλάμ.  Κανείς  δεν  ξέρει  πότε  εξισλαμίστηκαν  τα διάφορα  ιρανόφωνα  ή  τουρκόφωνα  νομαδικά  έθνη  και  οι  ορεσίβιοι  Κούρδοι,  που  βρέθηκαν ανάμεσα στα τουρκομανικά εμιράτα της Μεσοποταμίας και την Αυτοκρατορία του Ταμερλάνου ή, αργότερα, ανάμεσα στις αυτοκρατορίες των Αββασιδών Περσών και των Οθωμανών Τούρκων. 

Όπως και να εξελίχθηκαν τα πράγματα όταν διαλύθηκε το Ιλχανάτο, είναι γεγονός ότι στη σύντομη περίοδο  της  ηγεμονίας  του  Χουλαγκού  τέθηκαν  οι  βάσεις  για  μία  πραγματική  αναγέννηση  της Περσίας, ύστερα από τις δηώσεις που υπέστη η χώρα, όταν τη σάρωσαν τα μανιασμένα άτια του Τσέγκις Χαν. 

Το  καμάρι  του  ιδρυτή  του  Ιλχανάτου  βρισκόταν  στα  περίχωρα  της Μαραγκέχ.  Ήταν  το  περίφημο Αστεροσκοπείο,  που  έφτιαξε  ο  Πέρσης  πανεπιστήμων  και  πολιτικός  Νασίρ  αλ‐Ντιν  Τουσί.  Τα εγκαίνια έγιναν το 1263, δηλαδή δέκα χρόνια αφότου ο Χουλαγκού είχε εγκαταλείψει τη μογγολική στέπα,  στην  οποία  δεν  επέστρεψε  ποτέ.  Καμάρωνε  για  το  μέγιστο  επίτευγμα  της  ηγεμονικής  του μεγαλοσύνης  (όλα τα χρωστούσε σε αυτό το κοφτερό μογγολικό μυαλό,  το μυαλό και το ένστικτο του ανθρώπου‐αναβάτη, που ανταποκρίνεται αστραπιαία στις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες του  φυσικού  περιβάλλοντος  και  λειτουργεί  μέσα  στον  διαολεμένο  άνεμο  της  στέπας,  πάντα  σε εγρήγορση,  πάντα  καλπάζοντας,  χωρίς  να  του  ξεφεύγει  το  παραμικρό  σημάδι  στον  απέραντο ορίζοντα, η απειροελάχιστη κίνηση, η πιο ανεπαίσθητη αντίδραση του αλόγου του, η όσφρηση του 

Page 49: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

επερχόμενου κινδύνου). Ο διαβόητος σφαγέας,  οπαδός  του πολυθρησκευτισμού και  κήρυκας  της ανεξιθρησκίας, προστάτης των Χριστιανών και μαικήνας των επιστημών, δικαιώθηκε όταν ο Μέγας Χαν Κουμπλάι ζήτησε τη βοήθεια των αστρονόμων της Μαραγκέχ για να κατασκευάσει τα δικά του αστεροσκοπεία. Εξαγωγή περσικής τεχνογνωσίας στην πάνσοφη Κίνα, λοιπόν. Τώρα πια μπορούσε να πεθάνει ήσυχος. 

Σε μία βραχονησίδα της Ουρμίας είχε χτίσει ένα οχυρό για να τοποθετήσει τους θησαυρούς του. Το μερίδιό του από τα αμύθητα λάφυρα της Βαγδάτης κι ό,τι άλλο κούρσεψε από τα θησαυροφυλάκια της ισλαμικής Ανατολής. Εκεί ζήτησε να τον θάψουν, μαζί με τα άλογά του, τους πιστούς σκλάβους του και άγνωστο αριθμό νεαρών κοριτσιών. Φεβρουάριος του 1265. 

Αν έφτασε προχωρημένη άνοιξη η μικρή Παλαιολογίνα στη Μαραγκέχ, ο τόπος θα ήταν ολάνθιστος. Οι  Πέρσες  λατρεύουν  τα  φροντισμένα  περβόλια  και  τα  καλλιεργημένα  λουλούδια.  Μέρος  της παράδοσης και της παιδείας τους είναι οι σκιερές αλέες και οι εκτεταμένοι ροδώνες, τα στρωμένα με  πανσέδες  παρτέρια,  τα  νερά  που  διαρρέουν  παραδεισένιους  κήπους,  με  απαλά  χρώματα  και λεπτότατες  ευωδιές.  Αυτή  η  πτυχή  του  περσικού  πολιτισμού  προξένησε  βαθιά  εντύπωση  στον Αθηναίο στρατηγό Ξενοφώντα, όταν βρέθηκε στην αυλή του Κύρου. Τίποτα δεν άλλαξε από τότε. 

Οι υπήκοοι του Ιλχανάτου θρηνούσαν την απώλεια της Ντογκούζ χατούν, η οποία ακολούθησε τον Χουλαγκού στον τάφο λίγους μήνες μετά τον θάνατό του. Έκλαιγαν κι οδύρονταν οι Ερκούτ (Ερκούτ και  Ερεκεούν  σημαίνει  Χριστιανός  στα  μογγολικά,  πιθανότατα  παραφθορά  της  λέξης  «άρχον»  ή «ιερέας»). Για τους Ερκούτ, ο ιδρυτής του Ιλχανάτου ήταν ο «νέος Κωνσταντίνος» και η αγαπημένη του χατούν η «νέα Ελένη». 

Ιλχάν ήταν τώρα ο τριαντάχρονος Αμπακά∙ «Απαγά» τον μνημονεύουν οι βυζαντινές πηγές. Ο γιος του Μογγόλου «νέου Κωνσταντίνου»  αποφάσισε να προσθέσει στον όμιλο  των γυναικών  του  την παραλίγο σύζυγο του πατέρα του, την κόρη του Βυζαντινού «νέου Κωνσταντίνου». Ήταν, εξάλλου, νομαδικό  έθιμο  της  ασιατικής  στέπας  οι  γιοι  να  παντρεύονται  τις  χήρες  του  γονιού  τους,  εκτός βέβαια από τη μητέρα τους. Συμπτωματικά, και η μάνα του Αμπακά ήτανε Νεστοριανή πριγκίπισσα. Ωστόσο,  ο  νέος  χαν  ακολούθησε  τις  πατρικές  αναζητήσεις  στο  πεδίο  της  βουδιστικής  θρησκείας, επηρεασμένος από τις διδαχές των Θιβετιανών. Συνέχισε την πολιτική της ανεξιθρησκίας, τίμησε με το παραπάνω τους Ερκούτ συγγενείς, συμβούλους και υπηκόους του, κι επανέλαβε τις προσπάθειες συνεννόησης  με  τη  χριστιανική  Δύση.  Η  επίσημη  σύζυγός  του,  η  Περσίδα  αρχόντισσα Pâdchâ‐khâtoûn, ήτανε Μουσουλμάνα. 

Υποθέτω ότι η Παντσά χατούν υποδέχθηκε τη «δέσποινα χατούν»  (έτσι ονόμασαν οι Μογγόλοι τη Μαρία) στα εσωτερικά διαμερίσματα της ηγεμονικής διαμονής. Αργά την άνοιξη ή το καλοκαίρι του 1265. 

Εδώ  τελειώνει  το  δεύτερο  ταξίδι  της  Βυζαντινής  αρχοντοπούλας  κι  αρχίζει  ο  έγγαμος(;)  βίος  της δωδεκάχρονης —ή ίσως δεκατριάχρονης— χατούν στην ξενιτιά. 

 

Ποιος  θα  μας  διηγηθεί  πώς  κύλησαν  τα  δεκαεπτά  χρόνια  που  πέρασε  η  Παλαιολογίνα  θαμμένη στους  χρυσοκεντημένους  μογγολικούς  κετσέδες,  στα  πανάκριβα  περσικά  χαλιά  και  στους υπέροχους παλατιανούς κήπους; 

Δεν απολαμβάνω τα ιστορικά μυθιστορήματα (μετρημένα στα δάχτυλα είναι αυτά που με τέρπουν). Αντιπαθώ  τις  εξόφθαλμες  συμβάσεις,  τα  τετριμμένα,  τα  αναμενόμενα.  Θα  ήθελα  να  διαθέτω  τις ικανότητες ενός άριστου τεχνίτη, για να πλάσω μία συναρπαστική μυθιστορία. Θα ήθελα να μπορώ 

Page 50: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

να γράψω έναν εσωτερικό μονόλογο στο όνομα αυτής της γυναικείας ύπαρξης∙ στο όνομα όλων των γυναικείων υπάρξεων που δωρήθηκαν από τον πατέρα τους,  για να εξυπηρετηθούν συμφέροντα, δημόσια  ή  ιδιωτικά.  Ονειρευόμουν  ένα  ψυχογράφημα  χωρίς  ιστοριογραφικές  δεσμεύσεις.  Δεν διαθέτω  όμως  λογοτεχνικό  ταλέντο  ούτε  εξάσκηση  στο  είδος.  Γι'  αυτό  τρέμω  τα  κλασικά αμαρτήματα  της  μέτριας  μυθοπλαστικής  γραφής.  Φοβάμαι  τις  αδέξιες  ψευτιές,  τα  πρωθύστερα σχήματα,  τα θέσφατα,  τις κοινοτοπίες,  τα μεγαλόπνοα νοήματα,  τα κούφια λόγια,  τη λαγνεία του εξωτισμού.  Κυρίως  φοβάμαι  την  προέκταση  υποκειμενικών  απόψεων  —και  πολύ  περισσότερο προσωπικών βιωμάτων, ανάρμοστων ταυτίσεων και αυθαίρετων συσχετισμών— σε ένα περιβάλλον για το οποίο γνωρίζω ελάχιστα πράγματα. Δεν έχω ούτε την ικανότητα ούτε το σθένος, για να σταθώ στο ύψος της Μαρίας, και σε καμιά περίπτωση δεν θέλω να την προσαρμόσω στα δικά μου μέτρα. 

Στα  ταξίδια  την  ακολούθησα,  έζησα  κι  εγώ  ένα  μέρος  της  δικής  της  εμπειρίας,  χρησιμοποιώντας δεκάδες ταξιδιωτικές καταγραφές. Στους μεγάλους σταθμούς της ζωής της δεν έχω τον τρόπο να τη δω. Κι εφόσον δεν υπάρχουνε πληροφορίες, τουλάχιστον από την πλευρά των βυζαντινών πηγών, κι ο  διαθέσιμος  χρόνος  δεν  μου  επιτρέπει  να  προσεγγίσω  τα  περσικά  και  τα  μογγολικά  κείμενα, αδυνατώ  να  προχωρήσω στα  ενδότερα,  ακολουθώντας  την  πεπατημένη  χρονογραφική  οδό.  Ούτε μπορώ να βασιστώ στις  λιγοστές  εγχώριες  χριστιανικές πηγές  της  Ιλχανιδικής  εποχής,  γιατί αυτές μεταφέρουν αγαπημένα λαϊκά παραμύθια των Αρμενίων και των Συριάκ, που μιλούν για θαύματα. 

Η δέσποινα χατούν,  λένε οι  Ερκούτ,  ζήτησε από τον Αμπακά να βαφτιστεί πριν από τον γάμο και αυτός, βεβαίως, δέχτηκε. Τρεις κληρικοί τέλεσαν το μυστήριο. Ένας Νεστοριανός, ένας Αρμένιος κι ένας  Ορθόδοξος.  Είναι  γνωστό  ότι  την  Ορθόδοξη  Εκκλησία  εκπροσωπούσε  ο  αρχιμανδρίτης Θεοδόσιος,  ηγούμενος  της  αυτοκρατορικής  Μονής  του  Παντοκράτορος.  Ήταν  ο  επικεφαλής  της ομάδας των  ιερωμένων που συνόδευσαν τη Μαρία από την Κωνσταντινούπολη, αλλά, μολονότι ο Θεοδόσιος είναι υπαρκτό πρόσωπο, στις λαϊκές διηγήσεις τον συγχέουν με κάποιον άλλο Ορθόδοξο ιεράρχη  (κι άντε εσύ να βγάλεις συμπέρασμα).  Έκτοτε,  λένε οι θρύλοι, ο  χαν πήγαινε συχνά στην εκκλησία κι όλος ο χριστιανικός κόσμος του Ιλχανάτου χαιρότανε χαρά μεγάλη. 

Το μόνο εξακριβωμένο γεγονός είναι ότι ο Αμπακά μετέφερε την έδρα του από τη Μαραγκέχ στην κοντινή  Ταυρίδα.  Αυτό  είναι  ένα  σημαδιακό  ορόσημο  στην  ιστορική  και  πολιτιστική  εξέλιξη  των Ιλχανιδών, οι οποίοι φαίνεται να βγαίνουν από τον ηγεμονικό καταυλισμό και την απομόνωση του νομάδα,  για  να  συμβιώσουν  με  τον  πολυποίκιλο  κόσμο  ενός  μεγάλου  αστικού  κέντρου  και  να ενταχθούν σε αυτόν. 

Μπορεί  κανείς  να  υποθέσει  ότι  στη  ζωή  της  εξόριστης  αρχόντισσας  οι  επιπτώσεις  μιας  τέτοιας κίνησης ήταν μάλλον θετικές — αν και εφόσον μεταφέρθηκε και το γυναικείο τμήμα της αυλής του χαν στη μεγαλούπολη. Εκεί τουλάχιστον υπήρχαν οικοδομήματα∙ το γνώριμο κτιστό περιβάλλον θα είχε λείψει στη Μαρία. Ο Αμπακά προσέθεσε ένα υπερπολυτελές, κτιστό, παλάτι. Δεν αποκλείεται η Μαρία να ζήτησε από τον σύζυγο να της χτίσει μία εκκλησία, αντί να εκκλησιάζεται στην ολομέταξη σκηνή,  την  οποία  είχε  φέρει  μαζί  της  από  την  Πόλη  («σκηνικόν  νεών  εκ  πέπλων  στιβαρών  εκ μετάξης» διαβάζω στα βυζαντινά κιτάπια, που περιγράφουν την αναχώρηση της κουστωδίας από τη βυζαντινή  πρωτεύουσα).  Δυστυχώς,  στην  αζερική  μεγαλούπολη  δεν  σώθηκαν  ιεροί  χώροι  άλλων θρησκειών,  πλην  της  ισλαμικής  (και  μιας,  λησμονημένης  από  τους  σεισμούς,  μικρής  αρμενικής εκκλησίας, των νεότερων χρόνων). Ό,τι δεν κατέρρευσε από τις σεισμικές δονήσεις γκρεμίστηκε από τον φανατισμό των διαδόχων του ιλχανιδικού Χανάτου. Δεν σώθηκαν ούτε καν οι θεμελιώσεις του παλατιού, οπότε δεν έμεινε ούτε το ελάχιστο απτό ίχνος από την ασάλευτη ζωή της Μαρίας. 

Τη  βλέπω  σαν  τον  Ιωνά  στην  κοιλιά  του  κήτους. Μετρώ  μαζί  της  τον  καιρό.  Την  εκρηκτική  αλλά δέσμια εφηβεία∙ την αναγκαστικά πρώιμη ωριμότητα∙ τα πρώτα σημάδια της σωματικής κόπωσης∙ την άσκηση στην υπομονή, στον ακίνητο χρόνο, στην απελπιστική ερημία. Οι πρόωρα γερασμένες βάγιες κοντεύουν να ξεχάσουν τα ελληνικά τους. Μπερδεύουν τους Βίους των Αγίων με τη Φυλλάδα 

Page 51: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τις ιστορίες από την Παλαιά Διαθήκη. Οι καταβεβλημένες ντάντες δεν έχουνε πια  τρόπο  να συμπαρασταθούνε στην  κυρά  τους.  [Μόνον οι φυλακισμένοι  συμμερίζονται αυτή  την  πλήρη  απουσία  του  χώρου  και  του  χρόνου —  ή  την  απόλυτη  κυριαρχία  του.  Για  έναν κατάδικο,  η  ειρκτή  έχει  το  δικό  της,  αδυσώπητο,  μέτρημα  του  χρόνου.  Πόσο  μάλλον  για  έναν ισοβίτη, που δεν ελπίζει να του δοθεί χάρη.] 

Ωστόσο,  πρέπει  εξάπαντος  να  διευκρινίσω  ότι  η  δική  μας  αρχοντοπούλα  μπορεί  να  ήτανε καταδικασμένη  να  ζει  σε  ένα  εντελώς  ξένο  περιβάλλον,  αλλά  σε  καμία  περίπτωση  δεν  ήτανε φυλακισμένη  σαν  τις  γυναίκες  στα  χαρέμια  των Μουσουλμάνων.  Οποιοσδήποτε  συσχετισμός  με τέτοιες καταστάσεις  (οι οποίες έχουν απασχολήσει τη διεθνή λογοτεχνία,  ιδίως με  ιστορίες για το χαρέμι στο οθωμανικό σαράι) είναι άτοπος. 

Τον καιρό του Αμπακά, οι νομαδικές παραδόσεις ήταν ακόμα νωπές, έστω κι αν ο τόπος διαμονής ήτανε  πλέον  ένα  μεγάλο  αστικό  κέντρο  όπως  η  Ταυρίδα.  Ο  έφιππος  βίος  των  μετακινούμενων ποιμένων δεν αφήνει πολλά περιθώρια για την ανάπτυξη ταπεινωτικών διαχωρισμών ανάμεσα στις γυναίκες και τους άντρες της στέπας. Μπορεί οι γνωστές Αμαζόνες της αρχαιότητας να είναι το πιο κοινότυπο, ή το πιο ακραίο, παράδειγμα, αποκαλύπτει πάντως τις διαχρονικές αξίες ενός παντελώς άγνωστου σε  εμάς  κόσμου.  Εξάλλου,  είναι άκρως  ενδεικτικό  το πόσο εντυπωσίασαν οι  βάρβαρες Ασιάτισσες τους Έλληνες και πόσοι θρύλοι, με ξεθωριασμένες μητριαρχικές μνήμες, επέζησαν έως τον καιρό του Διγενή Ακρίτα (που νίκησε την πάνοπλη Μαξιμώ, στις όχθες του Ευφράτη, κι εκείνη, ηττημένη, του ζήτησε να την ξεπαρθενέψει). 

Η «ισότιμη» σχέση των δύο φύλων ή τουλάχιστον η ελευθερία που απολάμβαναν οι γυναίκες (μία ακόμα δραματική αντίθεση με τον πολιτισμό των εγκαταστημένων κοινωνιών) άρχισε να υποχωρεί σταδιακά,  αφότου  οι  νομάδες  πέρασαν  το  όριο  της  στέπας.  Οι  δύο  μογγολικές  ομάδες,  που κυρίευσαν τις ευρασιατικές και ευρωπαϊκές στέπες και δημιούργησαν τα τουρκομογγολικά χανάτα της  Λευκής  Ορδής  και  της  Χρυσής Ορδής,  διατήρησαν  αυτές  τις  παραδόσεις,  διότι  η  γεωφυσική, κοινωνική  και  πολιτιστική  συνισταμένη  του  νέου  περιβάλλοντος  δεν  διέφερε  σημαντικά  από  την ασιατική  τους  κοιτίδα.  Μεταφέρθηκαν  από  τη  μία  στέπα  στην  άλλη.  Όπου  όμως  προϋπήρχαν μεγάλοι πολιτισμοί (σε συνδυασμό με την έγγειο ιδιοκτησία, άρα και το πλέγμα που αναπτύσσεται γύρω  από  τα  ζητήματα  της  ιδιοκτησίας  —  και  της  καθυπόταξης  των  γυναικών),  οι  κατακτητές ενσωματώθηκαν  ταχύτατα  στο  υπάρχον  κοινωνικό  περιβάλλον.  Αυτό  συνέβη  και  στο  κράτος  του Κουμπλάι  και  στο  κράτος  του Χουλαγκού,  όπου οι Νεστοριανοί διαδραμάτισαν  καθοριστικό  ρόλο στη  γοργή  προσαρμογή  (ή  στον  εκπολιτισμό)  των  Τσεγκισχανιδών  κυρίαρχων.  Άλλωστε,  τα  δύο εγγόνια του Τσέγκις είχαν κατακτήσει χώρες με ύψιστο πολιτισμό. Αλλά προς το παρόν, ήταν ακόμα νωρίς για να εξαλειφθούν οι πατροπαράδοτες αντιλήψεις αιώνων σε ζητήματα τόσο καίρια όσο η ελευθερία των γυναικών. 

Μέσα σε αυτό  το  πρωτόγνωρο  κοινωνικό  κλίμα  είναι  δύσκολο  να φανταστεί  κανείς  τη  Βυζαντινή κορασίδα.  Θέλω  πάντως  να  πιστεύω,  και  βασίζομαι  πάντα  σε  έμμεσες  πληροφορίες,  τις  οποίες αναζητώ στα πιο απίθανα μέρη, ότι, όταν η Μαρία συμφιλιώθηκε με τη μοίρα της, κατόρθωσε να διαχειριστεί με τον προσφορότερο τρόπο αυτή τη σχετική και τόσο εντυπωσιακή ελευθερία που της προσφέρθηκε, κι ότι αργά ή γρήγορα διεκδίκησε τη δική της θέση στον τόπο όπου εξορίστηκε. Δίχως αμφιβολία,  θα  της  πήρε  πολύ  καιρό  ώσπου  να  αρχίσει  να  αντιλαμβάνεται  τα  τόσο  ξένα  και παράξενα  συστατικά  της  εξορίας  της.  Αλλά  καθώς  περνούσαν  τα  χρόνια  και  η  μικρή  χατούν μεγάλωνε,  αποκτούσε  δεσμούς  με  την  ιλχανιδική  Περσία.  Εδώ  πέρασε,  εξάλλου,  το  μεγαλύτερο διάστημα  της  ζωής  της.  Οκτώ  ή  εννιά  ετών  έφυγε  από  τη Νίκαια  και  τέσσερα  χρόνια  όλα  κι  όλα έζησε  στην  Κωνσταντινούπολη.  Η  διαδικασία  της  αναγνώρισης  του  νέου  περιβάλλοντος  και  της σταδιακής  προσαρμογής,  σε  συνάρτηση  με  τη  διαδικασία  της  ωριμότητας,  είμαι  σίγουρη  ότι απέδωσαν  εξαιρετικής ποιότητας  καρπούς —  σε μία ατμόσφαιρα φορτισμένη από  την παράδοση των μεγάλων πολιτισμών, που είχαν αναπτυχθεί στην περσική γη. Τα αραβοπερσικά επιτεύγματα σε 

Page 52: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

όλους τους τομείς της επιστήμης και της σκέψης, εμπλουτισμένα με την κινεζική, την ινδική και την αρχαιοελληνική σοφία, είχαν ξεπεράσει τους ορίζοντες της βυζαντινής διανόησης. 

 

Αυτά  τα  ελάχιστα  ψήγματα,  έμμεσα  ή  άμεσα  στοιχεία,  ρητά  ή  άρρητα,  που  συγκέντρωσα  στη διάρκεια περίπου τριών δεκαετιών, μου επιτρέπουν να κάνω ένα μικρό βήμα, ξεπερνώντας ως έναν βαθμό τους ενδοιασμούς μου. 

Την  παρακολουθώ  να  κάθεται  με  τις  ώρες  στο  περίπτερο  του  ηγεμονικού  κήπου  μαζί  με  τους δασκάλους, για να μάθει περσικά (αν όχι και μογγολικά — ή μήπως τουρκικά; εφόσον ο τίτλος της σήμαινε  «βασίλισσα,  πριγκίπισσα,  κυρία»  στην  κοινή  γλώσσα  όλων  των  τουρκικών  εθνών  με  τα οποία  είχαν  αναμειχθεί  οι  Μογγόλοι)∙  όταν  μπουχτίζει  η  νεαρή  χατούν,  τους  προτρέπει  να συνεχίσουνε το μάθημα στα δροσερά αλσύλλια, στις όχθες της Ουρμίας  (παραλίμνιο ήτανε και το ανάκτορο  στη  Νίκαια,  τα  αγαπούσε  αυτά  τα  τοπία,  της  θύμιζαν  τις  ξέγνοιαστες  ημέρες  στη γενέτειρα, τον αφοσιωμένο παιδαγωγό της, την κούνια που άφησε να κρέμεται στο γέρικο πλατάνι —  θα  την  έφαγε  η  υγρασία  τόσα  χρόνια  ξεχασμένη  στην  άκρη  της  λίμνης).  Οι  επισκέψεις  στο περίφημο αστεροσκοπείο της Μαραγκέχ δίνουν ξεχωριστό νόημα στη ζωή της∙ μαθαίνει τι είναι και πώς λειτουργεί ο αστρολάβος∙ εξερευνά τον αστρικό κόσμο,  τη μαγεύουν οι έναστρες νύχτες,  την πλανεύουν  οι  πλανήτες.  Ανταλλάσσει  απόψεις  με  τους  Βουδιστές  μυστικιστές  και  τους Νεστοριανούς  ιερωμένους,  που  κατοικοεδρεύουν  στο  παλάτι∙  σκανδαλίζεται  με  τις  ανορθόδοξες παραδοξολογίες  της  τουρκογενούς  Χριστιανοσύνης∙  την  ταράζουν  τα  κατάλοιπα  της  μανιχαϊκής κοσμολογίας, αποφεύγει τις συζητήσεις με τους Μογγόλους οιωνοσκόπους (μάλλον αποστρέφεται τα  σκοτεινά  μονοπάτια  της  μαντικής).  Διανθίζει  τα  ανοιξιάτικα  πρωινά  της  με  τις  ολόδροσες βιολέτες, που πρέπει να μεταφέρονται το μεσημέρι στο μακρύ σκιερό παρτέρι, δίπλα στις μεγάλες γούρνες, για να μην τις χτυπάει ο απογευματινός ήλιος. Διαπραγματεύεται με τους κηπουρούς τη νέα διαρρύθμιση του περιβολιού της. Απολαμβάνει  τις μελιτζάνες κι άλλες πρωτόγνωρες γεύσεις, καρπούς,  εδέσματα,  ροφήματα,  βοτάνια  και  καρυκεύματα∙  διασκεδάζει  με  τις  λιλιπούτειες μανταρινιές,  τις φερμένες από  την  Κίνα. Με  τεταμένη προσοχή  και  μέγιστη  συγκίνηση ακούει  τις διηγήσεις των πρεσβευτών, που μόλις επέστρεψαν από τα βασίλεια της Ευρώπης. Τους είχε στείλει ο  Αμπακά  πρώτα  στην  Αγγλία  (το  1273)  κι  ύστερα  στον  πάπα  Γρηγόριο  Ι'  στη  Λυόν,  όπου συγκεντρώθηκαν οι Καθολικοί  ιεράρχες,  για να συζητήσουν με  τους Βυζαντινούς ποιμενάρχες  την Ένωση των Εκκλησιών. Η υπογραφή της Ένωσης  (το 1274) ήταν μεγάλη διπλωματική επιτυχία του αυτοκράτορα πατέρα της,  τη διαβεβαίωναν οι απεσταλμένοι του  Ιλχανίδη συζύγου της. Νιώθω το σκίρτημα της καρδιάς της, όταν άκουσε ότι οι πρέσβεις του Μιχαήλ Παλαιολόγου καυχήθηκαν στον πάπα για τον γαμπρό του βασιλιά τους, τον «των Ατταρίων δεσπόζοντα» (δηλαδή τον Αμπακά). Μία ανέλπιστη  ηθική  ανταμοιβή  στα  δέκα  χρόνια  της  εξορίας  της.  Είναι  πια  είκοσι  δύο  είκοσι  τριών ετών.  Τη  βλέπω  να  συναναστρέφεται  τους  Πέρσες  ποιητές  και  λόγιους.  Να  διαμορφώνει  με  την πάροδο του χρόνου τον δικό της πνευματικό κύκλο. Να γοητεύει ακόμα και  τον νεαρό Μπαϊντού, εγγονό του Χουλαγκού, ο οποίος, βαφτίστηκε κι έγινε Χριστιανός — επηρεασμένος άραγε από τους Νεστοριανούς ή τους Αρμένιους ιερείς, ή μήπως από την προσωπικότητα της Βυζαντινής δέσποινας; Την ακολουθώ σε εξόδους στην Ταμπρίζ, με την αυλική της συνοδεία. 

Η πολυάνθρωπη πρωτεύουσα του Ιλχανάτου, με τα ξακουστά της κεραμοποιεία και υφαντουργεία («εδώ  υφαίνονται  με  χρυσά  νήματα  πανάκριβα  μεταξωτά  σε  μεγάλες  ποσότητες»)  και  τα δαιδαλώδη σκεπαστά της παζάρια («σπουδαία αγορά για πολύτιμες πέτρες», καθώς και μουσελίνες από τη Μοσούλη και κασμίρια κι άλλες εκλεκτές «πραμάτειες από την Ινδία, τον Περσικό κόλπο, τη Βαγδάτη  και  πάμπολλα  άλλα  μέρη»),  ήταν  γεμάτη  τζαμιά  και  εκκλησίες  όλων  των  δογμάτων, πυρολατρικά τεμένη, εβραϊκές συναγωγές και βουδιστικές παγόδες. «Η γεωγραφική θέση της πόλης είναι  εξαιρετικά  προνομιούχος»  εξηγεί  ο  Μάρκο  Πόλο,  ο  οποίος  αφιερώνει  ένα  κομμάτι  της διήγησής  του  στην  Ταυρίδα,  πριν  μιλήσει  για  τους  πυρολάτρες  (Ζωροάστρες)  της  Περσίας,  που 

Page 53: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

λατρεύανε τους τρεις μάγους της Καινής Διαθήκης κι έδειχναν τον τάφο τους. 

Ο διάσημος Βενετός έμπορος ήταν περίπου συνομήλικος της Μαρίας, ίσως να είχαν ενάμισι ή δύο χρόνια  διαφορά.  Έφυγε  από  τη  Βενετία  στα  δεκαεπτά  του,  το  1271,  κι  έφτασε  στην  αυλή  του Κουμπλάι το 1275, ύστερα από πάμπολλες περιπέτειες. Στον δρόμο για το Πεκίνο επισκέφθηκε και την Ταμπρίζ, μα ούτε λέξη δεν αναφέρει για τη Βυζαντινή πριγκίπισσα∙ ούτε μία λέξη. Ταξίδεψε έως το  1291  σε  όλη  την  επικράτεια  του  Μεγάλου  Χαν  Κουμπλάι,  και  όταν  πήρε  τον  δρόμο  της επιστροφής, ακολουθώντας την οδό των καραβανιών που καταλήγει στο λιμάνι της Τραπεζούντας, πέρασε ξανά από την Ταμπρίζ. Αλλά η Παλαιολογίνα δεν ήταν πια στο Ιλχανάτο. 

Ο χαν Αμπακά, δισέγγονος του Τσέγκις Χαν, γιος του ιδρυτή της ιλχανιδικής δυναστείας Χουλαγκού και  ανιψιός  του  μεγάλου  Κουμπλάι,  μολονότι  αντιμετώπισε  δυσχερείς  συνθήκες  και  αξιόμαχους αντιπάλους,  κυρίως  στα  μέτωπα  του  Βορρά  (Χρυσή  Ορδή  και  Λευκή  Ορδή)  και  της  Δύσης (Μαμελούκοι), διαφέντεψε με πυγμή και σύνεση ένα μεγάλο μέρος της Δυτικής Ασίας επί δεκαεπτά χρόνια. Πέθανε ύστερα από πολυήμερο μεθύσι∙ από υπερβολική δόση οινοπνεύματος, ή ίσως από δολοφονικό χέρι, την Πρωταπριλιά του 1282. 

 

Δύο ημέρες πριν, στην άλλη άκρη του κόσμου,  ένας Γάλλος λοχίας στον στρατό του Καρόλου του Ανδεγαυού, βασιλιά της Σικελίας, προσέβαλε μία Σικελή γυναίκα μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Πνεύματος, στο Παλέρμο, λίγη ώρα πριν αρχίσει ο Εσπερινός. Ο άντρας της έβγαλε το κοντομάχαιρο και  τον  σκότωσε.  Ήταν  30  Μαρτίου.  Σαν  έτοιμοι  από  καιρό,  οι  Σικελοί  πήραν  τα  όπλα  για  να καθαρίσουν  τη  μεγαλόνησο από  τις  γαλλικές  δυνάμεις  κατοχής  και  να  ξεπαστρέψουν  όσους  από τους  δικούς  τους  υποστήριζαν  τους  Ανδεγαυούς.  «Moranu  li  Franchiski»  —«Θάνατος  στους Φράγκους»—  κραύγαζαν  από  τη  μία  ως  την  άλλη  άκρη  της  Σικελίας  κι  έσφαζαν  αβέρτα.  Δεν λυπήθηκαν  ούτε  τους  Δομινικανούς  μοναχούς  ούτε  του  Φραγκισκανούς.  Η  επιτυχής  έκβαση  της εξέγερσης  απέτρεψε  τα  σχέδια  του  Καρόλου,  ο  οποίος  είχε  τεθεί  επικεφαλής  τεράστιου συνασπισμού  με  στόχο  την  κατάκτηση  της  βυζαντινής  πρωτεύουσας.  Διακόσια  πολεμικά  πλοία περίμεναν τη διαταγή του απόπλου με κατεύθυνση την Προποντίδα. Όλα ματαιώθηκαν. 

Ο  Μιχαήλ  Η'  δεν  έβαψε  τα  χέρια  του  στο  γαλλικό  αίμα.  Είχε,  όμως,  φροντίσει  από  καιρό  να δωροδοκήσει  όλους  τους  πολιτικούς  αντιπάλους  του  Καρόλου,  ενώ  οι  Βυζαντινοί  απεσταλμένοι συνέχιζαν  τις  τριμερείς  μυστικές  διαπραγματεύσεις  με  μερίδα  της  Καθολικής  Εκκλησίας  και  τον Πέτρο της Αραγονίας, για να ανατρέψουν τον υπέρμετρα φιλόδοξο και άκρως επικίνδυνο κύριο της Σικελίας  και  πολλών  άλλων  περιοχών∙  την  παραμονή  του  Σικελικού  Εσπερινού,  ο  Κάρολος  ο Ανδεγαυός βρισκόταν στα πρόθυρα της «παγκόσμιας» ηγεμονίας. 

Η Βασιλεύουσα σώθηκε από τη λατινική Δύση, πληρώνοντας υπέρογκο τίμημα (όχι μόνον σε χρήμα για μηχανορραφίες και εξαγορές συμμάχων, αλλά και σε δυνάμεις), ενώ οι Τουρκομάνοι, που είχαν κατακλύσει  το  Σουλτανάτο  των  Σελτζούκων  του  Ρουμ,  αποσπούσαν  μικρασιατικά  εδάφη  της βυζαντινής επικράτειας. 

Ώσπου να φτάσουν τα νέα του Σικελικού Εσπερινού στην αυλή των  Ιλχανιδών, οι Μογγόλοι είχαν θάψει τον Αμπακά μαζί με σαράντα από τα καλύτερα άλογά του (ανθρωποθυσίες δεν έγιναν) και η Παλαιολογίνα, χήρα στα είκοσι εννιά ή στα τριάντα της, είχε πάρει τον δρόμο της επιστροφής. 

«Κι αν βγω από αυτή τη φυλακή κανείς δεν θα με περιμένει οι δρόμοι θα 'ναι αδειανοί κι η πολιτεία μου πιο ξένη. 

Page 54: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Τα καφενεία όλα κλειστά κι οι φίλοι μου ξενιτεμένοι αέρας θα με παρασέρνει κι αν βγω από αυτή τη φυλακή. 

Ο ήλιος θα αποκοιμηθεί μες στα ερείπια της Ολύνθου θα μοιάζουν πράγματα του μύθου οι φίλοι μου και οι εχθροί...» 

Ψιθυρίζω  τα  σαββοπούλεια  λόγια,  που  συνόδευσαν  κάποτε  τη  δική  μου  «αποφυλάκιση».  Δεν μπορώ να απομακρυνθώ. 

Η Μαρία διέσχισε και πάλι τις ασιατικές ερημιές,  τα υψίπεδα με τις πανάρχαιες αρμενικές λίμνες και  τα  αχανή  χορτολίβαδα,  για  να  γυρίσει  στην  Κωνσταντινούπολη.  Ύστερα  από  δεκαεπτά  ή δεκαοκτώ χρόνια. Αν  ταξίδεψε το καλοκαίρι  του 1282, με  το θερμόμετρο να ανεβαίνει πάνω από τους 40 βαθμούς και την υγρασία να βυθίζεται ως τον νωτιαίο μυελό, θα πρόλαβε τον αυτοκράτορα πατέρα της πριν ξεκινήσει για την τελευταία του εκστρατεία. 

Αυτή τη φορά, ο ακούραστος Μιχαήλ βάδιζε εναντίον του σεβαστοκράτορα Ιωάννη της Θεσσαλίας. Ο άφρων Ιωάννης, αφού συγκέντρωσε τους αντιπάλους του ενωτικού αυτοκράτορα (ήταν όλοι τους ορκισμένοι ανθενωτικοί, θύματα οι περισσότεροι της τρομοκρατίας που είχε εξαπολύσει η κρατική μηχανή μετά την υπογραφή της Ένωσης των Εκκλησιών), εξεγέρθηκε κατά της προσκυνημένης στον πάπα Κωνσταντινουπόλεως . 

Άρρωστος  ξεκίνησε  ο  Μιχαήλ,  μέσα  σε  φοβερή  καταιγίδα,  με  μόνο  σύμμαχο  τον  διοικητή  των στρατευμάτων του Χανάτου της Χρυσής Ορδής, τον παλαιό του φίλο Νογκάι. Ο «Νογάς» ή «Νόγας» (των  βυζαντινών  πηγών),  ένας  θρύλος  της  έφιππης  πολεμικής  τέχνης,  διαφέντευε  τα  ευρωπαϊκά εδάφη  της  Μογγολικής  Αυτοκρατορίας,  ως  εκπρόσωπος  (και  μικρανιψιός)  του  Μπερκέ,  χαν  της Χρυσής  Ορδής.  Ο  ίδιος  ο  χαν  έδρευε  στο  Σαράι,  τη  μογγολοτουρκική  «πρωτεύουσα»  —κάτι παραπάνω από έναν  καταυλισμό,  κάτι  λιγότερο από ένα υπαίθριο διεθνές παζάρι—  στις  εκβολές του  Βόλγα.  Στα  νιάτα  του,  ο  πρίγκιπας  Νογκάι  είχε  τεθεί  επικεφαλής  των  ιπποτοξοτών  που εισέβαλαν στην Κεντροανατολική Ευρώπη, το 1259. Ήταν η δεύτερη φορά που αντίκριζε Ταρτάρους ο κόσμος πέρα από  τα Καρπάθια,  δηλαδή η Ουγγαρία  και  η Πολωνία.  Αλλά  και αυτή  τη φορά,  η περιδεής  Ευρώπη  είδε  τη «μάστιγα  του Θεού»,  αντί  να  καλπάζει  προς  τη  Γερμανία,  να  τραβά  τα χαλινάρια  και  να  χάνεται  πίσω  από  τις  παραδουνάβιες  πεδιάδες.  Ο  Νογκάι  είχε  αναγκαστεί  να επιστρέψει εσπευσμένα στον Βόλγα. Το Χανάτο αντιμετώπιζε μογγολικές εφόδους στα ευρασιατικά χορτολίβαδα,  τα  βοσκοτόπια  του  Αζερμπαϊτζάν  είχαν  καταπατηθεί,  κι  ο  χαν  Μπερκέ  είχε διαφωνήσει με τα ηγεμονικά ξαδέλφια του, τον Κουμπλάι και τον Χουλαγκού, σχετικά με τη διαδοχή στην ηγεσία του τετραμερούς κράτους. Η πρώτη ενδομογγολική ρήξη είχε επέλθει. 

Έκτοτε, ο Μπερκέ ανέθεσε ολόκληρο το δυτικό τμήμα του Χανάτου στον ιδιοφυή ανιψιό του. Από τον ποταμό Δον, την Αζοφική θάλασσα και τη μαυροθαλασσίτικη στέπα μέχρι τα Καρπάθια και τις πεδιάδες  του Δούναβη ο Νογκάι  έκανε ένα δικό  του καπετανάτο,  το οποίο έριχνε  την απειλητική σκιά  του  στην  Ουγγαρία,  στη  Σερβία,  στη  Βουλγαρία  και  στο  Βυζάντιο.  Ήταν  ένας  πραγματικός Μογγόλος  αρχηγός.  Ανεξίθρησκος,  παγανιστής,  οπαδός  του  παντοδύναμου  Ουρανού  και  πιστός στον Μουσουλμάνο κύριο του Βόλγα (δεν ήταν συμπτωματικό το όνομά του: Νογκάι σημαίνει στα μογγολικά «σκυλί», το ζωντανό που αναγνωρίζει έναν αφέντη, φυλάει το κοπάδι, τρέφεται κυρίως με γάλα και διώχνει τα κακά πνεύματα). Ευθύβολος, άπιαστος στο κυνήγι, αεικίνητος, ζύγιαζε κάθε του κίνηση, περιφρονούσε κάθε τι το περιττό, ρουφούσε το κρασί σα νεροφίδα, εκπαίδευε συνεχώς τους ιππείς του, τους άφηνε να σκυλεύουν κατοικημένους τόπους και καλλιεργημένες εκτάσεις, να 

Page 55: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

αρπάζουν ποίμνια κι ανθρώπινες αγέλες για να τις πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα — οι αγοραστές «ρούσικων» γουναρικών από τις ιταλικές δημοκρατίες, τη Βενετιά και τη Γένοβα, που είχαν αποικίες στη Μαύρη Θάλασσα, καθώς και οι δουλέμποροι από το μαμελουκικό Κάιρο περίμεναν πώς και πώς την πραμάτεια από τις επιδρομές των καβαλάρηδων του Νογκάι κι ακριβοπλήρωναν τα γεροδεμένα τουρκικά, αλανικά, καυκασιανά και σλαβικά κορμιά, ενώ γινόταν μάχη για τις νεαρές Χριστιανές και τα αμούστακα αγόρια, πάσης φυλής και προέλευσης. 

Αυτός, λοιπόν, ο Νογάς, είχε φάει ψωμί κι αλάτι με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, γιατί του κύκλου τα γυρίσματα οδήγησαν,  κάποτε,  τους δύο άντρες σε  κοινό στρατόπεδο. Ήταν  το  έτος 1265,  όταν οι 20.000 έφιπποι πολεμιστές του Νογκάι εισέβαλαν στη Θράκη και παραλίγο να αιχμαλωτίσουν τον ίδιο  τον  αυτοκράτορα.  Ο  Μιχαήλ  διέφυγε  την  τελευταία  στιγμή,  αλλά  η  Θράκη  δεν  γλίτωσε  τη λεηλασία. Το μήνυμα είχε βρει τον αποδέκτη του. Ο μικρανιψιός του χαν Μπερκέ δεν επρόκειτο να σεβαστεί το τρίτο μέλος της συμμαχίας, την οποία είχαν συνάψει οι κύριοι του Σαράι και του Καΐρου με  τον  Μιχαήλ.  Η  υψηλή  πολιτική  του  Χανάτου  δεν  αφορούσε  τον  άξεστο  πολέμαρχο.  Τον ενδιέφεραν μόνον οι δικές του στρατηγικές, το πλιάτσικο και η κυριαρχία στα Βαλκάνια. Ο τσάρος της Βουλγαρίας, ορκισμένος εχθρός του σφετεριστή Παλαιολόγου, είχε ζητήσει την προστασία του φοβερού Τάταρου. Αυτός του άνοιξε τον δρόμο για την επιδρομή στη Θράκη. 

Ο Μιχαήλ κατάλαβε ότι ο συνασπισμός με τον πρίγκιπα Νογκάι ήταν υπόθεση ζωής και θανάτου για την Αυτοκρατορία. Η συμμαχία με το Χανάτο της Χρυσής Ορδής  (που βρισκόταν σε πόλεμο με το Ιλχανάτο,  δηλαδή  με  τον  σύζυγο  της  Μαρίας)  δεν  αρκούσε∙  το  «σκυλί»  είχε  αγριέψει.  Ο αυτοκράτορας  υποχρεώθηκε  να  θέσει  σε  δεύτερη  μοίρα  την  ειρηνική  σχέση  με  τον  Αμπακά, διακινδυνεύοντας τα βυζαντινά εδάφη της Μικράς Ασίας, τα οποία συνόρευαν με το υπό μογγολικό έλεγχο  σελτζουκικό  Σουλτανάτο.  Φαίνεται  όμως  ότι,  τόσο  για  τον  Παλαιολόγο  όσο  και  για  τον Αμπακά,  η  Μικρασία  ήτανε  μάλλον  μία  χαμένη  υπόθεση.  Εκεί,  όλα  έδειχναν  ότι  το  μέλλον βρισκόταν  στα  χέρια  των  Τουρκομάνων  εμίρηδων.  Εξάλλου,  από  την  ώρα  που  ανακατέλαβε  την Πόλη  ο  Παλαιολόγος,  έπρεπε  πρωτίστως  να  διασφαλίσει  τη  Θράκη  και  τα  άλλα  ευρωπαϊκά  του εδάφη. Ο αγριεμένος «σκύλος» θα γινόταν ο πιστότερος φίλος του. Και επειδή το Βυζάντιο συνήθιζε να  επισφραγίζει  τις  συμμαχίες  με  γάμους,  κι  επειδή  ο  Μιχαήλ  διέθετε  άλλη  μια  κορούλα,  το προξενιό ήταν αναμενόμενο  (έστω κι  αν ο  επίδοξος μνηστήρας  είχε  χάσει  στο μεταξύ  το  ένα  του μάτι σε μία φονικότατη μάχη στον Καύκασο). 

Έτσι, τέσσερα ή πέντε χρόνια μετά την αποστολή της Μαρίας στο Ιλχανάτο, και μολονότι ο καλός και άξιος αυτοκράτορας καυχιόταν για τον  Ιλχανίδη γαμπρό του, δεν δίστασε να στείλει στην αγκαλιά του βάρβαρου Βόρειου συμμάχου τη νεαρή Ευφροσύνη (γύρω στα 1268‐70;). Έκτοτε, αγνοούνται τα ίχνη  της.  Αμφιβάλλω  δε  αν  ρώτησε  ποτέ  ο  πεθερός  τον  γαμπρό  του  για  την  τύχη  της  άτυχης Ευφροσύνης. Φρόντιζε όμως να τον τροφοδοτεί αδιάκοπα με «όσα τε προς ενδυμάτων χρήσιν και όσα προς τροφών ποικιλίαν, προς δε και ανθοσμιών οίνων», για να του υπενθυμίζει την πολύτιμη φιλία τους. Μα ο αχαλίνωτος «Σκύθης» δεχόταν με ευχαρίστηση μόνον τα μυρωδάτα κρασιά και τα εκλεκτά  εδέσματα.  Τα  βαρύτιμα υφάσματα με  τα  λεπτοδουλεμένα στολίδια  και  τα  χρυσοΰφαντα μεταξωτά,  που  λάτρευε  η  βυζαντινή  αριστοκρατία,  τα  θεωρούσε  όχι  μόνον  περιττά  αλλά  και υπονομευτικά  των παραδόσεων  της  νομαδικής  λιτότητας.  Υπάρχει  τίποτα ανώτερο από  το δέρμα και το μαλλί τρυφερών εριφίων; 

Τώρα,  ο μονόφθαλμος πρίγκιπας  της στέπας,  πάντα πρόθυμος  να ανταποκριθεί στο  κάλεσμα  του καλού  του  φίλου,  ετοιμαζόταν  για  τη  χειμερινή  εκστρατεία  στη  Θεσσαλία  —  παρά  τον αποτροπιασμό  των  βυζαντινών  αυλικών  κύκλων,  που  έφριτταν  στην  ιδέα  ότι  ο  αδίστακτος αυτοκράτορας  επρόκειτο  να  συστρατεύσει  με  «αθέους  συμμάχους»  εναντίον  χριστιανικού πληθυσμού και μάλιστα ελληνικού. Μάλλον θα είχαν  ξεχάσει  την πρόσκληση που απηύθυνε πριν από τριακόσια χρόνια ο Βασίλειος Β'  (ο Βουλγαροκτόνος) στον ειδωλολάτρη πρίγκιπα του Κιέβου, για να έρθει με τον στρατό του να χτυπήσει τους επαναστατημένους άρχοντες της Μικράς Ασίας, οι 

Page 56: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

οποίοι  απειλούσαν  να  τον  ανατρέψουν.  Η  συμφωνία  με  τον  «άθεο»  Βλαδίμηρο  προέβλεπε  ως τίμημα την αδελφή του Βουλγαροκτόνου. Κι έτσι, η πορφυρογέννητη Άννα βρέθηκε το 989 στα βάθη της  αρχαίας  Σκυθίας.  Περασμένα  ξεχασμένα,  θα  πεις,  εξάλλου  εκείνος  ο  γάμος  απέδωσε  τον εκχριστιανισμό  της  Ρωσίας  και  την  υπαγωγή  της  στο  Πατριαρχείο  Κωνσταντινουπόλεως.  Μα  ο Ταταρομογγόλος  γαμπρός  δεν  είχε  εκδηλώσει  καμία  τέτοια  πρόθεση  ύστερα  από  τόσα  χρόνια γάμου με την Παλαιολογίνα. Τι χαΐρι να περιμένεις; 

Πάντως,  ο  Νογάς  δεν  είχε  την  ευκαιρία  να  δει  τη Θεσσαλία.  Ούτε  πρόλαβε  να  συναντηθεί  με  το βυζαντινό στράτευμα, το οποίο είχε ξεκινήσει καταχείμωνο από την Πόλη και βρισκόταν καθ' οδόν. Την  Παρασκευή  11  Δεκεμβρίου  του  1282  (ή  το  έτος  6791  από  κτίσεως  κόσμου),  σε  ένα  θρακικό χωριό κοντά στη Ραιδεστό, ο Μιχαήλ Η', ιδρυτής της δυναστείας των Παλαιολόγων (και πεθερός δυο αντιμαχόμενων Μογγόλων ηγεμόνων), υπέκυψε. 

 

Για την πολυταξιδεμένη και χήρα Μαρία, τη δέσποινα χατούν των Μογγόλων, οι επιλογές δεν ήτανε πολλές — ή μάλλον ήτανε μοναχά μία. Αγόρασε το μοναστηράκι της Θεοτόκου της Παναγιωτίσσης, στα  ψηλώματα  του  πέμπτου  λόφου  της  εντός  των  τειχών  Κωνσταντινουπόλεως,  με  θέα  στον Κεράτιο  και  στην  αντίπερα  πλευρά  του  κόλπου,  το  ανακαίνισε  κι  αποτραβήχτηκε  από  τα  πικρά εγκόσμια. «Ξένη εδώ, ξένη εκεί, όπου κι αν πάω ξένη». 

Το προσωπικό του μοναστικού  ιδρύματος και οι περίοικοι ονόμασαν Παναγία «Μουγουλιώτισσα» τη  Μονή  της  Παναγιωτίσσης.  Έτσι,  από  τη  Μουγουλιώτισσα  προέκυψε  το  παραφθαρμένο προσωνύμι  «Μουχλιώτισσα»,  από  όπου  προήλθε  το  συντομευμένο  «Μουχλιό».  Μουχλιό ονομάζεται μέχρι σήμερα το μικρό εκκλησιαστικό συγκρότημα, το οποίο υπάγεται στην Περιφέρεια Φαναρίου και Κερατίου κόλπου της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως. Μουχλιό ονομάζεται και η ρωμαίικη γειτονίτσα γύρω από το παλαιολόγειο κτίσμα, όπου ο Νίκος Εγγονόπουλος συνάντησε τον Μπολιβάρ. 

«...Σε πρωτοσυνάντησα, σαν είμουνα παιδί, σ' ένα ανηφορικό καλντιρίμι 

του Φαναριού, Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό 

πρόσωπό σου. Μήπως νάσαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές 

που πήρε, κι' άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος 

Παλαιολόγος;...» 

Στο Μουχλιό διένυσε η Μαρία τα τριάντα ή τριάντα πέντε υπόλοιπα χρόνια του βίου της, έχοντας ενδυθεί  (μετά  το 1307;)  το  μαφόριον  της  καλογραίας.  Αν  πρόκειται  για  τη «μοναχή Μελάνη,  την κυρά των Μουγουλίων», όπως αναφέρεται σε μία πασίγνωστη και πολυσυζητημένη επιγραφή του 14ου αιώνα,  μόνον ο Θεός  το  γνωρίζει,  κι ας  χύθηκε  τόσο μελάνι  για  χάρη  των δέκα λέξεων που σώθηκαν στην ψηφιδωτή επιφάνεια, πάνω από τη γονυπετή Παλαιολογίνα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι  οι  σύγχρονοί  της  την  αποκαλούσαν  με  σεβασμό,  θαυμασμό  και  αγάπη  «δέσποινα  των Μουγουλίων». 

Page 57: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Οι χώρες της Μαρίας. Κωνσταντινούπολη 1977­1981, 

Οξφόρδη­Παρίσι 1983 

ΔΕΝ ΤΟ ΕΧΩ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙ ποτέ με τους ιστορικούς που εμπιστεύτηκα κι αγάπησα. Τότε δεν τόλμησα, και  τώρα,  για  τους περισσότερους,  είναι αργά. Μα θα ήθελα  να  τους  ρωτήσω πώς προσεγγίζουν έναν τόπο τον οποίο δεν γνώρισαν ποτέ. Δεν έχουνε τη μυρωδιά του, δεν μυήθηκαν στα σουσούμια και  τα συστατικά  του,  δεν  ξέρουν από ποια γωνιά  ξεμυτίζει ο ήλιος  τον χειμώνα και από ποια  το καλοκαίρι. Θα  'θελα  να  τους περπατήσω στα φοβερά περάσματα  του Ανατολικού Πόντου,  για  να δούνε τα βουνά πάνω από το κεφάλι τους και να νιώσουνε την απειλητική παρουσία των ορεινών πληθυσμών, που φυλάνε με τα δρεπάνια και τις τσουγκράνες τις επικίνδυνες διαβάσεις. 

Θυμάμαι ακόμα την «αμαζόνα» Σοφία Αναστασιάδη, συνεργάτιδα της Μέλπως Μερλιέ στο Κέντρο Μικρασιατικών  Σπουδών∙  το  1952  περιηγήθηκε  την  Καππαδοκία,  χρησιμοποιώντας  άλογο  για ορισμένες  διαδρομές,  και  κατέβηκε  από  το  καππαδοκικό  οροπέδιο  στη Μεσόγειο,  μέσα  από  τις Κιλίκιες Πύλες, το φοβερό και τρομερό πέρασμα του Ταύρου. Με παρακαλούσε να την πάρω κάποια φορά  μαζί  μου  στον  Πόντο.  Ήταν  περασμένης  ηλικίας  και,  παρά  τον  θαυμασμό  που  της  είχα, φοβόμουν  ότι  δεν  θα  άντεχε  τις  ταλαιπωρίες.  «Θέλω  να  δω  την  ορεινή  διάβαση  από  τη Μαύρη Θάλασσα  στην  εσωτερική  Ασία.  Δεν  πήγα  ποτέ  κι  έχω  μία  τρύπα  στο  μυαλό  μου»  έλεγε  και ξανάλεγε για να με πείσει. (Οι Μογγόλοι όμως δεν είχαν αυτή την «τρύπα» στο μυαλό τους το 1242. Επειδή γνώριζαν από πληροφορίες  τι  είδους φυσικό εμπόδιο βρισκόταν στο μέρος  της «τρύπας», όταν ισοπέδωσαν το Ερζουρούμ, τριακόσια χιλιόμετρα μακριά από την Τραπεζούντα, δεν θέλησαν να ακολουθήσουνε τα μονοπάτια των Μυρίων για να κατέβουν ως την πρωτεύουσα των Μεγάλων Κομνηνών. Μα αν δεν κάνεις έστω μία φορά στη ζωή σου αυτή τη διαδρομή, να ανέβεις μέσα από τα  μελανά  δάση  και  τα  ψηλοκρεμαστά  παρχάρια  έως  τον  ουρανό  που  κρέμεται  πάνω  από  την Τραπεζούντα και να κατρακυλήσεις  τις άγριες πλαγιές πίσω από το πέρασμα της Ζύγανας,  για να φτάσεις στο αρμενικό οροπέδιο και το Ερζουρούμ, είναι δύσκολο να αντιληφθείς γιατί έστρεψαν τα άλογά  τους  οι  «Μουγούλιοι»  και  συνέχισαν  την  επέλαση  στα  μεγάλα  οροπέδια  που  κατείχαν  οι Σελτζούκοι, αντί να παλέψουνε με τα βουνά.) 

Τέλος  πάντων,  οι  σοφοί  επιστήμονες  έκαναν  τα  δικά  τους  κουμάντα  και  απέκτησαν  εμπειρίες ερευνώντας σε βάθος τις πηγές. Εξάλλου δεν ήταν εύκολα τα ταξίδια πριν από μισόν αιώνα. 

Έχω  κι  άλλα  ερωτήματα  μαζεμένα,  αλλά  τώρα  δεν  υπάρχει  ούτε  ο  Ομπολένσκυ,  ούτε  ο Μπράουνινγκ, ούτε ο Σβορώνος, ούτε ο Βιλάρ, ούτε ο Χόντινοττ, ούτε ο Σιομπούλ, ούτε ο Φίλιππος. Μου  λείπουν  αφόρητα  κι  ας  τους  έβλεπα  όλο  και  πιο  σπάνια  τα  τελευταία  χρόνια.  Ήταν  το αποκούμπι  μου,  η  σιγουριά  μου.  Ο  καθένας  με  τον  τρόπο  του  και  στον  τομέα  του.  Μάζευα  τις απορίες και πήγαινα να τους βρω. 

 

Ήταν αρχές του 1983, όταν πήγα στην Οξφόρδη για να επισκεφτώ τον Ομπολένσκυ. Συζητήσαμε επί ώρες.  Τρώγαμε  kidney's  pie  (την  οποία  σιχαίνομαι,  αλλά  αυτό  ήταν  εντελώς  δευτερεύον  σε  μια τέτοια  συνάντηση),  όταν  πήρα  το  θάρρος  να  του  πω  ότι  σκέφτομαι  να  γράψω  ένα  βιβλίο  για  τη Μαρία  των Μογγόλων.  Θυμάμαι  το  ελαφρό  χαμόγελό  του.  Πάντα  με  συμπάθεια  και  κατανόηση. Θαυμάσιος  άνθρωπος,  ενώ  εγώ  θρασύτατη  ή  μάλλον  απίστευτα  επιπόλαιη,  αφελής, υπερενθουσιώδης. 

«Πρέπει να διαβάσεις τον Παχυμέρη» είπε. 

Ήταν  αδύνατον  να  κατεβάσω  το  κομματάκι  του  νεφρού  που  είχα  μόλις  βάλει  στο  στόμα.  Ήμουν 

Page 58: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

έτοιμη  για  όλα,  η  νεφρόπιτα  το  αποδείκνυε,  όχι  όμως  να  διαβάσω  ένα  ογκωδέστατο  έργο  στο πρωτότυπο: Γεωργίου του Παχυμέρη, Συγγραφικαί Ιστορίαι, τόμοι δύο, σελίδες 1.683, αλίμονο και τρισαλίμονο,  με μόνη βοήθεια  τη  λατινική μετάφραση από  κάτω.  (Α! Να μην παραλείψω και  τον πλούσιο σχολιασμό, στα λατινικά εννοείται, του Ιησουίτη μοναχού Petro Possino, που χρονολογείται στα  1666‐1669  κι  έχει  συμπεριληφθεί  στην  έκδοση  της  Βόννης,  του  1835,  για  να  φωτίσει  τους αναγνώστες.)  Εκεί με παρέπεμπε ο σοφός δάσκαλος Ομπολένσκυ.  Στο δίτομο Georgii Pachymeris, De Michaele  et  Andronico  Palaeologis  libri  tredecim...  (Bonnae MDCCCXXXV).  Πανικός.  Καλές  και άγιες  οι  εκδόσεις  της  Βόννης,  μεγαλειώδης  η  σειρά  του  Corpus  Scriptorum Historiae  Byzantinae, αλλά αν δεν έχει επεξεργαστεί το βυζαντινό κείμενο κάποιος νεότερος φιλόλογος ή ιστορικός, για να το μεταφράσει και να το σχολιάσει σε μία από τις τρέχουσες (ζωντανές) γλώσσες, πώς να καταπιώ την υπόλοιπη πίτα; 

Το οξφορδιανό δωμάτιο δεν είχε διαφυγές. Προσπάθησα να ψελλίσω κάτι για τη δυσκολία μου με τα  άτιμα  τα  λατινικά.  [Στο  γυμνάσιο,  βέβαια,  ούτε  λόγος.  Εξάλλου,  έπεσα  και  στην  περιλάλητη Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του γέρου Παπανδρέου, το 1964‐65, και το μάθημα με τη «regina που αγαπάει  τα  τριαντάφυλλα»  αφαιρέθηκε  από  την  ύλη.  Έκτοτε,  δύο  φορές  τα  έμαθα,  μία  διά αλληλογραφίας  με  ένα  αγγλικό  Κολλέγιο,  που  προετοίμαζε  ξένους  μαθητές  για  τα  βρετανικά πανεπιστήμια, και μία δεύτερη, μερικά χρόνια αργότερα, στο Παρίσι, με εντολή (όχι προτροπή) του Σβορώνου,  για να διαβάσω τον Θεοδοσιανό Κώδικα  (ναι, και αυτό το έχω κάνει, ήμαρτον). Όμως, όσο εύκολα τα μάθαινα, με την ίδια ευκολία τα ξεχνούσα. 

Άλλωστε, επειδή δεν είχα γερές βάσεις σε θέματα γλώσσας, ελληνικής εννοώ (στο σχολείο από την Α' Γυμνασίου μονίμως παρούσα‐απούσα, στο ελληνικό πανεπιστήμιο δεν θέλησα να πάω, ήταν και η  Χούντα  στη  μέση,  είχαν  διώξει  και  τον  εξαίρετο  Δημήτρη  Πάλλα,  που  δίδασκε  Βυζαντινή Αρχαιολογία, επέπλεαν και διάφοροι φελλοί ή, στην καλύτερη περίπτωση, ανεπαρκείς καθηγητάδες και διάφοροι σφουγγοκωλάριοι βοηθοί, κι έτσι, δυστυχώς, ποτέ δεν ασχολήθηκα με τον μηχανισμό της  γλώσσας,  τη δομή και  τη σύνταξη),  οπότε  χωρίς  γερές βάσεις στα  ελληνικά δεν κατάφερα να μάθω σε βάθος οποιαδήποτε άλλη γλώσσα. Τα πολύ καλά γαλλικά μου ανάγονται στην προφορική εκμάθηση  από  τα  γεννητούρια  μου.  Τα  ελληνικά  μου  (ελληνικούλια  στην  πραγματικότητα)  τα οφείλω στο διάβασμα, αλλά κυρίως στο γράψιμο (μεροδούλι μεροφάι από το 1975), καθώς και σε μία  αναπτυγμένη  διαίσθηση,  ας  πούμε  ένα  εξοικειωμένο  αυτί  ή  κάποιο  ένστικτο.  Αλλά  με  τα λατινικά δεν τα βγάζω πέρα, μολονότι θα το ήθελα, γιατί έτσι καταλαβαίνεις καλύτερα τη νοοτροπία των Ρωμαίων. Η δομή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αντανακλά τη δομή της γλώσσας των Λατίνων. Όλα τετραγωνισμένα και συστηματοποιημένα, με μία λογική που σπάει κόκαλα. Σαν τα στρατόπεδα των  λεγεωνάριων  στις  ερήμους  της  Μέσης  Ανατολής  και  της  Αφρικής.  Όλα  στο  έπακρο απλουστευμένα και άρτια οργανωμένα, για να εξυπηρετούν στην εντέλεια τη χρηστική πλευρά της ζωής — στον αντίποδα της ελληνικής σκέψης.] Με τον Παχυμέρη τι θα κάνω; 

«Σκέφτομαι  να  γράψω  ένα  ιστορικό  μυθιστόρημα»  είπα  στον  Ομπολένσκυ,  τονίζοντας  το μυθιστόρημα, μπας και γλιτώσω το βυζαντινολατινικό ρετσινόλαδο. 

«Θαυμάσια  ιδέα,  να  αρχίσεις  όμως  την  προετοιμασία  σου  με  τον  Παχυμέρη»  επέμενε.  Ύστερα αλλάξαμε θέμα, άδειασε επιτέλους και το πιάτο μπροστά μου, χάρηκα που είχα αναπτύξει τέτοιου είδους ικανότητες. 

 

Στο τρένο για το Λονδίνο προσπάθησα να εντοπίσω πότε και πώς μου μπήκε η ιδέα για το βιβλίο της Μαρίας. Ξαναγύρισα στο χρονικό της γνωριμίας μας. Όχι στα δελτία, όπου την είχα καταγράψει και παρατήσει,  αλλά  όταν  την  είδα  γονατισμένη  στον  εσωνάρθηκα  του  καθολικού  της  Μονής  της Χώρας. Ήταν Μάιος του 1977. Η πρώτη επίσκεψή μου στην Πόλη. 

Page 59: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

«...ΑΝΔΡΟΝĺΚΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛÓΓΟΥ Η ΚΥΡÁ ΤΩΝ ΜΟΥΓΟΥΛĺΩΝ, ΜΕΛÁΝΗ Η ΜΟΝΑΧΉ» 

Λεπτές, λεπτότατες ψηφίδες από μάρμαρο σε μία καταπληκτική διαβάθμιση του απαλού ρόδινου. Κόκκινες,  καφετιές  και  πρασινωπές  για  την  απόδοση  των  φυσιογνωμικών  χαρακτηριστικών.  Η ευγένεια της μορφής της είναι απαράμιλλη. Ίσως να την τονίζει ακόμα περισσότερο η καλύπτρα που φορά, αυτό το κατάμαυρο μαφόρι που περιβάλλει το πρόσωπό της και το κλείνει από παντού, για να την προστατεύει από τα δεινά του έξω κόσμου. Η επιδερμίδα της διάφανη, σαν τις πορσελάνινες γηραιές κυρίες στη ρωσική εκκλησία του Παρισιού. Ηλικιωμένη κι αυτή, γερόντισσα για την εποχή της. Αμφιβάλλω αν την είδε ποτέ ο ήλιος ακάλυπτη, για να της αφήσει τα σημάδια του. Μοιάζει με παιδούλα,  αρχοντοπούλα  με  περγαμηνές  τουλάχιστον  τριών  αιώνων,  εφόσον  η  οικογένεια  των Παλαιολόγων  εμφανίζεται  στο  προσκήνιο  τον  11ο  αιώνα  και  η  απεικόνισή  της  στη  Χώρα  έγινε μεταξύ 1316 και 1320. Δεν πιστεύω ότι ο ψηφωτής απέδωσε την εικόνα της ωραιοποιημένη. Ήξερε βέβαια αυτός από παναγίες και άλλα άγια πρόσωπα, όμως τίποτα γύρω δεν μπορεί να συγκριθεί με τη Μαρία.  Δεν  αποκλείεται  να  την  έβλεπε  εκεί,  κουκουλωμένη  στα  μαύρα,  να  προσεύχεται  στα πόδια  του  Χριστού,  όσον  καιρό  ανιστορούσε  τον  υπόλοιπο  ναό.  Είναι  σαφές  πως  πρόκειται  για προσωπογραφία φτιαγμένη με ιδιαίτερη ευαισθησία. 

«...ΑΝΔΡΟΝĺΚΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛÓΓΟΥ Η ΚΥΡÁ ΤΩΝ ΜΟΥΓΟΥΛĺΩΝ, ΜΕΛÁΝΗ Η ΜΟΝΑΧΉ» 

Την  κοίταζα  συνεπαρμένη.  Θυμάμαι  μόνον  την  έντονη  επιθυμία  να  ξαναβρεθώ  κοντά  της,  όταν αντιλάλησε  το  μνημείο  από  τις  φωνές  των  φυλάκων  που  ειδοποιούσαν  ότι  είχε  έρθει  η  ώρα  να κλείσουν. 

Θα επέστρεφα οπωσδήποτε. Έπρεπε να ξαναδώ τη Μαρία. Έπρεπε να δω ξανά και τις τοιχογραφίες στο  ταφικό  παρεκκλήσι  (αυτές  κυρίως —  τα  ψηφιδωτά  στους  νάρθηκες  με  συγκινούν  λιγότερο, παρά  τη  μεγαλόπρεπη  λάμψη  τους  και  την  πνοή  του  παλαιολόγειου  ανθρωπισμού,  αλλά  οι αγιογραφίες στο κατάγραφο παρεκκλήσι έγιναν μία από τις μεγαλύτερες απολαύσεις της ζωής μου). 

Θα επέστρεφα εξάπαντος. Η Χώρα δεν είναι μνημείο της μίας επίσκεψης∙ ούτε μία ολόκληρη ζωή αρκεί.  Άλλωστε,  μόλις  είχα  αρχίσει  να  ανακαλύπτω  την  Πόλη,  την  υπαρκτή  Πόλη,  και  με  είχε κυριεύσει απίστευτη βουλιμία. 

Βουλιμία  είπα;  Ξέχασα  την  οργή  και  την  ντροπή.  Μέσα  στην  έξαψη  της  πρώτης  επαφής  με  τον ζωντανό οργανισμό, αισθανόμουν ότι τόσα χρόνια είχα εξαπατηθεί. Είχα πέσει θύμα της συλλογικής αποσιώπησης,  θύμα  των  ιδεοληψιών  μου,  θύμα  της  βιβλιολατρίας  και  του  έντυπου  κόσμου.  Ένα αποχαυνωμένο ζωντόβολο, χωμένο και χαμένο στο καλειδοσκόπιο των εντυπώσεων. Ποτέ δεν είχα αναρωτηθεί, ποτέ δεν είχα αμφισβητήσει τον γραπτό κόσμο, με τον οποίο είχα αντικαταστήσει την πραγματικότητα. 

Χρόνια  διάβαζα  για  την  Πόλη.  Τη  βυζαντινή  Πόλη.  Την  είχα  μάθει  και  απέξω  και  από  μέσα  και ανακατωτά. Αν μου έκλεινες τα μάτια, μπορούσα να σε περπατήσω στους δρόμους της, να σε βάλω στις  αγορές  της,  να  σε  πάω  από  τον  Μακρό  Έμβολο  μέχρι  τις  αποθήκες  στις  προκυμαίες  του Κεράτιου, να σου λέω ένα ένα τα ονόματα των βυζαντινών συνοικιών και τα είδη που πουλιούνται στα  μαγαζιά  και  αυτά  που  κατασκευάζονται  στα  εργαστήρια,  και  πού  βρίσκεται  η  είσοδος  κάθε δημόσιου  λουτρού  και  κάθε  ναού,  και  πόσες  πυλίδες  έχουν  τα Θαλάσσια  Τείχη,  και  από  πού  θα περάσει ο αυτοκράτορας για  να πάει στην Παναγία  τη Βλαχέρνα —αν  είναι βεβαίως Παρασκευή, οπότε θα συμβεί και «το σύνηθες θαύμα»—, κι ύστερα, να σε πάω, βρε αδερφέ, στο Ελάφιν, κοντά στην  Αγία  Σοφία,  για  να  δεις  τους  ρεμπεσκέδες  να  παίζουν  ζάρια  στις  μπαρμπουτιέρες  και  να καραδοκούνε πότε θα μπει κανένας ταλαίπωρος καρβουνιάρης ή κάποιος αγαθός μυροπώλης, για να τον ξετινάξουνε. 

Page 60: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Με  κλειστά  μάτια  ήξερα  πέτρα πέτρα  τη  Βασιλεύουσα.  Την ανοικοδομούσα  εκ  θεμελίων.  Νόμιζα όμως —δηλαδή ήμουν απολύτως βέβαιη— ότι πρόκειται για ερειπιώνα. Σαν τον αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας, της Νικοπόλεως, του Μιστρά ή της Εφέσου. Έτσι την είχα φανταστεί. Ως εκεί έφταναν οι δυνατότητες μίας νεαρής Ελλαδίτισσας, και μάλιστα περιορισμένης εντός των αθηναϊκών τειχών, που  δεν  είχε  καμία  απολύτως  συγγένεια  ή  σχέση  με  την  Πόλη,  άρα  κανένα  άκουσμα,  καμία εμπειρία,  καμία  μνήμη,  καμία  ανάμνηση.  Όλα  ανήκαν  στο  παρελθόν,  με  άλλα  λόγια:  στο περιεχόμενο των βιβλίων. 

Ελληνικές  ταινίες  δεν  έβλεπα,  οπότε  δεν  είδα  εκείνη  την  άμαξα  με  τη  Βουγιουκλάκη  και  τον Παπαμιχαήλ  να  περνά  μπροστά  από  την  Αγία  Σοφία,  ούτε  το  ευτυχές  ζεύγος  των  δημοφιλών πρωταγωνιστών να γευματίζει στην Πρίγκηπο. 

Οι  μόνες  παραστάσεις  από  την  υπαρκτή  Πόλη  προέρχονταν  από  τον  διεθνή  κινηματογράφο  της δεκαετίας  του  '60.  Άφησα  κατά μέρος  το «Τοπ Καπί»,  γιατί  όλα μού  έμοιαζαν  στημένα,  κράτησα όμως  τις  εικόνες  από  δύο  άλλες  ταινίες.  Εκείνη  την  εκπληκτική  σκηνή  του  πλήθους,  με  τους χαμάληδες, στη γέφυρα του Γαλατά («Αμέρικα, Αμέρικα»). Και τον πράκτορα 007 («Από τη Ρωσία με αγάπη»)  να  κατεβαίνει  στην  πελώρια  Βασίλειο  κινστέρνα,  για  να  κατασκοπεύσει  τις  κινήσεις  στο Προξενείο  της  Ε.Σ.Σ.Δ.,  που υποτίθεται ότι  βρισκόταν ακριβώς από πάνω. Μοναδική  ευκαιρία  για μία πανοραμική όψη της ιουστινιάνειας δεξαμενής, με τους 336 κίονες. Τότε, βέβαια, θα ήταν ίσως αρχές  του  1965,  βουλιαγμένοι  στα  αναπαυτικά  καθίσματα  του  «Αττικόν»  με  την  παρέα,  δεν συνειδητοποιήσαμε  τι  ήταν  αυτό  που  βλέπαμε.  Μας  προξένησε,  όμως,  βαθιά  εντύπωση  και  το συζητούσαμε επί μέρες. 

Έκανα  την  ταύτιση,  όταν  άρχισα  τα  διαβάσματα  για  τα  βυζαντινά  μνημεία  της  Πόλης  (ο Μποντ επιβεβαίωνε  τις  γνώσεις  μου  κι  εγώ  τον  κυνηγούσα  σε  όλα  τα  θερινά  σινεμά  της  αθηναϊκής παραμεθορίου, για να απολαύσω το έργο του Ιουστινιανού). Στο μεταξύ, έτυχε να συναντήσω τον παραγωγό  της  ταινίας  σε  ένα  από  τα  ωραιότερα  ιστιοφόρα  του  20ού  αιώνα  —  ιδιοκτησίας Βογιατζίδη,  αν  δεν  με  απατά  η  μνήμη  μου,  ύστερα  από  τέσσερις  δεκαετίες  και  τόσες  πλωτές ξεναγικές  αναμνήσεις.  Παράβλεψα  την  αντιπάθεια  που  έχω  στα  βαμμένα  αντρικά  μαλλιά,  ιδίως διασήμων κεφαλών, και τον ρώτησα πώς γυρίστηκε η σκηνή στη δεξαμενή. 

«Η  παραγωγή  ταλαιπωρήθηκε  αρκετά,  ώσπου  να  εξασφαλίσει  όλες  τις  άδειες.  Η  τουρκική γραφειοκρατία,  σε  διαβεβαιώνω,  αγαπητή  μου,  είναι  απερίγραπτη.  Η  δεξαμενή  δεν  ήταν  από  τα δυσκολότερα γυρίσματα, μολονότι είχε χρόνια να καθαριστεί κι ήταν γεμάτη λάσπη. Λάσπη, σκατά και ποντίκια». 

Άθελά  του,  ο  κύριος  με  τα  βαμμένα  κόκκινα  μαλλιά  είχε  ενισχύσει  τις  φαντασιώσεις  μου  περί ερειπιώνα,  εγκαταλελειμμένου  μάλιστα∙  είναι  γνωστό  κι  εξακριβωμένο  ότι  ακούμε  συνήθως  ό,τι θέλουμε. Το δικό μου σενάριο έλεγε ότι, για να γίνουν τα εντυπωσιακά γυρίσματα του Τζέιμς Μποντ στην  Πόλη,  προφανώς  οι  παραγωγοί  είχαν  πάρει  άδεια  από  τους  Τούρκους  αρχαιολόγους,  όπως συμβαίνει  με  όλους  τους  αρχαιολογικούς  χώρους.  Κάπως  έτσι  τα  βόλεψα  στον  νου  μου,  εκεί τοποθέτησα και τα γυρίσματα στη γέφυρα του Γαλατά, κι ούτε για ένα λεπτό δεν υποψιάστηκα ότι μπορεί ο Καζάν να μην είχε χρησιμοποιήσει κομπάρσους για τη σκηνή στη γέφυρα, γιατί απλώς δεν τους χρειαζότανε. Το 1963, μία μηχανή λήψης αρκούσε. 

Όταν περπάτησα τη γέφυρα από τη μία ως την άλλη πλευρά του Κεράτιου, μαζί με τους χιλιάδες «κομπάρσους»  του  Ηλία  Καζάν,  κατάλαβα  πόσο  χρόνο  είχα  σπαταλήσει  κολλημένη  στις κατασκευασμένες ιδέες μου. Τόσο ηλίθια ήμουνα, τόσο από ξένο παραμύθι. Τι να σου κάνουνε τα ρημάδια τα βιβλία. Μολονότι είχε μεσολαβήσει μία δεκαπενταετία από το γύρισμα της ταινίας και ήταν φανερές οι αλλαγές τόσο στην όψη όσο και στην κίνηση του πλήθους, νόμιζα ότι έσκιζα μία γκραβούρα  και  προχωρούσα  στην  απρόσμενη  τρίτη  διάσταση,  την  οποία  μου  έκρυβε ως  τότε  το 

Page 61: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

τυπωμένο  χαρτί.  Ακόμα  να  συνέλθω  από  την  έκπληξη.  Αυτή  δεν  ήταν  προσγείωση  στην πραγματικότητα αλλά πρόσκρουση. 

Ψηλαφώ  τα  σημάδια  εκείνης  της  μεθυστικής  εμπειρίας  και  αθλούμαι  στη  μνήμη.  Δεν  θέλω  να σβηστεί  από  το  μυαλό  μου  η  κατάσταση  της  περισπούδαστης  αμάθειας  και  της  υπεροπτικής μνημειολατρίας στην οποία βρισκόμουνα πριν πατήσω το πόδι μου στην Πόλη. Ούτε και θέλω να συγχωρήσω  κανέναν  από  τους  υπαίτιους  της  σχιζοφρενικής  μας  κουλτούρας  (όχι,  βέβαια,  τον παραγωγό  με  τα  βαμμένα  μαλλιά),  αλλά  όλους  εκείνους  που  μας  απέκοψαν  από  τη  μήτρα  της Πόλης  και  μας  άφησαν  να  κολυμπάμε  στο  απόλυτο  κενό.  Εξακολουθώ  να  αναρωτιέμαι  τι  καινό βάλαμε  στη  θέση  του  κενού.  Με  τι  αντικαταστήσαμε  τους  αδειασμένους  χάρτες.  Τι  ποσότητες αποβλήτων αφομοιώσαμε για να ξεχάσουμε τη γεύση του ροδάκινου από τους κήπους της Εδέμ. 

 

Συνέδεσα  τους  γυρισμούς  μου  στην  Πόλη  με  την  αναζήτηση  της  Μαρίας.  Πάντα  στη  Μονή  της Χώρας, «τη Χώρα των Ζώντων», «τη Χώρα του Αχωρήτου». Σε αυτή τη χώρα τη συναντώ, γονατιστή στα  πόδια  του  Χριστού  «Χαλκίτη».  Οι  ψηφίδες  του  μαύρου  ολόσωμου  ενδύματος,  το  οποίο περιγράφει  το  πρόσωπο  κι  αφήνει  ακάλυπτα  μόνο  τα  χέρια  της  από  τον  καρπό  και  κάτω,  είναι φτιαγμένες  από  θαμπό  γυαλί,  σε  αντίθεση  με  τις  μαρμάρινες  που  χρησιμοποιήθηκαν  για  το πρόσωπο και τα χέρια. Μαύρο γυαλί χωρίς γυαλάδα. Η μοναχή Μελάνη. Ικέτης. 

Τη βλέπω πάνω από γιαπωνέζικους ώμους, ανάμεσα από παλτά και ομπρέλες, πίσω από φοιτητικά σακίδια και πηλήκια φυλάκων, μισοκρυμμένη από το σώμα ενός ξεναγού που εξηγεί την ψηφιδωτή Δέηση σε μία ομάδα Καναδών. Τα γκρουπ περνάνε και φεύγουνε∙ διερωτώμαι τι είδε ο καθένας από τους χιλιάδες τουρίστες που μπήκε για μισή ώρα στη Χώρα. Μα ούτε κι εγώ ξέρω τι είδα την πρώτη φορά και τι παρατήρησα την επόμενη και τη μεθεπόμενη. Μήτε μπορώ να υπολογίσω πόσες φορές πήγα τα τελευταία τριάντα χρόνια, σίγουρα είναι πάνω από 150, αλλά δεν έχω πλήρη συνείδηση τι βλέπω  και  πώς  το  ξαναβλέπω  κάθε  φορά,  τι  αποκομίζω  βγαίνοντας,  πόσες  επισκέψεις  θα χρειαστούν ακόμα μόνο για τη Μαρία, πόσες για τα υπόλοιπα ψηφιδωτά του ναού και πόσες για το ταφικό  παρεκκλήσι.  Το  μόνο  ορατό  στοιχείο  (πέρα  από  την  κατακόρυφη  αύξηση  των  τουριστών) είναι ότι τα χρώματα των νωπογραφιών στο παρεκκλήσι έχουν υποστεί σημαντική φθορά. Έχασαν τη ζωντάνια και τη λάμψη τους, καθώς η υγρασία δημιούργησε ένα στρώμα σα λεπτότατη γάζα που κάλυψε όλες  τις  επιφάνειες  του μακρόστενου ναού, μέχρι  τη βάση του  τρούλου. Οι άγγελοι στον τρούλο  είναι  όπως  τους  είδα  εκείνο  το  μαγιάτικο  απόγευμα  του  1977.  Σε  υπέρτατη  δόξα  η χρωματική κλίμακα της παλαιολόγειας τέχνης. Λουσμένη σε φως ιλαρό. 

Εκείνο το απόγευμα διείσδυσε η Μαρία στα άδυτα. 

«...ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ TOΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ Η KΥPΑ ΤΩΝ ΜΟΥΓΟΥΛΙΩΝ, ΜΕΛΑΝΗ Η ΜΟΝΑΧΗ» 

Η κόρη του Μιχαήλ και αδελφή του Ανδρόνικου θα γινόταν η δική μου Μαρία. 

Η ιδέα για το βιβλίο πρέπει να ξεπετάχτηκε όταν, κάμποσο καιρό αργότερα, έπεσε το μάτι μου σε ένα παράξενο ανάγλυφο,  εντοιχισμένο στον αυλόγυρο  του μικρού μοναστηριού  της,  στο Φανάρι. Απρίλιος 1981. Η Πόλη έχει δεχτεί την επέλαση δεκάδων χιλιάδων Ελλαδιτών, που θυμήθηκαν ως διά  μαγείας  τα  λησμονημένα  «όσια  και  ιερά».  Μεγάλη  Πέμπτη  βράδυ  εισήλθαν  από  την «πουλμανόπορτα»  στα  ενδότερα,  για  το  πασχαλινό  πενθήμερο.  [Καμία  κοινωνική  ανάλυση  δεν κάλυψε επαρκώς την απορία μου γι' αυτή την αιφνίδια μεταστροφή∙ ούτε μου αρκούν τα γνωστά επιχειρήματα περί πάμφθηνης Τουρκίας και αδηφάγου ελληνικής καταναλωτικής μανίας, που είχε μόλις εμφανιστεί τον καιρό εκείνο∙ διατηρώ ακόμα πολλές επιφυλάξεις.] 

Page 62: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Βλέπω  έντρομη  τα  τουριστικά  λεωφορεία  κατά  μήκος  της  ακτής  του  Κεράτιου  κόλπου,  σαν πολιορκητικές μηχανές μπροστά στα Τείχη. Οι αλαλάζοντες συμπατριώτες έχουν σαρώσει τις αγορές και  τρέχουν φορτωμένοι  με  μπανάνες  και  διάφορα άλλα ψώνια  να προλάβουν  τον  Επιτάφιο  στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τους προσπερνώ και ανεβαίνω βιαστικά το θλιβερό σοκάκι που οδηγεί, ανάμεσα  σε  κρεμασμένες  μπουγάδες  και  σπασμένες  αποχετεύσεις,  στην  κορυφή  του  λόφου. Λαχανιασμένη φτάνω στο γλυκύτατο Μουχλιό. 

Η  παλαιά  ιδιοκτησία  της  Μαρίας,  η  παλαιολόγεια  Παναγία  των  Μουγουλίων,  η Μουγουλιώτισσα‐Μουχλιώτισσα,  είναι  ο  μοναδικός  βυζαντινός  ναός  που  συνέχισε  να  λειτουργεί μετά την Άλωση. Η παράδοση λέει, και τα κιτάπια το επιβεβαιώνουν, ότι το κομψό εκκλησάκι και τα γύρω  κτήματα  δωρήθηκαν  «κατά  ιερό  πρόσταγμα»  από  τον  ίδιο  τον  Πορθητή  στον  κάλφα Χριστόδουλο  «διά  μισθόν  και  κόπον»,  επειδή  ο  έμπειρος  Ρωμιός  αρχιμάστορας  έχτισε  για  τον σουλτάνο  το  περίφημο  Φατίχ  Τζαμί.  (Τα  δοχεία  είχαν  αρχίσει  να  συγκοινωνούν,  αλλιώς  δεν επιβιώνουν  μηδέ  οι  κοινωνίες  μηδέ  οι  πολιτισμοί.)  Ο  λαϊκός  θρύλος,  μάλιστα,  προσθέτει  ότι  στο Μουχλιό εκκλησιαζόταν η μητέρα του Χριστόδουλου, εκεί ήταν η ενορία της, γι' αυτό και ο κάλφας ζήτησε από τον Μεχμέτ Β' τον Φατίχ να αφήσει το εκκλησάκι να λειτουργεί. 

Έτσι, διασώθηκε το κτίσμα της κυράς των Μουγουλίων κι αποτέλεσε τον πυρήνα μιας φαναριώτικης γειτονίτσας,  με  σπουδαία  αρχοντόσπιτα  κι  ακόμα  σπουδαιότερα  εκπαιδευτικά  ιδρύματα  της Ρωμιοσύνης.  Απέναντι  στην  είσοδο  του  εκκλησιαστικού  περιβόλου  βρίσκεται  το  ερειπωμένο ενοριακό  σχολείο,  ένα  δημοτικό,  όπου  φοιτούσαν  τα  παιδιά  της  περιοχής.  Είναι  η  Αστική  Σχολή Μουχλίου. Λοξά απέναντι είναι το Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο∙ κλειστό εδώ και χρόνια, καλυμμένο ολόκληρο με κισσό. Πίσω από τον βυζαντινό τρούλο του Μουχλιού ορθώνεται η Μεγάλη του Γένους Σχολή. Το πιο φορτισμένο τρίστρατο της Πόλης. Μία ακόμα χώρα όπου συναντώ τη Μαρία. 

Μεγάλη  Παρασκευή,  24  Απριλίου  1981.  Η  περιφορά  του  Επιταφίου  γίνεται  στον  αυλόγυρο,  τον προστατευμένο  από  πανύψηλο  περίβολο.  Οι  ενορίτες  είναι  ελάχιστοι.  Τρεις  συνοφρυωμένες Ανατολίτισσες  μας  παρακολουθούν  από  τη  μισοσκότεινη  γωνιά  τους.  Φορούν  σαλβάρια  και φακιόλι. Μου απέσπασαν για λίγο την προσοχή, οι ματιές μας συναντήθηκαν, αμοιβαία αμηχανία. Τη  στιγμή  που  γύρισα  ξανά  προς  τα  εξαπτέρυγα  είδα  το  εντοιχισμένο  ανάγλυφο.  Κεριά, διογκωμένες σκιές και ένα αδύναμο φως από την είσοδο του ναού δεν με άφησαν να διακρίνω τις λεπτομέρειες της μορφής. Έβλεπα την προτομή του Παντοκράτορα ανάμεσα σε φύλλα (ακάνθου;) ή μήπως έναν χαλίφη καθισμένο οκλαδόν; Μπορεί όμως να είναι μία απεικόνιση του Βούδα. Μα αν δεν ήταν χριστιανικό το έργο, τότε τι παρίστανε το φωτοστέφανο; 

Κράτησα τις επάλληλες εικόνες, όπως τις έβλεπα μέσα στις ψαλμωδίες και στο ιερό μισοσκόταδο. Παντού  η Μαρία.  Τη  σκέφτηκα  νεκροζώντανη  στην  εξορία.  Δεκαεπτά  χρόνια  έζησε  η  κυρά  στον μογγολικό  γυναικωνίτη  και  οποιαδήποτε υπόθεση σχετικά με  το ανάγλυφο ήτανε  βάσιμη.  Η  δική μου ευφάνταστη εκδοχή έλεγε ότι η Παλαιολογίνα παράγγειλε σε κάποιο εργαστήριο της Ταυρίδας έναν ανάγλυφο Παντοκράτορα και οι ντόπιοι τεχνίτες τον σμίλεψαν στην πέτρα με βάση τα πρότυπα που  είχαν.  Κάτι  σαν  τα  ελληνίζοντα  βουδιστικά  γλυπτά  της  πακιστανικής  Καντάρα  ή  τα  αρμένικα ανάγλυφα —με τον βασιλιά‐χαλίφη‐Παντοκράτορα— στο βασιλικό παρεκκλήσι του Τιμίου Σταυρού στη  νησίδα  Αχταμάρ,  στη  λίμνη  του  Βαν.  Ούτε  που  σκέφτηκα  ότι  το  έργο  μπορεί  να  έγινε  όταν επέστρεψε η  χήρα  του Αμπακά στην Κωνσταντινούπολη,  στο πλαίσιο δηλαδή  της ανοικοδόμησης του  μικρού  μοναστηριού,  το  οποίο  αγόρασε  για  να  αποτραβηχτεί  από  την  παλατιανή  ζωή  των Βλαχερνών.  Εξάλλου,  δεν  θυμόμουνα  τίποτα  βυζαντινό  που  να  μπορεί  να  συγκριθεί  με  τον υποφωτισμένο και αινιγματικό «Παντοκράτορα» στο Μουχλιό. 

Για  να  εξακριβώσω  την  προέλευση  του  έργου,  έπρεπε  να  μελετήσω  τον  κόσμο  όπου  βρέθηκε  η Μαρία. Αυτή η άλλη χώρα της συνάντησής μας θα \ 

Page 63: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

ήταν  ο  καμβάς  του  βιβλίου. Μία  παρόρμηση,  που  εξομολογήθηκα  στον Dimitri Obolensky  δίχως ίχνος 

αυτοσυγκράτησης. 

 

Τρέχω  στα  βιβλιοπωλεία  του  Λονδίνου.  Λίγα  πράγματα  για  τους Μογγόλους.  Πρέπει  να  πάω  και στους  Σαμουελιάν,  στο  Παρίσι.  Κάτι  παραπάνω  θα  έχουν  οι  ρέκτες  Αρμένιοι  σε  αυτό  το θησαυροφυλάκιο της Ανατολής. 

Τα  δυο  κοντοπίθαρα  αδέλφια  ανεβοκατεβαίνουν  στην  κινητή  σκάλα,  κατεβάζουν  τόμους  από  τα πάνω  ράφια.  Η  Αυτοκρατορία  των  στεπών,  Τσέγκις  Χαν  ο  νομοθέτης,  Η  μογγολική  Περσία,  Οι αλταϊκές  γλώσσες,  Αρχαιολογική  επισκόπηση  της  Άνω  Μογγολίας  (στα  ρωσικά  αυτό),  Φράγκοι, Μογγόλοι  και  Μαμελούκοι  στους  Άγιους  Τόπους...  Κόλαση.  Πρέπει  να  κάνω  είκοσι  έκτακτες εκπομπές  τρίωρης  διάρκειας,  για  να  αγοράσω  τις  στοίβες  που  μαζεύτηκαν  στον  πάγκο.  Πέντε πασχαλινές,  πέντε δεκαπενταυγουστιάτικες,  πέντε  χριστουγεννιάτικες  και πέντε πρωτοχρονιάτικες μας  πάνε  στο 1988.  Να αυξήσω  τις  γιορτές  στο  εορτολόγιο  δεν  μπορώ.  Αν  επιπέσω όμως  και  σε εθνικές  επετείους  και  σε  Κούλουμα,  η πενταετία  γίνεται  τριετία.  Το 1986  οι  στοίβες θα  είναι  στο γραφείο  μου.  Εγώ  μπορεί  να  μην  είμαι  εκεί  για  να  τις  παραλάβω,  ύστερα  από  τόσα  έκτακτα εορταστικά τρίωρα. Ούτε θέλω να ακούω τις ανατολίτικες εξηγήσεις για τη σπανιότητα ορισμένων βιβλίων,  που  αιτιολογεί  το  υπέρογκο  κόστος  και  μπλααα,  μπλα,  μπλα.  Για  τους Μογγόλους  δίνω ρέστα, αγαπητέ μου, δεν χρειάζομαι εξηγήσεις. Το πρόβλημα είναι πού θα τα βρω. 

Περνάω στον Κήπο του Λουξεμβούργου, η είσοδός του είναι πολύ κοντά στους Σαμουελιάν. Μεγάλη παρηγοριά ήταν αυτό το θαυμάσιο κι ελαφρά μελαγχολικό πάρκο τον καιρό των σπουδών μου∙ τον καιρό  της  απέραντης  μοναξιάς,  της  απέραντης  απελπισίας.  Της  πραγματικής  απελπισίας,  όχι  της τωρινής επειδή μου λείπουνε τα λεφτά για να αγοράσω τα βιβλία. 

Όποιος δεν έχει  ζήσει αυτό το απόλυτο αίσθημα,  την πλήρη απελπισία, δεν νομίζω ότι μπορεί να νιώσει μία γυναίκα σαν τη Μαρία. Και τις χιλιάδες, τις μυριάδες Μαρίες, τις Μαρίες του χθες και του προχθές, του σήμερα και του αύριο. Εκείνη τη δώρισε ο πατέρας της στα ξένα, δεν ήταν ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος. Την άλλη τη διαπραγματεύτηκε ο αδελφός της. Την τρίτη κάποιος προξενητής. Την καλή μου την Ευγενούλα την έστειλε η οικογένειά της, βοσκοί έξω από την Ορεστιάδα, σε έναν μισάνθρωπο στο Διδυμότειχο. «Ξέρεις τι είναι να πρέπει να πέσεις στο κρεβάτι με κάποιον που τον είδες  πρώτη  φορά  στην  εκκλησία  πριν  από  το  τραπέζι  του  γάμου,  και  να  είναι  πιωμένος  και αγριεμένος  και  αμίλητος  και  σαστισμένος,  τον  ξέρεις  δα  τον  Βασίλη»  μου  έλεγε  η  Ευγενούλα — όνομα και πράγμα, να απορείς με την τόσο ευγενική κι εύθραυστη φυσιογνωμία της. Ήμουν ο μόνος άνθρωπος στον οποίο άνοιγε την καρδιά της. Δεν είχε ούτε παρέες ούτε φίλες ή συγγένισσες. «Με δώσανε στα βιαστικά, έκανε πολύ κρύο, κοιμόμασταν με τα φτυάρια μέσα στη στάνη τις νύχτες, για να  καθαρίσουμε  το  πρωί  το  χιόνι,  χιόνι  μέχρι  τα  μισά  της  πόρτας,  πολλά  στόματα,  τι  να  μας ταΐσουνε, τον βρήκε ο παππούς μου τον Βασίλη, τα κανονίσανε, είχε αυτή τη θέση στην Υπηρεσία, στη γειτονιά λέγανε πως τάχα είναι Κατσίβελος, εμένα δεν μου έπεφτε λόγος, αλλά δεν μπορούσα στο κρεβάτι, δεν μπορούσα, με έναν άγνωστο, δεν μπορούσα, ήμανε και μικρή. Διες, σε ύφανα μία μπατανία, όλο τον χειμώνα σε είχα στον νου μου κι έλεγα πότε να 'ρθει η άνοιξη να μας έρθεις». Την παραμέλησα την Ευγενούλα, καταλάβαινα την απελπισία της, αλλά δεν έβρισκα να ξεκλέψω τρεις ημέρες, για να πηγαίνω κάθε χρόνο στο Διδυμότειχο. Καμιά φορά την έβλεπα ξημερώματα στο σπίτι μου, τα γαλάζια μάτια της, να με παρακαλεί να πάω. Έπινε ο Βασίλης, η απελπισία μεγάλωνε. Στα τελευταία δεν την πρόλαβα. 

Έτσι και με τη Μαρία. Την έχω παραμελήσει. Δεν της έδωσα όσο χρόνο θα έπρεπε, δεν μπόρεσα να 

Page 64: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

αντισταθώ σε άλλες επιταγές που με σφυροκοπούσαν. Μου φαινότανε βουνό να αρχίσω ξανά την ιστορική μελέτη από την ασιατική  της όψη. Να γυρίσω στο φοιτητικό Παρίσι,  να κάτσω ξανά στα θρανία.  Τον  Παχυμέρη,  βέβαια,  δεν  άντεχα  ούτε  να  τον  σκέφτομαι.  Πολύ  αργότερα  διαπίστωσα πόσο δίκιο είχε ο Ομπολένσκυ. 

Αρκέστηκα σε δύο βιβλία από τις στοίβες των Σαμουελιάν, με την υπόσχεση πως για τα υπόλοιπα θα επιστρέψω. Με περίμενε η Θράκη και η Μαύρη Θάλασσα, τα ιλιγγιώδη βάθη και η πυκνή ομίχλη του Άξενου Πόντου. Και πέρα από τις Συμπληγάδες, η πιο εύξεινη δεκαπενταετία της ζωής μου. 

Page 65: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Η μάστιγα του Θεού 

ΕΚΕΙΝΟ  ΤΟ  ΠΑΡΙΣΙΝΟ  απόγευμα  στον  Κήπο  του  Λουξεμβούργου  κατάλαβα  ότι  η  αναβολή  είναι απαραίτητη. Και μάλιστα επ' αόριστον. Από καιρό, η θρακική έξαρση του ερευνητικού μου πάθους με  είχε  εξωθήσει  σε  άλλες  προτεραιότητες.  Ο  μαγνητισμός  που  άσκησε  στον  οργανισμό  μου  η Θράκη εκδηλώθηκε το καλοκαίρι του 1976, όταν πέρασα για πρώτη φορά τα σύνορα του γνωστικού μου πεδίου στον ποταμό Νέστο κι έφτασα μέχρι τον Έβρο, όπου άναυδη διαπίστωσα ότι και αυτός ο ποταμός έχει δύο όχθες —τη γνωστή δυτική και την άγνωστη ανατολική— και υπέθεσα ότι έχει και πηγές, οι οποίες όμως βρίσκονταν πέρα από το επιτρεπτό όριο της ψυχροπολεμικής μας συλλογικής συνείδησης.  Έξω φρενών  είχα  γίνει  όταν  συνειδητοποίησα  τη  συστηματική απόκρυψη αυτού  του κομματιού της ιστορίας. Τη συνωμοσία της σιωπής, που κάλυψε κι εξακολουθούσε να καλύπτει την απαγορευμένη χώρα πέρα από τον Νέστο. 

Έτσι, από το  '76, η βαλκανική «Μεσοποταμία» διαπέρασε όλη μου την ύπαρξη. Ήταν αδύνατον να ξεφύγω.  Ακόμα  και  το  λουτρό  στο  σπίτι  μου  θρακοποιήθηκε.  Ζήτησα  από  τον  φίλο  Χαράλαμπο Βαφειάδη  να  ζωγραφίσει  στους  τοίχους  έναν  καλαμιώνα  με  μισοκρυμμένες  πρασινοκέφαλες πάπιες,  του  έφερα  φωτογραφίες  από  το  δέλτα  του  Έβρου,  ξεφυλλίσαμε  βιβλία  κινεζικής  και γιαπωνέζικης  ζωγραφικής  (πού αλλού να έβρισκε καλαμιές  και πάπιες;  δεν  είχε στραφεί ακόμα η ελληνική εκδοτική παραγωγή προς  τα φωτογραφικά λευκώματα,  τα οποία  έκαναν  τα πρώτα  τους βήματα  δώδεκα  χρόνια  αργότερα  και  τώρα  έχουν  κατακλύσει  την  αγορά),  προσπάθησα  να  του μιλήσω  για  τα  μουντά  χρώματα  του  υδροβιότοπου,  τον  έβαλα  να  ακούσει  και  τις  διηγήσεις  των ψαράδων που ζούσαν στις νησίδες, πέντε δάχτυλα πάνω από το νερό. Τους είχα μαγνητοφωνήσει κι έκανα μια από τις καλύτερες εκπομπές της ραδιοφωνικής μου σταδιοδρομίας, θα  'ταν το  '78 ή το '79.  [Τότε,  ακόμα,  η  μονοπωλιακή  Ε.P.A.  μας  διέθετε  στούντιο  όσες  ώρες  θέλαμε,  για  να μοντάρουμε μια εκπομπή. Δεν είχαν αρχίσει οι περικοπές και οι μιζέριες της δεκαετίας του '90, που έπρεπε  σε  μία  βάρδια,  δηλαδή  μέσα  σε  έξι  ώρες  (γράφε  πέντε)  να  ετοιμάσεις  τρεις  ωριαίες εκπομπές — αν λειτουργούσαν τα μηχανήματα, μερικά εκ των οποίων ήταν αμερικανικά δώρα από τον πόλεμο της Κορέας, δίχως υπερβολή.] 

Θυμάμαι  τον  έπαινο  του  άρχοντα  πρωτοψάλτη  Λυκούργου  Αγγελόπουλου  και  πολλών  πολλών άλλων∙ τα παινέματα του Λυκούργου είχαν περισσότερη σημασία για μένα. Την παλαιά καλή εποχή, λοιπόν, δηλαδή πριν από την εισβολή της ιδιωτικής ραδιοφωνίας‐τηλεόρασης και την κατακόρυφη πτώση  της  Ε.Ρ.Τ.,  στο  κρατικό  ραδιόφωνο  υπήρχε  χρόνος  και  για  τους ψαράδες,  ώστε  να  γίνει  η απαραίτητη επεξεργασία, να δεθούν σωστά και οι μουσικές  (εκείνα τα θεϊκά «τιο τιο τιο τιξ... των κύκνων στις όχθες του Έβρου» από τους χατζιδάκειους «Όρνιθες», που σημάδεψαν για πάντα την ταπεινή  ζωή  μας),  να  ακουστεί  ο  λόγος,  οι  περιγραφές,  τα  χίλια  δυο  που  συνθέτουν  ένα ικανοποιητικό ηχητικό αποτέλεσμα. Αυτό το κέντημα ήτανε για μένα το γλέντι. «Μόνον τα εβρίτικα κουνούπια  δεν  θέλω  στο  μπάνιο»  έλεγα  στον  Χαράλαμπο.  «Οι  ψαράδες  σκεπάζονται  με κουνουπιέρες  τα  βράδια.  Σμήνη  πέφτουν  από  την  Τουρκία  μόλις  νυχτώσει,  σαν  επιδρομή  από ελικόπτερα. Τους φαντάρους στις σκοπιές να λυπάσαι». 

Η θρακική περίοδος του βίου μου ήταν ιδιαιτέρως δύσκολη. Σκληροτράχηλη, μονήρης και ασκητική. Σαν να τιμωρούσα τον εαυτό μου για όσα δεν γνώριζα. Για όσα δεν είχα καν υποπτευθεί. Για όσα μας είχαν αποκρύψει. Είχα κι εγώ μέρος της ευθύνης. 

Πάθος,  δίψα,  πείσμα,  ντροπή,  επιστημονικός  πατριωτισμός,  ο  διάβολος  και  ο  τρίβολος  να χοροπηδούν  μέσα  μου  και  να  σφυροκοπούν  το  αρβανίτικο  κεφάλι  μου∙  φυσικά,  η  κινητήριος δύναμη  ήταν  τα  ασυγκράτητα  νιάτα∙  ο  ενθουσιασμός  και  οι  αντοχές∙  ο  φανατισμός  του νεοφώτιστου  και  ο  (σταλινικής  υφής)  δογματισμός  της  ιερής  προσήλωσης  στις  υποθέσεις  των αδικημένων. Η συνοριακή αυτή περιοχή ήταν η πιο παραμελημένη της χώρας. 

Page 66: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Το  μακρύ  οδοιπορικό  στη  Θράκη,  την  Αιγαιακή,  την  Ανατολική  και  τη  Βόρεια,  διήρκεσε  χρόνια. Αμέτρητες διαδρομές με λεωφορεία της γραμμής ή στην καρότσα φορτηγών του δασαρχείου (αλλά και με βοϊδάμαξες, αραμπάδες, μοτοσακό κι αγροτικά φορτηγάκια). Σκαρφαλώματα σε κάστρα υπό τον  έλεγχο  ελληνικών,  τουρκικών  και  βουλγαρικών  στρατευμάτων.  Οδοιπορίες  σε  βαλτοτόπια, κοίτες χειμάρρων και κατσάβραχα, έρευνες σε αλάνες με μπάζα και σε σκουπιδότοπους, που είχαν καλύψει  βυζαντινά  τείχη  και  ερείπια  εκκλησιών.  Διανυκτερεύσεις  σε  παραποτάμιες  και  δασικές καλύβες,  σε  πομάκικα  κονάκια,  σε  χάνια  μεσαιωνικών  προδιαγραφών,  με  εμπορικούς αντιπροσώπους  και  συνεργεία  της  Δ.E.H.,  Τσιγγάνους,  Ρομ,  Κατσίβελους  και  χωρικούς,  που κατέβαιναν  για  τους  γιατρούς  ή  τα  γραφειοκρατικά  στις  πόλεις  κι  είχαν  ξωμείνει  στις λασπουριασμένες  κωμοπόλεις,  περιμένοντας  το  λεωφορείο,  το  παμπάλαιο  τρένο  ή  κανέναν συντοπίτη με τρακτέρ να περάσει. 

Διαβιούσα  σαν φαντάρος  στους  Βαλκανικούς.  Υπό  το  άγρυπνο  μάτι  των  Σωμάτων  Ασφαλείας,  το νυσταλέο  βλέμμα  των  νεροβούβαλων,  την  απειλή  εξαγριωμένων  γάλων  και  την  επιβλητική παρουσία πελώριων γουρουνιών, ξαπλωμένων στη μέση του χωματόδρομου, καμιά φορά και στον κεντρικό ασφαλτόδρομο, απ' όπου δεν είχαν ουδεμία διάθεση να μετακινηθούν∙ οι πιο επιθετικές ήταν οι υπέρβαρες γουρουνομάνες. Για αγριόχοιρους είχα ακούσει πολλά, μα δεν είδα παρά μόνον τα σκαμμένα από τις οπλές χώματα,  κοντά στους παράξενους αρχαιοθρακικούς  τάφους στα μέρη της Ρούσας, στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, και στις βόρειες ερημιές έξω από την Αδριανούπολη, στα  τουρκοβουλγαρικά  σύνορα.  Οι  ιστορίες  με  λύκους  ήταν  πολύ  συνηθισμένες,  αλλά  δεν  μου έτυχε  τέτοιο  συναπάντημα.  Τα  πιο  επικίνδυνα  ζωντανά  ήταν  τα  αδέσποτα  σκυλιά.  Αγριεμένες αγέλες εξαθλιωμένων από την πείνα και τις ασθένειες ζώων, που τριγυρνούσαν στις ακαλλιέργητες πεδινές  εκτάσεις  της  Ευρωπαϊκής  Τουρκίας,  ανάμεσα  σε  στρατόπεδα  και  μισοερειπωμένους οικισμούς,  όπου  μετά  την  υποχρεωτική  εκκένωση  του  ελληνικού  πληθυσμού  είχαν  εγκατασταθεί Μουσουλμάνοι Πρόσφυγες από τα πρώην οθωμανικά Βαλκάνια∙ σε πολλά χωριά, ακόμα και οι νέοι μιλούσαν  σλαβικές  διαλέκτους —εξήντα  τόσα  χρόνια  μετά  την  Ανταλλαγή—  κι  ένιωθαν  εξίσου παραμελημένοι από το κράτος τους όπως και οι δικοί μας Θρακιώτες. 

Η  κωνσταντινουπολίτικη  ενδοχώρα,  terra  incognita  και  απαγορευμένη  (αυστηρώς  επιτηρούμενη στρατιωτική ζώνη και για τις τρεις όμορες χώρες, που μοιράστηκαν τη διαμελισμένη Θράκη), με είχε «ολοσχερώς» ρουφήξει. Παραλίγο να με ρουφήξει και η πηχτή θρακική λάσπη, σε αυτές τις μαύρες και τόσο εύφορες και τόσο άδενδρες πεδιάδες, που τις αγάπησα με όλη μου την ψυχή. Μόνον σε έργα του πολωνικού κινηματογράφου έβλεπα τέτοιες επίπεδες εκτάσεις πηχτής μαύρης γης. 

Ποτέ δεν κατάφερα να εξηγήσω την αιτία για την οποία η Θράκη άσκησε τέτοια γοητεία πάνω μου εκείνη  την  εποχή.  Αναρωτιέμαι  γιατί  λάτρεψα  τα  απέραντα  πεδινά  της,  που  εκμηδενίζουν  τις γραμμές  των  οριζόντων  και  καταργούν  την  τρίτη  διάσταση.  Τι  ήταν  αυτό  που  με  γοήτευε  στον άχρωμο ουρανό που πλακώνει  την υγρή γη της.  Σε αυτές τις δυσδιάκριτες ασπρουλιάρικες ακτές, όπου  σβήνουν  τα  μεγάλα  κύματα,  και  στις  μουντές  ακροποταμιές,  όπου  όλα  συμβαίνουν ψιθυριστά, ανεπαισθήτως, αισθανόμουν την έλξη του μυστηρίου και την απελπισία της υγρασίας, που σου διαλύει συστηματικά τον οργανισμό. Κι εγώ πάντα γύριζα σε αυτά τα αργόσυρτα τοπία, τα σταματημένα  κάπου  ανάμεσα  στον  βυζαντινό  και  τον  οθωμανικό  χρόνο,  κάπου  ανάμεσα  στην εγκατάσταση  των  Γότθων,  των  Αρμενίων,  των  Σλάβων  και  των  Βουλγάρων,  των  αιρετικών Βογομίλων,  των  εκχριστιανισμένων  Κουμάνων  και  Πετσενέγων,  των  Μπεκτασίδων,  των  Εβραίων (της κεντροευρωπαϊκής και της ισπανικής Διασποράς) και των Γιουρούκων. 

Νιώθω ακόμα στο μεδούλι της ύπαρξής μου την καχυποψία της θρακικής κοινωνίας, όπως και την υγρασία  των  δασών  της  Ροδόπης.  Το ψύχος,  την  έντονη μυρουδιά  της  δασικής φύσης,  μετά από βαριές φθινοπωρινές βροχές. Νοέμβριος του  '81 ή  του  '82, στο κρησφύγετο της Γκίμπραινας, εκεί όπου ο Ιουστινιανός —ή μήπως ο αγαπητός μου Αναστάσιος;— είχε φτιάξει ένα από τα εκατοντάδες οχυρά για τη θωράκιση της Βαλκανικής, πριν από δεκατέσσερις αιώνες, να ψάχνω με τον Σουφλιώτη 

Page 67: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

φίλο μου  τον Μπάμπη  τον Κοντογιάννη  τα παλαιά λημέρια  των ανταρτών στα ορεινά  του Έβρου. Αλησμόνητο το θρακιώτικο κρύο, τα αυγά με τα χόρτα, οι μανίτες στο τηγάνι της Άννας, καθώς και τα δυο παιδιά της (που με αποκαλούσαν «θεια», θυμίζοντάς μου ότι είχα πλέον περάσει τα τριάντα κι ας ζούσα ακόμα ως «αλήτης στες αλλοδαπές»). 

Κανείς  δεν  μιλούσε  τότε  για  τη  βουλγαρογερμανική  Κατοχή,  ούτε  για  την Αντίσταση,  ούτε  για  το ένοπλο Αντάρτικο,  ούτε  βέβαια  για  τον  Εμφύλιο.  Σαν  να  μην  είχε  γίνει  ποτέ  τίποτα∙  σαν  να  είχε καταβροχθίσει η υγρασία όλους εκείνους κι όλες εκείνες που άφησαν τα ξύλα στα τζάκια και στις μασίνες των νοικοκυριών τους, κι ανέβηκαν στο βουνό για να αντισταθούν στους κατακτητές και να πολεμήσουν  για  την  πατρίδα  τους,  και  για  μια  καλύτερη  πατρίδα,  δικαιότερη,  όπως  την οραματίζονταν.  [Μόνον  στην  Αυτοβιογραφία  ενός  βιβλίου,  το  βιβλίο  τού  από  Κομοτηνής διανοούμενου  Μισέλ  Φάις,  που  κυκλοφόρησε  το  1994,  καταγράφεται  αυτή  η  ατμόσφαιρα  της καχυποψίας,  αυτή  η  βαριά  σιωπή,  αυτή  η  ένοχη  ομίχλη  και  το  μετέωρο ψεύδος,  η  σύμβαση  της μετακατοχικής‐μετεμφυλιακής κοινωνίας, η οποία καταλάβαινε (κι αν δεν καταλάβαινε, υπήρχαν οι υπηρεσίες  του  Στρατού  και  του  Υπουργείου  Εξωτερικών  και  η  Ασφάλεια  και  η  συνεργαζόμενη Εκκλησία, για να της θυμίζουν) ότι δεν έπρεπε να βγάλει άχνα για ό,τι ήξερε κι ό,τι είχε ακούσει κι ό,τι ψυχανεμιζόταν  για  την  απαγορευμένη  δεκαετία  1941‐1950,  αλλά  και  τα  φοβερά  χρόνια  που ακολούθησαν,  κι  ύστερα  τα  χρόνια  της Δικτατορίας,  και  τα  επόμενα.  Διαβάζοντας  τον Φάις,  όταν πια είχαν αλλάξει τα πράγματα κι εγώ είχα αρχίσει να απομακρύνομαι από τη Θράκη,  ξανάβλεπα τον εαυτό μου να τριγυρίζει μάταια σε έναν τόπο κλειστό από παντού. Δεν ήταν, λοιπόν, η δική μου εντύπωση. Ήταν μία παρατεταμένη φοβική περίοδος, την οποία κανείς δεν υποπτευόταν αν δεν την είχε ζήσει. Εγώ την έζησα, στο περιθώριο∙ μονίμως ξένη. Ελάχιστοι πίστεψαν τις αγαθές προθέσεις μου. Δεν κατηγορώ κανέναν. Συνδέθηκα με όσους με δέχτηκαν χωρίς να με υποπτεύονται.] 

 

Κάποτε, αποφάσισα να βρέξω τα πόδια μου στη Μαύρη Θάλασσα. Έτσι, από την ευξεινοποντιακή Θράκη βρέθηκα στην Κριμαία απέναντι, κι από την Κριμαία στον Πόντο, στη Γεωργία, στον Καύκασο και στο Αζόφ. Από την Αζοφική, ακολουθώντας τον «μοιραίο διάδρομο», δηλαδή τη ρωσοουκρανική στέπα  που  χρησιμοποίησαν  όλοι  οι  νομάδες  για  να  φτάσουν  στη  Δύση,  γύρισα  στον  Δούναβη. Αναζητούσα  τα  ίχνη  των  Ελλήνων,  αλλά  οι  Μογγόλοι  είχαν  περάσει  από  παντού.  Οι  Έλληνες συνέδεσαν τα πράγματα, τους έδωσαν υπόσταση και ουσία. Έκαναν εύξεινα τα άξενα. Οι Μογγόλοι, με τις οπλές των αλόγων τους, τίναξαν τα πάντα στον αέρα. 

Χρειάστηκαν πάμπολλα χρόνια για να καταλάβω ότι  το πέρασμά τους έκοψε κυριολεκτικά τη ροή της  ιστορίας  σε  ολόκληρη  την  Ανατολική  Ευρώπη  (και  εν  μέρει  στην  Κεντροανατολική  και Νοτιοανατολική), όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της Ασίας. Στη μνήμη όλων των λαών, η επέλαση των «απογόνων του Αττίλα» καθόρισε το πριν και το μετά. Λέγεται ότι Tartar, από την παρήχηση του Τάταρος‐Τάρταρος,  τους  αποκάλεσε  ο  ηρωικός  βασιλιάς  της  Γαλλίας,  ο  άγιος  Λουδοβίκος  της Καθολικής  Εκκλησίας.  Άλλοι αποδίδουν  το  Ταρτάρ στον Μπέλα Δ',  τον βασιλιά  της Ουγγαρίας∙  οι επιδρομείς μετέτρεψαν σε κόλαση τη χώρα του. Το γεγονός ότι ο Τσέγκις Χαν είχε εξολοθρεύσει τη μογγολική  φυλή  των  Τατάρων,  πριν  θέσει  υπό  την  ηγεμονία  του  τις  υπόλοιπες  μογγολικές  και τουρκικές  φυλές  της  ανατολικής  ασιατικής  στέπας,  δεν  ενδιέφερε  τον  πολιτισμένο  κόσμο  του Μεσαίωνα. Οι κοντόσωμοι ιπποτοξότες με τα σχιστά μάτια και τις μακριές χαίτες είχαν βγει από τα τάρταρα, με σκοπό να τιμωρήσουν την ανθρωπότητα για τα κρίματά της. 

Πολύ  αργότερα,  άρχισα  να  αντιλαμβάνομαι  ότι  οι  Μογγόλοι,  κατατροπώνοντας  το  γηγενές  και αειφόρο Ισλάμ —μία από τις βασικότερες συνιστώσες του μεσογειακού κόσμου—, είχαν καταφέρει να εξουδετερώσουν ολόκληρη την Ανατολή. Ακινητοποιώντας  την,  την καταδίκασαν να βουλιάξει, αύτανδρη,  στο  μεσαιωνικό  τέλμα  του ανατολίτικου  δεσποτισμού.  Έτσι,  έμεινε  ελεύθερο  το  πεδίο για  την  ολόπλευρη  ανάπτυξη  της  ευρωπαϊκής  Δύσης,  μία  ανάπτυξη  επιθετικού  χαρακτήρα,  που 

Page 68: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

μετράει τα επιτεύγματα του πολιτισμού και την πρόοδο της ανθρωπότητας με τα κατορθώματα της στυγνής τεχνολογίας. 

Ο  Τσέγκις  Χαν  και  οι  απόγονοί  του,  με  όλες  τις  τουρκικές  φυλές  της  ασιατικής  στέπας, δημιούργησαν  τις  προϋποθέσεις  για  την  αντίστροφη  μέτρηση  προς  την  εξαφάνιση  των  μεγάλων πολιτισμών της ανατολικής πλευράς της Οικουμένης. Ας μην τρέφουμε ψευδαισθήσεις. Η «γραμμή του Χάντιγκτον» (για την οποία τόσος λόγος έγινε πριν από δέκα δώδεκα χρόνια) δεν είναι ένα απλό ιδεολόγημα  κάποιου  επηρμένου  Δυτικού.  Είναι  ένα  υπαρκτό  όριο,  το  οποίο  διαγράφεται  με σαφήνεια και διαφοροποιεί δραματικά τους δώθε και τους εκείθε. Το όριο  ίσχυε ανέκαθεν∙ με τη διαφορά ότι, από την εποχή του Τσέγκις Χαν και της κυριαρχίας των Τούρκων στην Ανατολή, έχουν αντιστραφεί τα δεδομένα και οι ρόλοι. Μετά τον 13ο‐14ο αιώνα, ο «οπισθοδρομικός κόσμος» της Ανατολής  αρχίζει,  πράγματι,  από  την  ανατολική  ακτή  της  Αδριατικής,  εκεί  δηλαδή  όπου,  το  έτος 395,  ο  Μέγας  Θεοδόσιος  χάραξε  το  σύνορο  μεταξύ  Ανατολικής  και  Δυτικής  Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας,  προκειμένου  να  κληροδοτήσει  στους  δύο  γιους  του  το  αχανές  κράτος  του.  Ο Αρκάδιος ανατολικά  της  γραμμής,  με  πρωτεύουσα  την Κωνσταντινούπολη.  Ο Ονώριος  δυτικά  της γραμμής,  με  πρωτεύουσα  το  Μιλάνο∙  η  Ρώμη  είχε  εγκαταλειφθεί  στην  τύχη  της.  Κι  αν  το ετοιμοθάνατο  κράτος  του Ονώριου  ποδοπατήθηκε  από  τις  μπότες  των Βαρβάρων,  γερμανογενών και  άλλων∙  κι  αν  η  σκοτεινή  όψη  του  ευρωπαϊκού  Μεσαίωνα  διήρκεσε  ώσπου  να  φανεί  ο κουρνιαχτός  των σελτζουκικών αλόγων στα σύνορα  της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας  (και να πιαστεί αιχμάλωτος στο Μαντζικέρτ ο προδομένος Ρωμανός Δ'), με την επέλαση των τελευταίων νομάδων, είχε φθάσει το πλήρωμα του χρόνου για την Ανατολή. Για ολόκληρη τη γηραιά και άκρως πολιτισμένη, άκρως πνευματική και γενεσιουργό Ανατολή: τόσο τη μουσουλμανική (αραβοπερσική) όσο και τη χριστιανική (ελληνική, αραβική, αιγυπτιακή, αρμενική, γεωργιανή, καυκασιανή, ρωσική και σλαβοβαλκανική ή νοτιοσλαβική). 

Οι Μογγόλοι ήταν πράγματι «η μάστιγα του Θεού», όχι όμως για εκείνους που τους είχαν αποδώσει τον χαρακτηρισμό, αλλά για τους παλαιούς ανατολικούς λαούς, οι οποίοι παρέλυσαν, κι έτσι έχασαν για πάντα  τη δυνατότητα  της ανανέωσης. Οι πηγές στέρεψαν. Η αειφορία  του δικού μας  κόσμου έπαψε να αποδίδει. Το καμένο δάσος —όπου κυριάρχησαν τα ξενοφερμένα τουρκικά έθνη και το τουρκοποιημένο, δηλαδή το ετερογενές και μονοδιάστατο Ισλάμ— έμεινε χέρσο. Δυο τρεις φύτρες εδώ κι εκεί δεν αρκούν. 

Έκτοτε,  η  ευρωπαϊκή  Δύση  εκτοξεύτηκε  στο  παγκόσμιο  στερέωμα  και  επέβαλε  τους  δικούς  της όρους.  Τους  δικούς  της  τρόπους.  Τις  δικές  της,  μονοσήμαντες,  αξίες:  τους  κώδικες  της αποδοτικότητας σε όλους τους τομείς της πρακτικής και μετρήσιμης ζωής. Η ανατολική πλευρά της Οικουμένης  είχε  εξουδετερωθεί.  Οι  λαοί  της  Βίβλου  και  οι  κωπηλάτες  της  Αργοναυτικής εκστρατείας  πέρασαν  στις  δέλτους  της  ιστορίας  κι  έθρεψαν  γενεές  τυπογράφων,  φιλολόγων, θρησκειολόγων  και  φιλοσόφων,  στρατιές  περιηγητών  και  αρχαιοφίλων,  αρχαιοκαπήλων  και εραστών της τέχνης, καλλιτεχνών, κινηματογραφιστών, επιστημόνων και πάσης φύσεως ανατόμων. Με τους απογόνους του Τσέγκις ο κύκλος της Δημιουργίας είχε κλείσει. 

 

Ήταν  αναπόφευκτο  να  βρίσκω  τους  Τσεγκισχανίδες  συνεχώς  μπροστά  μου,  να  ασχολούμαι περιστασιακά  μαζί  τους,  και  να  επιστρέφω  στο  αντικείμενο  της  εργασίας  μου.  Είχα  ορκιστεί  να κρατήσω  σε  απόσταση  «τη  μάστιγα  του  Θεού»,  ώσπου  να  ολοκληρώσω  τουλάχιστον  το  αρχικό στάδιο  της  μελέτης  μου.  Επιδίωξή  μου  ήταν  να  ξαναβρώ  τον  λησμονημένο  ελληνικό  κόσμο  της Μαύρης Θάλασσας. Αυτόν που μας είχαν στερήσει οι άπονες εξουσίες, αφότου οριστικοποιήθηκαν τα  κρατικά  σύνορα  των  εθνικών,  πλέον,  κρατών  και  καταδικαστήκαμε  να  ζούμε  αναδιπλωμένοι, ομφαλοσκοπώντας  το  σακατεμένο  στομάχι  μας.  Πέρα  από  τον  Βόσπορο,  πυκνή,  ψυχροπολεμική ομίχλη κάλυπτε ολόκληρη τη θαλάσσια λεκάνη. Η Σκύλα και η Χάρυβδις είχαν απλώσει παντού τα 

Page 69: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

πλοκάμια τους. 

Προσπαθώ  να  θυμηθώ  τον  εαυτό  μου  την  πρώτη  εποχή  της  ευξεινοποντιακής  έρευνας.  Ήμουν ακόμα  νέα  και  φοβερά  ξεροκέφαλη.  Λειτουργούσα  σαν  παγοθραυστικό.  Ένα  πειρατικό παγοθραυστικό  που  περνούσε  τις  Συμπληγάδες  με  σβηστά  φώτα  και  εισχωρούσε  σε απαγορευμένες  περιοχές,  για  να  βρει  μέσα  στους  πάγους  ανέπαφα  σχεδόν  τα  σημάδια  της βιωμένης  ελληνικής  ιστορίας.  Όπου  κι  αν  έφτανα,  τα  ελληνικά  τοπωνύμια  ήταν  ακόμα  ζωντανά. Αισθανόμουν τα αθέατα επίπεδα της ιστορίας∙ τις αντοχές της μνήμης (σε αντίθεση με τις αντοχές των υλικών)∙  την εμμονή του βιωμένου παρελθόντος  (σε αντίθεση με τις κρατούσες απόψεις περί επίσημης ιστορίας κι όλα τα θέσφατα, που είχαν κολλήσει πάνω μας σαν βδέλλες)∙ τη σημασία της συνεχούς και επίπονης ελληνικής δραστηριότητας, που είχε μετατρέψει πριν από χιλιετίες το άξενο σε εύξεινο κι είχε προσδιορίσει σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα αυτής της εσωτερικής θαλάσσιας λεκάνης. 

Το υλικό που συγκέντρωνα ήταν πάνω από τις δυνατότητές μου. Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι αυτή η άξενη και «μαύρη» θάλασσα υπήρξε τόσο ελληνική — σε τέτοια έκταση ρωμαίικη. Ούτε είχα  υποπτευθεί  ότι,  εκείνη  την  εποχή,  δηλαδή  την  τελευταία  δεκαετία  του  Ψυχρού  πολέμου, εξερευνούσα μία λεκάνη (μουγκών) Ορθοδόξων λαών, τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα της συνολικής της περιφέρειας: Βουλγαρία, Ρουμανία κι όλες οι μαυροθαλασσίτικες «σοσιαλιστικές δημοκρατίες» της Σοβιετικής Ένωσης: Μολδαβία, Ουκρανία (κατά 60%), Ρωσία, Γεωργία. Λαοί που οφείλουν στην Ορθοδοξία όχι μόνον την πνευματική τους υπόσταση αλλά και την πολιτική και κοινωνική ανέλιξή τους. Όλα απαγορευμένα μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο ή τον Δεύτερο  (για τις δορυφορικές Βουλγαρία και Ρουμανία). Κι εμείς, εμείς οι Ελλαδίτες και Ελλαδικοί, αθηναιοκεντρικοί επαρχιώτες, πέρα βρέχει. Ευτυχείς στο καβούκι μας, σαν τις χελώνες του παραμελημένου Εθνικού Κήπου. 

Ανήκω στη  γενιά  που στερήθηκε  τα μεγάλα  ταξίδια  κι  έχασε  τη συνείδηση  της ανοιχτοσύνης  του παλαιού  ελληνικού  ορίζοντα.  Προσεγγίζοντας  τη  Μαύρη  Θάλασσα  και  την  ενδοχώρα  της  (τις ελληνικές εστίες της Θράκης και του Πόντου, καθώς και τους τόπους της παραδοσιακής ελληνικής διασποράς), έφτιαχνα ένα κουκούλι, μια μήτρα, για να χωθώ. Ναι. Αυτή ήταν η μεγάλη φυγή. Ή, η αναγκαία επιστροφή. 

Καταλάβαινα ότι, για να αποκτήσω μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα —και, σε πολλές περιπτώσεις, για να εξηγήσω τα ανεξήγητα—,  έπρεπε να βρω τρόπο να συνδέσω τους  τόπους με  τους ανθρώπους τους.  Μα  οι  άνθρωποι  έλειπαν.  Τους  αναζήτησα  στα  προσφυγικά  της  Ελλάδας.  Πέρασα  χρόνια κοντά στις ιδιότυπες προσφυγικές κοινωνίες, που ζούσαν με βάση τους δικούς τους παραδοσιακούς κώδικες.  Παρακολούθησα  την  καθημερινή  ζωή  τους,  τον  τρόπο  που  σκέφτονταν,  τον  τρόπο  που μαγείρευαν, που χόρευαν, που παστάλιαζαν τα καπνά. Αυτοί με «ξενάγησαν» στις πατρίδες τους, γιατί  στην  ουσία  δεν  τις  είχαν  εγκαταλείψει  ποτέ.  Τις  έφεραν  μαζί  τους.  Εγώ  προσπαθούσα  να γεμίσω  τους  αδειασμένους  χάρτες.  Η  μία  άκρη  ήταν  εκεί,  επιτόπου.  Η  άλλη  ήταν  εδώ,  στην προσφυγιά  (στη  «νέα  πατρίδα»,  όπως  την  αποκαλούσαν  για  παρηγοριά  οι  γέροντες).  Ευτυχώς πρόλαβα  την  πρώτη  γενιά  των  Προσφύγων.  Πήγα  σε  εκατοντάδες  κηδείες.  Στην  Κατερίνη,  στο Κιλκίς, στην Κομοτηνή, στη Σαλονίκη, στον Κόκκινο Μήλο. Κάθε φορά ένιωθα να σβήνει ένα ίχνος, να χάνεται ένας σύνδεσμος, ένας ερμηνευτής. Πείσμωνα. Φοβόμουνα τον χρόνο. Και τον όγκο. 

Ιερή οργή και πάθος με διακατείχαν. Να προλάβω, πριν  χαθεί η μία άκρη και απομείνει βουβή η άλλη. Το μνημείο χωρίς μνήμη δεν έχει νόημα. Η υπόστασή του αλλοιώνεται, η αιτία ύπαρξής του παρερμηνεύεται∙  στάχτη  και  μπούλμπερη  το  περιμένει.  Δεν  άντεχα  το  βάρος  της  οριστικής απώλειας. Ήταν όμως πέρα από τις δυνάμεις μου όλη αυτή η δουλειά, και ο βιοπορισμός δεν μου επέτρεπε να αφοσιωθώ πλήρως. 

Μα  ας  μην  κοροϊδεύω  τώρα  πια  τον  εαυτό  μου.  Δεν  ήταν  μόνον  τα  επαγγελματικά  που  με 

Page 70: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

αποσπούσαν.  Ήταν,  ταυτόχρονα,  η  άλλη  μεγάλη  ανακάλυψη,  η  άλλη  μεγάλη  λατρεία:  η  Μέση Ανατολή∙ ιδίως, η φιλτάτη Συρία. Εκεί δεν είχε αδειάσει ο χάρτης. Όλοι κι όλα ήταν ακόμα ζωντανά και σφιχτοδεμένα. Δεν υπήρχαν ούτε  τραγικές απουσίες ούτε ολέθρια κενά. Δεν  είχε διαρραγεί η κοινωνία. Δεν είχε αποκοπεί από το παραδοσιακό περιβάλλον και το παρελθόν της, παρά τη χάραξη κρατικών συνόρων και την παραχάραξη της ιστορίας. Ήταν όλα κι όλοι εκεί. Με περίμεναν. 

Στη Μαύρη Θάλασσα έκανα ιστορική έρευνα. Με τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα τη μετέτρεπα, κατά το  δυνατόν,  σε  εμπειρία,  κι  έτσι  υπήρχα  κι  εγώ  κάπου  μέσα  στην  ιστορία.  Έμαθα  πάρα  πολλά. Κυρίως κατάλαβα πάρα πολλά. Έμεινα όμως πάντα σαν τον φιλοξενούμενο περαστικό, σχεδόν ξένη. Πολλές φορές μουδιασμένη. Συχνά ανεπιθύμητη. Σε σπάνιες περιπτώσεις ξεπέρασα το στάδιο της καχυποψίας,  την  οποία  έβλεπα  στα  μάτια  και  στη  συμπεριφορά  των  άλλων.  Δεν  έγινα  ποτέ  «το ημέτερον».  Δεν  παραπονιέμαι,  δεν  αισθάνομαι  αδικημένη,  απλώς  διαπιστώσεις  κάνω  κι  είμαι ευτυχής για όσα μου έδωσαν και όσα μπόρεσα να πάρω. Αλλά στη Συρία της δεκαετίας του '70 και του '80 έζησα την ιστορική εμπειρία σαν δική μου καθημερινότητα. Πουθενά αλλού δεν ένιωσα με τόση πληρότητα να ξαναμπαίνω στη μήτρα. Βαθμιαία, εκεί έβρισκα τον εαυτό μου. 

Η μεγαλύτερη έκπληξη ήταν η αποκάλυψη της ταυτότητάς μου, όχι βεβαίως αυτής του διαβατηρίου (η οποία ταυτιζόταν μέχρι τότε με την πεποίθησή μου), αλλά εκείνης που μου απέδιδαν οι Σύριοι κι όλοι  οι  Μεσανατολίτες.  Στην  αρχή  δεν  μπορούσα  να  συνειδητοποιήσω  τι  συμβαίνει. Αντιλαμβανόμουν ότι με έβλεπαν αλλιώς, αλλά πώς; και γιατί; Τι ήταν αυτό που αναγνώριζαν αυτοί και αγνοούσα εγώ; 

Καθώς  περνούσαν  οι  ημέρες,  άρχισα  να  διακρίνω  ότι  η  ελληνική  προέλευσή  μου  είχε  τελείως διαφορετικό  νόημα  για  εκείνους.  Ούτε  η  χώρα  Ελλάδα  ούτε  η  πρωτεύουσα  Αθήνα  τους  ήταν οικείες,  ακόμα  τότε —  στους  περισσότερους,  μάλιστα,  ήταν  και  παντελώς  άγνωστες. Μα  πώς  να εξηγήσω την υπέρτατη χαρά τους όταν μάθαιναν ότι είμαι Γιουνάνα (Γιουνάν = Ίων = Έλληνας), άρα Ρουμ Ορτοντόξ, δηλαδή Ορθόδοξη, και, κατά συνέπεια, γι' αυτούς, κομμάτι —και μάλιστα, εκλεκτό κομμάτι— του δικού τους κόσμου; Μόνον που εγώ δεν το ήξερα. 

Η διαδικασία της αποτίναξης του δικού μου προσωπείου άρχισε σε ένα ζαχαροπλαστείο στο Χαλέπι, καθώς πλήρωνα τα φιστικομπακλαβαδάκια που επρόκειτο να πάρω μαζί μου στην Ελλάδα. 

Είχα  ήδη  περάσει  τρεις  εβδομάδες  στη  Συρία. Με  αιματηρές  οικονομίες  μάζεψα  το  απαιτούμενο ποσόν  για  το  ταξίδι  και  με  φοβερές  θυσίες  διάβασα  ό,τι  έπρεπε  να  διαβάσω,  ώστε  να  πάω προετοιμασμένη.  Και  όταν  λέω «ό,τι  έπρεπε»,  εννοώ  τα πάντα.  Γιατί ως  γαλλοσπουδαγμένη  νέα, είχα ζήσει σε ένα φιλοαραβικό, φιλοσυριακό περιβάλλον. Είχα την ώθηση των γαλλικών σπουδών σχετικά με τη Συρία (την οποία οι Γάλλοι είχαν υποτάξει ως «εντολοδόχοι» των νικητών του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου και διατηρούν πάντα την προνομιακή σχέση του πρώην γηπεδούχου, που δεν παραιτείται  από  την  κληρονομιά,  αντιμετωπίζει  με  ιδιαίτερο  ενδιαφέρον  και  αρκετή  δόση κεκαλυμμένης συγκατάβασης τις παλαιές του κτήσεις, προωθώντας τη νεοαποικιοκρατική πολιτική του μέσα από πολιτιστικές δραστηριότητες, εκδόσεις, εκθέσεις, επιστημονικά συμπόσια, μουσικές εκδηλώσεις  και  όλα όσα υπάγονται  στο πλέγμα  της πολιτιστικής προσέγγισης).  Ε!  τι  άλλο ήθελα. Ξεκινούσα από το καλύτερο ευρωπαϊκό εφαλτήριο για να γνωρίσω την Ανατολή. 

Άρτια  προετοιμασμένη  πραγματοποίησα  μία  σχεδόν  μυθική  περιήγηση,  αποκλειστικά αρχαιολογικού  ενδιαφέροντος.  Είδα  τα  πάντα.  Προϊστορικά,  αρχαία,  ελληνιστικά,  ρωμαϊκά, πρωτοχριστιανικά και πρώιμα βυζαντινά, πρωτοϊσλαμικά και μεσαιωνικά. Το τέρμα ήταν η επέλαση των Μογγόλων. Όλα τα νεότερα ήταν γραφικά και αρκούντως εξωτικά αλλά δευτερεύοντα. Θα είχα πάρα  πολλά  να  διηγηθώ  στους  φίλους,  κυρίως  στους  Γάλλους  λάτρεις  της  μεσανατολίτικης Προϊστορίας.  Τους  το  είχα  υποσχεθεί,  όταν  μου  δάνειζαν  τα  συγγράμματα  περί  Σουμερίων  και Ακκάδων και Ασσυρίων, και όλων εκείνων των άλλων περίφημων πολιτισμών, και με καθοδηγούσαν 

Page 71: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

ως προς το τι έπρεπε να διαβάσω και να δω. Να μην παραλείψω, εννοείται, και τα σταυροφορικά κάστρα, το καμάρι της Φραγκιάς. 

Είχα, λοιπόν, περπατήσει τα πάντα κι είχα φτάσει ενθουσιασμένη στο Χαλέπι, τελευταίο σταθμό του ταξιδιού μου, διατηρώντας την απορία για τον τρόπο με τον οποίο με υποδέχονταν οι άνθρωποι, όταν  ξεστόμιζα  την  καταγωγή  μου.  Έμποροι,  εστιάτορες,  βοσκοί,  φύλακες  αρχαιοτήτων  και συνεπιβάτες  στα  λεωφορεία,  Σύριοι,  Βεδουίνοι,  Κούρδοι,  Χαλδαίοι,  Παλαιστίνιοι  και  Αρμένιοι, αδιαφορώντας πλήρως γι' αυτό που εγώ πίστευα ότι αντιπροσωπεύω, θεωρούσαν ύψιστη τιμή τη γνωριμία μας. Αυτό ήταν ολοφάνερο, αλλά μου διέφευγε η αιτία. Αισθανόμουν ότι φέρω κάτι, σαν να εκπροσωπούσα κάποιον, σαν να μετέφερα μνήμες ή σύμβολα ή ποιος ξέρει τι άλλο αόρατο — ορατό  σε  αυτούς,  με  τους  οποίους  δεν  είχα  τρόπο  να  επικοινωνήσω  με  τον  λόγο  (κι  αν  κάποιοι ελάχιστοι  μιλούσαν  γαλλικά  ή  αγγλικά,  δεν  έμπαιναν  στον  κόπο  να  μου  εξηγήσουν,  γιατί απλούστατα  δεν  μπορούσαν  να  διανοηθούν  ότι  χρειαζόμουν  εξηγήσεις).  Άλλοτε,  πάλι,  έλεγα  ότι μάλλον είναι αποκυήματα της φαντασίας μου αυτά, ίσως απλώς τους εντυπωσίαζε ότι ήμουνα μία νέα γυναίκα που ταξίδευε μόνη σε έναν τόπο δίχως τουριστικές εμπειρίες  (δίχως καμιά επαφή με τουρίστες, αυτός ο κόσμος ήταν ακόμα εντελώς αθώος, συνεσταλμένος και, συνάμα, αυθόρμητος). Ωστόσο,  τα διάφορα εξωφρενικά περιστατικά που μου συνέβαιναν δεν με άφηναν να εφησυχάζω με  τέτοιες  απλουστευτικές  ερμηνείες.  Ώσπου  ήρθε  η ώρα  να  αγοράσω  τα  μπακλαβαδάκια  με  το φιστίκι. 

Ο  ζαχαροπλάστης  μιλούσε  γαλλικά.  Εκείνα  τα  παλαιομοδίτικα  της  αστικής  τάξης  της  Μέσης Ανατολής. 

«Θα μου επιτρέψετε να σας τα προσφέρω» είπε. Διαμαρτυρήθηκα∙ ήτανε πέντε κουτιά. 

«Και δέκα  να πάρετε,  θα  είναι  χαρά μου»  είπε. «Το απόγευμα σας περιμένουμε στην  εκκλησία». Ευτυχώς δεν είχα προλάβει να πάρω τα κουτιά, γιατί θα μου έπεφταν από τα χέρια. 

«Είναι  οι  Α'  Χαιρετισμοί  σήμερα»  συνέχισε  απτόητος.  Δεν  είχε  αντιληφθεί  ότι  έμεινα κεραυνόπληκτη. «Όλη η Κοινότητα σας περιμένει. Ελπίζω να μην έχετε άλλες υποχρεώσεις». 

Τραυλίζοντας ρώτησα πού βρίσκεται η εκκλησία. 

«Είναι  εδώ  πίσω. Μόλις  περάσετε  τα  υφασματάδικα,  η  πρώτη  πόρτα  με  τον  Σταυρό.  Η  επόμενη είναι η αρμενική». 

Αυτό ήταν. Είχα ταξιδέψει σε μία χώρα η οποία με ενδιέφερε για το απώτατο παρελθόν της. Ήμουν έτοιμη  να  φύγω  δίχως  να  πάρω  μυρωδιά  από  το  παρόν  της.  Σαν  Γαλλίδα  οριονταλίστρια,  που παραβλέπει  τις  υπερμεγέθεις  κατσαρίδες  στα  δωμάτια  των  πανδοχείων,  για  να  απολαύσει  το άρωμα  των  νεκρών  πολιτισμών.  Είχα  επισκεφθεί  τουλάχιστον  είκοσι  από  τους  εκατοντάδες εγκαταλελειμμένους πρωτοβυζαντινούς οικισμούς, αυτούς που είχε ανακαλύψει ο Μπάτλερ, μετά το  1900,  και  τους  ονόμασε  «ghost  cities»∙  είχα  δει  δεκάδες  πετρόχτιστες  εκκλησίες,  πύργους, τετραώροφα πανδοχεία, στάβλους κι αποθήκες της Προϊσλαμικής εποχής. Ήμουν έτοιμη να φύγω με την πεποίθηση ότι το κεφάλαιο του Χριστιανισμού τελείωσε με τη μουσουλμανική κατάκτηση. Η Δαμασκός παραδόθηκε το 635. Το Χαλέπι έπεσε έναν χρόνο αργότερα. Πότε θα καταλάβουμε ότι το σπαθί δεν κόβει την ιστορία; 

Βρισκόμουν  σε  ένα  από  τα  μεγαλύτερα  κέντρα  της  σύγχρονης  αραβικής  Ορθοδοξίας.  Το μητροπολιτικό μέγαρο ήταν δυο βήματα από το ζαχαροπλαστείο. Η έδρα της Μητροπόλεως Βέροιας (Βέροια,  και  επισήμως  Βέροια  Χαλυβών,  ονόμασαν  οι  Σελευκίδες  το  Χάλεμπ‐Αλέπο —  τους  είχε φάει,  καθώς  φαίνεται,  η  νοσταλγία  της  μακεδονικής  πατρίδας)  στεγάζεται  σε  ένα  τυπικά 

Page 72: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

μεσανατολίτικο αρχοντικό. Μία κρεβατίνα σκεπάζει τη μεγάλη εσωτερική αυλή, στο κέντρο υπάρχει η μαρμάρινη δεξαμενή με το σιντριβάνι, δίπλα ένα πελώριο γιασεμί και μια μικρή ροδιά. Δεκαεπτά αιώνες  εδώ.  Ο  μητροπολίτης  Βεροίας  Ηλίας,  σπουδαγμένος  στην  Ελλάδα:  στη  Θεολογική  των Αθηνών και στην Πάτμο. Ο πρωτοσύγκελος Αντώνιος: στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, στην Πόλη. Δεν πίστευα στα αυτιά και στα μάτια μου. Κι ούτε πρόλαβα να θυμώσω αυτή τη φορά. Με άρπαξε η συγκίνηση, η μεγαλύτερη της ζωής μου. 

Ανοιξιάτικο  απόγευμα  στο  Χαλέπι∙  οι  Α'  Χαιρετισμοί.  Οι  καμπάνες  ακούστηκαν  σε  ολόκληρη  την αγορά. Κι εγώ ήταν σαν να έμπαινα πρώτη φορά σε εκκλησία. Το εκκλησίασμα με υποδέχθηκε με χαμόγελα, κλάματα, το δεξί χέρι στο μέρος της καρδιάς αντί άλλου χαιρετισμού. Οι γυναίκες έκαναν τόπο να περάσω, η καθεμιά μού έδινε  τη θέση της. Με θώπευαν με  τα μάτια.  Είχα έρθει από τη Βασιλεύουσα. Αυτή την ιδιότητα μου απέδιδαν όλοι εκείνοι που με τιμούσαν χωρίς να καταλαβαίνω τι μου συνέβαινε. Η δική μας Ελλάδα δεν υπήρχε γι' αυτούς. Ούτε τα αρχαιολατρικά θέσφατα και οι νεοελληνικές  κατασκευές  περί  ενδόξων  Αθηναίων  προγόνων  τούς  συγκινούσαν.  Στις  δικές  τους αξίες αυτό που μετρούσε ήταν αυτό που εμείς  είχαμε απορρίψει  (μετά βδελυγμίας). Η αίγλη  της κωνσταντινουπολίτικης Ορθοδοξίας,  η  λάμψη  του  ρωμαίικου  οικουμενισμού,  η  παρηγοριά  (και  η σοφία) της βιωμένης συνύπαρξης, οι συγγένειες και οι κοινοί κώδικες του σεβασμού ανάμεσα στους λαούς  της Ανατολής αναδύονταν μέσα από  τις αραβικές  και  τις  ελληνικές ψαλμωδίες,  την  κίνηση των  σωμάτων,  τη  συγκίνηση  των  εκκλησιαζόμενων,  τις  ελληνοαραβικές  κι  αραβοελληνικές επιγραφές στις εικόνες, το λιβάνι, τη διάχυτη αίσθηση της πνευματικής κοινότητας. 

Σαν  το  απολωλός  πρόβατο,  είχα  πάρει  τον  δρόμο  του  αναπάντεχου  γυρισμού.  Η  Ελλάδα απομακρυνόταν  πίσω  από  τα  «Χαίρε»  και  τα  «Χαμπίμπι»∙  αποκτούσε  τις  πραγματικές  της, μηδαμινές,  διαστάσεις.  Απόμεινε  μια  κουκκίδα  στο  σώμα  της  Ρωμιοσύνης.  Εκείνο  το  ανοιξιάτικο απόγευμα, η ζωή μου άλλαξε άρδην. Ένιωθα να αποχωρίζομαι από το ξεραμένο δέρμα μου, ώσπου αποσπάστηκε από το σώμα μου και δεν έμεινε ούτε λέπι. Η Συρία με οδηγούσε στην Πόλη, μέσα από άλλους δρόμους, που ούτε μπορούσα να φανταστώ. Θα επέστρεφα με άλλη ταυτότητα, με νέο πρόσωπο. 

Άφησα στο Χαλέπι την άχρηστη πανοπλία. Κι ούτε συνάντησα ξανά τους Γάλλους συριολάτρες. Το μόνο που με απασχολούσε ήταν πώς να συνταυτίσω τις δύο μου αγάπες: το πάθος για τη Θράκη και τη Μαύρη Θάλασσα και τον έρωτα για τη Συρία και τη Μέση Ανατολή. Μοίρασα τον χρόνο και τις δυνάμεις  μου,  έτρεχα  από  δω,  έτρεχα  από  κει,  πάντα  με  τύψεις  για  την  έλλειψη  θάρρους.  Δεν τολμούσα  να  επιλέξω.  Δεν  είχα  το  δικαίωμα  (ή  τη  δυνατότητα)  της  επιλογής.  Προχωρούσαν παράλληλα  τα  δύο  θέματα,  γέμιζαν  τα  ράφια  στις  καινούριες  βιβλιοθήκες  (απ'  άκρη  σ'  άκρη  οι τοίχοι  και  η  μία  πλευρά  του  διαδρόμου),  στένεψε  το  σπίτι,  πλήθαιναν  οι  στοίβες  στο  πάτωμα, σκαρφάλωσαν  στις  πολυθρόνες,  κατέλαβαν  τον  καναπέ,  λιγόστευε  ο  χρόνος,  μεγάλωνε  ο  όγκος, χάνονταν οι ώρες∙ με αποπροσανατόλιζαν οι  επαγγελματικές υποχρεώσεις, απαλλάχτηκα εντελώς από  τις  κοινωνικές  και  τα  συμπαρομαρτούντα,  έκοψα  τις  βραδινές  εξόδους,  τα  θέατρα  και  τους κινηματογράφους,  ξέκοψα  από  τις  συναναστροφές∙  οι  πολιτικές  και  συνδικαλιστικές δραστηριότητες  ούτως  ή  άλλως  είχαν  ατονήσει  προ  καιρού —  οι  διαχειριστές  των  ονείρων  της γενιάς μου είχαν φροντίσει να στείλουν τους περισσότερους από εμάς στα σπίτια μας. 

Όταν πια παραδέχτηκα ότι δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα ολομόναχη —τα μεγέθη είχαν νικήσει τον μονομάχο κι είχα καταντήσει σαν τον Σίσυφο, με όλα τα ρίσκα που περικλείει η ψευδαίσθηση της ηρωποιημένης ατομικής προσπάθειας—, ως διά μαγείας έπαψα να είμαι μόνη. 

Page 73: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Πετώντας με το ιπτάμενο χαλί 

Στην Κατερίνα, στην Ήβη, στον αείμνηστο Νίκο, 

για την εύξεινη δεκαπενταετία 1985‐1999 

Η ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΝΟΡΑΜΑ ήταν το δημιούργημα τεσσάρων φίλων. Η πρωτοβουλία ανήκε στην  Κατερίνα  Χαριτάτου.  Φίλη  παιδική,  κόρη  οικογενειακών  φίλων  από  τα  παλαιά,  δεσμοί αιωνόβιοι. Δεκαπενταύγουστο του 1985, στην έρημη Αθήνα, αδειάζω την άκρη του καναπέ, για να 'χει κάπου να καθίσει η Κατερίνα, που βήχει ξεροβήχει και προσπαθεί να μου εξηγήσει πώς έβλεπε μία  πιθανή  συνεργασία,  τη  μορφή  της  οποίας  δεν  είχε  πλήρως  συγκεκριμενοποιήσει,  αλλά σκεφτόταν να φτιάξουμε ένα στέκι γεμάτο βιβλία και κόσμο. «Σε καμιά περίπτωση βιβλιοπωλείο, μάλλον σαν αναγνωστήριο θα είναι. Θα μαζευόμαστε, θα μας μιλάς (εσύ δεν είπες ότι ψάχνεις ένα καφενείο για να κάνεις διαλέξεις;), θα μας δείχνεις χάρτες, θα συζητάμε και θα ταξιδεύουμε με το ιπτάμενο χαλί». Ωραίες και ανεδαφικές εμπνεύσεις θερινής νυκτός. Ωστόσο, υπήρχε διαθέσιμο ένα οίκημα,  στο  κέντρο  του  μικρού  δακτυλίου∙  ήταν  το  σπίτι  του  αρχιτέκτονα  Αναστάση  Μεταξά, χτισμένο το 1900. Η Κατερίνα με διαβεβαίωσε ότι η μάνα της, η Ιωάννα Δρακοπούλου, ήταν έτοιμη να  μας  το  παραχωρήσει,  εφόσον  αποφασίζαμε  να  στεγάσουμε  κάπου  τα  όνειρά  μας.  Ίσως  να έφταιγε η ζέστη, ίσως η ερημιά, μπορεί να συνέβαλε και η ασυνήθιστη αποφασιστικότητα της πάντα συνεσταλμένης φιλενάδας μου, το γεγονός είναι ότι ενέδωσα. Μίλησα σε δυο πολύτιμους φίλους∙ την Ήβη Νανοπούλου και τον Νίκο Τσούχλο. 

Την Πέμπτη 28 Νοεμβρίου  του  '85  έγιναν  τα  εγκαίνια. Μαζί,  εγκαινιάσαμε  και  την  έκθεση  για  τα 2.300 χρόνια της Θεσσαλονίκης. Έμπαινες στο κτίριο από τα Τείχη και προχωρούσες μέχρι τον Άγιο Δημήτριο,  την  Άνω  πόλη  και  το  Επταπύργιο,  για  να  κατηφορίσεις  στη  νέα  Προκυμαία  και  να καταλήξεις  στην  πλατεία  του  αίματος,  όπου  δολοφονήθηκε  ο  Λαμπράκης. Με  τα  σημάδια  της απάνω  μου  (με  τα  σημάδια  του  απάνω  μας  και  ο  Γιώργος  Ιωάννου,  να  μας  επιβλέπει  από  τη φωτογραφία — χαρά μεγάλη θα έκανε αν δεν είχε χαθεί δέκα μήνες νωρίτερα). 

Αλεξάνδρου Σούτσου 4. Ένας χώρος που φιλοδοξούσε να είναι ανοιχτός στο κοινό. Εγώ επέμενα να έχει  και φαγητό  για  τα μέλη,  αλλιώς δεν θα  είχε μέλλον η προσπάθεια.  Είναι μεγάλη υπόθεση η κοινωνική  διαδικασία  του  γεύματος,  μία  από  τις  ελάχιστες  κοινωνικές  τελετουργίες  που  μας απόμειναν  για  να  διατηρηθεί  η  ανάμνηση  της  αλλοτινής  συνοχής.  Τολμήσαμε  να  προτείνουμε φαγητά που είχαν εξοριστεί και από τα σπίτια και από τα εστιατόρια. Κυρίως όσπρια και όλα όσα θύμιζαν  ένα  κλασικό  αστικό  τραπέζι  «του  παλαιού  καλού  καιρού».  «Τον  παλαιό  καλό  καιρό» σηκώναμε επανάσταση για εκείνα τα αρτηριοσκληρωτικά του συντηρητικού οικογενειακού βίου. Οι μπάμιες,  το μπρόκολο, η φασολάδα, οι μελιτζάνες γιαχνί,  το φρικασέ μάς προξενούσαν αλλεργία. Δύο  δεκαετίες  αργότερα,  αυτές  οι  μυρωδιές  και  οι  γεύσεις  δημιουργούσαν  την  οικειότητα  που επιδιώκαμε. Ίσως και την έμπρακτη απόδειξη μιας κάποιας μεταμέλειας εκ μέρους μας. Η τροφή και η γεύση είναι άρρηκτα δεμένες με τη μνήμη, κι εμείς αυτό ακριβώς είχαμε κατά νου. Ούτε λουλούδι φτιασιδωμένο μπήκε ποτέ  στον  χώρο,  ούτε  προϊόν  εκτός  εποχής  (φράουλες  τα  Χριστούγεννα  και ντομάτες την Αποκριά), ούτε προτηγανισμένες πατάτες κι άλλα ετοιματζίδικα ή εξωτικά εδέσματα της μεταμοντέρνας ελληνικής μανίας. 

Επί  δύο  χρόνια  μαγειρεύαμε  η  Κατερίνα  κι  εγώ.  Όλη  τη  νύχτα  στα  σπίτια  μας  και  το  πρωί κουβάλημα  τα  ταψιά  και  τις  κατσαρόλες,  μέσα  από  τες  ρίμες  και  τις  οδούς  του  Κολωνακίου.  Η απήχηση  του όλου εγχειρήματος ήταν  τόσο μεγάλη, ώστε  ξεπέρασε  και  την απήχηση  της πρώτης εμφάνισης της επαναστατικής κατασκευής του «πανοράματος», στο Leicester Square, το 1794, όταν λιποθυμούσαν από ταραχή οι συνήθως φλεγματικές Λονδρέζες νοικοκυρές∙ η επαφή με τη χαμένη οπτική  της  τρίτης  διάστασης  είναι,  όντως,  συναρπαστική.  Αποφασίσαμε  να  προσλάβουμε  και μάγειρο και σερβιτόρους και γραμματείς και βοηθούς, ενώ τουλάχιστον τριάντα μέλη προσέφεραν 

Page 74: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

εθελοντική  εργασία,  πέρα  από  τους  έμμισθους,  μόνιμους  κι  έκτακτους,  συνεργάτες,  που  είχαν αναλάβει τις διαλέξεις, τα εργαστήρια, τις μουσικές βραδιές, τα παιδικά προγράμματα, τις ομάδες μελέτης,  τις  περιοδικές  εκθέσεις,  τα  εκπαιδευτικά  ταξίδια.  Η  δική  μας  τρίτη  διάσταση  ήταν  ένα φιλόξενο  αθηναϊκό  σπίτι  κι  ένα  ανοιχτό  πανεπιστήμιο  εξαιρετικής  ποιότητας∙  κοντολογίς,  ένας κοινωνικός χώρος κορυφαίων προδιαγραφών, στα πιο άγρια χρόνια της πασοκικής διακυβέρνησης, της πολιτικής  και  πολιτιστικής αφασίας.  Ήταν μία  όαση  για  εκατοντάδες μπαϊλντισμένους φίλους και χιλιάδες συμπολίτες και συμπατριώτες. 

Εκεί διοχέτευσα το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής μου δραστηριότητας, με την πεποίθηση ότι η γνώση  —αλλά,  στο  μέτρο  του  δυνατού,  και  η  εμπειρία,  δηλαδή  όλα  όσα  είχα  δει  και συνειδητοποιήσει μέχρι τότε— δεν πρέπει να γίνει ατομική ιδιοκτησία∙ ήταν απόλυτη ανάγκη να τα μοιραστώ.  Η  απομόνωση  δημιουργεί  αγκυλώσεις,  διανοητικές  παραξενιές,  ανθρωποφοβία, ψευδαισθήσεις∙ εκτρέφει τις αριστοκρατικές τάσεις της εγωπάθειας. Αρκετά είχα ασκητέψει, καιρός να βγω από το σπήλαιο, να εξανθρωπιστώ. Η επαφή μου με τη Συρία με είχε ωφελήσει και σε αυτό. Ήταν όμως η πρώτη φορά που συνεργάστηκα τόσο στενά με άλλους. Δύσκολη υπόθεση η συναίνεση και η συλλογικότητα, τόσο για μένα όσο και για εκείνους. Εκ φύσεως μονήρης και εκ πεποιθήσεως γεροντοκόρη,  είχα  εξελιχθεί  σε  άνθρωπο‐ορχήστρα:  συνθέτης,  μαέστρος,  εκτελεστής,  διευθυντής σκηνής, καθαρίστρια, προσωπάρχης, λογιστής. Πώς να εξηγήσεις τι σκέφτεσαι, πώς να περιμένεις τη σύμφωνη γνώμη του φίλου, πώς να ακούσεις και να δεχθείς την άποψή του, πώς να συμμαζέψεις τον  συγκεντρωτισμό  σου,  πώς  να  οργανώσεις  το  χάος  σου  για  να  προσαρμοστείς  ομαλά  σε  μια κοινή προσπάθεια και πώς να συμμορφωθείς για να συνταυτιστείς με τους άλλους; Μας έσωσε η φιλία,  κυρίως όμως η ανιδιοτελής αγάπη.  Καλοπροαίρετα πειράγματα,  πείσματα,  ιδεολογικές  και αισθητικές  διαφωνίες,  γέλια  και  ομηρικοί  καβγάδες,  που  κατέληγαν  σε  ομαδικό  πρωινό  με καταπληκτικές μαρμελάδες, ύστερα από ολονυκτίες σκληρής εργασίας.  Τους είμαι  ευγνώμων που με ανέχθηκαν και με βοήθησαν σε μία δύσκολη καμπή της ζωής μου. Αλλά το ουσιαστικό είναι ότι όλοι  περνούσαμε  καλά,  διασκεδάζαμε,  το  γλεντούσαμε  με  την  ψυχή  μας.  Ίσως  γι'  αυτό  υπήρχε κοινωνικό αντίκρισμα πέρα από κάθε προσδοκία. 

Δεν έχει σημασία αν ήταν σε εθελοντική βάση η δουλειά μας. Κατορθώσαμε να συνδυάσουμε την επαγγελματική αρτιότητα με τον εθελοντικό ενθουσιασμό και πετύχαμε ένα μοναδικό αποτέλεσμα. Απαράβατος  όρος  ήταν  η  οικονομική  αυτάρκεια  του  μη  κερδοσκοπικού  οργανισμού.  Τα  έσοδα έπρεπε  να  καλύπτουν  όλα  τα  έξοδα  κι  ό,τι  περίσσευε  έμενε  στο  ταμείο  για  να  καλύψει  άλλες δραστηριότητες. Με  δεκανίκια  και  εξαρτήσεις  ο  πολιτισμός  δεν  μπορεί  να  προχωρήσει.  Εξάλλου, βλέπαμε το Πανόραμα σαν πυρήνα αντίστασης σε ό,τι γινόταν ερήμην μας. Κυρίως σε όλα αυτά που προσέβαλλαν τόσο την αισθητική μας όσο και τη νοημοσύνη μας (μιλούμε για την ολέθρια δεκαετία του '80, με τις άπειρες ασχήμιες και τους αμέτρητους ευτελισμούς). 

Κάποτε τόλμησα να μιλήσω στην παρέα για τη Μαύρη Θάλασσα. Στην αρχή έμοιαζε με ανέκδοτο. Έλεγα ότι ένας στους πέντε Έλληνες έχει δεσμούς με εκείνα τα μέρη. Κανείς δεν με πίστευε, αλλά με αγαπούσαν και σέβονταν το ντέρτι μου. Τη Συρία την αποδέχθηκαν ευκολότερα. Άγνωστος ο λόγος. Την  Κωνσταντινούπολη  την  είχαν  όλοι  αποδεχθεί  εξ  αρχής.  Ήταν  ο  κοινός  τόπος.  Στην Κωνσταντινούπολη βρεθήκαμε, άλλωστε, πριν σκεφτεί η Κατερίνα τη δημιουργία του Πανοράματος. Είχα βάλει μερικούς φίλους σε ένα πούλμαν και  τους πήγα δέκα μέρες στην Πόλη,  μέσω Θράκης εννοείται. Με το στανιό. Τους έδειξα βέβαια και την κυρά των Μουγουλίων, στην ψηφιδωτή Δέηση, σε μία πολύωρη ξενάγηση στη Μονή της Χώρας. Τους πήγα και στο Μουχλιό,  τους μίλησα για τις περιπέτειες  της Μαρίας,  αλλά  δεν  επεκτάθηκα  στην προσωπική μου  εμπλοκή.  Δεν  είχα  μάθει  να εκτίθεμαι. Πάντως στην Πόλη δεθήκαμε περισσότερο,  γιατί  εκεί  έγινε η απαραίτητη μετουσίωση. Γυρίσαμε άλλοι άνθρωποι. Και να που κατορθώσαμε να φτιάξουμε έναν κοινό χώρο, κοινό για εμάς κι εκατοντάδες άλλους. Ήταν μία απίστευτη ώθηση για όλα όσα είχαμε ονειρευτεί ότι μπορούσαν να γίνουν, παρά το απελπιστικό κλίμα της εποχής. Όμως η μαύρη τρύπα του Εύξεινου ήταν βαθιά ριζωμένη  στο  μυαλό  μου.  Με  τα  χίλια  ζόρια  οργανώσαμε  μια  μικρή  ομάδα  για  τη  μελέτη  του 

Page 75: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

μαυροθαλασσίτικου Ελληνισμού, το 1986. Την επόμενη χρονιά, αποφασίσαμε να εκδώσουμε εμείς ένα δικό μου βιβλίο. Τρία χρόνια είχα δουλέψει μόνη. Τώρα, η Ήβη διάβασε το χειρόγραφο κι έκανε τις αυστηρότατες παρατηρήσεις της (ευγνωμονώ τους πρώτους αναγνώστες, έστω κι αν συγχύζομαι με τα αρνητικά που επισημαίνουν, αλλά γι' αυτές τις επισημάνσεις τούς χρειάζεσαι, γι' αυτές τους ευχαριστείς εκ βαθέων). Η Ήβη ανέλαβε κι όλη την ευθύνη της εκδοτικής επιμέλειας. 

Ευτυχισμένος  που  έκανε  το  ταζίδι  του Οδυσσέα. Η  ζωή  ενός Θρακιώτη από  τη Μαύρη Θάλασσα. Μία βιογραφία με  ιστορικές παρεμβολές που ανακόπτουν  την αφήγηση, στα πιο κρίσιμα σημεία, και  τοποθετούν  τον  ήρωα  στον  συγκεκριμένο  χώρο  και  χρόνο. Μια  αποκοτιά  από  κάθε  άποψη. Ακόμα και εκδοτική, κυρίως όμως ιδεολογική. Τον Μάιο του '84 άρχισα να γράφω, τον Μάρτιο του '88  κυκλοφόρησε  το  βιβλίο.  Ποιος  μιλούσε  τότε  για  θρακιώτικη  Ρωμιοσύνη  και  Βαλκάνια, Κωνστάντζες  και  Βραΐλες,  Οδησσό,  Αζοφική  και  προσφυγικά  στο  Λαύριο;  Μόνον  ο  προφητικός Σαββόπουλος  είχε  τραγουδήσει  αυτά  τα  λησμονημένα  μέρη,  σε  εκείνον  τον  εξόχως  προκλητικό «Μπάλο»  και  στη  δυσνόητη  «Μαύρη  Θάλασσα»,  αφήνοντάς  μας  άφωνους  σε  χρόνο  ανύποπτο (1972).  Τι  ήταν αλήθεια  για μας,  εν  καιρώ Χούντας,  οι «μαλλιαροί  τοξότες  της  Σκυθίας»  που μας κοιτούσαν «μέσ' από εικόνες Παναγίας»; 

Σε είκοσι ημέρες ο Οδυσσέας εξαντλήθηκε. Η Ήβη εγκατέλειψε το αρχιτεκτονικό της γραφείο για να τρέχει  ξανά  στα  τυπογραφεία,  ενώ  το  Υπουργείο  Εξωτερικών  εξέφραζε  βαθιά  δυσαρέσκεια,  διότι μπλεχτήκαμε στα χωράφια του, επειδή στην έκθεση, που είχαμε οργανώσει για την παρουσίαση του βιβλίου, αναφέραμε ότι σε πενήντα σχολεία της Σοβιετικής Δημοκρατίας της Γεωργίας είχε εισαχθεί η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, ανάμεσα σε άλλες ξένες γλώσσες, και, σύμφωνα με το ΥΠ.ΕΞ., «υπήρχε  ενδεχόμενο να δημιουργηθεί διπλωματικό θέμα μεταξύ Ελλάδας και  Σοβιετικής Ένωσης, καθώς  εμμέσως  θίξαμε  το  ζήτημα  της  ύπαρξης  Ελλήνων  στη  Γεωργία».  Κατακαημένη  ελλαδική διπλωματία! 

Με την απήχηση του Οδυσσέα και τους εκατοντάδες ανθρώπους, που ξεθάρρεψαν και θυμήθηκαν πατεράδες  ή  παππούδες  από  το  «Παραπέτασμα»,  ή  ακόμα  και  δικές  τους  προσωπικές  ιστορίες, θαμμένες στα βάθη της λήθης, για λόγους ασφαλείας, διαπίστωνα ότι τουλάχιστον ένας στους τρεις Έλληνες είχε δεσμούς με τη Μαύρη Θάλασσα. Και δεν ήμουνα η μόνη. Όλο το Πανόραμα συνέβαλε στην οργάνωση μίας μεγάλης και εξαιρετικά σημαντικής έκθεσης, που έγινε σε συνεργασία με  το King's  College  του  Πανεπιστήμιου  του  Λονδίνου  για  την  παρουσίαση  του  Ελληνισμού  της μαυροθαλασσίτικης  λεκάνης.  Ήταν  Απρίλιος  του  1991,  τέσσερις  μήνες  πριν  από  την  πλήρη κατάρρευση  της  Σοβιετίας.  Το  ενδιαφέρον  του  βρετανικού  κοινού,  κυρίως  των  επιστημονικών κύκλων,  ήταν  πρωτοφανές  στα  πανεπιστημιακά  χρονικά.  Μας  είχε  ευνοήσει  βεβαίως  και  η συγκυρία. Όλοι ένιωθαν την ανάγκη να προσεγγίσουν τον άγνωστο χώρο και τα λογοπαίγνια με το «μαύρο» των γνώσεων, όσο και της θάλασσας, είχαν καταντήσει το στερεότυπο ανέκδοτο. 

Η αγγλική έκδοση του βιβλίου Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα, από την εποχή του Χαλκού ως τις αρχές του 20ού αιώνα πούλησε 600 αντίτυπα, στο πωλητήριο του Βρετανικού Μουσείου, μέσα σε μία εβδομάδα. Τώρα έπρεπε να κυκλοφορήσει και στα ελληνικά, έπρεπε όμως να βρεθεί και χώρος για να γίνει  η  έκθεση στην Ελλάδα.  Εξάπαντος στη Θεσσαλονίκη, από εκεί θέλαμε να αρχίσουμε. Νύχτες αγρύπνιας για την Κατερίνα, που είχε όλη την οικονομική ευθύνη του εγχειρήματος, νύχτες αγρύπνιας για την υπόλοιπη ομάδα, που ξαναδούλευε το αρχειακό υλικό, έτρεχε από φωτογραφικά εργαστήρια  σε  ξυλουργεία,  χαρτεμπόρους  και  τυπογραφεία,  μεταφορικές  και  ασφαλιστικές εταιρείες. 

Τετραπλάσια σε όγκο και υλικό, η έκθεση του Λονδίνου στήθηκε έναν χρόνο αργότερα στο λιμάνι της  Θεσσαλονίκης  και  από  εκεί  τη  μεταφέραμε  στην  Κομοτηνή.  Ήταν  μία  τομή  στα  εκθεσιακά δεδομένα,  γιατί  είχε  οργανωθεί  με  κέντρο  τον  επισκέπτη  και  όχι  το  εκτεθειμένο  αντικείμενο. Εξάλλου, η πρωτοτυπία της ήταν ότι όλο το οπτικό υλικό ήταν τοποθετημένο πάνω σε έναν χάρτη, ο 

Page 76: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

οποίος  είχε  σχεδιαστεί  σε  ειδικό  δάπεδο.  Άφηνες,  λοιπόν,  πίσω  σου  τη  Λήμνο  και  τις  άλλες Θρακικές  Σποράδες,  κι  έμπαινες  στην  κυρίως  έκθεση  μέσα  από  τα  Δαρδανέλλια.  Περνούσες  τον Βόσπορο  και  συνέχιζες  δεξιά,  προς  την  Παφλαγονία  και  τον  Πόντο,  ή  αριστερά,  προς  την ευξεινοποντιακή  Θράκη  και  τις  εκβολές  του  Δούναβη.  Η  εντύπωση  ήταν  κυριολεκτικά  μαγική. Καταλάβαινες τις αποστάσεις, τις σχέσεις, τις συνέχειες, τις συγγένειες, τη λειτουργία των παραλίων και  τη  σημασία  των  ορεινών  συγκροτημάτων,  που  απομονώνουν  τον  θαλασσινό  κόσμο  από  τα ενδότερα,  τη  λειτουργία  των  πλωτών  ποταμών,  που  συνδέουν  τις  ακτές  με  την  απομακρυσμένη ενδοχώρα,  κι  ένιωθες  τον  ρόλο  που  διαδραμάτισε  η  στέπα,  αυτός  ο  «μοιραίος  διάδρομος»  των εισβολών  από  την  Ασία  μέχρι  τη  Νοτιοανατολική  Ευρώπη,  στα  βορειοδυτικά  της  Μαύρης Θάλασσας. Μία μοναδική εμπειρία για όποιον πέρασε το κατώφλι της έκθεσης. 

Η ιδέα της γεωγραφικής οργάνωσης του εκθεσιακού χώρου ήταν έμπνευση του ζωγράφου Γιώργου Χατζημιχάλη.  Τέτοιου  είδους  προσέγγιση  δεν  είχε  ξαναγίνει  και,  δυστυχώς,  κανείς  δεν χρησιμοποίησε ξανά αυτή την ιδέα∙ εννοώ τη δημιουργική χρησιμοποίησή της, δεν αναφέρομαι στις συνήθεις αντιγραφές, δηλαδή τις κλοπές. 

Το  βιβλίο,  όμως,  έγινε  αντικείμενο  εκτεταμένων  κλοπών.  Άγνωστη  η  έννοια  των  πνευματικών δικαιωμάτων,  αλλά  και  της  δεοντολογίας,  σε  ό,τι  αφορά  τα  βιβλία  σε  αυτόν  τον  μικρό  και  μέγα τόπο,  όπου  παλεύουμε  καθημερινά  για  τα  αυτονόητα.  Άλλος  οικειοποιήθηκε  χάρτες  ειδικά κατασκευασμένους  για  την  έκδοση  και  την  έκθεση,  άλλος  «δανείστηκε»  σπάνιο  φωτογραφικό υλικό,  άλλος  πήρε  κομμάτια  ολόκληρα  και  τα  έβαλε  σε  δικό  του  έργο,  άλλος  αρκέστηκε  σε μικρότερα  μέρη,  παραγράφους  ή  τίτλους  κεφαλαίων  ή  αυτούσια  κείμενα  από  λεζάντες.  Στην πλειονότητά  τους  οι  θιασώτες  του  αθλήματος  ξεχνούν  να  αναφέρουν  την  πηγή∙  ορισμένοι  δεν περνούν  καν  το  βιβλίο  στη  βιβλιογραφία —  γνωστές  μπαλαφάρες.  Κάποτε  κάποτε  διασκεδάζω. Άλλοτε  εξοργίζομαι.  Κάποιοι  διατείνονται  ότι  πρέπει  να  αισθάνομαι  ικανοποίηση  για  όλα  τα τσαλαβουτήματα και παραστρατήματα, που φανερώνουν την απήχηση του κόπου μου(!). Διαφωνώ ριζικά με τέτοιου είδους λογικές. Οι άρπαγες με ενοχλούν. Και με ενοχλούν ακόμα παραπάνω όταν πρόκειται για προβεβλημένα μέλη του καθ' ημάς κοινωνικού αλαλούμ. Η ουσιαστική απήχηση, αυτή που πραγματικά με ενδιαφέρει και με ικανοποιεί, ήρθε κι έρχεται από αποδέκτες άλλου επιπέδου. Με αυτούς έχουν καλλιεργηθεί σχέσεις εκτίμησης και δεσμοί σπάνιας ποιότητας, ακόμα κι αν δεν έτυχε  να  ανταλλάξουμε  μία  χειραψία∙  σε  αυτή  τη  χορεία  απευθύνομαι,  από  αυτούς  τους άγνωστους, καθώς και από τους καλούς φίλους, περιμένω τη θετική ή την αρνητική ανταπόκριση. Τους  άλλους  προσπαθώ  να  τους  αγνοήσω.  Αν  και  όποτε  το  κατορθώσω,  θα  έχω  διανύσει  μία δύσκολη διαδρομή προς την ωριμότητα. Αμήν και πότε. 

 

Με αυτά και με εκείνα παραμέλησα τη Μαρία. Δεν την ξέχασα, θα ήταν αδύνατον να την ξεχάσω. Άλλωστε,  σε  κάθε  βήμα  καιροφυλακτούσε  η  «μάστιγα  του  Θεού»,  εφόσον  οι  Μογγόλοι  και  οι Τάταροι είχαν ανατρέψει την τάξη των πραγμάτων, μεταβάλλοντας τον «ευσεβή» Εύξεινο σε Μαύρη Θάλασσα. Ήταν πανταχού παρόντες, είτε πουλώντας γουναρικά και σκλάβους στους Γενοβέζους της Κριμαίας και στους Βενετούς της Αζοφικής, είτε αρπάζοντας Γεωργιανές αρχόντισσες, είτε κάνοντας διαπραγματεύσεις  με  τους Μεγαλοκομνηνούς  της  Τραπεζούντας  ή  τους  εμίρηδες  του  Ερζουρούμ και  της  Σινώπης.  Ερευνώντας  υλικό  για  τον  Εύξεινο  του  13ου  αιώνα,  όταν  οι  Λατίνοι  είχαν κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη και οι Βενετοί έλεγχαν τη δίοδο του Βοσπόρου, ενώ το Βυζάντιο δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να ασκήσει την πολιτική της «κοινοπολιτείας» προς τους λογής λογής λαούς του Καυκάσου και της στέπας, έπεσα πάνω σε δύο καταπληκτικά κείμενα, γραμμένα μεταξύ 1245 και 1255. Δύο επικεφαλής πρεσβειών (από τις πολλές που είχε στείλει η Δύση στην Ασία, μετά την πρώτη επιδρομή  των Ταρτάρων στις  ευρωπαϊκές πεδιάδες)  είχαν  γράψει  τις  εντυπώσεις  τους από το περιπετειώδες ταξίδι στην Αυτοκρατορία των Μογγόλων. 

Page 77: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Πρωτοπόρος ήταν ο πολυταξιδεμένος και πολύγλωσσος Ιωάννης της Πολυκάρπου (Jovanni da Pian del Carpine), ένας από τους πρώτους μαθητές του αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης. Έφυγε από τη Λυόν το  1245  κι  επέστρεψε  τρία  χρόνια  αργότερα,  έχοντας  συναντήσει  τον  Μεγάλο  Χαν  Γκουγιούκ (1246‐1248) κοντά στο Καρακορούμ. Κόμιζε μάλιστα και επιστολή του «Γκουγιούκ Χαν αυτοκράτορα όλων  των  ανθρώπων  προς  τον  Ύψιστο  Πάπα»,  με  την  οποία  ο  μέγας  χαγάνος  έδινε  εντολή  στον πάπα  να  μεταβεί  στην  αυλή  του  μαζί  με  όλους  τους  βασιλιάδες  και  τους  άρχοντες,  για  να  του δηλώσουν υποταγή. Μόνον έτσι θα εξασφάλιζε την ειρήνη. 

Ystoria Mongalorum είναι ο τίτλος του βιβλίου που έγραψε ο Ιωάννης∙ ο πλήρης τίτλος είναι Ιστορία των Μογγόλων, τους οποίους εμείς ονομάζουμε Ταρτάρους. Ο Φραγκισκανός αδελφός αναμειγνύει ήθη κι έθιμα με μύθους και διαδόσεις, πληροφορίες από αρχαίους συγγραφείς με περιγραφές όσων είδε κι έζησε, ερμηνεύοντας τα πράγματα με όποιον τρόπο μπορούσε∙ ενδιαφέρεται όμως ιδιαίτερα για την πολεμική μηχανή των Μογγόλων, τις τακτικές τους, την πειθαρχία τους, τις προθέσεις και τις ετοιμασίες τους για μία ενδεχόμενη νέα εισβολή στην Ευρώπη, πέρα από τα ρωσικά εδάφη και τα Καρπάθια.  Εξάλλου,  η  κατασκοπεία  ήταν ο  λόγος  του παράτολμου  ταξιδιού  σε μέρη που ούτε οι ρωμαϊκές  λεγεώνες  δεν  είχαν  πατήσει.  Τα  τελευταία  λατινικά  στις  όχθες  της  Υρκανίας  (Κασπίας) είχαν ακουστεί πριν από δεκατρείς αιώνες. 

Έκτοτε,  μόνον  κάποιες  εξέχουσες  βυζαντινές  φυσιογνωμίες  είχαν  περάσει  το  όριο  της παραθαλάσσιας  ζώνης  του  ανατολικού  Εύξεινου  κι  είχαν  πάει  μέχρι  τις  όχθες  του  Βόλγα  ή  τις βόρειες πλευρές του Καυκάσου, για να εκχριστιανίσουν τους Ασιάτες λαούς και να τους πείσουν να εγκατασταθούν σε εκείνα τα μέρη, ώστε να μην ακολουθήσουν τη μοιραία πορεία της στέπας και βρεθούνε  στον  Δούναβη,  δηλαδή  σε  «απόσταση  βολής»  από  την  Κωνσταντινούπολη.  Αλλά  οι Βυζαντινοί  ιεραπόστολοι  και  πρέσβεις  είχαν  μία  αξιοθαύμαστη  υποδομή  στα  ευξεινοποντιακά μετόπισθεν,  ενώ  ο  χαλκέντερος  Ιωάννης  πήγαινε  σαν  αμνός  στους  λύκους  —  κυριολεκτικά ξυπόλυτος, όπως όλοι οι αδελφοί του φραγκισκανικού τάγματος. Επιπλέον, ο Βόλγας ήταν μόνον η πρώτη  φάση  της  πορείας  του  προς  το  Καρακορούμ.  Πάντως,  αν  διαβάσει  κανείς  τον  εκπληκτικό Ηρόδοτο, αυτό το μοναδικό «εγχειρίδιο Σκυθολογίας» που είναι το Δ' βιβλίο των Ιστοριών του, και το συγκρίνει με τις περιγραφές του Ιωάννη, χίλια επτακόσια χρόνια αργότερα, θα διαπιστώσει ότι οι νομάδες, Τούρκοι και Μογγόλοι, διατηρούσαν πάρα πολλές συνήθειες του πανάρχαιου νομαδικού βίου. Το πιο κοινό από τα χαρακτηριστικά είναι ότι, όπου έφτιαχναν τον καταυλισμό τους, έστηναν τα  γιατάκια  τους  (τις  σκηνές  τους)  πάνω σε  κάρα.  Η  εξασφάλιση  της αέναης μετακίνησης ήταν ο δικός τους τρόπος να ορίζουν τη μοίρα τους. Επί χιλιετίες. 

Το Ταξίδι στη χώρα των Ταρτάρων, όπως είναι ο ελληνικός τίτλος της Ystoria Mongalorum (εκδόσεις Στοχαστής,  Αθήνα  1992),  είναι  μία  ενδιαφέρουσα  εισαγωγή  στον  κόσμο  των  ανέστιων  Ασιατών, είκοσι χρόνια μετά τον θάνατο του Τσέγκις — και είκοσι χρόνια πριν από την αποστολή της μικρής Παλαιολογίνας στον εγγονό του Τσέγκις. 

Ο  επόμενος Φραγκισκανός πρεσβευτής,  ο  Γουλιέλμος  ντε Ρουμπρούκ,  απεσταλμένος  του βασιλιά Λουδοβίκου  Θ'  της  Γαλλίας,  έκανε  16.000  χιλιόμετρα  μέσα  σε  λιγότερο  από  τρία  χρόνια,  άλλοτε έφιππος, άλλοτε πεζός — και σχεδόν πάντα ανυπόδητος. Όταν έφθασε στον ηγεμονικό καταυλισμό, κοντά  στο  Καρακορούμ,  στις  27  Δεκεμβρίου  του  1253,  ο  Γκουγιούκ  είχε  αποδημήσει  (οι περισσότεροι Μογγόλοι  ηγέτες  της  πρώιμης  εποχής  έφευγαν  νεότατοι  και  ολομέθυστοι,  καθώς  η σχέση τους με το αλκοόλ ήταν αχαλίνωτη). Μέγας Χαν ήταν ο μεγάλος αδελφός του Κουμπλάι και του Χουλαγκού, ο συνετός κι αξιοσέβαστος Μονγκέ (1251‐1259). 

To  Voyage  dans  l'empire Mongol,  που  μεταφράστηκε  στα  ελληνικά  (και  πάλι  από  τις  εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 1991) με τίτλο Ταξίδι στην Αυτοκρατορία των Μογγόλων, 1253‐1255, αποδεικνύει ότι  ο  Guillaume  de  Rubrouck  ήταν  ένας  οξυδερκής  παρατηρητής,  ο  οποίος,  σε  μεγάλο  βαθμό, μπόρεσε  να  απαλλαγεί  από  τα  μυθεύματα  και  τις  προκαταλήψεις.  Το  ταξιδιωτικό  του  παρέχει 

Page 78: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

πολύτιμες  πληροφορίες  γύρω  από  πάρα  πολλά  ζητήματα  κι  αναφέρεται  με  πολλές  γραφικές λεπτομέρειες στη ζωή και στην κοινωνική θέση των γυναικών «οι οποίες ιππεύουν σαν τους άντρες και πάνε μαζί κυνήγι». 

Ως  ιεραπόστολος  είχε  ιδιαίτερο  ενδιαφέρον  για  τις  μογγολικές  θρησκευτικές  δοξασίες,  αλλά ενοχλείται από την υπεραπλουστευμένη μορφή του Χριστιανισμού, όπως την άκουσε από το στόμα των  Νεστοριανών  που  συνάντησε  στην  αυλή  του  Μονγκέ.  Τους  κατηγορεί  για  ειδωλολατρικές παρεκκλίσεις, αγυρτεία, αγραμματοσύνη, μέθη, και περιγράφει τις «υποτιθέμενες» λειτουργίες που κάνανε, για να εκκλησιάζονται οι Νεστοριανές χατούν, σύζυγοι του Μονγκέ∙ καμιά φορά και ο ίδιος ο χαγάνος. Συνάντησε επίσης Αρμενίους, «Σαρακηνούς» (= Μουσουλμάνους), καθώς και Βουδιστές. «Στο Καρακορούμ υπάρχουν δώδεκα ειδωλολατρικοί ναοί διαφόρων εθνοτήτων, δύο τεμένη όπου κηρύσσεται ο ισλαμικός νόμος και μία χριστιανική [νεστοριανή] εκκλησία. Η πόλη είναι ζωσμένη με χωμάτινο  τείχος,  το  οποίο  έχει  τέσσερις  πύλες.  Στην  ανατολική,  πουλούν  κεχρί  και  διάφορους άλλους  σπόρους.  Στη  δυτική,  πουλούν  πρόβατα,  και  κατσίκια.  Στη  νότια,  βόδια  και  άμαξες.  Στη βόρεια, άλογα». 

Αυτά παθαίνεις με τα διαβάσματα. Είναι αδύνατον να επικεντρωθείς στο θέμα σου. Διαβάζεις και ταξιδεύεις,  ταξιδεύεις  και  χάνεσαι.  Αναζητάς  την  προέλευση  της  λέξης  «παρχάρια»,  που χρησιμοποιούν  οι  Πόντιοι  για  τα  θερινά  βοσκοτόπια  στις  ψηλοκρεμαστές  πλαγιές  πάνω  από  την Τραπεζούντα, και φτάνεις στα παρχάρ (τα θερινά βοσκοτόπια) του Ινδικού Καυκάσου, στο σημερινό βόρειο Πακιστάν. Εκεί πήγαινε οικογενειακώς τα καλοκαίρια ο Πακιστανός συγγραφέας Τάρικ Άλι, πριν  γίνει  μέτοικος  στην  Αγγλία.  Η  περιγραφή  της  χλόης  στα  χορτολίβαδα,  τα  παρχάρ,  είναι υπέροχη. Η προέλευση της λέξης άκρως ελκυστική. Κι άντε να ξαναμαζευτείς, για να συνεχίσεις τη μελέτη. 

Με  τους  δύο  ανυπόδητους  Φραγκισκανούς  είχα  αφήσει  τον  ευξεινοποντιακό  ορίζοντα  και  είχα φτάσει στην καρδιά της στέπας, με τη δικαιολογία ότι  ταξίδευα στην κοιτίδα των κατακτητών του Εύξεινου, άρα όλα σχετίζονται με το θέμα που μελετούσα. Εξάλλου, η Μαρία ήταν πάντα στο πίσω μέρος  του  μυαλού  μου.  Όταν  έφθασε  ο  Ρουμπρούκ  στο  Καρακορούμ,  ο  Χουλαγκού  είχε  ήδη ξεκινήσει την εκστρατεία για την κατάκτηση της Δυτικής Ασίας, με εντολή του Μεγάλου Χαν Μονγκέ και του Συμβουλίου του. Ο Μονγκέ το ανακοίνωσε στον Ρουμπρούκ κι εγώ έστησα αυτί. 

Το  καταπληκτικότερο,  πάντως,  είναι  ότι  ο Φραγκισκανός μνημονεύει  και  μία σύντομη συνάντηση που  είχε  στον  καταυλισμό  του Μονγκέ  με  πρεσβευτές  του  Ιωάννη  Βατάτζη.  Γράφει  ίσα  ίσα  τρεις φράσεις,  μία  στιχομυθία  άνευ  σημασίας,  αφήνοντάς  μας  να  συμπεράνουμε  και  την  έλλειψη ενδιαφέροντος  για  την  ύπαρξη  απεσταλμένων  της  Αυτοκρατορίας  της  Νικαίας∙  εννοείται  ότι  εγώ πέταξα στα ουράνια. Ώστε η Νίκαια έστειλε ανθρώπους στον Μεγάλο Χαν; Αν η συνάντηση με τον Ρουμπρούκ έγινε αρχές Ιανουαρίου του 1254, τότε η αποστολή θα πρέπει να έφυγε από τη Νίκαια το  1253  (η  Μαρία  ήταν  νεογέννητη).  Οι  Μογγόλοι  είχαν  νικήσει  τους  Σελτζούκους  μία  δεκαετία νωρίτερα και το κρατίδιο του Βατάτζη συνόρευε με τα υποτελή στον Μονγκέ σελτζουκικά εδάφη. Ο αυτοκράτορας ανησυχούσε. Οι καιροί της ειρηνικής γειτνίασης με τους Σελτζούκους είχαν παρέλθει. Τα οχυρά στον Σαγγάριο ήταν αδύνατο να αναχαιτίσουν την επερχόμενη λαίλαπα. Και ο Χουλαγκού κατευθυνόταν  ήδη  προς  τον  Ώξο  ποταμό  με  τον  πιο  φαντασμαγορικό  πολεμικό  εξοπλισμό:  τις τελευταίες  εξελίξεις  στις  πολιορκητικές  μηχανές,  πυρίτιδα  από  την  Κίνα  και  καταπέλτες  που εκσφενδόνιζαν  μπάλες  με  φλεγόμενη  νάφθα.  Τον  ακολουθούσαν  αναρίθμητοι  ιπποτοξότες, εξαιρετικά  εκπαιδευμένοι,  πειθαρχημένοι,  ταχύτατοι  και  αποφασισμένοι.  Με  την  τσιγκούνικη πληροφορία  του Ρουμπρούκ, αντιλαμβάνομαι ότι,  πολύ πριν από  την αποστολή  της Μαρίας στον Χουλαγκού, η Νίκαια είχε δώσει γη και ύδωρ στους Μουγούλιους, που αποφάσιζαν για την τύχη της Ασίας από το Καρακορούμ. Η Τραπεζούντα είχε, βέβαια, προηγηθεί. 

Είναι λάθος, λοιπόν, να κρίνει κανείς τον Μιχαήλ Παλαιολόγο για το προξενιό της Μαρίας, δίχως να 

Page 79: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

προσμετρήσει τους τεράστιους κινδύνους που αντιμετώπιζε το κράτος. Αν θυμηθούμε μάλιστα ότι ο Μιχαήλ  στα  νιάτα  του  είχε  πολεμήσει  στο  πλευρό  των  Σελτζούκων  εναντίον  των Μογγόλων  του Χουλαγκού,  τότε  δεν  αποκλείεται  η  μικρή  Μαρία  να  ήτανε  το  δώρο  της  συγγνώμης  του αυτοκράτορα προς τον γείτονα Ιλχανίδη. 

Ο  Ρουμπρούκ  γύρισε  από  τα  «Τάρταρα»  το  1255,  δηλαδή  μία  δεκαετία  πριν  από  το  ταξίδι  της Μαρίας. Είχε πάει στους Ταρτάρ της Χρυσής Ορδής και της μακρινής Ασίας, αλλά όχι στη μογγολική Περσία,  γιατί εκείνα τα χρόνια το  Ιλχανάτο δεν υπήρχε. Οι πληροφορίες  του είναι πολυτιμότατες, ωστόσο  δεν  αφορούν  ούτε  τον  χώρο  ούτε  την  εποχή  που  έζησε  η  κυρά  των  Μουγουλίων∙  το ιλχανιδικό περιβάλλον  του 1265  ήταν  εντελώς διαφορετικό.  Τα στοιχεία που μας δίνει  μπορεί  να αποδειχθούν πολύ χρησιμότερα, σε όποιον θελήσει να δει τις άγριες σκυθικές ερημίες όπου έζησε η άλλη θυγατέρα του Μιχαήλ, η δύσμοιρη Ευφροσύνη, γιατί, μολονότι εκείνη βρέθηκε στην αυλή (ή στους καταυλισμούς) των Τατάρων του Βόλγα μετά το 1268‐70, δηλαδή περίπου δεκαπέντε χρόνια μετά το πέρασμα του Ρουμπρούκ, οι λαοί που συγκροτούσαν τη Χρυσή Ορδή είχαν διατηρήσει τον πρωτογονισμό  του  νομαδικού  βίου∙  η  ομαδική  μετακίνηση  από  την  κεντροασιατική  στη ρωσοουκρανική στέπα δεν είχε μεταβάλει την άξεστη ψυχοσύνθεσή τους. 

Εμένα όμως με κυνηγούσε η Μαρία.  Είχα υποσχεθεί, σε εκείνη ή στον εαυτό μου,  να γράψω ένα βιβλίο. Και ο καιρός περνούσε. 

Η  αναβολή  είχε  πάρει  διαστάσεις  μονιμότητας,  ενώ  η  σχέση  μας  είχε  εντελώς  ξεφύγει  από  τα καθιερωμένα  της  έρευνας.  Είμαστε  περισσότερο  σαν  ένα  ζευγάρι  που  διανύει  τη  ζωή  του συνηθίζοντας ο ένας τον άλλο, με κατανόηση κι αγάπη, αλλά με διαφορετικές προτεραιότητες και άλλου  είδους  ιεραρχήσεις.  Ο  έρωτας  είχε  περάσει.  Όχι  πως  δεν  υπήρχαν  αναλαμπές  πάθους  και αιφνίδιες  επισκέψεις  τύψεων,  εξάλλου  την  επισκεπτόμουν  στον  εσωνάρθηκα  της  Χώρας  συχνά πυκνά∙ ακόμα συχνότερα, ανηφόριζα ως το Μουχλιό, που πάντα με πίκραινε, γιατί μου θύμιζε ότι τα άγρια μπορούν να φάνε τα ήμερα κι ότι τα ήμερα δεν έχουνε τρόπο να αντιδράσουν. 

 

Ανησυχούσα  μήπως  χάσω  τη  Μαρία,  μήπως  την  είχα  ήδη  χάσει.  Αλλά  ήταν  αδύνατον  να  της αφιερώσω χρόνο. Ομολογώ ότι η συλλογική δουλειά στο Πανόραμα ήταν η ωραιότερη περίοδος της ζωής μου. Ο κατάδικός μου Εύξεινος. Με αποκορύφωμα τις τέσσερις εβδομάδες της έκθεσης για τη Μαύρη Θάλασσα, που οργανώσαμε εκείνον τον Οκτώβριο του '92 στη Θεσσαλονίκη. Πέρασαν πάνω από 36.000  επισκέπτες  σε  αυτό  το  διάστημα.  Τέσσερις  άνθρωποι  ξεναγούσαμε  από  τις  εννέα  το πρωί έως τις έντεκα το βράδυ ομάδες 30‐35 ατόμων, ενώ άλλοι έκαναν διαλέξεις κι άλλοι δούλευαν στη γραμματεία, για να συντονίσουν τις επισκέψεις και τις διάφορες εκδηλώσεις. 

Είχαμε αποφασίσει  να κλείνει ο  χώρος, μια μεγάλη παλαιά αποθήκη στο λιμάνι,  για δύο ώρες  το απόγευμα.  Όταν  είδαμε  όμως  να  καταφθάνουν  οι  χασάπηδες,  οι  μανάβηδες  και  οι  ιχθυέμποροι μετά  το  κλείσιμο  της  αγοράς,  δεν  μπορέσαμε  να  τηρήσουμε  το  ωράριο.  Το  συνεργείο  της καθαριότητας  δούλευε  κι  εμείς  δείχναμε  τα  σιτοκάραβα  του  Βαλιάνου  και  του  Σκαραμαγκά,  που κατέβαιναν φορτωμένα από το λιμάνι του Ροστόβ∙ μιλούσαμε για τη Βραΐλα του Εμπειρίκου και του Ξενάκη,  τη  Σωζόπολη  του  Γουναρόπουλου.  Όταν  πλησίαζαν  οι  σκούπες,  τραβούσαμε  τον  κόσμο προς το τμήμα της έκθεσης που ήταν αφιερωμένο στα ελληνικά τυπογραφεία κι ύστερα πηγαίναμε να δούμε τα σχολεία. Φιλιππούπολη, Αδριανούπολη, Ραιδεστός, Αγχίαλος, Οδησσός, Μαριούπολη, Σαμσούντα,  Μπατούμι,  Σούρμενα,  Αργυρούπολη —  τα  μεταλλεία  του  Ανατολικού  Πόντου  στον Δρόμο του Μεταξιού  (από εδώ πέρασε δυο φορές η Μαρία, μέσα σε δεκαεπτά δεκαοκτώ χρόνια, από εδώ περνούσαν και τα κασμίρια της Ταυρίδας, για να καταλήξουν στις φορεσιές των Ποντίων γυναικών).  Έβλεπες  παρατημένους  κουβάδες  στη  βυζαντινή  Χερσώνα  (που  εγκαταλείφθηκε  μετά την κάθοδο  των Ταταρομογγόλων στην Κριμαία)  και σφουγγαρόπανα αφημένα πάνω στα ερείπια 

Page 80: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

της αρχαίας Ολβίας. Το συνεργείο ακολουθούσε την ξενάγηση. Η δίψα του κόσμου ήταν απίστευτη. Η  χαρά  μας  απερίγραπτη.  Δεν  νιώθαμε  κούραση,  μόνο  που  δεν  μπορούσαμε  να  φορέσουμε παπούτσια.  Πρησμένα  τούμπανο  τα πόδια μας.  Το  τελευταίο  Σαββατοκύριακο  έγινε  κυριολεκτικά λαϊκό  προσκύνημα.  Και  δεν  ήτανε  μόνον  οι  Πρόσφυγες  που  αγκάλιασαν  την  έκθεση.  Όλη  η Θεσσαλονίκη ένιωσε ότι την αφορούσε το θέμα∙ υποδόρια λειτουργεί η συλλογική μνήμη. Η Μαύρη Θάλασσα αποκτούσε ξανά τη σημασία που της έπρεπε. 

Θαύμασα εξαιρετικούς εκπαιδευτικούς, που έφεραν τους μαθητές τους προετοιμασμένους για να δουν  καλύτερα  την  έκθεση. Παρακολούθησα γέροντες που έφεραν  τα  εγγόνια  τους,  και  παιδιά ή εγγόνια  που  έφεραν  τους  πατεράδες  και  τους  παππούδες  τους.  Ποτέ  άλλοτε  δεν  είχε  γίνει  κάτι τέτοιο. Δύο με τρεις ώρες έμενε ο κόσμος στον χώρο. Άλλοι ήρθαν ξανά και ξανά, άλλοι κρατούσαν σημειώσεις, άλλοι μας έφερναν οικογενειακά κειμήλια «για να μείνουν κάπου», άλλοι έφερναν τους κεμεντζέδες  κι  έπαιζαν  μπροστά  στις  φωτογραφίες  της  Μονής  Σουμελά,  άλλοι  εξέφραζαν  την ευγνωμοσύνη τους, γιατί είχαμε αναφερθεί στο πιο ταπεινωμένο τμήμα του Προσφυγικού κόσμου, την  τουρκόφωνη  Ρωμιοσύνη.  Θυμάμαι  τον  πρώην  υπουργό,  τον  Ζαρντινίδη,  ο  οποίος  ήρθε  τη δεύτερη  φορά  με  τα  εγγόνια  του  και  τα  πήγε  κατευθείαν  στα  πανό  που  είχαν  ως  θέμα  την τουρκόφωνη  κοινότητα  της  Κασταμονής.  «Να  γονατίσετε,  παιδιά  μου.  Αυτοί  ήταν  οι  δικοί  σας πρόγονοι. Οι γονείς μου∙ Τουρκόφωνοι». Έκλαιγε με αναφιλητά. Μου έπιασε τα χέρια και μου έλεγε ότι  τον  λύτρωσα  από  ένα  βάρος.  «Τόσα  χρόνια  ήταν  αδύνατον  να  το  παραδεχτώ  δημόσια. Ντρεπόμουν, φοβόμουν. Ήθελα να το ξεχάσω». Κι εγώ, αντί να σεβαστώ τον πόνο του, άδραξα την ευκαιρία για εξάψαλμο. Του έλεγα ότι έχει κι αυτός τεράστια ευθύνη για την ταπείνωση αυτού του κόσμου. «Εσείς, με το υπουργιλίκι σας τόσα χρόνια, είχατε υποχρέωση...». 

Είχα  περάσει  τα  σαράντα  και  διατηρούσα  ακόμα  τη  σκληρότητα  του  δογματικού  νεολαίου,  την ακαμψία  του  νεοφώτιστου,  την  αδέκαστη  στάση  του  υπερφίαλου  αιθεροβάμονα,  που διατυμπανίζει  την  «αλήθεια»  αδιαφορώντας  για  το  κόστος.  Σα  να  μην  είχα  σκύψει  πάνω  στα ανθρώπινα.  Σε  τι  με  ωφελούσε  η  απόκτηση  ιστορικής  εμπειρίας;  Ήμουν  ασυγχώρητη.  Όταν μετάνιωσα για τα όσα φοβερά ξεστόμισα, κατηγορώντας τον συντετριμμένο γέροντα για τη στάση ενός ολόκληρου κράτους, ήταν πια πολύ αργά. Κατάλαβα πόσο σημαντική ήταν η εξομολόγησή του, η αργοπορημένη μεταμέλεια, η κίνηση να φέρει τα εγγόνια του, και ντράπηκα για την εικόνα του θριαμβευτή κυνηγού που φωτογραφίζεται με το πόδι πάνω στο θήραμά του. Μάλλον θα έπρεπε να ξαναδιαβάσω  εκείνη  τη  συγκλονιστική  Αγριόπαπια  του  Ίψεν,  μήπως  και  μάθω  επιτέλους  πόσο θανατηφόρα μπορεί να αποβεί η υπεράσπιση της «αλήθειας». Πάντως την απρέπεια την είχα ήδη κάνει. 

Για μένα όμως, η μεγαλύτερη δοκιμασία —και η μεγαλύτερη ικανοποίηση— ήταν το απογευματινό τρίωρο που πέρασα στην παλαιά αποθήκη,  ξεναγώντας τα είκοσι πέντε «παιδιά» της  Ιθάκης  (μιας από  τις  πρώτες  μονάδες  του  Κέντρου  Θεραπείας  Εξαρτημένων  Ατόμων,  ΚΕ.Θ.Ε.Α.).  Με  αυτές  τις ψυχές κωπηλάτησα, πέρασα τις Συμπληγάδες, ανέβηκα τα όρη του Καυκάσου, πέταξα πάνω από το δέλτα  του  Δούναβη.  Δυο  ώρες  μετά,  κάναμε  ένα  διάλειμμα.  Τους  είχαμε  ετοιμάσει  έναν  μικρό μπουφέ μέσα στον χώρο της έκθεσης. Τους είπα ότι αν έχουν ακόμα κουράγιο, μετά το διάλειμμα, θα  τους  δείξω  κάτι.  Πέρασε  η  ώρα,  ήταν  όλοι  χαρούμενοι  και  ήρεμοι.  Καιρός  να  τους αποχαιρετήσω. Μα ήθελαν να ακούσουν κι άλλο. 

«Κάτι μας έχετε υποσχεθεί» είπαν μερικοί. 

Όλοι  περίμεναν.  Με  κοίταζαν  στα  μάτια.  Στεκόμουνα  μπροστά  σε  μία  μεγάλη φωτογραφία‐τοιχογραφία από τη Μονή της Χώρας. 

«Θέλω να σας μιλήσω  για  τη βυζαντινή  τέχνη  της αγιογραφίας  και  την απήχησή  της  σε όλον  τον Ορθόδοξο κόσμο της Μαύρης Θάλασσας, τον καιρό των Παλαιολόγων» τους είπα. 

Page 81: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Καθώς μιλούσα όμως, άλλαξα γνώμη. Θα τους έδειχνα μόνον την τοιχογραφία που βρισκόταν πίσω μου.  Ήταν  η  Κάθοδος  στον  Άδη,  δηλαδή  η  ορθόδοξη  απεικόνιση  της  Ανάστασης,  από  το  ταφικό παρεκκλήσι  της Χώρας.  Έργο  του 1320.  Αναλύοντας  τη σκηνή,  ένιωσα να μειώνεται η  ένταση  της φωνής  μου.  Ο  λευκοντυμένος  Χριστός  έσπαγε  τις  θύρες  του  Κάτω  κόσμου  και  τραβούσε προς  το φως  τους  νεκρούς.  Ρίγος  με  διαπέρασε.  Μιλούσα  σε  παιδιά  που  είχαν  ζήσει  τον  θάνατο.  Τους έδειχνα  ποδοπατημένο  τον  απαίσιο  Άδη,  νικημένο  το  φριχτό  σκοτάδι,  λυτρωμένους  τους Πρωτόπλαστους.  Κάποιοι  είχαν  πλησιάσει  σε  απόσταση  αναπνοής  για  να  δούνε  τα  σπασμένα θυρόφυλλα, τα πεταμένα καρφιά και τα μάνταλα κάτω από τα πόδια του Χριστού. Άλλοι κρατούσαν την ανάσα τους κι άλλοι με κοίταζαν με μάτια γεμάτα δάκρυα. Έτρεμαν. Έτρεμα. «Οι κατοικούντες εν  χώρα και σκιά θανάτου φως λάμψει εφ' υμάς». Δεν  ξέρω πώς βρήκα τη δύναμη να συνεχίσω. Μιλούσα για την ορμή του Χριστού, τη νίκη του φωτός, την πίστη στην Ανάσταση. Δεν θυμάμαι να έχω νιώσει άλλη φορά με  τέτοια ένταση  το  νόημα  του αναστάσιμου μηνύματος. Δεν θυμάμαι  να έχω ξαναπεί με τόση πίστη «προσδοκώ ανάσταση νεκρών»  και να απευθύνομαι σε νεκροζώντανα πλάσματα, παιδιά που είχαν αποφασίσει να ξαναβγούν στο φως. Ήθελαν να νικήσουν τον ζόφο. Θα τα κατάφερναν; 

Δεν νομίζω ότι μπορώ να περιγράψω τη φόρτιση της ατμόσφαιρας. Ακόμα αισθάνομαι το δέος των παιδιών,  ζω  το  ανατρίχιασμά  τους.  Το  μόνο  που  μπορώ  να  μεταφέρω  είναι  ότι  κανείς  τους  δεν ήθελε  να  φύγει  από  τον  χώρο  της  έκθεσης.  Κι  αφού  δώσαμε  αμοιβαίες  υποσχέσεις  ότι  θα ξανάρθουν, κι αφού πέρασε κάμποση ώρα ώσπου να δρασκελίσει ο πρώτος το κατώφλι της εξόδου, κι ένας ένας έφευγε, στάθηκα στην πόρτα και τους είδα να μπαίνουν σε ένα κάτασπρο λεωφορείο. «Προσδοκώ ανάσταση νεκρών» ψιθύριζα, κουνώντας τα δυο μου χέρια για να τους αποχαιρετήσω μέχρι  να  βγει  το  πούλμαν  από  το  λιμάνι  και  να  με  χτυπήσει  η  θαλασσινή  δροσιά  της  νύχτας. Οκτώβριος του 1992. Τα παιδιά της Ιθάκης στην καρδιά μου. 

 

«Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων Εσύ που αγάπησες τις μακρινές σποράδες Εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια Εσύ που πλέχεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες       σπηλιάδες Χαίρε που αφέθηκες να γοητευθής απ' τις σειρήνες Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες. 

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις Στο σέλας της θαλάσσης με τους γλάρους Κ' είμαι σε μια καμπίνα σου όπως εσύ μέσ' στην       καρδιά μου...» 

 

Δεν μπορώ να σκεφτώ πώς θα ήταν η ζωή μου χωρίς τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Γιώργο Ιωάννου. Τους τρεις είχα την τύχη να τους γνωρίσω. Τον Τσαρούχη από πολύ παλαιά, στην προδικτατορική Αθήνα, κι ύστερα στο καλύβι του στη Νορμανδία. Ήρθε και στο Πανόραμα ένα βράδυ, για να ακούσει το κανονάκι της Ανιές Αγκοπιάν∙ πολύ καταβεβλημένος, τον είχαν προδώσει τα πόδια του. Τον Χατζιδάκι τον έβλεπα τα βράδια στον «Μαγεμένο Αυλό», τον είχα και διευθυντή για ένα διάστημα στο Τρίτο Πρόγραμμα. Με τον Ιωάννου είχαμε μια πολύ στενή φιλία, ώσπου να  τον  ξαποστείλουν οι  γιατροί  του  ευαγούς  ιδρύματος «σαν  το σκυλί στ' αμπέλι». 

Page 82: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Ούτε στην κηδεία δεν μπόρεσα να πάω, είχε φοβερή κακοκαιρία και το αεροπλάνο δεν έφυγε για τη Θεσσαλονίκη.  Την  ώρα  της  κηδείας  έκανα  ένα  αφιέρωμα  στο  ραδιόφωνο.  Έκλαιγα  στον  αέρα, έκλαιγε κι ο ηχολήπτης μαζί. Μας έσωσε η ηχογραφημένη φωνή του που διάβαζε την «Ομίχλη». Δεν έμεινε  ούτε  αυτή  η  εκπομπή  στο  αρχείο  της  Ε.P.A.  (όλα  τα  σβήνουν,  γιατί  όλα  τους  λείπουν: αποθηκευτικοί χώροι, μαγνητοταινίες, οργάνωση, ενδιαφέρον και, πάνω από όλα, μυαλό). Πάει κι ο Γιώργος. Νεότατος, ακμαιότατος, αλλά έτοιμος από καιρό. 

Με τον κυρ Ανδρέα δεν είχαμε γνωριμίες. (Μολονότι η Υψικάμινος, και μάλιστα η έκδοση του 1935, αριθμός  αντιτύπου  15,  ήταν  ένα  από  τα  πρώτα  βιβλία  που  φυλλομέτρησα  μωρό,  κι  έμαθα  να απαγγέλλω  τα  ποιήματα  της  συλλογής  σαν  να  προέρχονταν  από  κάποιο  παιδικό  ανάγνωσμα — σίγουρα θα του άρεζε, αν είχα το θάρρος να του απευθύνω τον λόγο, μα ουδέποτε τόλμησα.) Τον συναντούσα,  αραιά  και  πού  στο  περίπτερο —  ευτυχή  συναπαντήματα  που  σε  εκτινάσσουν  στο σέλας. Έκανα δυο βήματα πίσω, τον άφηνα διακριτικά να περάσει, απολάμβανα την ευγενική του όψη,  τον  αγαπούσα  ακόμα  πιο  πολύ.  Στο  ίδιο  εκείνο  περίπτερο,  μπροστά  στο  παλαιό ζαχαροπλαστείο του «Μπόκολα», νυν «Da Capo» (με το πλατάνι που φύτεψε ο Παναγιώτης, μόλις κατέβηκε από  την Πίνδο στο Κολωνάκι,  δεκαετία  του  '50,  εντεκάχρονο  το Ηπειρωτάκι,  τσιράκι σε κομπανία χτιστάδων, δεν άντεξε εκεί, ήρθε στην πρωτεύουσα, τον έτρωγε η νοσταλγία, ο πλάτανος τον σκίαζε και τον παρηγορούσε, ώσπου να μπει στη σύνταξη, ευκατάστατος πια, αν όχι ζάπλουτος — κάποτε πρέπει να μάθουν και οι τωρινοί θαμώνες την προϊστορία του τόπου που έκαναν στέκι τους),  σε  εκείνο,  λοιπόν,  το  περίπτερο,  ένα  πρωί,  ο  Στέφανος  Πεζμαζόγλου  μου  ανήγγειλε  τον θάνατο του Εμπειρίκου. 

Ορφάνιες που δεν ξεπερνιούνται με τίποτα. Απλώς βαραίνουν πάνω στον βαρύ χρόνο, μειώνουν τις αντοχές σου, εντείνουν το κενό, εξανεμίζουν τις χαρές σου. 

Άνοστοι καιροί. Η εργασιοθεραπεία δεν αρκεί. Η Μαρία όμως πάντα εκεί. Αισθανόμουν όλο και πιο πολύ, όλο και πιο επιτακτικά την ανάγκη να ασχοληθώ σοβαρά με το βιβλίο. Κυρίως μετά τον αττικό Εγκέλαδο του 1999, ο οποίος έπληξε καίρια το οίκημα του Πανοράματος κι άλλαξε τη ροή του βίου της πανοραμικής ομάδας. 

Αναγκαστήκαμε  να  μετακομίσουμε  σε  έναν  πολύ  μικρότερο  χώρο  και  να  μειώσουμε  τις δραστηριότητές  μας  στο  ελάχιστο.  Μάταια  προσπαθήσαμε  να  βρούμε  καταλληλότερη  στέγη.  Το κράτος  μάς  τιμωρούσε  για  την  αυθάδεια  και  την  προκλητική  αυτονομία  μας  κι  εμείς υποχρεωθήκαμε, ύστερα από αναζήτηση τριών χρόνων,  να καταθέσουμε  τα όπλα. Διατηρούμε  το σχήμα, συρρικνωμένο, για να μη χάσουμε την επαφή με όλον εκείνον τον ενθουσιώδη κόσμο. Σε μια εποχή όπου όχι μόνον η τέχνη του λόγου αλλά ακόμα και η τέχνη και, βεβαίως, η απόλαυση,  της συζήτησης  βρίσκονται  σε  πλήρη  παρακμή,  το  να  διασώζεις  μία  έστω  υποτυπώδη  κοινωνική συναναστροφή  και  να  προσφέρεις  τη  δυνατότητα  μιας  κουβέντας  γύρω  από  έναν  τόπο  κοινού ενδιαφέροντος, που ξεφεύγει από τα ανούσια τετριμμένα, είναι μεγάλη υπόθεση. 

Κατά τα άλλα, πέρα από τις πανοραμικές συναντήσεις, τους περιορισμένους κύκλους των διαλέξεων και  τα λιγοστά  ταξίδια,  η απομόνωσή μου είναι πλέον μόνιμη.  Και η βιοπάλη πολύ πιο άγρια. Οι εργασιακές  συνθήκες  στον  νέο  αιώνα  θυμίζουν  θηριομαχίες  με  απροετοίμαστους  γλαδιάτορες, έτοιμους να υποκύψουν σε κάθε χτύπημα, σε κάθε δάγκωμα. Άσε πια την πολιτική κατάσταση στο διεθνές  πεδίο.  Χώνεις  το  κεφάλι  σου  στα  γόνατα  και  περιμένεις  να  ορμήσουν  τα  εκπαιδευμένα σκυλιά της φυλακής του Αμπού Γκράιμπ. 

Page 83: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

«Ιδεώδης εν τη λύπη σου» 

Έστω χωρίς υπογεγραμμένες: στη μνήμη της Ειρήνης, 

που πολύ αγάπησε τα γράμματα 

Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΜΟΓΓΟΛΩΝ με ξαναβρήκε στο σπήλαιο. Χάρη σε αυτήν, οι απουσίες γίνονται λιγότερο οδυνηρές,  οι  αθλιότητες  λιγότερο  κραυγαλέες,  η  μοναξιά  χάνει  την  πίκρα  της,  οι  μελέτες  και  τα διαβάσματα επεκτείνονται σε άλλα θέματα, που μπορεί να φαίνονται άσχετα αλλά στην ουσία όλα περιστρέφονται  γύρω  από  την  περίπτωσή  της.  Η  συντροφιά  της  νοηματοδοτεί  τα  ενδότερα  της ύπαρξής μου. 

Πηγαινοέρχεται  στο μυαλό μου,  άλλοτε σε μια άμαξα στη μέση  του πουθενά,  να οδεύει  προς  τα τάρταρα, κι άλλοτε να ικετεύει γονατιστή τον Χριστό για να τη σώσει από την ανίατη ασθένεια που απειλούσε  καθημερινά  τη  ζωή  της.  Αυτό  το  αρχοντογεννημένο  κοριτσόπουλο,  η  κοσμογυρισμένη κυρά, έπασχε, καθώς φαίνεται, από μία σοβαρότατη ασθένεια του αίματος∙ πιθανότατα αιμοφιλία. Οποιαδήποτε  πληγή,  ένα  απλό  τραύμα,  ή  ακόμα  και  μία  αμυχή,  προξενεί  παρατεταμένες αιμορραγίες, ενώ, με τον καιρό, η κατάσταση επιδεινώνεται. Μετά τα τριάντα, είσαι στο έλεος του Θεού. 

Την  αντικρίζω  στην  ψηφιδωτή  Δέηση,  στη  Μονή  της  Χώρας.  Την  περιβάλλουν  σκηνές  από  τα Θαύματα. Όλες απεικονίζουν ιάσεις. Όμως, διαγωνίως επάνω από τη μεγάλη Δέηση, υπάρχουν δύο εύγλωττες  (αν  και  εντελώς  υπαινικτικές)  αναφορές  στο  δράμα  της  Μαρίας.  Αριστερά,  ο  Χριστός θεραπεύει  την  ασθενή  πεθερά  του  Πέτρου∙  επιγραφή  «Ο  Χριστός  ιώμενος  την  πενθερά  του Πέτρου».  Δεξιά,  η  αιμορροούσα  γυνή  αρπάζει  με  τα  δυο  της  χέρια  το  ένδυμα  του  θεραπευτή Χριστού∙ επιγραφή «Ο Χριστός ιώμενος την αιμορροούσαν». Οι δύο γυναίκες, που δορυφορούν τη Μαρία και της συμπαραστέκονται από ψηλά, βρίσκονται στις δύο άκρες ενός νοητού τριγώνου. Στην αντιστραμμένη κορυφή του τριγώνου βρίσκεται η δεομένη Παλαιολογίνα, η μοναχή Μελάνη. Στον κεντρικό άξονα κυριαρχεί η γαλήνια μορφή του Χριστού. 

Μακάρι  να  ήταν  συμπτωματική  η  επιλογή  των  συγκεκριμένων  θεμάτων  από  τον  κύκλο  των Θαυμάτων, πάνω από τη μεγάλη Δέηση. Ας ήταν μόνον η έμπνευση του μαΐστορα αγιογράφου να ανιστορήσει ορισμένα από τα Θαύματα στο δεξί τμήμα του εσωνάρθηκα κι ας μην είναι κατ' εντολή του κτήτορα —ή της ίδιας της Μαρίας— αυτή η διάταξη των γυναικών, που κορυφώνουν την ένταση της  προσευχής,  υποδηλώνοντας  την  πίστη  και  την  προσμονή  της  ικέτιδας.  Άδικα  καμώνομαι  πως αναζητώ άλλες εκδοχές για να ερμηνεύσω την πνευματική σύνδεση των μορφών στον εσωνάρθηκα, εφόσον τώρα πια ξέρω ότι μόνον ένα θαύμα θα έσωζε τη Μαρία μου. Αυτή ορμήνεψε τον μαΐστορα. Αυτή  καθοδήγησε  τον  σχεδιασμό  της  συγκλονιστικής  σύνθεσης.  Αυτή  θέλησε  να  προσεύχεται αιώνια στα πόδια  του Χριστού,  του Χριστού «Χαλκίτη», προστάτη  της Χαλκής Πύλης  του παλαιού αυτοκρατορικού παλατιού — προστάτη όλων των μελών της εκάστοτε αυτοκρατορικής δυναστείας. 

Πόσα  ακόμα  επίπεδα  κρύβει  άραγε  η  Χώρα;  Πόσες  ακόμα  «εξορίες»  να  στεγάζει  αυτό  το μνημειώδες  έργο  τής  (απροσπέλαστης,  για  εμάς)  πνευματικής  δημιουργίας,  το  αφιερωμένο  στη Θεοτόκο «τη Χώρα του Αχωρήτου» και στον Χριστό «τη Χώρα των Ζώντων»; Κι αν η μοναχή Μελάνη, η νόθα κόρη και ανέστια ύπαρξη, η εκτοπισμένη από όλα τα πεδία της ζωής, βρήκε καταφύγιο στη Χώρα —τη χώρα της πίστης—, εγώ πώς θα αντέξω την αβάσταχτη δοκιμασία που περνάει αυτή η χιλιοβασανισμένη γυναίκα; 

Διάβασα πολλά, προσπαθώντας να καταλάβω. «Η νόσος δεν εκδηλούται επί θηλέων απογόνων... η περίπτωσις  γυναικός  πασχούσης  εξ  αιμοφιλίας  είναι  μεν  θεωρητικώς  δυνατή  (πατήρ  πάσχων  και μήτηρ φορεύς της νόσου), πρακτικώς όμως σπανιωτάτη (μεγάλου βαθμού αιμομειξία)...». 

Page 84: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Το  γεγονός  ότι  η Μαρία  ήταν  «φυσική»  κόρη  του Μιχαήλ  Παλαιολόγου  το  γνώριζα,  μα  δεν  είχα δώσει  την  πρέπουσα  σημασία.  Το  άρρωστο  αίμα,  η  βαριά  της  πάθηση  και  εκείνη  η  μνεία  περί αιμομειξίας με έκανε να ξαναπιάσω τις άκρες από την αρχή. 

Το 1253 (κάποιοι ισχυρίζονται ότι ήταν το 1252), μία κάποια Διπλοβατάτζινα έφερε στον κόσμο ένα κορίτσι, παιδί του παράνομου έρωτά της με τον Μιχαήλ. Την ίδια χρονιά, ή αρχές του '54, ο Μιχαήλ νυμφεύτηκε  τη  Θεοδώρα  Δούκαινα  Κομνηνή,  μικρανιψιά  του  αυτοκράτορα  Ιωάννη  Βατάτζη  κι αρχόντισσα με αριστοκρατικότατες περγαμηνές («πρόγονοι μεν σοι βασιλείς εκείνοι Δούκαι τε και Κομνηνοί,  τα  κάλλιστα και περίτρανα βασιλέων ονόματα»,  όπως  τα  είπε στην  επικήδεια μονωδία που  της  αφιέρωσε  ο  Θεόδωρος  Μετοχίτης).  Η  νεαρή  Θεοδώρα  ήταν  μακρινή  συγγενής  του γαμπρού∙  Παλαιολόγοι,  Κομνηνοί  και  Βατάτζηδες  συγγένευαν.  Βεβαίως,  ο  γάμος  υπαγόταν  στο πλαίσιο πολιτικών  ιντερέσων. Οι έρωτες και οι εφήμερες σχέσεις δεν παίζουν κανέναν ρόλο, όταν χτίζονται  σταδιοδρομίες —  πόσο  μάλλον  όταν  αυτές  στοχεύουν  στο  στέμμα.  Αναρωτιέμαι,  όμως, μήπως υπήρχαν στενότεροι συγγενικοί δεσμοί με τη μικρή κι ανόητη Διπλοβατάτζινα. Οι ερωτικές επιδόσεις του γοητευτικού στρατηγού ήταν ούτως ή άλλως γνωστές, αλλά πώς να συμμαζέψεις τις νεαρότατες  αρχοντοπούλες,  που  τριγυρνούσαν  στο  παλάτι  της  Νίκαιας  και  δεν  υπολόγιζαν  τις συνέπειες  του  ανύμφευτου  έρωτα  (κι  ακόμα  χειρότερα  του  αιμομεικτικού,  αν  ισχύει  μια  τέτοια υπόθεση);  Την  ξελόγιασε,  λοιπόν,  ο  τριαντάχρονος ομορφάντρας κι  έκανε μαζί  της μία θυγατέρα. Αλλά να τη στεφανωθεί του ήταν αδύνατον. 

Μπορεί ο Θεός να ανάπαυσε εγκαίρως την (ατιμασμένη) Διπλοβατάτζινα, πριν προλάβει να δει την κόρη της∙ οι επιλόχειοι θάνατοι ήταν πάρα πολύ συνηθισμένη ιστορία. Μα αν επέζησε, τι να απέγινε μετά τη γέννα; Τη γνώρισε ποτέ η Μαρία; Στη Νίκαια ή, αργότερα, στην Πόλη, όταν επέστρεψε όλο το  βυζαντινό  αρχοντολόι  κι  ο  Μιχαήλ  είχε  αποκτήσει  από  τη  Θεοδώρα  τον  Ανδρόνικο,  νόμιμο διάδοχο του θρόνου; 

Ποια  ήταν  άραγε  η  νομική,  οικογενειακή  και  κοινωνική  θέση  ενός  «φυσικού»  τέκνου  κάποιου Βυζαντινού εστεμμένου τον καιρό των Παλαιολόγων; Οι «φυσικές» κόρες είχαν διαφορετική μοίρα από τους «φυσικούς» γιους; 

Λίγο  πολύ  τα  ερωτήματα  παραμένουν  αναπάντητα,  όμως  εγώ  ακόμα  προσπαθώ  να  λύσω  το μυστήριο, αναμοχλεύοντας κι όλες τις κρεβατοκάμαρες που κατέγραψε η ιστορία. Στις ευρωπαϊκές αυλές  της  νεότερης  εποχής  υπήρχαν  πάμπολλες  άνομες  και  σκανδαλώδεις  περιπτώσεις.  Η αιμομειξία  είναι  βασιλικό  έθιμο  —  όχι  κατ'  αποκλειστικότητα∙  όλα  τα  στέμματα  της  Ευρώπης συγγένευαν  μέσω  γάμων,  συνήθως  μεταξύ  συγγενών.  Δισέγγονος  της  Βικτορίας  ήταν  κι  ο καημενούλης ο αιμοφιλικός  τσάρεβιτς Αλεξέι:  η  μάνα  του,  η  τσαρίνα Αλίκη,  η  γιαγιά  του,  επίσης Αλίκη, και η προγιαγιά του, η βασίλισσα Βικτόρια, ήταν φορείς της νόσου. 

Πάντως,  παρά  το  βεβαρημένο  ερωτικό  μητρώο  του  Μιχαήλ  και  τα  όσα  αγνοούμε  για  τη Διπλοβατάτζινα,  ο  γολγοθάς  της Μαρίας  μπορεί  να  εκδηλώθηκε  μετά  την  ενηλικίωσή  της,  οπότε ενδέχεται  να  μην  οφειλόταν  σε  κληρονομικά  αίτια  αλλά  σε  «έλλειψη  πλασματικής θρομβοπλαστίνης  ή...  ή...  ή...»,  περιπτώσεις  που  «συναντώνται  και  στα  δύο  φύλα».  Εξάλλου,  ο Μιχαήλ  είχε  επτά  νόμιμα  παιδιά  από  τον  γάμο  του  με  τη  Θεοδώρα,  και  τουλάχιστον  μία  ακόμα «φυσική» κόρη, για την οποία δεν γνωρίζουμε τίποτα. Ούτε το όνομά της δεν θα ξέραμε, αν δεν την είχε  στείλει  δώρο  ο  αυτοκράτορας  πατέρας  της  στον  Τάταρο  σύμμαχό  του,  τον  τραχύ  και απρόβλεπτο πρίγκιπα Νογκάι, κύριο των ευρωπαϊκών εδαφών της Χρυσής Ορδής. 

Ώστε και εκείνη η δύσμοιρη η Ευφροσύνη ήταν «εκ σκοτίων σπερμάτων γεννημένη». Δύο θυγατέρες του Μιχαήλ  στους Μογγόλους  γείτονες,  σε  διάστημα  τεσσάρων  πέντε  χρόνων,  και  οι  δύο  νόθες. Αλλά  κάπου πήρε  το μάτι  μου ότι  και  ο Ανδρόνικος  εκσφενδόνισε μία  κορούλα στον  χαγάνο  του Βόλγα∙  νόθα  και  η  τρίτη  νύφη. Μήπως,  εντέλει,  η  επιλογή  γινόταν  με  συγκεκριμένα  κριτήρια;  Το 

Page 85: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

θέμα χρήζει μελέτης. Προσοχή όμως∙ όχι βιαστικά συμπεράσματα. 

Τώρα  έχω  χρόνο  να  ασχοληθώ  περισσότερο,  μολονότι  ο  καλός  μου φίλος  Προκόπιος  με  τραβάει συνεχώς προς  τα  ιουστινιάνεια Κτίσματα και  την  ιστορική  γεωγραφία,  θέτοντας  ξανά  και  ξανά  το δίλημμα  των  προτεραιοτήτων.  Αλλά  μου  είναι  αδύνατον  να  ησυχάσω,  αν  δεν  εξιχνιάσω  την παλαιολόγεια διπλωματία μέσω «φυσικών» θυγατέρων κι όλα όσα σχετίζονται με τη Μαρία. Πρέπει να  ξαναδιαβάσω  τις  μονογραφίες  της  Αγγελικής  Λαΐου,  η  οποία  έχει  μελετήσει  συστηματικά  την κοινωνική  θέση  των  γυναικών  στο  Βυζάντιο  κι  έχει  ασχοληθεί  ιδιαίτερα με  την  Ύστερη Βυζαντινή περίοδο,  όταν  συντελούνται  σημαντικές  αλλαγές —  άσχετο  αν  εμείς  θέλουμε  να  βλέπουμε  τη βυζαντινή χιλιετία σαν μία ενιαία περίοδο που αρχίζει με τον Μέγα Κωνσταντίνο και τελειώνει με τον  Κωνσταντίνο  Παλαιολόγο.  Καμιά  φορά,  όταν  θυμίζω  σε  φίλους  ότι  πολύ  μικρότερη  είναι  η απόσταση  που  μας  χωρίζει  από  την  Άλωση  (πεντακόσια  τόσα  χρόνια)  από  ό,τι  το  διάστημα  που μεσολαβεί ανάμεσα στον πρώτο και τον τελευταίο Κωνσταντίνο (πάνω από χίλια εκατό χρόνια), κι αυτό σημαίνει ότι είναι αδύνατον να ενοποιήσουμε τα πράγματα, με κοιτούν με το ύφος κάποιου που ψάχνει τα γυαλιά του κι εσύ του λες ότι τα φοράει. 

Λαΐου,  λοιπόν.  Η  μεγάλη  κυρία  των  σύγχρονων  Βυζαντινών  Σπουδών.  Μία  εξαίρετη  Κομνηνή Δούκαινα Συναδηνή Ραούλαινα Παλαιολογίνα, εξέχουσα πανεπιστημιακή προσωπικότητα του Νέου Κόσμου, με ρίζες στην Αδριανούπολη και τη Θήβα. Τόλμησα κάποτε να της μιλήσω για το βιβλίο της Μαρίας.  Φάνηκε  σαν  να  της  άρεσε  η  ιδέα,  ίσως  δεν  ήθελε  να  με  απογοητεύσει.  Είπαμε  πολλά. Βεβαίως, με παρέπεμψε στον Στήβεν Ράνσιμαν και... στον Παχυμέρη. 

 

Ο Γεώργιος Παχυμέρης βρίσκεται πάντα στο ράφι πάνω από το καλοριφέρ της κρεβατοκάμαρας. Με απειλεί καθώς κιτρινίζουν τα φύλλα του δίτομου έργου — η έκδοση της Βόννης, του 1835, αλλά σε φωτοτυπημένη ανατύπωση, με το πρωτότυπο και τη λατινική μετάφραση, εννοείται. Κάθε χειμώνα λέω ότι  πρέπει  να  του βρω ασφαλέστερη θέση  και  κάθε  χειμώνα  τον βλέπω  ξαπλωμένο στο  ίδιο ράφι, όταν κάνω την εξαέρωση των σωμάτων θέρμανσης. Δειλά δειλά τον ξεφυλλίζω, καθώς βαστώ ακόμα  το δοχείο με  το μαύρο  καυτό  νερό. «...Ο δε  βασιλεύς  κήδος προς  τον Νογάν  επί  νόθω  τη Ευφροσύνη φθάσας ποιήσαι». Καημένα κορίτσια. Ούτε η μάνα τους δεν τα έκλαψε. «...Ο δε Νογάς αυτός  κράτιστος  ην  ανήρ  των  Τοχάρων...  ους  αυτοί  Μουγουλίους  λέγουσιν...  αιμοχαρείς  γε όντας...».  Δύο  τόμοι,  1.683  σελίδες  και  παντού  οι  γείτονες  Μογγόλοι.  Πόσο  δίκιο  είχε  ο Dimitri Obolensky. 

Ευτυχώς, ο Παχυμέρης, ύστερα από τόσων χρόνων βάσανα, βρήκε επιτέλους τον μεταφραστή και σχολιαστή του∙ το έργο εκδόθηκε στο Παρίσι, μεταξύ 1984 και 2000. Ε! χαράς ευαγγέλια για τους απανταχού  ενδιαφερόμενους  περί  της  βασιλείας  του  κυρ  Μιχαήλ  Η'  και  του  υιού  αυτού  κυρ Ανδρονίκου Β', μηδέ της αφεντιάς μου εξαιρουμένης. Τώρα, μπορώ να μελετήσω με άνεση τα των Μογγόλων, τουλάχιστον έτσι όπως τα είδε ένας πολλά μορφωμένος Βυζαντινός της εποχής εκείνης, ο  οποίος,  μάλιστα  θεώρησε  απαραίτητο  να  γράψει  και  για  το  νομοθετικό  έργο  του  Τσέγκις  Χαν («Τσιγκίς  Κάνις»  είναι  για  τον Παχυμέρη),  καθώς  και  για  πολλά άλλα  εξόχως  ενδιαφέροντα.  Περί Μογγόλων, ή «Σκυθών», γράφει και ο Νικηφόρος Γρηγοράς, αρκετά νεότερος του Παχυμέρη (στον κύκλο  του Ανδρόνικου Β'  Παλαιολόγου αυτός).  Αλλά  ο  πρωτέκδικος  και  δικαιοφύλαξ Παχυμέρης, γεννημένος στη Νίκαια το 1242, ήταν μόλις έντεκα χρόνια μεγαλύτερος από τη Μαρία. Κι έζησε από κοντά  τόσο  τον  αυτοκράτορα  πατέρα  της  (τον  οποίο  ουδέποτε  συμπάθησε),  όσο  και  τον αυτοκράτορα  ετεροθαλή  αδελφό  της,  τις  πρώτες  δεκαετίες  της  μακράς  βασιλείας  του.  Από  ό,τι φαίνεται,  ο  αξιόπιστος  χρονικογράφος  πέθανε  το  1307 —  ή  τουλάχιστον  το  1307  σταματάει  τη συγγραφική  του  δράση  και  μας  αφήνει  στη  μέση  μίας  άκρως  δραματικής  σκηνής  με πρωταγωνίστρια  και  πάλι  τη  Μαρία.  Μία  ακόμα  βυζαντινομογγολική  ραψωδία  που  έμεινε, δυστυχώς, ημιτελής. Αν προλάβω, θα επανέλθω. 

Page 86: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

«Δεν έχω ήχο, δεν έχω υλικό», δεν έχω ούτε καιρό, κι ο χρόνος καλπάζει 

Στον Νέστορα της ζωής μου 

Ο ΕΦΙΠΠΟΣ ΑΝΔΡΑΣ έχει τεταμένες όλες τις αισθήσεις. Ελέγχει τους χτύπους της καρδιάς του, τους ρυθμούς  ολόκληρης  της  ύπαρξής  του,  όπως  κάνει  στο  κυνήγι,  όταν  ο  γερακάρης  ετοιμάζεται  να εναποθέσει  το  εκπαιδευμένο  γεράκι  στην  άκρη  του  δεξιού  του  βραχίονα,  τον  σκεπασμένο  με  το τσόχινο  περιτύλιγμα.  Το  αγριεμένο  αρπακτικό  πρέπει  να  βρει  τη  θέση  του∙  να  αναγνωρίσει  το πραγματικό  αφεντικό  του∙  να  ελέγξει  τα  ένστικτα  και  την  πείνα  του,  να  ηρεμήσει  στο  άκρο  του χεριού, σα να είναι στο άκρο ενός κλαδιού, πριν κεντρίσει ο καβαλάρης το άτι του. Άλογο, άνθρωπος και πτηνό γίνονται ένα, καθώς εκτοξεύονται σαν το καλοζυγιασμένο βέλος που δεν χάνει ποτέ τον στόχο του. 

Όμως αυτός ο έφιππος άνδρας δεν πρόκειται να κρατήσει τώρα γεράκι στο χέρι. Στάθηκε στην πύλη του μεγάλου ανθόκηπου και παρακολουθεί σκυθρωπός το γαλήνιο θέαμα. Οι ντάντες παραμέρισαν τρομαγμένες.  Οι  μικρές  σκλάβες  ένιωσαν  την  επικείμενη  καταιγίδα  και  πέταξαν  σαν  φοβισμένες πεταλούδες. Τρέχουν να μαζέψουν τις απλωμένες ψάθες και τις ολομέταξες μαξιλάρες, τις κανάτες με  τα  σερμπέτια,  τις  γαβάθες  με  τα  ξεραμένα  βερίκοκα  και  τα  γλυκίσματα  που  είχαν  μόλις τοποθετήσει  γύρω  από  τις  γούρνες  και  το  κεντρικό  αυλάκι  του  κήπου.  Η  κυρά  τους  περίμενε επισκέψεις, μετά το πρωινό, κι αυτές ετοιμάζονταν να απλώσουν τα μεταξωτά σκέπαστρα πάνω από τον χώρο υποδοχής.  Είχαν ήδη μεταφέρει  τις  γλάστρες με  τις λιλιπούτειες μανταρινιές στη δυτική πλευρά του κήπου, γιατί προς τα εκεί θα ήταν στραμμένη η ομήγυρις. Η κυρά αγαπούσε ιδιαίτερα τους  μανταρινί  καρπούς. «Είναι  τόσο  πρόσχαρη  η  όψη  τους  και  τόσο  έντονα  γλυκόξινη  η  ευωδιά τους» έλεγε τις προάλλες στα κοριτσάκια. Κι αυτά χασκογελούσαν με τη χαρά της κυράς. 

Ο έφιππος άνδρας στέκει ακόμα στην πύλη. Η σκιά του πέφτει πάνω στις ροδόχρωμες πλάκες του δαπέδου, ο ήλιος έχει ανέβει, οι γυναίκες έχουν κατεβάσει το κεφάλι. Περιμένουν να ακούσουν τη συμφορά.  Ο  απρόσκλητος  επισκέπτης  είναι  υπεύθυνος  του  ηγεμονικού  στάβλου  του πολυχρονεμένου χαν Αμπακά. Δεν έχει έρθει για καλό. Αυτό είναι σίγουρο. 

«Χτες το απόγευμα ο Πόρφυρας δεν γύρισε στον στάβλο. Τον αναζητήσαμε όλη νύχτα στην εξοχή. Τον βρήκα νωρίς το πρωί βαριά λαβωμένο, με τα μπροστινά του πόδια σπασμένα. Τον σκότωσα πριν τον  φέρω  πίσω.  Ξέρω  τι  αδυναμία  του  έχει  η  κυρά.  Ποια  από  σας  θα  της  μιλήσει;  Περιμένω  τις εντολές της». 

Ώσπου  να  τελειώσει  τη  φράση  του,  η Μαρία  είχε  πεταχτεί  πίσω  από  τα  βαριά  παραπετάσματα. «Άρχοντα, ο Πόρφυρας...» ψέλλισε και κατέρρευσε. 

Ήταν  χάρισμα  του  πατέρα  της,  όταν  έγινε  συναυτοκράτορας,  τα  Χριστούγεννα  του  1258.  Πέντε χρονών  εκείνη,  πέντε  κι  εκείνος.  Τον  έφερε  μαζί  της  από  τη Νίκαια  στην  Πόλη,  το  καλοκαίρι  του 1261. Μοναδικό ενθύμιο της αγαπημένης της γενέτειρας.  Τον είχε στο ανάκτορο της Βλαχέρνας κι έβγαινε μαζί του βόλτα στα βασιλικά περιβόλια, έξω από τα Τείχη. Ήταν η μόνη χάρη που τόλμησε να  ζητήσει  από  τον Μιχαήλ,  όταν  της  ανακοίνωσε  το  συνοικέσιο  με  τον Μογγόλο  ηγεμόνα  και  το μακρύ ταξίδι, για να πάει ως τον γαμπρό. «Αν μου επιτρέψεις να πάρω τον Πόρφυρσ, με χαρά θα πάω ακόμα και στην άλλη άκρη του κόσμου». Και πήγε. Μαζί του. 

Δεν του είχε αδυναμία. Τον λάτρευε. Ούτε με τις βάγιες ούτε με τις ντάντες έλεγε όσα μπορούσε να πει με τον καλό της τον Πόρφυρα. Περνούσε ώρες κοντά του. Επί χρόνια τον φρόντιζε η ίδια, μέχρι να συνηθίσει. Οι Μογγόλοι την εκτίμησαν ιδιαίτερα για την αγάπη που είχε σε τούτο το κατακόκκινο ζωντανό. Το άλογο, που είχε έρθει με το ροδαλό κοριτσάκι, ήταν γι' αυτούς το μόνο σημείο επαφής. 

Page 87: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Και τι πλάσμα ήταν αυτό! Ένα μπόι ψηλότερο από τα δικά τους άτια. Δύσκολο να βρει τη θέση του δίπλα στα ξένα ζωντανά, στο ξένο παχνί, στον ξένο τόπο. Σε όλα του ξεχώριζε. Πέρασαν χρόνια για να προσαρμόσει τα χούγια του, να δεχτεί να υπακούει σε ξένα προστάγματα, να μάθει να τρέφεται με την ταγή που έδιναν οι αλογατάρηδες στα άτια του ηγεμονικού στάβλου. Εγκλιματιζόταν αργά, όπως  η  κυρά  του.  Μαζί  μεγάλωναν.  Αλλά  όπως  εκείνη,  έτσι  κι  αυτός  ήταν  πια  ένα  κομμάτι  της μογγολικής  αυλής  της  Περσίας.  Μέχρι  εκείνο  το  ανοιξιάτικο  απόγευμα,  όταν  τον  πρόδωσαν  τα ψηλόλιγνα πόδια του. Πρόωρα γεράματα ή μήπως πέρασαν τα χρόνια και η κυρά των Μουγουλίων δεν το είχε αντιληφθεί; 

 

Έχω  γράψει  εκατοντάδες  τέτοια  κείμενα.  Πώς  αρχίζεις  ένα  βιβλίο;  Το  τέλος  του  Πόρφυρα  μου φαινόταν  πολύ  καλό  για  αρχή.  Ύστερα,  το  έβρισκα  ανιαρό,  τετριμμένο,  ρηχό.  Δοκίμαζα  έναν μονόλογο της Μαρίας. Μία εκ βαθέων εξομολόγηση στον αγαπημένο, που άφηνε την τελευταία του πνοή∙ με εξάρσεις οργής και τρυφερότητας, με αναδρομές στη ζωή της —την κοινή ζωή τους—, με διάφορες  ιστορικές  αναφορές  και  άλλα  τέτοια.  Έτσι,  θα  κάνω  τον  αναγνώστη  να  πιστέψει  ότι  η απελπισμένη αρχόντισσα μιλάει στο ταίρι της, έναν άντρα που την εγκαταλείπει — την προδίδει. Κι όσο εξελίσσεται ο σπαρακτικός μονόλογος, θα αφήνω να διαφανεί ότι απευθύνεται σε ένα άλογο, τον  μοναδικό  σύντροφο  της  δίκοπης  ζωής  της.  Ένα  συγγραφικό  εύρημα.  Όχι.  Δεν  είναι  έντιμο  να φορτώσω στη Μαρία ψυχικές καταστάσεις οι οποίες δεν προκύπτουν από πουθενά, κι ούτε θέλω να παραμυθιάσω  τον  αναγνώστη.  Καλύτερα  να  αρχίσω  από  την  επιστροφή  της  στην  Πόλη∙  στο μεσοστράτι του βίου της. 

Όταν  γύρισε,  είχε  χρηματική  περιουσία.  Δικά  της  λεφτά.  Το  συμπεραίνουμε  από  την  αγορά  της Μονής Παναγιωτίσσης, σε μία από τις κορυφές του πέμπτου λόφου, δηλαδή σε μία περιοχή όπου είχε μεταφερθεί η βυζαντινή αριστοκρατία, μετά τη μετατόπιση της βασιλικής αυλής από το παλαιό κέντρο της πρωτεύουσας στο παλάτι της Βλαχέρνας, κοντά στον Κεράτιο κόλπο. Από τον Κεράτιο και τις  πλαγιές  του  τέταρτου  λόφου  μέχρι  τις  κορφές  του  έκτου  λόφου  και  τα  Χερσαία  Τείχη, αναπτύσσεται τώρα η παλαιολόγεια Κωνσταντινούπολη. Εκεί  ιδρύονται ή ανοικοδομούνται και τα δεκάδες μοναστήρια, που ανήκουν σε μέλη της αυλής∙ κυρίως στα γυναικεία μέλη της δυναστείας. Το Μουχλιό, αν και βρίσκεται στο κέντρο αυτής της πυκνοκατοικημένης περιφέρειας, είναι αρκετά απόκεντρο∙  οι  λοφοπλαγιές  σχηματίζουν  έντονο  ανάγλυφο  και  οι  απότομες  ανηφοριές  τού εξασφαλίζουν την απομόνωση που επεδίωκε η νέα κτητόρισσα. Ένα ήσυχο μονύδριο, αυτοδέσποτο, κρυμμένο μέσα σε αμπελώνες και μπαχτσέδες∙ ως και πηγές υπήρχαν στα κτήματα. Όλα ανήκαν στη Μαρία.  Μα  πού  τα  βρήκε  τα  λεφτά;  Ήταν  από  την  προίκα  της  ή  τα  απέκτησε  ως  σύζυγος  του Αμπακά, ή μήπως ήταν ένα είδος αποζημίωσης που της κατέβαλαν οι Μογγόλοι όταν χήρεψε, για να γυρίσει  αξιοπρεπώς  στο  πατρικό  παλάτι  (και  να  αποποιηθεί,  ενδεχομένως,  των  όποιων δικαιωμάτων της στην κληρονομιά του νεκρού ηγεμόνα); 

 

Κάθε  φορά  που  προσπαθώ  να  ξεκολλήσω  από  τα  ιστορικά  δεδομένα,  δηλαδή  τις  φευγαλέες αναφορές στο πρόσωπό της, που αντί να φωτίζουν τη ζωή της πολλαπλασιάζουν τα ερωτηματικά, καταλαβαίνω  ότι  μου  λείπει  το  θάρρος  ή  η  θέληση.  Δεν  μπορώ  να  απογαλακτιστώ  και  να αυτοσχεδιάσω.  Ονειρευόμουν  ένα  βιβλίο  απελευθερωμένο  από  τα  δεσμά,  την  ασφάλεια  και  το άλλοθι που μου παρέχει ο ευρύς κύκλος της έρευνας. Όμως η αλήθεια είναι ότι, αν χρησιμοποιήσεις ένα υπαρκτό πρόσωπο,  για  να  το πλάσεις σε ήρωα μίας μυθιστορίας,  πρέπει αφενός να κατέχεις στην εντέλεια το θέμα σου —να κινείσαι με απόλυτη άνεση στην εποχή και να έχεις μελετήσει όλες τις  παραμέτρους—  κι  αφετέρου  να  διαθέτεις  τη  στόφα  ενός  μυθοπλάστη,  τις  αρετές  ενός δραματουργού. Εγώ δεν έχω ούτε τις απαραίτητες γνώσεις ούτε το χάρισμα. 

Page 88: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Επιπλέον, με κατατρέχει η προσήλωση σε μία ιδιότυπη «ηθική», η οποία με καθηλώνει στο γεγονός. Δεν κοκορεύομαι για κοινωνική ηθική και εντιμότητα. Αναφέρομαι σε μία αυθυποβολή —αίσθηση υπευθυνότητας,  ή  κάποιας  μορφής  καταναγκασμού—  που  με  αποτρέπει  από  το  πλασματικό,  το φανταστικό.  Παραδέχομαι  πως  πρόκειται  για  έκφανση  άκρατου  πνευματικού  συντηρητισμού. Τρέμω στη σκέψη ότι, ακολουθώντας τη Μαρία πέρα από τα συμβατικά όρια της  ιστοριογραφίας, θα χρειαστεί να αντικρίσω το πιο άγνωστο κομμάτι του εαυτού μου. Φυλάγομαι. Θέλω να αποφύγω το  ταξίδι  στα  ενδότερα.  Δεν  έβαλα  ποτέ  το  κεφάλι  μου  στον  πάγκο  του  χασάπη.  Φοβάμαι  την ψυχική απογείωση. Δεν έχω εξασκηθεί στις περιπέτειες και τις ζάλες της τέχνης. Τεχνίτης είμαι όχι καλλιτέχνης. Ένας ολόψυχα αφιερωμένος μουτζαχεντίν που δεν τολμάει να αυτοπυρποληθεί. 

Ζω  διαβάζοντας.  Τρέφομαι  από  τα  βιβλία.  Ταξιδεύω  μελετώντας  άτλαντες  και  χάρτες.  Στράφηκα όμως,  αρκετά  εγκαίρως,  προς  τη  βιωμένη  εμπειρία,  τον  προφορικό  λόγο,  την  ακατάγραφη μαρτυρία.  Γνώρισα  από  κοντά  τους  άγνωστους  τόπους,  επανατοποθέτησα  τους  ανθρώπους, πάσχισα να τους καταλάβω. Παραδέχτηκα ότι πρέπει να προσμετρήσω και τις προκαταλήψεις και τις διαφορετικές  νοοτροπίες που κουβαλάει στην καμπούρα της η κάθε εποχή και, προσθέτοντας όλα αυτά στις κοινώς αποδεκτές πηγές της ιστορίας, αμφισβήτησα την αυθεντία της επιστημοσύνης και επεδίωξα να ανατρέψω τα θέσφατα. 

Είμαι μανιώδης ωτακουστής και εμπειρότατος παρατηρητής∙ ρέκτης της παραμικρής λεπτομέρειας∙ λάτρης  των  μικρών  και  ταπεινών  και  καθημερινών  και  αενάως  επαναλαμβανόμενων  πραγμάτων. Με τον καιρό, έμαθα να αποκρυπτογραφώ τους παραδοσιακούς κώδικες, τις κινήσεις, τον τόνο της φωνής,  τις  σιωπές  και  τις  αποσιωπήσεις,  τις  συμπεριφορές,  τις  εσωτερικές  ιεραρχήσεις,  τους κοινωνικούς ρόλους.  Καταγράφω τις μυρωδιές,  τις  εικόνες,  το ύφος  του  τοπίου,  την αίσθηση  του τόπου, τις αλλαγές των εποχών, τις κλίμακες, τη χρωματική ποικιλία, τις εναλλαγές. 

Ηχογραφώ  με  ευλάβεια  προσωπικές  ιστορίες∙  ξεχωρίζω  από  διαίσθηση  τις  ενσυνείδητες  ή ασυνείδητες επιστρώσεις, αναγνωρίζω τις ανάγκες για κοινωνικές συμβάσεις, τις λαμβάνω υπόψη μου,  γιατί  κι  αυτές,  μολονότι  δεν  ανταποκρίνονται  στην  πραγματικότητα,  ανήκουν  στο  υλικό  της ιστορίας — όλα εξελίσσονται, μεταπλάθονται, υπηρετούν νέες μυθολογίες. 

Οσφραίνομαι  τις  ανεπαίσθητες  μεταβολές,  μεταβολές  που  συμβαίνουν  συνήθως  στις  άκρες:  στις παρυφές της κοινωνίας, στις παρυφές των πόλεων, στις εσχατιές του κράτους. Τις αντιλαμβάνεται πολύ αργά το κέντρο, δηλαδή η εξουσία και η καθεστηκυία τάξη. Ο καλοζωισμένος δεν είχε ποτέ τις κεραίες για να νιώσει ότι στις απομακρυσμένες γειτονιές, στα παραπήγματα κοντά στα τείχη, στους οικισμούς που ξεφυτρώνουν μέσα σε ρέματα ή ανάμεσα σε ξεχαρβαλωμένους τάφους, ο κοσμάκης μαγειρεύει  διαφορετικά  φαγητά.  Οι  νέες  μυρωδιές  υποδηλώνουν  τους  νέους  κατοίκους,  τις  νέες δυναμικές,  τους  εσωτερικούς  μετανάστες  ή  τους  ξένους.  Η  απειλή,  η  επερχόμενη  ανατροπή, ανδρώνεται  συνήθως  στο  περιθώριο  της  ιστορίας.  Την  παρακολουθώ  με  τεταμένη  προσοχή, προσπαθώντας να καταλάβω τους μηχανισμούς των αλλαγών, πριν βρεθώ ξαφνικά μπροστά στους νικηφόρους Δωριείς και στους υποταγμένους Αχαιούς. 

Εξοικειώθηκα σταδιακά με το ιστορικό γίγνεσθαι, καλλιέργησα τους τρόπους για να το διηγούμαι, έγινα  παραμυθάς,  αλλά  δεν  ξέρω  να  κατασκευάζω  παραμύθια.  Τα  λέω  όπως  τα  έζησα,  επειδή έμαθα  να  ακούω  τους  άλλους.  Κι  έμαθα  να  σέβομαι  τις  πολλαπλές  ερμηνείες,  τις  διαφορετικές προσεγγίσεις,  τις  αντιφατικές  εξιστορήσεις∙  να  εξετάζω  όλες  τις  όψεις,  καθώς  αποκαλύπτονται ακολουθώντας δικούς τους ρυθμούς — με πλήρη συνείδηση ότι οι βεβαιότητες είναι ανατρέψιμες ανά  πάσα  στιγμή  κι  ότι  τα  ενδεχόμενα  καιροφυλακτούν  στη  στροφή  του  δρόμου.  Συνήθισα  να πετιέμαι από τον ένα χώρο στον άλλο, να κάνω συνδυασμούς και συσχετισμούς, να παρασύρομαι από συνειρμούς, να κινούμαι από τον παρελθόντα χρόνο στον παρόντα. Συντροφιά πάντα με τους απόντες, τα τάγματα των αγγέλων και των δαιμόνων, που φτερουγίζουν γύρω μου και μου δείχνουν τα  ίχνη  που  άφησαν.  Αυτοί  είναι  οι  δικοί  μου  άνθρωποι.  Όλοι  τους  υπέροχοι.  Δεν  μπορώ  να 

Page 89: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

δημιουργήσω νέα πρόσωπα. Θα απολαμβάνω πάντα τη Σαλαμπό, όπως και την κυρία Μποβαρύ, και τόσες άλλες φυσιογνωμίες που στοίχειωσαν τη ζωή των μεγάλων κλασικών και ομόρφυναν τη δική μας,  αλλά  θα  εξακολουθώ  να  υπηρετώ  αυτήν  την  επίμονη  προσκόλληση  στο  γράμμα  και  στις γραφές, αναζητώντας τις αναρίθμητες εκδοχές της ιστορικής πραγματικότητας. Αυτή είναι, πιστεύω, η αδυναμία μου — η εξιδανικευμένη φυλακή μου. 

Εδώ θα μείνω κι ας επιμένει ο καλός μου σύζυγος ότι η κλήση μου είναι το μυθιστόρημα. Μάταια τα λόγια εκατέρωθεν. Δεν τον πείθω, δεν με πείθει. Αλλά με συγκινεί ο συζυγικός πατριωτισμός. 

 

Η  Μαρία,  λοιπόν,  γύρισε  στην  Πόλη  με  κομπόδεμα.  Με  αυτό  συντηρούσε  τον  εαυτό  της  και  το μοναστηράκι  της  επί  τρεις,  αν  όχι  τέσσερις,  δεκαετίες.  Μα  πώς  περνούσε  τον  καιρό  της;  Με προσευχές κι αγρυπνίες, εργόχειρα, διάβασμα και διοικητικές φροντίδες πώς θα γράψω βιβλίο; Με τι θα γεμίσω τα τριάντα πέντε ή τριάντα επτά χρόνια που μεσολαβούν από την επιστροφή της στην Πόλη, το 1282, έως την επανεμφάνισή της, ως μοναχή Μελάνη, στην ψηφιδωτή Δέηση της Χώρας; 

Ερευνώ τις πηγές, για να εκμαιεύσω κάποια πληροφορία. Οτιδήποτε. Νεστοριανό κείμενο γραμμένο στα αρχαιοσυριακά (το αραμαϊκό ιδίωμα, που χρησιμοποιούν ακόμα στις λειτουργίες τους διάφορα δόγματα  της  Ανατολικής  Εκκλησίας),  αναφέρεται  στο  ταξίδι  του  καλόγερου  Ραμπάν  Σαουμά,  ο οποίος  πήγαινε  στην  Ευρώπη  για  να  επισκεφθεί  τον  πάπα  και  διάφορους  εστεμμένους,  σε  μία ακόμα προσπάθεια των Ιλχανιδών να προσεγγίσουν τη Δύση. Ήταν απεσταλμένος του χαν Αργκούν, ενός  από  τους  πολλούς  γιους  του  Αμπακά.  Ο  Νεστοριανός  πέρασε  από  την  Πόλη  το  1287  και συνάντησε  τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο.  Είμαι  βέβαιη ότι  συνάντησε  και  τη Μαρία.  Δεν  μπορώ να πιστέψω ότι η χήρα του Αμπακά δεν επεδίωξε να δει έναν άνθρωπο που ερχόταν από την αυλή της Ταυρίδας. Εκεί είχε αφήσει τα νιάτα της. 

Πάντως,  οι  διηγήσεις  του  Σαουμά,  όσο  κι  αν  συγκίνησαν  την  Παλαιολογίνα,  θα  μας  ξεστράτιζαν. Στην Πόλη αναζητώ τη συντρόφισσά μου. Με την Πόλη πρέπει να τη συνδέσω, έστω κι αν επέλεξε το ησυχαστήριο. Μήπως να εκμεταλλευτώ την παρουσία του Νεστοριανού για να σκαρώσω μία μικρή και  αθώα  ιστορία;  Να  τον  φέρω,  ας  πούμε,  σε  επαφή  με  τον  μοναχό  Μάξιμο,  μέσω  Μαρίας εννοείται. Ναι, γιατί όχι. Πολλές φορές έχω δει τον εκκολαπτόμενο γεωγράφο Μάξιμο Πλανούδη να περνά το κατώφλι του Μουχλιού. Συνήθως μετά τον Εσπερινό. Είχε μόλις ανασύρει από τη λήθη τα χειρόγραφα του Πτολεμαίου και χρειαζόταν τη βοήθεια της κυράς για να εξακριβώσει τόπους και τοπωνύμια, να τα διασταυρώσουν με κείμενα του Στράβωνα, να τη βάλει και πάλι να του αφηγηθεί το  ταξίδι  της πάνω στους  χάρτες  του Αλεξανδρινού. Η  γεωγραφία ήταν  ένα από  τα  επιστημονικά πεδία που αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα εκείνη την εποχή, υπό την αιγίδα και το προσωπικό ενδιαφέρον του  αυτοκράτορα,  κι  ο  Πλανούδης,  είμαι  σίγουρη,  θα  άδραξε  την  ευκαιρία  να  ανακρίνει  τον Σαουμά.  Ο  καλόγερος  ήταν  ανεκτίμητη  πηγή  πληροφοριών  για  τα  μέρη  πέρα  από  τα  παλαιά βυζαντινά εδάφη. Κάτω Μεσοποταμία, Περσία,  Ινδία, Κίνα, Θιβέτ... η γη των Μακάρων — η Ασία των Νεστοριανών.  Ολονυκτία  στο Μουχλιό.  Η  παλαιολόγεια  διανόηση  διψούσε  να  μάθει  για  την ανεξερεύνητη ανατολή της Οικουμένης. 

Χάρη  στο  ανήσυχο  πνεύμα  του  Πλανούδη,  ο  Ελληνισμός  επανασυνδέεται  με  την  εκπληκτική περιπέτεια  της  εξερεύνησης  του  κόσμου.  Η Μαρία  είχε  διανύσει  τόπους  μαγικούς.  Είχε  γνωρίσει θρυλικούς πολιτισμούς. Είχε συλλέξει όλων των ειδών τα στοιχεία. Κατείχε τουλάχιστον μία, αν όχι δύο,  από  τις  γλώσσες  της  ιλχανιδικής  Περσίας.  Είχε  συζητήσει  με  φυσιοδίφες  και  γιατρούς, αστρονόμους  και  μαθηματικούς,  με  εκπροσώπους  άλλων  θρησκειών,  με  ζηλωτές  μυστικιστικών ρευμάτων, με εμπόρους και πρεσβευτές που έρχονταν από τα πιο μακρινά μέρη της πιο μακρινής Ασίας.  Ήταν  μία  ιδανική  αυτόπτης,  με  ικανή  μόρφωση  και  κριτική  ματιά.  Διόλου  απίθανο  να υπήρχαν στη βιβλιοθήκη  της  και αραβικά  χειρόγραφα φερμένα από  την Ταυρίδα.  Δεν θα πρέπει, 

Page 90: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

λοιπόν,  να παραγνωριστεί ο ρόλος αυτής της εξαιρετικής προσωπικότητας και το μερίδιο που της αναλογεί  στη  δημιουργία  της  Παλαιολόγειας  Αναγέννησης.  Ήταν  ένας  θησαυρός  γνώσεων,  με μοναδικές  εμπειρίες —  κι  επιτέλους  δεν  γνωρίζω  κανέναν  άλλον  Βυζαντινό  διανοούμενο  που  να έζησε  δεκαεπτά  χρόνια  σε  ένα  από  τα  μεγαλύτερα  κέντρα  των  γραμμάτων,  των  τεχνών  και  των επιστημών της εποχής εκείνης. 

Ο  Νεστοριανός  επισκέπτης  πέρασε  το  1287  από  την  Πόλη  και  ο  Μανουήλ  Φυλής  επέστρεψε, γεμάτος  εντυπώσεις,  από  την  αποστολή  στον  Βόλγα,  το  1293.  Νυχτέρια  και  πάλι  στο  Μουχλιό, περιγραφές από το Αζόφ (τη Μαιώτιδα των αρχαίων) και να πάλι ο Στράβων στην πρωτοκαθεδρία, αλλά  και  ο  Ηρόδοτος  κι  όλα  τα  περί  Σκυθίας,  με  κάθε  λεπτομέρεια.  Ήταν  και  ο  Παχυμέρης  στην ομήγυρη,  για  να  ακούσει  τον  μαθητή  του,  τον  ποιητή  Φυλή,  που  είχε  την  τύχη  να  διανύσει  το Χανάτο της Χρυσής Ορδής. Ο αλλοπαρμένος Πλανούδης θα κομίσει και τους πρώτους γενοβέζικους πορτολάνους,  καθώς  και  τα  στοιχεία  που  συγκέντρωσε  συζητώντας  με  Βενετούς  καπεταναίους. Τώρα  μόλις  αποκτούμε  μία  συγκροτημένη  εικόνα  του  ανατολικού  Εύξεινου  και  της  ευρασιατικής στέπας έως το μακρινό όριο του Βόλγα. Και ο σχεδιασμός των χαρτών βρίσκεται σε καλό δρόμο. Το 1295,  ο Πλανούδης απέκτησε  τον πρώτο Πτολεμαίο  του. Μία  νέα  έκδοση  της  Γεωγραφίας,  με 26 πανέμορφους  χάρτες.  Ο  Ανδρόνικος  ενθουσιάστηκε.  Ώστε  αυτή  είναι  η  Ταπροβάνη  (Κεϋλάνη‐Σρι Λάνκα); Μα καλά, πώς έγινε κι έφτασαν έως εκεί οι Νεστοριανοί; 

Βεβαίως,  όλα  αυτά  είναι  άκρως  γοητευτικά,  και  η  ανεξακρίβωτη  συμμετοχή  της  Μαρίας  στην προώθηση της έρευνας τα καθιστούν ακόμα γοητευτικότερα. Ωστόσο, η ανακαίνιση της Μονής της Χώρας αρχίζει το 1315, αν όχι το '16, ενώ η εκτέλεση των ψηφιδωτών χρονολογείται στην επόμενη διετία ή τριετία. Το διάστημα είναι μεγάλο, δεν μπορώ να το διανθίσω με τη χαρτογραφία και τα πνευματικά  ρεύματα  που,  πιθανότατα,  φιλοξενούνται  από  τη  Μαρία  στο  φαναριώτικο μοναστηράκι. Πώς να κρατήσω το ενδιαφέρον του αναγνώστη; Να βάλω την κυρά να ανακατεύεται σε  ίντριγκες,  οικογενειακές  διενέξεις  και  διπλωματικά  συνοικέσια,  μου  είναι  αδύνατον.  Να  τη βγάλω από το Μουχλιό, μου φαίνεται απίθανο. 

Εκτός εάν. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί σε μία τέτοια σπάνια γυναίκα. Ποτέ δεν ξέρεις. Όταν, μάλιστα,  γνωρίζεις  ότι,  ενώ  συμβαίνουν  όλα  αυτά  τα  θαυμάσια  πράγματα  πίσω  από  τους περιβόλους των μοναστηριών και των παλατιών, το κράτος του Ανδρόνικου απειλείται πανταχόθεν κι  ότι  οι  κραδασμοί  από  τις  δραματικές  εξελίξεις  σε  όλα  τα μέτωπα δονούν  συθέμελα  την Πόλη. Καταποντίζεται  η  Μικρά  Ασία,  η  πατρίδα  της  Μαρίας,  η  γενέθλια  γη  της  τελευταίας  βυζαντινής δυναστείας. Χάος επικρατεί στη Θράκη. Στα περίχωρα της πρωτεύουσας ο κόσμος αφανίζεται από την  πείνα.  Ξέπνοες  μανάδες  τρέχουν  για  να  σώσουν  τα  νήπια  από  τα  ξίφη  των  αξιωματικών  του Ηρώδη. 

Μα σε τι θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη μία μεσήλικη και βαριά άρρωστη γυναίκα, αποτραβηγμένη από  τα  εγκόσμια,  δοσμένη  ολόψυχα στη μελέτη  και  στον  ενάρετο  βίο;  Ποτέ  δεν  ξέρεις.  Άλλωστε είναι διαπιστωμένο ότι η πραγματικότητα ξεπερνάει και την πιο αχαλίνωτη φαντασία. 

Θα  περιμένω  μέχρι  την  επόμενη  επαγγελματική  αγραναύπαση,  αν  όχι  και  τη  μεθεπόμενη∙  όποτε καταφέρω να ξαναβρεθώ κοντά στη Μαρία. Κι ας καλπάζει ο χρόνος. 

Page 91: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Από τον Βόσπορο στον Βόλγα ή στον Βαρδάρη και από τις Βλαχέρνες στη Βιθυνία: 

οι Μαρίες της Χώρας κι άλλες πολλές ανήλικες νυφούλες 

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΩ  τα  καραπατάκια  στα  νερά  του  Θερμαϊκού.  Είναι  Δεκέμβριος,  κι  όπως  συνήθως περνώ τις γιορτές στη Θεσσαλονίκη. Βγάζω βόλτα τον σκύλο στην παραλία, την ώρα της δύσης —μία από  τις  ωραιότερες  δύσεις  στον  κόσμο—  κι  εξακολουθώ  να  αναρωτιέμαι  με  τι  θράσος  οι εκκλησιαστικοί  και  οι  δημοτικοί  και  οι  κρατικοί  άρχοντες  έφτιαξαν  όλα αυτά  τα ανοσιουργήματα πάνω στο θαλάσσιο μέτωπο της Σαλονίκης. Εκατοντάδες εραστές και βιαστές χώθηκαν στον κόλπο της τα τελευταία 2.300 χρόνια. Τώρα ασχημονούν οι πάσης φύσεως εργολάβοι. 

Βεβαίως,  πάντα  μετρώ  τα  βήματά  μου  με  την  προσφιλή  μέθοδο,  δηλαδή  τις  εκατονταετίες,  και περπατώ μνημονεύοντας τους αυτοκράτορες των οποίων η βασιλεία συμπίπτει με το γύρισμα των αιώνων. Ο Όλυμπος αναδύεται στον ορίζοντα και πλησιάζει∙ ο Μοσκώφ είχε μακρείς διαλόγους με τούτο το βουνό, από το μπαλκόνι του παραλιακού διαμερίσματος — πέρασαν κιόλας τριάντα πέντε χρόνια. Τα θαυμάσια Πιέρια δεξιά, ο Κίσσαβος αριστερά,  το Μαυροβούνι νοτιότερα, πίσω από το Μέγα  Έμβολον.  Πρώτο  σκοτεινιάζει  το  Μικρό  Έμβολον.  Ο  Ιωάννου  αγαπούσε  αυτά  τα  δυο ακρωτήρια,  το  Καραμπουρνού  και  το  Καραμπουρνάκι.  Σκουραίνουν  τα  θεσσαλομακεδονικά  όρη, κοκκινίζει  ο  ορίζοντας,  χρυσίζει  η  θάλασσα,  μαυρίζουν  τα  αγκυροβολημένα  στη  ράδα  πλοία  κι ανάβουν τα φώτα. Σκέφτομαι τον Πεντζίκη, τον Αναγνωστάκη, τον Διονύση Σαββόπουλο. Βουτάν τα καραπατάκια δυο δυο, περιμένω να τα δω να ξαναβγαίνουν∙ απίστευτης διάρκειας μακροβούτια. 

Μέσα στο σούρουπο, χαμηλοπετούν τα τελευταία σμήνη. Τα κρωξίματά τους είναι σαν γοερό κλάμα τρομαγμένου  παιδιού.  Μα  δεν  είναι  η  «φυσική»  κόρη  του  θεοσεβούμενου  Ανδρόνικου  Β'  του Παλαιολόγου  η  οποία  κατευθύνεται  προς  τις  εκβολές  του  Βόλγα,  για  να  νυμφευθεί  τον  χαν  της Χρυσής Ορδής. Είναι η νόμιμη κόρη του αυτοκράτορα, η παιδίσκη Σιμωνίδα. Μωρό την έφερε στη Θεσσαλονίκη ο πατέρας της, για να την παντρέψει με τον κράλη της Σερβίας, τον μεσήλικα Στέφαν Ούρος  Μιλιούτιν,  που  είχε  κατέβει  με  στρατό  στη  Μακεδονία  κι  ετοιμαζόταν  να  εισέλθει θριαμβευτής στην πόλη. Αυτό κι αν ήταν μακροβούτι. Πενταετής η πορφυρογέννητη νύφη, ούτε να νιφτεί μοναχή της δεν ήταν σε θέση, αλλά ο Ανδρόνικος δεν είχε πια ούτε στρατό, ούτε στόλο, ούτε συμμάχους,  ούτε άλλες  επιλογές.  Το  στερνοπαίδι,  γένους θηλυκού,  ήτανε  η μοναδική  λύση  κι  ας σπάραζε η πατρική καρδιά. 

Το ανίερο συνοικέσιο ήταν ένας άκρως επιτυχής διπλωματικός ελιγμός. Το ζητούμενο ήταν να φανεί ότι  ο Μιλιούτιν πατάει  το πόδι  του σαν  γαμπρός  κι  όχι  σαν  κατακτητής.  Ένα συμπεθεριό που θα έσωζε το γόητρο της Αυτοκρατορίας. Είθε να αναχαίτιζε και την εξάπλωση των Σέρβων∙ μακάρι —ως παράπλευρο  κέρδος—  να  πετύχαινε  και  τον  μερικό  αφοπλισμό  της  απαιτητικής  μαμάς  της Σιμωνίδας. Αυτή η Φράγκισσα στρίγγλα, η κυρία  Ιολάνδη του Μομφερρά‐Ειρήνη  του Ανδρόνικου, δεν  είχε  πάψει  να  διεκδικεί  το  παλαιό  λατινικό  «Βασίλειο  της  Θεσσαλονίκης»∙  το  είχε  τάχα κληρονομήσει από τον σταυροφόρο προπάππο της Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό. Μα αφού, κυρά μου,  ο  βασιλιάς  μας  αποζημίωσε  τον  μαρκήσιο  πατέρα  σου,  με  ποσό  διόλου  ευκαταφρόνητο,  κι επιπλέον σου έκανε γαμήλια δωρεά τα μακεδονίτικα «πατρογονικά», τι άλλο επιθυμείς για να δεις με περισσότερη συμπάθεια τα δικά μας τα ντράβαλα; 

Πάντως, πράγματι ο γάμος έβγαλε το ταλαίπωρο κράτος μας από τη δυσχερέστατη κατάσταση στην οποία  είχε  περιέλθει,  διότι  ο  Ανδρόνικος  προίκισε  τη  Σιμωνίδα  με  τις  πόλεις  και  τα  χωριά  της Μακεδονίας, που είχε ήδη κατακτήσει ο Μιλιούτιν. Ο γαμπρός,  ειρήσθω,  είχε στο ενεργητικό του άλλους τρεις γάμους, αλλά αυτό δεν ήταν θέμα που απασχόλησε ιδιαίτερα τον προξενητή — ήξερε ο  άνθρωπος  να  παρακάμπτει  ενοχλητικές  λεπτομέρειες  κι  ας  αντιτάχθηκε  η  Εκκλησία,  που απαγόρευε ρητώς την τετραγαμία∙ ποσώς τον ενδιέφεραν αυτά. 

Page 92: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Προξενητής  ήταν  (ποιος  άλλος;)  ο  πολυπράγμων  Θεόδωρος  Μετοχίτης,  ένας  από  τους  πιο έμπιστους  συμβούλους  του  Ανδρόνικου.  Ανήλθε  γρήγορα  στην  ιεραρχία,  έλαβε  εντέλει  και  το αξίωμα  του  μεγάλου  λογοθέτη  κι  έγινε  «πρωθυπουργός»  στην  αυλή  του  γηραιού,  πλέον, αυτοκράτορα,  κάμποσα  χρόνια  μετά  το  προξενιό  της  Σιμωνίδας.  Ήταν  ο  δεύτερος  πιο  ισχυρός άνδρας  στην  Αυτοκρατορία  και  ένας  από  τους  αντιπροσωπευτικότερους  εκπροσώπους  της παλατιανής διανόησης στο αποκορύφωμα της Παλαιολόγειας Αναγέννησης. Ο κατεξοχήν μαικήνας των επιστημών και των καλών τεχνών είναι ο νέος κτήτωρ της Μονής της Χώρας, αν και ορισμένοι πιστεύουν  (μεταξύ  των  οποίων  κι  εγώ)  ότι  η  μοναχή  Μελάνη  είχε  σημαντική  ανάμειξη  στην ανακαίνιση  του  περίφημου  μνημείου.  Πάντως,  για  την  ανιστόρηση  του  καθολικού  με  τα λαμπρότατα  ψηφιδωτά,  ο  Μετοχίτης  ξόδεψε  αμύθητα  ποσά:  ένα  σημαντικό  μέρος  από  την περιουσία που απέκτησε χρησιμοποιώντας την απεριόριστη εξουσία του. Ο άπληστος καιροσκόπος έλεγχε  τις  επικοινωνίες  και  την  υπηρεσία  έκδοσης  διαβατηρίων,  όριζε,  με  το  αζημίωτο,  τις συναντήσεις  του  αυτοκράτορα,  πουλούσε  τίτλους  και  αξιώματα  σε  κηφήνες  και  έμπιστους  του δικού  του  κύκλου,  αποκλείοντας  ικανά  πρόσωπα  από  καίριες  θέσεις.  Με  δυο  λόγια,  ήταν  η αμφιλεγόμενη φυσιογνωμία που σφράγισε τις πρώτες δεκαετίες του 14ου αιώνα. Τώρα, βρισκόταν ακόμα στην αρχή της εντυπωσιακής του σταδιοδρομίας κι έτρεχε για να προλάβει τα χειρότερα. Οι καιροί ου μενετοί. 

Βιαζόταν ο Μετοχίτης να γίνει ο γάμος. Μα ο δριμύς χειμώνας  του 1298  καθυστέρησε  το σχέδιο. Ήταν  αδύνατον  να  διασχίσουν  τη  Θράκη  τα  βασιλικά  άλογα  με  τέτοιο  χιόνι.  Ο  Παχυμέρης διατείνεται ότι ο  καιρός λυπήθηκε  τη μικρούλα Σιμωνίδα και  χάρισε στο «πάνυ αστείον  τούτο  το θυγάτριον»  μερικούς  μήνες  ηρεμίας  στον  παιδικό  κοιτώνα,  στον  γυναικωνίτη  των  Βλαχερνών. Μπαμπάς, μαμά και θυγατέρα παρέμειναν,  λοιπόν, στην Κωνσταντινούπολη μέχρι  την άνοιξη  του 1299. 

Ο  Μετοχίτης  όμως  ταξίδεψε  μέσα  στο  καταχείμωνο,  γιατί  η  κατάσταση  είχε  φτάσει  στο  μη περαιτέρω. Πρώτα καθησύχασε  τους Θεσσαλονικείς,  που περίμεναν πώς  και πώς  την  ειρήνη∙ δεν είχαν υπολογίσει ότι θα κατέφθανε και η άλλη Ειρήνη, η ακατάδεχτη και ξεροκέφαλη Φράγκισσα, κι ότι επρόκειτο να εγκατασταθεί μόνιμα στην πόλη τους — βέβαια, έτσι γλίτωσε ο Ανδρόνικος από τη δύστροπη  κυρά,  την  οποία υπεραγαπούσε,  παρά  τες  υπέρμετρες απαιτήσεις  της∙ «μαινόμενη  και κατεπαιρωμένη  της  εκείνου  [δηλαδή  του Ανδρόνικου]  πραότητος  και  μήτε  θεόν φοβουμένη,  μήτ' ανθρώπους  αιδουμένη»  γράφει  ο  Νικηφόρος  Γρηγοράς.  Καλά  της  τα ψέλνει.  Είδαν  κι  έπαθαν  οι Θεσσαλονικείς να την ξεφορτωθούν, αλλά προς το παρόν προσέβλεπαν στην πολυπόθητη λήξη του πολέμου. 

Από τη Θεσσαλονίκη, ο Μετοχίτης πήγε μέχρι  τα Σκόπια. Με τον κράλη των Σέρβων γιόρτασε τον ερχομό του 1299, στις όχθες του παγωμένου Βαρδάρη. Εκεί, διαπίστωσε ότι όχι μόνον οι συμφωνίες έπρεπε  να  επικυρωθούν  το  ταχύτερο  αλλά  και  ότι  ο  γάμος  δεν  σήκωνε  άλλη  αναβολή.  Όλοι  οι γείτονες, Βαλκάνιοι και Ελλαδικοί, είχαν θορυβηθεί με την επικείμενη σερβοβυζαντινή συμμαχία και προσπαθούσαν  να  την  αποτρέψουν.  Ο  προξενητής  επιστράτευσε  όλες  τις  ικανότητές  του.  Έτσι, μεταξύ άλλων, ο Μιλιούτιν δέχτηκε να παραδώσει τους Βυζαντινούς αιχμαλώτους. 

Η  μικρούλα  Σιμωνίδα  θυσιάστηκε  υπέρ  πατρίδος  στα  τέλη  του  Απρίλη,  όταν  ολόκληρη  η  δυτική Βαλκανική είναι σκεπασμένη από τα ανθισμένα οπωροφόρα και οι λευκοντυμένες μηλιές είναι σαν ανήλικες  νυφούλες.  Δόξα  και  τιμή  για  τον  Σέρβο  ηγεμόνα.  Στις  εκκλησίες  της  επικράτειάς  του απεικονίζεται δίπλα στη  νέα σύζυγο κι ανάμεσά  τους φιγουράρει ο δικέφαλος  των Παλαιολόγων∙ δεξιά  ο  Μιλιούτιν,  αριστερά  η  Παλαιολογίνα  —  εντέχνως  ζωγραφισμένη,  ώστε  να  μοιάζει τουλάχιστον με δεκαπεντάρα και να δείχνει εξάπαντος ευτυχισμένη. 

Βαρύ  το άγος.  Ας  αληθεύουν,  τουλάχιστον,  τα  όσα  λένε  οι  κακές  γλώσσες  της Θεσσαλονίκης,  ότι δηλαδή ο ηλικιωμένος άρχοντας γεύτηκε τις κρυφές χάρες της Φράγκισσας πεθεράς. Μα κι έτσι αν 

Page 93: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

έγινε, όταν πήρε να ψηλώνει λίγο το ατυχές κοράσιον και να σχηματίζεται το γυναικείο κορμάκι, ο Μιλιούτιν  προτίμησε  την  απόλαυση  της  εφηβικής  σάρκας.  Ακόμα  κι  όταν  η  αιχμάλωτη  Σιμωνίδα κατάφερε,  χρόνια  αργότερα,  να  διαφύγει  και  να  καταφύγει  στον  μοναστικό  βίο,  ο  αναίσχυντος γέρων την έφερε με το ζόρι πίσω. 

 

Το  μακροβούτι  τελείωσε.  Τα  καραπατάκια  βγήκαν  στην  επιφάνεια  κοντά  στο  Σκατοφάναρο, μπροστά στο σπίτι του Στέλιου. Ώρα να γυρίσω στα γραπτά μου. 

Πάνω από δεκαπέντε χρόνια μοιράζομαι σε τρία σπιτικά. Η Θεσσαλονίκη είναι η συζυγική έδρα. Ο Στέλιος δεν μπορεί να την απαρνηθεί, είναι ένας από τους οικουρούς όφεις της πόλεως. Το Πήλιο είναι  το  θερινό  κατάλυμα,  εκεί  όπου  συμβιώνουμε  για  κάμποσο  καιρό.  Η  Αθήνα  εξακολουθεί  να είναι η δική μου βάση, το σπήλαιο το χτισμένο με βιβλία. Αυτά αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας  μου.  Κινητή  περιουσία,  εξαιρετικά  δυσκίνητη.  Τα  βιβλία  με  κρατούν  δέσμια  στη γενέθλια  πόλη.  Κάθε  μετακίνηση  σημαίνει  ότι  πρέπει  να  μεταφερθούν  όγκοι,  για  να  στήσω  το χαρτοβασίλειό μου εδώ ή εκεί. Τα διπλά αντίτυπα είναι μια κάποια λύση, αλλά δεν αρκούν. Όταν φτάνω τον Ιούλιο στο χωριό, περιμένει η Βαρβάρα με το γαϊδουράκι της στο πλάτωμα μπροστά στην εκκλησία.  Τρία  κιβώτια  μία  διαδρομή,  σύνολο  τέσσερις  ή  πέντε  διαδρομές  στο  κατηφορικό καλντερίμι, χρόνια τώρα, πήγαινε έλα τα βιβλία, παίρνουν κι αυτά τον αέρα τους, μα πάντα λείπει ένας κάποιος παλαιός άτλας, κι εκείνα τα εξειδικευμένα λεξικά, η τάδε και η δείνα μονογραφία, και οι σημειώσεις, που έμειναν τελευταία στιγμή στο ντουλάπι με τις εκκρεμότητες από το πρόσφατο ταξίδι στην Αίγυπτο (ή μήπως στην Ουκρανία;). 

Παρά  τις  μεταφορικές  δυσκολίες  και  τα  απόντα  βιβλιογραφικά  βοηθήματα,  η  διαμονή  στο πηλιορείτικο  σπιτικό  είναι  από  τις  πιο  καρποφόρες  κι  απολαυστικές  περιόδους  της  χρονιάς. Μία εβδομάδα  κάνω  για  να  αποδεχθώ  την  κάθοδο  στην  Αθήνα  τον  Οκτώβριο.  Σαν  νομάδας  που επιστρέφει  στα  χειμερινά  βοσκοτόπια  και  ψάχνει  τα  σημάδια  και  τα  όρια  για  να  ξέρει  που βρίσκεται. Ωστόσο, εδώ τα σημάδια εξαφανίζονται κι εγώ νιώθω κάθε χρόνο και πιο ξένη. 

Το  σπίτι  μου  είναι  στο  Βατραχονήσι,  στην  πάλαι  ποτέ  όχθη  του  πάλαι  ποτέ  Ιλισσού,  κοντά  στο Παναθηναϊκό  Στάδιο  (το  λεγόμενο  «Καλλιμάρμαρο»)  και  σε  μικρή  απόσταση  από  την  τελευταία κατοικία των εκ πατρός προγόνων. Χαίρε αθηναϊκή Αρβανιτιά! 

Ο  γενάρχης  Χατζηλάμπρος  Κόσκορης,  γνωστός  με  το  προσωνύμι  «ο  Κορομηλάς»,  δεν  είναι θαμμένος εδώ. Τον Μάιο του 1826  τον έπιασαν αιχμάλωτο οι άντρες του Κιουταχή, στη μάχη στο Χαϊδάρι.  Τονε  καρφώσανε  σε  σταυρό  κι  αργοπέθαινε  τρία  μερόνυχτα  σταυρωμένος.  Τον αποτελείωσε με δύο βόλια ένας πονετικός Αρβανίτης, που αψήφησε τις διαταγές των Τούρκων και τον πυροβόλησε, για να τον λυτρώσει. Άταφο απόμεινε το κορμί του. 

Πρώτος στο οικογενειακό μνήμα  είναι  το πρωτότοκο από  τα  έντεκα ορφανά  του μάρτυρα. Ο  κυρ Αντρέας,  τυπογράφος  και  εκδότης,  γεννημένος  το 1815.  Τον  είπαν  Κορομηλά,  γιατί  το αγιασμένο επίθετο του Κόσκορη θύμιζε την αρβανίτικη φύτρα μας. «Εκ της τυπογραφίας Ανδρέου Κορομηλά», οι πρώτες εκδόσεις βιβλίων στην απελευθερωμένη Ελλάδα. Πολύ θα ήθελα να ασχοληθώ με τον βίο και τα έργα του, το αναβάλλω όμως για την επόμενη ζωή (με την ελπίδα να μη με κυνηγάει ακόμα η αδυσώπητη βιοπάλη). 

Ακολουθεί  ο  γιος  του  Αντρέα,  ο  Δημήτριος,  θεατρικός  συγγραφέας  κι  εκδότης  της  πρώτης καθημερινής  εφημερίδας  της  Ελλάδας.  Διάσημος  δανδής,  δεινός  καλαμπουρτζής,  αδιόρθωτα σπάταλος  και,  από  ό,τι  φαίνεται,  στα  μαχαίρια  με  τον  αδελφό  του,  τον  εγκρατή  και  σεβαστό πολιτικό  Λάμπρο,  ο  οποίος  έμεινε  στην  ιστορία  ως  ο  «Πρόξενος»  του  Μακεδονικού  Αγώνα  και 

Page 94: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

υπουργός  των  Εξωτερικών  του  Βενιζέλου  τον  καιρό  των  Βαλκανικών  πολέμων,  αλλά  και διαπραγματευτής  στη  διεθνή  Συνδιάσκεψη  στο  Παρίσι  για  το  καθεστώς  της  ναυσιπλοΐας  στον Δούναβη — παντού εμπλέκεται η Μαύρη Θάλασσα, και, βεβαίως, η Θεσσαλονίκη, δευτερευόντως και η Φιλιππούπολη. 

Ακολουθεί ο γιος του Δημητρίου, ο παππούλης μου ο Γιώργης. Δημοσιογράφος από τα γεννοφάσκια του, μελετητής αρχαίων γλωσσών και βαθύς γνώστης της  ιστορίας. Τον θυμάμαι να γελάει με την ψυχή  του,  όταν  μας  έλεγε,  σαν  οικογενειακό  παραμύθι,  για  τα  παθήματα  του Πεισίστρατου,  του Μιχαήλ  Ακομινάτου,  της  Άννας  Κομνηνής,  της  θαρραλέας  αγίας  Φιλοθέης  και  πολλών  άλλων συγγενών μας — είχαν όλοι τις αδυναμίες τους, ευτυχώς. 

Γιος  του καλοκάθαγου Γιώργη ο πατέρας μου ο Λάμπρος. Δημοσιογράφος κι αυτός,  εγγράμματος και γοητευτικός άνθρωπος, αθεράπευτα ρομαντικός και ιδεαλιστής. Πλήρωσε πολύ ακριβά το λάθος να διεκδικήσει τη δημαρχία της Αθήνας, το 1964, δίχως το κομματικό χρίσμα (της Ε.Ρ.Ε.) κι επιπλέον με  ένα  τολμηρό  ψηφοδέλτιο,  συγκροτημένο  από  ενεργούς  πολίτες,  νέους  επιστήμονες  και επαγγελματίες, που ενδιαφέρονταν για την πόλη, κι όχι πολιτευτές με μπάρμπα στην Κορώνη. 

Εκείνη  την  άνοιξη,  στα  προεκλογικά,  περπάτησα  όλη  την  Αθήνα:  μεσοαστικές  και  μικροαστικές γειτονιές,  λαϊκές  συνοικίες  και «κατακόκκινα  νησιά»∙  μπήκα σε  καφενεία όπου σύχναζαν παλαιοί Χίτες, σε προσφυγικά παραπήγματα και προσφυγικές πολυκατοικίες∙ γνώρισα την περίφημη, τότε, Φωκίωνος Νέγρη και την Κυψέλη, το συμμαζεμένο και εσωστρεφές Κολωνάκι, τη μυθική Ομόνοια, τη Βαρβάκειο. Ήταν το πρώτο βάπτισμα —και το πρώτο ράπισμα— πριν κάνω το δικό μου άλμα το πυρακτωμένο  καλοκαίρι  του  '65.  Μέσα  στη  δίνη  των  πολιτικών  γεγονότων  και  εκτροπών, αποποιήθηκα  της  οικογενειακής  κληρονομιάς.  Οι  ευκολίες  με  βάραιναν,  τα  ελέω Θεού  προνόμια μου  προξενούσαν  ανατριχίλα.  Οι  νέοι  «παρθενώνες»,  για  τους  οποίους  πρωτομάθαινα  την αποκρουστική  αλήθεια,  με  γέμιζαν  οργή  και  ενοχές.  Απέρριψα  τους  πάντες  και  τα  πάντα,  για  να μετρήσω το μπόι μου και να αναμετρηθώ με τις δυσκολίες. «Βρας!», αλβανιστί «Πυρ!»... Ούτε τα δεκάξι δεν είχα κλείσει. Ζόρικες αποφάσεις. 

Τώρα βρίσκομαι και πάλι κοντά στους προγόνους∙ δυο δρασκελιές απέχει το Βατραχονήσι από το Κοιμητήριο —  αλλά μου πήρε  καμιά  εικοσαριά  χρόνια  για  να  συμφιλιωθώ μαζί  τους  και  να  τους εντάξω στη  χορεία  των προσφιλών κεκοιμημένων. Ως  έναν βαθμό  το οφείλω στη Μαρία  κι αυτό. Νομίζω, όμως, ότι η γενικότερη ενασχόλησή μου με το υλικό της ιστορίας και η συνεχής προσπάθεια κατανόησης των ανθρώπων του παρελθόντος, τα χιλιάδες πρόσωπα τα οποία με εξοικείωσαν με την πραγματικότητα  και  τις  αντιφάσεις  της  είχαν  ευεργετικά  αποτελέσματα  στη  διαδικασία  της αποδοχής των εξ αίματος οικείων∙ με τον καιρό, μαλάκωσε η νεανική αδιαλλαξία και μειώθηκε το αβυσσαλέο  χάσμα.  Κυριολεκτικό  βάλσαμο  η  αποτίναξη  της  δογματικής  ιδεοληψίας  απέναντι  σε προσωπικές  υποθέσεις  και  αναπόδραστες  κληρονομιές.  Έστω  κι  αν  καθυστέρησε  τόσο  πολύ  η διαδικασία της συμφιλίωσης. 

Στα  χρόνια  της  άγριας  εφηβείας  ερχόμασταν  με  φίλους  στο  παραϊλίσσιο  καταφύγιο.  Άλλοτε μεσημέρια,  άλλοτε  αργά  το  βράδυ,  μετά  τις  συγκλονιστικές  παραστάσεις  στο  Ηρώδειο,  και περνούσαμε  ώρες  συζητώντας  στα  πόδια  του  Αρδηττού.  [Κρατώ  τα  δύο  σύμφωνα,  τιμώ  τα προελληνικά  τοπωνύμια  της  πατρίδας  μου,  οι  απλοποιήσεις  θα  μας  ισοπεδώσουν.  Κηφισσός, Ιλισσός,  Λυκαβηττός,  Αρδηττός  (όπως  και  Άμφισσα,  Λάρισσα):  το  κομπιούτερ  σημαδεύει  τα περισσότερα με κόκκινο,  εγώ απτόητη υπερασπίζομαι  την προϊστορική μνήμη  των  τόπων και  των καθημερινών λέξεων, για να μη βρεθώ, ανέστια και πένης, να ζητιανεύω στους 57 Δρόμους γωνία με  την  5η  Λεωφόρο.  Τηρώ  και  την  αθηναϊκή  ονομασία  του  ερειπωμένου  ναού  του  Διός,  γιατί  ο παππούς μου επέμενε ότι οι γκάγκαροι Αθηναίοι έλεγαν πάντα οι «Στήλες», ποτέ οι «Στύλοι». Στις Στήλες  του Ολυμπίου  Διός,  λοιπόν,  μου  έλεγε  ότι  γίνονταν  τα  Κούλουμα  την  Καθαρή  Δευτέρα  (ο παππούλης μου μετείχε στον πετροπόλεμο ανάμεσα στις παιδικές φατρίες), κι ακόμα έλεγε ότι τον 

Page 95: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

καιρό της Τουρκοκρατίας, μέσα στα ερείπια είχαν φτιάξει οι Αιθίοπες σκλάβοι το δικό τους τζαμί, διότι οι Τούρκοι της οθωμανικής Αθήνας δεν τους καταδέχονταν.] 

Η βόλτα από το σπίτι μου μέχρι τις Στήλες είναι ένας περίπατος σε μία αλλοτινή όαση, που θεοί και δαίμονες  βάλθηκαν  να  τη  μετατρέψουν  σε  έρημο.  Η  υποβάθμιση  του  περιβάλλοντος  είναι  κάθε μέρα και πιο ορατή, μολονότι κανείς δεν τη βλέπει. Οι αρχαιότητες πίσω από κάγκελα κατάντησαν αξιοθέατες  κι  επισκέψιμες  αποκλειστικά  για  τουρίστες.  Εμείς  αποκομμένοι  από  τα  λιθάρια  του παρελθόντος. Μόνον στα σχολικά βιβλία διαβάζουμε την περιβόητη συνέχεια. Οι άπονοι άρχοντες του Υπουργείου Πολιτισμού έκαναν και περίφραξη του χώρου πίσω από τον ναό του Διός, κι έτσι στερήθηκαν  οι  περίοικοι  μια  κατάφυτη  αλάνα  χαρά  Θεού.  Μέχρι  να  γίνει  η  περίφραξη,  έβλεπα νεαρές  μητέρες  με  μωρά  σε  καροτσάκια,  οικογένειες  να  λιάζονται  τις  χειμωνιάτικες  Κυριακές, ηλικιωμένες  γυναίκες  να μαζεύουν σαλιγκάρια μετά  τη βροχή.  Έπιασα  κουβέντα με μία Κρητικιά, μέτοικο σε πολυκατοικία του Μετς. Ήρθε για να φυλάει τα εγγόνια, μαθητούδια του Δημοτικού, οι γονείς  γυρνούν αργά από  τη  δουλειά  τους,  ποιος  να  τα  κοιτάξει,  τους  μαγείρευε  κιόλας —  αλλά «δεν τρώνε τους κοχλιούς, να σε χαρώ∙ τους κάμω μπουμπουριστούς, μα δεν τους θέλουνε». Έχασε κι  αυτή  η  ξένη  τη  διασκέδαση  που  της  προσέφερε  έως  προχθές  η  αλάνα  με  τις  σκόρπιες αρχαιότητες. Κλείνει από παντού η πρωτεύουσα και μας αφήνει απέξω. 

Ποιος  θα  προστατεύσει  τους  δημόσιους  χώρους  από  τα  αναπτυξιακά  σχέδια  του  Δημοσίου,  τις εμπνεύσεις  των δημάρχων και  τις αυθαιρεσίες  των επιχειρηματιών,  των αθλητικών συλλόγων και λοιπών  παραγόντων  του  τόπου;  Παντού  πλέγματα  και  αβραμοπούλεια  καγκελάκια,  σκουπίδια, μπάζα, παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Βιαστικοί κι αμήχανοι τουρίστες, πολλά σταθμευμένα πούλμαν, ελάχιστοι οι απόκληροι που κοιμούνται ανάμεσα στους θάμνους και στα αρχαία κλέη. Μόνον η Αγία Φωτεινή  διατήρησε  κάτι  από  το  παραϊλίσσιο  ύφος  της  περιοχής.  Ένα  όμορφο  εκκλησάκι  στις παρυφές  της Αθήνας,  χωμένο μέσα σε  καλαμιές  και υπολείμματα υδροχαρούς βλάστησης.  Είκοσι βήματα παρακάτω, στέκει ακόμα η γέφυρα του 2ου μ.Χ. αιώνα. Όλη η κίνηση της εισόδου‐εξόδου των Αθηνών περνάει από πάνω. Άξια τα έργα σου, Αδριανέ! 

Ο μέγας αυτός «φιλαθήναιος» αυτοκράτωρ είχε επενδύσει με μάρμαρο το Παναθηναϊκό Στάδιο της ρωμαϊκής  πόλεως  και  είχε  χτίσει  μίαν  ακόμα  γέφυρα  στον  Ιλισσό,  μπροστά  στο  Στάδιο,  για  να διευκολύνει  το  πέρασμα  των  θεατών.  Σωζόταν  η  γέφυρα  έως  τα  τέλη  της  Τουρκοκρατίας.  Την αποτύπωσε σε μία χαλκογραφία ο Stuart, ο οποίος ζωγράφισε στο πλάι και την αρβανίτικη μάντρα με  τους  ξωτάρηδες  και  το  κοπάδι  τους.  Από  εκεί  αρχίζει  το  Βατραχονήσι.  Πάντως,  δεν  ήξερα  ότι δίπλα στο ποτάμι υπήρχε κάποτε ένας από τους μύλους του Κορομηλά. Ένας στον Κηφισσό κι ένας εδώ,  στο Βατραχονήσι. Μιλούμε  για διακόσια  τόσα  χρόνια πριν.  Το διάβασα στα Τοπωνύμια  των Αθηνών του Κώστα Μπίρη, όταν μετακόμισα στα περίχωρα του μύλου. 

Ανέλπιστη επιστροφή στα παραϊλίσσια πάτρια, λοιπόν. Δίχως μύλο, δίχως ποτάμι και βατράχια. Τα πάντα αφανίστηκαν κάτω από τις λευκές πλάκες με τις οποίες έχει στρωθεί η πλατεία του Σταδίου. Η μόδα της πλακόστρωσης πλατειών —εν είδει φαλάκρας— ενέσκηψε την εποχή της Δικτατορίας. Ωστόσο, οι συνταγματάρχες έμειναν επτά έτη και κάτι, ενώ η αισθητική τους θα μας κυνηγάει στον αιώνα  τον  άπαντα.  Όλη  η  Ελλάδα  πλακοστρώθηκε,  κόπηκαν  πλατάνια,  χάθηκαν  τα  σκιασμένα σημεία συνάντησης, οι γέροντες περιορίστηκαν στα καφενεία, οι μαμάδες έστρωσαν τα μωρά τους μπροστά στην τηλεόραση, μόλις επεκτάθηκε το εθνικό δίκτυο. Αστράφτουν οι άδειες πλατείες. Ούτε να  τις  διασχίσεις  δεν  αντέχεις.  Ο  ήλιος  τιμωρεί  τις  επιλογές  μας  κι  εντείνει  το  αίσθημα  της κοινωνικής ερημιάς. Μαντρωμένοι στα διαμερίσματα θα περάσουμε το υπόλοιπο του χρόνου που μας απομένει. 

Γυρνώντας στα παλαιά λημέρια, εξοικειώθηκα με το μικροκλίμα της γειτονιάς. Αν και αλλοιωμένο, εξακολουθεί να ανανεώνεται από το ευχάριστο αεράκι που κατεβαίνει από τα βόρεια της Αττικής και,  ακολουθώντας  το  φυσικό  άνοιγμα  του  Ιλισσού,  δροσίζει  το  ανυποψίαστο  Παγκράτι.  Δεν  το 

Page 96: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

ανακόπτουν  ούτε  τα  τέρατα  τα  χτισμένα  στην  κοίτη  του,  ούτε  ο  θρασύτατος  όγκος  του ακαλαίσθητου Αγίου Σπυρίδωνα, με  τις σκάλες  του ρωμαϊκού θριάμβου∙ η  έπαρση των ποιμένων στον κολοφώνα της.  Χαράματα Κυριακής, όλο  το Βατραχονήσι  (και  το κάτω Παγκράτι)  ξυπνάει με ηλεκτρονικές καμπανοκρουσίες. Αυτές ειδοποιούν την πολυπληθή φιλιππινέζικη κοινότητα ότι είναι ώρα  να  φορέσει  τα  γιορτινά  της  και  να  πάρει  το  τρόλεϊ,  για  να  πάει  να  εκκλησιαστεί  στον  Άγιο Διονύσιο, τον καθεδρικό ναό των Καθολικών της Αθήνας. 

Η  θέα  της Ακρόπολης  και  το  ιλίσσιο αεράκι με αναζωογονούν.  Χάθηκε όμως  για πάντα  εκείνο  το «αεγάκι  του  Επιταφίου»,  που  μας  γλύκαινε  την  ψυχούλα  με  τη  φωνή  του  Χατζιδάκι.  Γερνούμε ανέστιοι στη γενέθλια πόλη. 

 

Όσο  περνούν  τα  χρόνια,  τα  μογγολικά  μου  ενδιαφέροντα  αυξάνονται  και  οι  γνώσεις  μου πληθαίνουν,  ενώ  μειώνονται  οι  προϋποθέσεις  για  τη  συγγραφή  του  βιβλίου  για  την  κυρά  των Μογγόλων. «Δεν κάνουμε τα ταξίδια που θέλουμε, δεν γράφουμε τα βιβλία που θέλουμε» γκρίνιαζε ο  Σεφέρης  από  την  πλαγιά  του  Αρδηττού,  πάνω  από  το  Βατραχονήσι.  Συμμερίζομαι  απόλυτα  τη διαπίστωση  του  αείμνηστου  γείτονα,  αλλά  προσπαθώ  να  ξορκίσω  την  γκρίνια.  Καλλιεργώ αντισώματα, γιατί γκρίνιες, παράπονα και πίκρες είναι συμπτώματα κόπωσης, προεόρτια ψυχικού γήρατος. Μου αρκούν τα οργανικά. Εξάλλου, εμένα με συντροφεύει η καρτερική Μαρία, μία από τις ευγενέστερες φυσιογνωμίες της ελληνικής  ιστορίας. Τώρα, διατρέχουμε μαζί  την τρίτη ηλικία. Μα τα δικά της βάσανα δεν έχουν τέλος. Σαν να έπρεπε εκείνη να πληρώσει όλα τα κρίματα κι όλα τα σφάλματα των αρσενικών μελών της ένδοξης οικογένειάς της. 

Όσο άξιος,  δυναμικός  και  αποφασισμένος  για  όλα  ήταν  ο  αήθης  πατέρας  της,  τόσο  αδύναμος  κι αναποφάσιστος ήταν ο πράος ετεροθαλής αδελφός της. Άνθρωπος καλών προθέσεων, ευπατρίδης, έντιμος  και  γενναιόδωρος,  θεοσεβούμενος,  πιστός  υπηρέτης  της  Ορθόδοξης  Εκκλησίας, διανοούμενος,  οραματιστής  ανέφικτων  πολιτικών  λύσεων,  ο  Ανδρόνικος  είχε  την  ατυχία  να κληρονομήσει  άδειο  το  κρατικό  ταμείο.  Μειώνοντας  δραματικά  τις  αμυντικές  δαπάνες  και προβαίνοντας  σε  υποτιμήσεις  του  νομίσματος,  αυξάνοντας  συνεχώς  τους  φόρους  και αναστέλλοντας κάθε τόσο τις πληρωμές των αυλικών, προσπάθησε να καλύψει τα ελλείμματα, αλλά οι  ανάγκες  ξεπερνούσαν  κατά  πολύ  τα  έσοδα.  Κάποτε,  μου  ήταν  ιδιαίτερα  συμπαθής,  λόγω  της αφοσίωσής  του  στα  πνευματικά  πεδία.  Ταιριάξαμε  και  στα  γεωγραφικά  μας  πάθη.  Το  δικό  του αντίτυπο  του  Πτολεμαίου  είναι  από  τα  ωραιότερα  ζωγραφισμένα  χειρόγραφα  της  ελληνικής βιβλιογραφικής  παραγωγής.  Υποκλίνομαι.  Καθώς  κλείνω  όμως  το  γόνυ,  νιώθω  ένα  σφίξιμο  στην καρδιά.  Κερύνεια, Μόρφου, Πενταδάκτυλος, Αμμόχωστος: 1974‐1984‐1994‐2004... Αν η αισθητική απόλαυση  και  τα  επιτεύγματα  της  νόησης  είναι  γεγονότα  αυθύπαρκτα,  που  οδηγούν  στην απόδραση,  κι  αν  οι  επιφανείς  των  γραμμάτων  επιλέγουν  την  ηρεμία  των  βιβλιοθηκών  τους,  ενώ χάνεται ο Σαγγάριος, να τα βράσω και τα γράμματα και τις τέχνες και τις αγιογραφίες και τον Ηθικό του Θεόδωρου Μετοχίτη, όπου ο ανώτατος αξιωματούχος τονίζει ότι «απαραίτητη προϋπόθεση για να  αποδώσει  η  παιδεία  καρπούς  είναι  η  προσήλωση  του  ανθρώπου  στην  ορθοδοξία  και  στη χριστιανική  πίστη»  και  εγκωμιάζει  «τους  πραγματικά  ενάρετους,  οι  οποίοι  απομονώνονται  και απολαμβάνουν ήσυχα τα αγαθά που τους προσφέρει σε αυτήν εδώ τη ζωή η αρετή». Λόγια, λόγια, λόγια. Λίαν αμφισβητήσιμα πρότυπα κυρ Θεόδωρε, κυρίως γιατί, όταν συγγράφεις τον Ηθικό σου, η Πόλη λιμοκτονεί, η Ραιδεστός πολιορκείται και η μικρασιατική τραγωδία κορυφώνεται. Καλές και οι πραγματείες  και  οι  θεολογίες  και  τα  σχόλια  στον  Αριστοτέλη,  μα  ούτε  ένα  πλεούμενο  του ξεπουλημένου στόλου δεν έχει απομείνει στον Κεράτιο. Οι  ιταλικές δημοκρατίες είχαν πλέξει  ένα τεράστιο δίχτυ στη Μεσόγειο και στη Μαύρη Θάλασσα. Το Βυζάντιο ήταν απόλυτα εξαρτημένο. 

Καλός  κ'  αγαθός  ο  Ανδρόνικος,  αλλά  ακατάλληλος  να  διευθύνει  τις  υποθέσεις  ενός  κράτους,  το οποίο χρειαζόταν έναν ηγέτη που θα άρπαζε τον ταύρο από τα κέρατα.  Και οι μαινόμενοι  ταύροι 

Page 97: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

είχαν  ζώσει  το  Βυζάντιο,  ενώ,  εντός  των  τειχών,  οι  καλοζωισμένες  αγελάδες  ασκούσαν  όλη  την επιρροή τους, για να αποκτούν όλο και περισσότερα προνόμια, αδιαφορώντας για την επικείμενη διάλυση.  Ας  αυξήσει  και  πάλι  τους  φόρους  ο  αυτοκράτορας,  για  να  τα  βγάλει  πέρα,  κι  ας βαρυγκωμάει ο χύδην λαός. Εμείς, οι αριστοκράτες παλαιάς και νέας κοπής, θα απολαμβάνουμε τα θεϊκά «τιρερέμ» και θα παραγγέλνουμε στον αυλικό ποιητή εγκώμια, επιταφίους και επιτύμβια, για να  στολίσουμε  τις  ιδιόκτητες  μονές  μας  με  επιγραφές  που  θα  απαθανατίζουν  την  ευλάβειά  μας∙ προπαντός τον ιαμβικό στίχο να προσέξεις, Μανουήλ! 

Εγκλωβισμένος στην αντιδυτική —ανθενωτική και αντιπαπική— πολιτική του, ο αυτοκράτορας ήταν δέσμιος των λαθών του∙ δέσμιος των συγγενών και αυλικών του∙ δέσμιος των αδηφάγων κληρικών (που  είχαν  καταντήσει  σειληνοί  του  κράτους).  Τραγικό  θύμα  των  συγκυριών∙  ανήμπορος  να ανταποκριθεί στις απανωτές συμφορές και στις πολιτικές εξελίξεις που διαδραματίζονταν τόσο στην περιφερειακή όσο και στη διεθνή σκηνή. Κοντολογίς, μία αξιόλογη προσωπικότητα σε λάθος θέση, ή σε λάθος εποχή. Στον καιρό του, και με την άδειά του, οι Γενοβέζοι έφτιαξαν ένα «κράτος εν κράτει» στην  κωνσταντινουπολίτικη  Περαία,  μία  γενοβέζικη  πόλη  εκατό  μέτρα  μακριά  από  την  Πόλη. Ύψωσαν τείχη, άνοιξαν τάφρο, έχτισαν τον εντυπωσιακό πύργο του Γαλατά κι έγιναν οι κύριοι του Βοσπόρου, οι κύριοι των θαλασσών και των θαλασσίων μεταφορών. Αλλά ούτε οι Γενοβέζοι ούτε οι ανταγωνιστές  τους,  οι  Βενετοί,  αποτελούσαν  το  μοναδικό  πρόβλημα  του  αποδυναμωμένου  και συρρικνωμένου  κράτους,  που  δεν  είχε  πια  τρόπο  να  αμυνθεί  κι  έβλεπε  τους  πανικόβλητους Μικρασιάτες να έρχονται από απέναντι, κομίζοντας την απελπισία και τη φρίκη στην πρωτεύουσα. Δεν είχε ούτε στάρι για να θρέψει τους Πρόσφυγες. 

 

Η  Μαρία  ήταν  πενήντα  τεσσάρων  ή  πενήντα  πέντε  ετών,  όταν  της  ζήτησε  ο  αυτοκράτορας  και ετεροθαλής αδελφός της να πάει στη Νίκαια. 

Στη Νίκαια;  Η  ηλικιωμένη  κυρά,  τρεις φορές  ξεριζωμένη,  χήρα από  το 1282,  αποτραβηγμένη  στο Μουχλιό, χτυπημένη από ανίατη και φοβερά επικίνδυνη νόσο, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα ξανάβλεπε  ποτέ  τη  γενέτειρα.  Καλύτερα  όμως,  χίλιες  φορές  καλύτερα  να  έμενε  με  την  παιδική ανάμνηση  της  πλουσιότατης  και  γλυκύτατης  Βιθυνίας  παρά  με  τη  μικρασιατική  πραγματικότητα, έτσι όπως τη βίωσε μισόν αιώνα αργότερα. 

Η κατάπτωση ήταν απερίγραπτη. Όλα αυτά τα χρόνια, οι Μικρασιάτες είχαν πληρώσει πολύ ακριβά τη  μεταφορά  της  πρωτεύουσας  στην  Κωνσταντινούπολη  και  τη  μετατόπιση  του  κέντρου  της Αυτοκρατορίας στα ευρωπαϊκά εδάφη (Θράκη, Μακεδονία, Μοριάς). Μετά το 1261, τα πλούτη της Νίκαιας έρεαν προς την Πόλη και οι δυσαρεστημένες ανατολικές επαρχίες συνειδητοποιούσαν ότι η αλλοτινή Αυτοκρατορία δεν ήταν πια παρά ένα βαλκανικό κράτος με αποκεντρωμένες εξουσίες. Οι υποχρεώσεις στη νότια πλευρά της Προποντίδας και στο μικρασιατικό Αιγαίο βάραιναν την Πόλη, προκαλώντας απανωτά πολιτικά σφάλματα. Το σελτζουκικό Σουλτανάτο είχε διαλυθεί και τα ιμάτιά του διαμελίζονταν ανάμεσα σε Τουρκομάνους εμίρηδες και δυναμικούς οπλαρχηγούς‐γκαζίδες, που έστηναν  τα  δικά  τους  μπαϊράκια.  Η  βυζαντινή  άμυνα  στη  γραμμή  του  Σαγγάριου,  όπως  και  στο σύνορο του Μαίανδρου, κατέρρεε. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος είχε ακολουθήσει πολιτική αδιαφορίας, ακόμα και ανοιχτής εχθρότητας, απέναντι στη μικρασιατική κοινωνία, κι όταν ο ίδιος, στα τέλη της ζωής του, προσπάθησε να διορθώσει τα λάθη του, δεν υπήρχε ελπίδα. Οι σπασμωδικές κινήσεις του Ανδρόνικου  δυσχέραναν  ακόμα  περισσότερο  τα  πράγματα∙  προσέθεσαν  αδιέξοδα,  πυροδότησαν συνωμοσίες,  ενέπλεξαν  άξιους  αξιωματούχους  σε  δυσάρεστες  ιστορίες,  ενέτειναν  τον  πανικό  και την  απελπισία.  Στα  εσωτερικά  προβλήματα,  στις  έντονες  εκκλησιαστικές  αντιπαραθέσεις,  στα προσωπικά  συμφέροντα,  στη  διαφθορά  των  δικαστών,  στην  αδιαφορία  των  γαιοκτημόνων,  στη δυσφορία  των  καλλιεργητών  και  στη  διχόνοια  —τη  διχόνοια  που  κατασπάραζε  τον  βυζαντινό οργανισμό—,  ήρθαν  να  προστεθούν  εξωγενείς  παράγοντες  (όπως  ο  πόλεμος  ανάμεσα  σε 

Page 98: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Γενοβέζους και Βενετούς στο Αιγαίο, που κατέληξε σε βενετο‐βυζαντινό πόλεμο), καθώς και φυσικές καταστροφές. Ο μεγάλος σεισμός του 1296 άνοιξε πολλές πληγές. Οι άνεμοι από το ασκί του Αιόλου ήταν αδύνατον να συμμαζευτούν. 

Ο  Θεόδωρος  Μετοχίτης,  ο  οποίος  συνόδευσε  τον  Ανδρόνικο  σε  μία  από  τις  μικρασιατικές  του περιοδείες, θρηνεί για την αξιολύπητη κατάσταση της ωραίας Ιωνίας, την εξαθλίωση της Λυδίας, της Φρυγίας, της Αιολίδας... Γεμάτος πίκρα, διαπιστώνει τις αδυναμίες του κράτους και επισημαίνει ότι η  περιοχή  ήταν  εγκαταλελειμμένη,  γιατί  ο  πληθυσμός  αραίωσε  πριν  από  την  εξάπλωση  των Τουρκομάνων,  επειδή  οι  Μικρασιάτες  είχαν  χάσει  και  το  ηθικό  τους  και  την  πολιτική  τους συνείδηση,  εξαιτίας  της  στάσης  που  είχε  τηρήσει  επί  τόσα  χρόνια  η  κεντρική  εξουσία. Μπορεί  ο Ανδρόνικος να αγωνιζόταν τώρα «υπέρ της των σων Ελλήνων σωτηρίας», αλλά δίχως συντονισμένη πολιτική  και  στρατιωτική  δράση  ολόκληρη  η Μικρά  Ασία  θα  έπεφτε  στα  χέρια  των  Τούρκων.  Οι επόμενες προσπάθειες, ακόμα και οι καλοσχεδιασμένες κινήσεις, είχαν ολέθρια αποτελέσματα. 

Το παιχνίδι  είχε  χαθεί ούτως ή άλλως  το 1261. Πόσο μάλλον  τώρα, στο γύρισμα του αιώνα, όταν εμφανίστηκαν  δυναμικά  και  οι  Τούρκοι  του  Οσμάν.  Αυτοί  οι  Οσμανλίδες‐Οθωμανοί  είχαν εγκατασταθεί  στα  ορεινά  ενδότερα  της  Βιθυνίας  κι  από  εκεί  έκαναν  αλλεπάλληλες  επιδρομές  κι αλλεπάλληλες  λεηλασίες  στην  ύπαιθρο  χώρα.  Γέμισαν  οι  οχυρωμένες  βιθυνιακές  πόλεις  από προσφυγιά. Όσοι Μικρασιάτες μπορούσαν έφευγαν με πλεούμενα προς τα νησιά της Προποντίδας και  τη  Θράκη.  Απελπισμένοι,  πεινασμένοι,  ρακένδυτοι,  κατέκλυζαν  την  Πόλη.  Έντρομες  μητέρες έκρυβαν ακόμα στον κόρφο τους τα νεογέννητα — σαν τις μανάδες που απεικονίζονται στη Σφαγή των  Νηπίων,  στα  ψηφιδωτά  της  Χώρας.  Η  αποτρόπαια  σκηνή  ξεδιπλώνεται  σε  δύο  τοίχους  του εξωνάρθηκα  και  καταλήγει  σε  μία  από  τις  υψηλότερες  στιγμές  της  ζωγραφικής  τέχνης  ανά  τους αιώνες:  τις καθισμένες κατάχαμα μανάδες, που διπλωμένες στα δύο θρηνούν τα χαμένα σπλάχνα τους. Όταν τις βλέπω, είμαι σίγουρη ότι ο ανώνυμος αγιογράφος αποτύπωσε τη φρίκη της δικής του εποχής και όχι της εποχής του Ηρώδη. Ο τρόμος είχε κυριεύσει τις ψυχές των απελπισμένων. 

Όλα τα παρακολουθούσε από το ησυχαστήριό της η Μαρία. Το μισό κράτος χανόταν. Το υπόλοιπο βούλιαζε.  Ο  Ανδρόνικος  είχε  παντρέψει  τη  Σιμωνίδα  με  τον  Μιλιούτιν,  κατορθώνοντας  έτσι  να ανακόψει  τη  σερβική  επιθετικότητα.  Τώρα,  προσπαθούσε  απεγνωσμένα  να  απαλλαγεί  από  τους αγριανθρώπους,  που  ο  ίδιος  είχε  καλέσει,  πιστεύοντας  ότι  με  μισθωμένους  επαγγελματίες  θα αντιμετωπίσει  τους  Τούρκους.  Όμως  η  ομάδα  των  Καταλανών  μισθοφόρων,  ένα  εμπειροπόλεμο ιδιωτικό στράτευμα που θα έσωζε τάχα τη Μικρασία, πολύ σύντομα πρόδωσε τον αυτοκράτορα και επιδόθηκε σε λεηλασίες. Ήταν γύρω στα 8.000  τομάρια,  τα οποία, αφού έκλεψαν άλογα, σοδειές και περιουσίες στη Μικρασία, γύρισαν στη Θράκη για να συνεχίσουν το πλιάτσικο, εκβιάζοντας τον Ανδρόνικο να τους καταβάλει τα τεράστια χρηματικά ποσά που τους είχε υποσχεθεί. Ταυτόχρονα, αυξάνονταν  οι  άκρως  ανησυχητικές,  και  όλως  διόλου  βάσιμες,  πληροφορίες  ότι  τα  εξαγριωμένα γομάρια  επεδίωκαν  να  πάρουνε  και  την  ίδια  την  Πόλη.  Ίσως  για  λογαριασμό  κάποιων  δυτικών δυνάμεων, που βυσσοδομούσαν εναντίον της ανίσχυρης Αυτοκρατορίας. Η κατάσταση στη Θράκη, δηλαδή  έξω  από  τα  τείχη  της  πρωτεύουσας,  ήταν  εκτός  ελέγχου.  Παράλληλα,  οι  Οθωμανοί,  που σκύλευαν  την  ήδη  καταστραμμένη  μικρασιατική  ύπαιθρο,  είχαν  φτάσει  μέχρι  τον  Βόσπορο.  Ο κλοιός είχε κλείσει∙ το σκοινί έσφιγγε τον λαιμό του αυτοκράτορα. 

Τότε, στράφηκε προς τον μακρινό ανατολικό σύμμαχο, τον χαν της Περσίας, με την ελπίδα ότι, αν ανταποκριθούν  οι  Ιλχανίδες,  θα  θορυβηθεί  ο  Οσμάν,  κι  αν  οι  Ιλχανίδες  επιτεθούν  στους Οσμανλίδες, θα σωθεί τουλάχιστον η βυζαντινή Βιθυνία. Για να ανανεώσει τους παλαιούς δεσμούς, πρότεινε να παντρέψει μία από τις θυγατέρες του (μία από τις νόθες θυγατέρες του) με τον Ιλχανίδη ηγεμόνα.  Η  υποψήφια  ονομαζόταν  Ειρήνη.  Αλλά  τον  Μάιο  του  1304,  πριν  ολοκληρωθούν  οι διαπραγματεύσεις, ο χαν Γκαζάν απόθανε. Κι ήταν μόλις τριάντα πέντε χρονών. Τι να πει κανείς! Και εδώ άτυχος ο κυρ Ανδρόνικος. 

Page 99: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Πέρα από όλα τα άλλα, το ανεκπλήρωτο συνοικέσιο με την Ειρηνούλα επαυξάνει τις υπόνοιες ότι οι καλοί μας οι Παλαιολόγοι προτιμούσαν να στέλνουν  τις «φυσικές»  τους κόρες στους Μογγόλους, ενώ  τις  γνήσιες  —έστω  και  πενταετείς—  τις  προόριζαν  για  τους  Χριστιανούς  ηγεμόνες  και ηγεμονίσκους.  Ο  Ανδρόνικος  ακολούθησε  πιστά  την  πολιτική  του  πατέρα  του  στο  θέμα  των διπλωματικών  γάμων.  Ο  αείμνηστος Μιχαήλ  είχε  δώσει  τη  νόθα Μαρία  στους Μουγούλιους  της Περσίας και τη νόθα Ευφροσύνη στους Μουγούλιους ή Τοχάρους της ανατολικοευρωπαϊκής στέπας. Ο υιός είχε ήδη στείλει ένα κορίτσι σε βαρβαρικό κρεβάτι. Μία «φυσική» κόρη, μία ακόμα Μαρία —Μαρία  ήταν  όντως  το  όνομά  της—  που  εκτοξεύτηκε  στα  βορινά  της  Κασπίας,  το  1292,  για  να παντρευτεί  τον Τοκτάι,  χαν  των Ταταρομογγόλων  της Χρυσής Ορδής.  Τώρα,  λοιπόν,  ήρθε η σειρά της Ειρήνης. Όμως στην ιλχανιδική Περσία λίγα πράγματα θύμιζαν πια τα παλαιά «καλά χρόνια» της διακυβέρνησης του Χουλαγκού και του Αμπακά, μολονότι ο αποθαμένος χαν Γκαζάν ήταν ένας από τους εγγονούς του Αμπακά. 

Ο κακάσχημος και κοντοπίθαρος Γκαζάν («Καζάνη» τον λέει ο Παχυμέρης) είχε αγωνιστεί επί χρόνια για  την απόκτηση  της  εξουσίας. Οι  ισχυροί μουσουλμανικοί παράγοντες  του υποσχέθηκαν ότι  θα τον υποστήριζαν, εφόσον αυτός θα δεχόταν να ασπαστεί το  Ισλάμ και να το επιβάλει ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Ακολούθησε η δολοφονία του χαν Μπαϊντού, που νεαρός είχε γοητευτεί από τις  προσωπικότητες  του  κύκλου  της  κυράς  των  Μουγουλίων  και  δήλωνε  επίσημα  ότι  ήταν Χριστιανός,  για  αυτό  τον  έφαγαν  άλλωστε.  Ο  νέος  χαν  ήταν  έρμαιο  της  μερίδας  των  ζηλωτών Μουσουλμάνων,  στους  οποίους  όφειλε  το  στέμμα  του.  Ήταν  έξυπνος  και  πολλά  μορφωμένος. Κατείχε έξι γλώσσες, μεταξύ των οποίων κινεζικά, αραβικά και γαλλικά. Ήταν ατρόμητος πολεμιστής κι άνθρωπος με σιδερένια πυγμή — ένας πραγματικός Τσεγκισχανίδης, παρά το παρουσιαστικό του, που  τον αδικούσε.  Υποχρεώθηκε,  όμως,  να  τηρήσει  τον  λόγο  του  και  να  επιδείξει  το αποτρόπαιο πρόσωπο του φανατισμένου νεοφώτιστου. Κατέστρεψε ιερούς χώρους, καταδίωξε τους Βουδιστές, καταδίκασε  σε  φριχτά  βασανιστήρια  τον  μογγολικής  καταγωγής  υπέργηρο  πατριάρχη  των Νεστοριανών,  περιόρισε  την  ελευθερία  των  γυναικών  και  υποχρέωσε  τους  Χριστιανούς  και  τους Εβραίους της Ταυρίδας να φορούν στις δημόσιες εμφανίσεις τους ενδυμασίες που θα δηλώνουν τη διαφορετικότητά τους. 

Όταν εδραιώθηκε στην εξουσία, φρόντισε να απαλλαγεί από τους δεσμώτες του κι έτσι μπόρεσε να ακολουθήσει  μία  πολύ  πιο  συνετή  και  ανεκτική  πολιτική,  πιστή  στις  μογγολικές  παραδόσεις. Ανέθεσε  τα  οικονομικά  σε  έναν  σοφολογιότατο  Εβραίο  γιατρό,  ο  οποίος  έγινε  ο  κυριότερος σύμβουλος  της  αυλής.  Παράλληλα,  ανέθεσε  τη  συγγραφή  της  Ιστορίας  των  Μογγόλων  σε  μία εξέχουσα προσωπικότητα της περσικής διανόησης, ενώ δεν παρέλειψε να ζητήσει συγχώρεση από το  τραγικότερο  θύμα  του,  τον  Μαρ  Γιαχμπαλλαχά,  τον  μάρτυρα  Νεστοριανό  πατριάρχη.  Έχτισε μεγαλόπρεπα  μνημεία  στην  Ταυρίδα,  ίδρυσε  τζαμιά  και  νοσοκομεία,  ενίσχυσε  τις  τέχνες, δημιούργησε έναν κύκλο καλλιεργημένων αυλικών, αντιμετώπισε διάφορα αυτονομιστικά κινήματα στα ανατολικά σύνορα του Ιλχανάτου, αλλά δεν κατόρθωσε να περιορίσει τους Μαμελούκους στη Μέση Ανατολή, παρά το γεγονός ότι τους απέσπασε για μικρό διά στημα το Χαλέπι και τη Δαμασκό. Ήταν η τελευταία μογγολική εκστρατεία σε συριακά εδάφη. Το Ιλχανάτο όδευε προς την παρακμή. 

Ο Παχυμέρης εκθειάζει τη βασιλεία του. Ο καλός ιστοριογράφος είτε αγνοεί τη φοβερή περίοδο της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας και υποτιμά τις ήττες στη Συρία είτε, επηρεασμένος από το βυζαντινό αδιέξοδο,  στηρίζει  την  απόφαση  του  αυτοκράτορα,  παρουσιάζοντας  σαν  εξαίρετο  ηγέτη  τον μέλλοντα  γαμπρό.  Δίκιο  έχει.  Είναι,  μάλιστα,  εντυπωσιακό  το  γεγονός  ότι  γνωρίζει  τόσο  καλά  τι συνέβαινε στην Ταυρίδα, ενώ η Κωνσταντινούπολη ήταν περικυκλωμένη από εχθρούς. Ωστόσο, και άδικο αν είχε, δεν τον κατηγορώ. Ας ερχόταν επιτέλους ο στρατός του Γκαζάν, ας πετσόκοβε τους Τούρκους  του  Οσμάν,  κι  ας  θυσιάζαμε  ακόμα  μία  θυγατέρα  του  Αγαμέμνονα.  Τα  ομηρικά διδάγματα αποτελούσαν έναν από τους πυλώνες της άρχουσας ιδεολογίας. Οι κόρες των βασιλέων πρέπει  να  προσφέρονται  για  να  δοξάζεται  ο  πατρικός  οίκος.  Στο  κάτω  κάτω  η  Ειρηνούλα  του Ανδρόνικου  δεν  θα  κακόπεφτε.  Όποιες  κι  αν  ήταν  οι  συνθήκες  στο  ισλαμικό‐πολυθρησκευτικό 

Page 100: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Ταμπρίζ  του  Γκαζάν,  ήταν  παρασάγγες  καλύτερες  από  τις  απερίγραπτες  συνθήκες  στο μογγολοτουρκικό  Σαράι,  την  έδρα  του  Χανάτου  της  Χρυσής  Ορδής,  στις  εκβολές  του  Βόλγα.  Εκεί ήταν πραγματικοί βάρβαροι. Αλίμονο στη Μαρία. 

 

Η  υπόθεση  της  Μαρίας  («φυσικής»  κόρης  Ανδρόνικου)  μας  υποχρεώνει  να  γυρίσουμε  κάμποσα χρόνια  πίσω,  όταν,  στα  1268‐70,  η  Ευφροσύνη  Παλαιολογίνα,  «φυσική»  κόρη  του  Μιχαήλ, αποστέλλεται στα ταταροτουρκικά τάρταρα. Ο πρώτος Τάταρος γαμπρός μας, ο Νογκάι, σύζυγος της Ευφροσύνης, ήταν ο ισχυρότερος άντρας του ταταρικού Χανάτου και απόλυτος κύριος του δυτικού τμήματος  της  επικράτειας  που  κατείχε  η  Χρυσή  Ορδή.  Στην  πραγματικότητα,  είχε  σχεδόν αυτονομηθεί από τον χαν του Βόλγα κι είχε ιδρύσει ένα δικό του «κράτος», υποδουλώνοντας τους Τούρκους νομάδες Κιπτσάκ και τα κατάλοιπα διαφόρων άλλων νομάδων κι όλους τους υπόλοιπους λαούς της περιοχής. Διαφέντευε τη στέπα στα βόρεια της Μαύρης Θάλασσας, από το Αζόφ μέχρι τα Καρπάθια  και  τον  Δούναβη,  διαφέντευε  τη  χερσόνησο  της  Κριμαίας  και  ένα  μεγάλο  μέρος  της Βουλγαρίας. Μάταια αναζητώ χρόνια τώρα την έδρα του. 

Δεν  θα με  ενδιέφερε  και  τόσο,  αν  δεν  ήταν  η  Ευφροσύνη  στη  μέση.  Πού  εγκαταστάθηκε αυτή  η κοπέλα; Δεν θέλω να πιστέψω ότι ζούσε σε μία στρογγυλή σκηνή, κατασκευασμένη από κετσέ και λεπτές βέργες και τοποθετημένη πάνω σε βοϊδάμαξα, για να μετακινείται μαζί με τη συνοδεία του Νογκάι,  όπως  έκαναν  όλοι  οι  νομάδες  της  σκυθικής  στέπας.  Ο  Ηρόδοτος  περιγράφει  τις  έτοιμες προς  μετακίνηση  σκηνές  στους  πρόχειρους  καταυλισμούς  των  Σκυθών,  ακριβώς  όπως  τις  είδαν πάνω στις ταταρικές άμαξες οι Φραγκισκανοί καλόγεροι δεκαοκτώ αιώνες αργότερα. Ο Ρουμπρούκ, μάλιστα, γράφει ότι η καθεμιά από τις είκοσι έξι συζύγους του χαν τοποθετούσε την άμαξα με τη γιούρτη της σε απόσταση «βολής ενός λίθου» από το τσαρδάκι της άλλης. Ίσως για να αποφευχθεί ο πετροπόλεμος, αν  και  τέτοιες  καταστάσεις δεν υφίστανται στον κώδικα  των  νομάδων.  Εμένα μου φαίνεται ότι η χωροταξική οργάνωση του καταυλισμού είναι σε πλήρη αντιστοιχία με τους κανόνες που ακολουθούν τα αρπακτικά πουλιά. Κάθε αετός ή κάθε γύπας, επιλέγοντας να φτιάξει κάπου τη φωλιά του, ορίζει ταυτόχρονα το κέντρο του χώρου που του αναλογεί. Κανένα άλλο αρπακτικό δεν μπορεί να παρεισφρήσει σε αυτήν την περιφέρεια. Θα φτιάξει τη δική του φωλιά εκεί κοντά, αλλά έξω από την «ιδιοκτησία» του γείτονα. Το έμαθα κι αυτό στη Θράκη. Δύο στοιχεία διαφοροποιούν τις  νομαδικές  συνήθειες  από  τους  απαράβατους  κώδικες  των  αρπακτικών.  Οι  Μογγόλοι  ήταν πολυγαμικοί και αενάως μετακινούμενοι, «δεν έχουν σταθερό τόπο διαμονής και ποτέ δεν ξέρουν πού  θα  βρίσκονται  την  επόμενη  ημέρα»  λέει  ο  Ρουμπρούκ,  ενώ  τα  αρπακτικά  είναι  κατεξοχήν μονογαμικά  και  δύσκολα  εγκαταλείπουν  τον  τόπο  της  μόνιμης  εγκατάστασής  τους.  Μόνον  η ανθρώπινη παρέμβαση τα διώχνει, ή αν συμβεί να σκοτωθεί το ταίρι τους. Τότε, θα ρίξουν μαύρη πέτρα  πίσω  τους,  για  να  πετάξουν  προς  άγνωστη  κατεύθυνση.  Πάλι  ο  νους  μου  τρέχει  στα νοτιοανατολικά πόδια της Ροδόπης, τα ημιορεινά λημέρια του Έβρου. 

Η  αρχοντοθρεμμένη  Ευφροσύνη  δεν  ήταν  ούτε  αετίνα  ούτε  κουκουβάγια  και  δεν  είχε  καμία εμπειρία  από  τη  ζωή  σε  καταυλισμούς.  Προτιμώ  να  τη  σκέφτομαι  εγκαταστημένη  στο  κασπιανό Σαράι, δηλαδή στη σταθερή ηγεμονική διαμονή, παρά να την παρακολουθώ να στοιβάζει κάθε τόσο τα προικιά της στις βοϊδάμαξες, για να διασχίσει τη στέπα με κατεύθυνση τις όχθες του Δνείστερου, του Δνείπερου, ή του Δον — έστω κι αν ο Ρουμπρούκ αναφέρει ότι στη «Σκυθία» είδε ως και είκοσι δύο βόδια να κουβαλούν μία γιούρτη, της οποίας η διάμετρος, στη βάση, έφτανε τα δέκα μέτρα. Στο Σαράι,  τουλάχιστον,  το  ηγεμονικό  συγκρότημα διέθετε  κι  ένα  κτιστό  τμήμα —  παρόλο που ο  χαν προτιμούσε να ζει στις σκηνές γύρω από το παλατιανό οικοδόμημα. Επιπλέον, στο Σαράι υπήρχαν και  Ορθόδοξοι  κληρικοί,  για  την  προστασία  των  οποίων  ο  χαν  είχε  εκδώσει  ειδικό  διάταγμα. Μολονότι  Μουσουλμάνος  ο  ίδιος,  δεν  μπορούσε  να  παραβλέψει  ότι  η  επικράτειά  του,  το δυτικότερο κράτος της Μογγολικής Αυτοκρατορίας, ήταν το μοναδικό Χανάτο που εμπεριείχε έναν σημαντικό  αριθμό  Ορθοδόξων  Χριστιανών  (Ρώσοι,  Γεωργιανοί  κι  άλλοι  Καυκάσιοι,  Τούρκοι 

Page 101: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

διαφόρων προελεύσεων, καθώς και Έλληνες εγκαταστημένοι κυρίως στα νότια άκρα της Κριμαίας) κι  ένα μικρότερο  ποσοστό Αρμενίων.  Επομένως,  έπρεπε  να  βρεθεί  τρόπος  για  να  εξασφαλιστούν αυτοί οι αλλοπρόσαλλοι  χριστιανικοί πληθυσμοί,  που είχαν υποφέρει  τα πάνδεινα από τον καιρό της εισβολής των καβαλάρηδων του Τσέγκις. 

Ύστερα  από  μακρές  συνεννοήσεις,  ο  χαν  έκανε  δεκτό  το  αίτημα  του  Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως να ιδρύσει Επισκοπή στην έδρα του Χανάτου. Ήταν η ανατολικότερη επισκοπή της  κωνσταντινουπολίτικης  Εκκλησίας.  Αν,  λοιπόν,  η  Ευφροσύνη  είχε  σταλεί  από  τον Μιχαήλ  ως όμηρος  στον  ισχυρό  Τάταρο  του  Χανάτου —ένα  εχέγγυο  της  πίστης  του  αυτοκράτορα  προς  τον Νογκάι—, διόλου απίθανο να χρησιμοποιήθηκε η νύφη και σαν εχέγγυο της αφοσίωσης του Νογκάι προς  τον  χαν  της  Χρυσής  Ορδής.  Όμηρος  στις  όχθες  του  Κάτω  Βόλγα,  στο  κέντρο  του ταταροτουρκικού κόσμου της Ευρασίας. Αν έζησε, πράγματι, στο Σαράι, κι αν άντεξε στις κακουχίες και τους φοβερούς χειμώνες της στέπας, θα  'χε ως μόνη παρηγοριά τη συντροφιά του επισκόπου Θεόληπτου. Το γεγονός ότι οι Τάταροι έδειξαν ανοχή απέναντι στους χριστιανικούς πληθυσμούς της αχανούς  επικράτειας,  αλλά  και  ότι  αρκετοί  ασπάστηκαν  τον  Χριστιανισμό,  ίσως  να  οφείλεται  εν μέρει και στη δική της επιρροή. 

Τα  χρόνια  πέρασαν,  ο  Νογκάι  έχασε  το  παιχνίδι  της  διαδοχής,  η  τύχη  της  Ευφροσύνης,  ούτως  ή άλλως, αγνοείται στο μαύρο πέλαγος  του 13ου αιώνα,  και ο Τοκτάι,  νέος  χαν  της Χρυσής Ορδής, χαράζει τη δική του πολιτική. Πρωταρχικός στόχος να κατατροπώσει τον γερασμένο Νογκάι. 

Στην  Κωνσταντινούπολη  βασιλεύει  ο  Ανδρόνικος,  ο  οποίος,  μόλις  πληροφορήθηκε  τις  εξελίξεις, έσπευσε να εκδηλώσει τον σεβασμό του προς τον νέο κύριο του Σαράι. Έτσι, ήρθε η σειρά της δικής του  «φυσικής»  κόρης.  Το  1292,  η Μαρία  ακολούθησε  τον  δρόμο  της  Ευφροσύνης.  «Ο  μέντοι  γε βασιλεύς  [ο  Ανδρόνικος]  τον  Τουκτάϊν  επί  νόθω  θυγατρί  τη  Μαρία  επιγαμβρεύεται»  γράφει  ο Παχυμέρης. Ο πατέρας φόρτωσε  τη μικρή με βαρύτιμα δώρα,  της  έδωσε  και μία  καλή συνοδεία, συγκροτημένη  από  αξιόλογες  εκκλησιαστικές  προσωπικότητες,  μαζί  ήταν  και  ο  αυλικός  ποιητής Μανουήλ  Φυλής,  και  την  έστειλε  στα  βάθη  της  αρχαίας  Σκυθίας.  «Επί  δεκαπέντε  μέρες  δεν συναντήσαμε άνθρωπο στον δρόμο προς το Σαράι, εκτός από έναν γιο του χαν, που πήγαινε κυνήγι με  τα  γεράκια  του  και  τους  πολυάριθμους  εκπαιδευτές  τους∙  κινδυνεύσαμε  να  πεθάνουμε  από δίψα» γράφει ο Ρουμπρούκ, περιγράφοντας ένα μέρος της διαδρομής, ενώ εγώ βλέπω τη θυγατέρα του Ανδρόνικου να διασχίζει τις ίδιες ερημιές, για να φτάσει κάποτε στον Βόλγα. 

Αλλά  ο  νέος  χαν  δεν  ήταν  έτοιμος  για  γαμήλιες  απολαύσεις.  Αφοσιωμένος  στα  πρότυπα  της νομαδικής ζωής, πιστός στο ιδεώδες του απαραίτητου, πολέμιος της πολυτέλειας, και σε πόλεμο με τον Νογκάι, ο Τοκτάι αρνήθηκε και τα πανάκριβα δώρα και την ίδια τη νύφη. «Ασχολίαις πολεμικαίς εκείνος θέλων εαυτόν διδόναι και μη γάμοις το σώμα εκθηλύνουσιν, ανταποστέλλει και πάλιν την Μαρίαν προς βασιλέα» εξηγεί ο Παχυμέρης. Τρεις φορές έκανε η νύφη τη διαδρομή. Πόλη‐Σαράι, Σαράι‐Πόλη,  και  ξανά  από  την  Πόλη  στην  Κασπία,  όταν  ο  Τοκτάι  νίκησε  τον  αντίπαλο  κι  έστειλε διάτα  στον  Ανδρόνικο  να  επιστρέψει  η  Μαρία.  Ο  Παχυμέρης  επισημαίνει  ότι  αυτή  τη  φορά  η επιλογή του βασιλιά ήτανε σωστή. Ο νέος χαν, και γαμπρός μας, ανέκτησε όλη την επικράτεια του Νογκάι. 

Αχ!  κυρ  Ανδρόνικε.  Ούτε  την  κορούλα  σου  λυπήθηκες  ούτε  εμένα.  Μόνον  προβλήματα  μου δημιούργησε αυτός ο γάμος. Μόνον προβλήματα. Διότι από τις τρεις νύφες που πήγαν έως τώρα στους Μογγόλους,  οι  δύο  ήτανε  συνονόματες.  Ως  εκ  τούτου,  κάποιοι  μελετητές  ισχυρίζονται  (κι άλλοι απλώς  επαναλαμβάνουν  τους  ισχυρισμούς,  δίχως  να  εξετάζουν  λεπτομερώς  το θέμα)  ότι  η Μαρία της ψηφιδωτής Δέησης στη Χώρα δεν είναι η κόρη του Μιχαήλ αλλά η δική σου κόρη. 

Για  να  υποστηρίξουν  την  άποψή  τους,  προβάλλουν  δύο  επιχειρήματα.  Το  πρώτο  σχετίζεται  με χρονολογίες και ηλικίες. Λένε, δηλαδή, ότι, όταν έγινε η ψηφιδωτή ανιστόρηση του καθολικού της 

Page 102: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Μονής —μεταξύ  1316  και  1320—,  η  δικιά  μου Μαρία  ήτανε  περίπου  εξήντα  πέντε  ετών,  αν  όχι εξήντα επτά, και ότι το πιθανότερο είναι να είχε εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο. Μα ακόμα κι αν  ζούσε,  λένε,  θα  ήταν απίθανο  να απεικονίζεται —έστω  και ως δευτερεύον πρόσωπο—  σε μία τόσο  σημαντική  σκηνή,  τοποθετημένη,  μάλιστα,  σε  περίοπτη  θέση.  Το  δεύτερο  επιχείρημα σχετίζεται με τη λέξη που λείπει από την επιγραφή, πάνω από την ικέτιδα Παλαιολογίνα. Αντιγράφω το σωζόμενο απόσπασμα: 

«...ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ TOΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΜΟΥΓΟΥΛΙΩΝ, ΜΕΛΑΝΗ Η ΜΟΝΑΧΗ» 

Επειδή  αποκολλήθηκαν  ορισμένες  ψηφίδες  στην  αρχή,  η  λέξη‐κλειδί  δεν  υπάρχει,  επομένως  οι αναγνώσεις  του  κενού  μπορεί  να  είναι  τουλάχιστον  δύο.  Αν  έγραφε  «[αδελφή]  Ανδρόνικου», πρόκειται για την κόρη του Μιχαήλ, τη χήρα του Αμπακά. Αν όμως έγραφε «[κόρη] Ανδρόνικου», θα είναι  το κορίτσι που πήγε στο ταταρικό Σαράι. Δηλαδή οι δύο Παλαιολογίνες συγχέονται, διότι οι ψηφίδες  που  λείπουν  μπορεί  να  σχημάτιζαν  είτε  τέσσερα  είτε  έξι  γράμματα.  Εξαιτίας  αυτής  της χαμένης  λέξης,  το  δράμα  αποκτά  αστυνομική  πλοκή,  όπως  συμβαίνει  σε  πολλές  υποθέσεις ιστορικού  και  αρχαιολογικού  περιεχομένου.  Εδώ  αναζητείται  μία  από  τις  δύο  Μαρίες:  είτε  η ηλικιωμένη κόρη του Μιχαήλ, είτε η ανιψιά της — για την τύχη της οποίας δεν διαθέτουμε κανένα στοιχείο,  επομένως δεν προκύπτει από πουθενά ότι έκανε άλλη μία φορά το ταξίδι από το Σαράι στην Πόλη, όταν πέταξε ο χαγάνος σύζυγος για τους παραδείσιους κήπους του ουρανού. 

Το αφήνω στην κρίση των αναγνωστών, ζητώντας λίγο χρόνο ακόμα, για να εκθέσω την κατάσταση και να υποστηρίξω τα επιχειρήματά μου — υπέρ της δικής μου Μαρίας, εννοείται. Πέρα όμως από τα συγκεκριμένα πρόσωπα, τη μία ή την άλλη Παλαιολογίνα, εφόσον φτάσαμε ως εδώ, αισθάνομαι την ανάγκη να αποκαλυφθώ. 

Για  μένα,  η  Μαρία  της  Χώρας  είναι  όλες  οι  Μαρίες  της  Βυζαντινής  Αυτοκρατορίας.  Είναι  τα εκατοντάδες  κορίτσια  που  επιβεβαίωσαν  διπλωματικές  συνθήκες  και  πολεμικές  ανακωχές, ενίσχυσαν την εξωτερική πολιτική του κράτους, κατέστησαν ανεκτίμητες τις αυτοκρατορικές δωρεές προς  πολιτισμένους  και,  κυρίως,  απολίτιστους  ηγέτες,  πρόσφατα  εκχριστιανισμένους  βαρβάρους, άξεστους  φύλαρχους  του  Καυκάσου,  πρωτόγονους  κυρίαρχους  της  σκυθικής  ερημίας, αναλφάβητους  βασιλείς  της  Κεντρικής  και  Δυτικής  Ευρώπης.  Είναι  τα  άγουρα  κορίτσια  που μετέφεραν το μήνυμα και τις αξίες της Βασιλεύουσας στα πέρατα της Οικουμένης, επιφορτισμένα όχι  μόνο με  τη σύσφιξη  των πολιτικών σχέσεων αλλά  και  με  τη  διάδοση  του Χριστιανισμού στην ορθόδοξη μορφή του. Είναι οι αμέτρητες ανήλικες Μαρίες, οι πορφυρογέννητες και οι γεννημένες από  άνομους  έρωτες.  Αυτές  που  μετέδωσαν  τον  κωνσταντινουπολίτικο  τρόπο  της  αυλικής  ζωής∙ δίδαξαν γραφή κι ανάγνωση τα παιδιά τους, τους μελλοντικούς ηγέτες∙ τα έμαθαν να εκτιμούν τη βυζαντινή τέχνη και να ονειρεύονται έναν πνευματικότερο βίο∙ τους μετέδωσαν τον σεβασμό στον «αύγουστο»,  τον  διάδοχο  του  ιδρυτή  της  βασιλίδας πόλεως,  επειδή από  τον  καιρό  του Μεγάλου Κωνσταντίνου  η  πρωτεύουσα  της  Αυτοκρατορίας  είναι  η  ολόφωτη  «Νέα  Ιερουσαλήμ».  Όλες  οι ηρωικές  και  λησμονημένες  Μαρίες,  των  οποίων  η  θυσία  και  τα  έργα  δεν  εκτιμήθηκαν  ποτέ, ενσαρκώνονται στο πρόσωπο της μοναχής Μελάνης. Αυτό, πέρα από κάθε αμφισβήτηση. 

Με την ίδια σιγουριά, δηλώνω ότι η λεπτοκαμωμένη και εύθραυστη Παλαιολογίνα της Χώρας είναι η  δέσποινα  χατούν  των  πρώτων  Ιλχανιδών,  χήρα  του  χαν  Αμπακά,  ετεροθαλής  αδελφή  του Ανδρόνικου Β' του Παλαιολόγου και «φυσική» κόρη του Μιχαήλ Η' του Παλαιολόγου. Τόσο για τους Μογγόλους  όσο  και  για  τους  Βυζαντινούς,  αυτή  είναι  η  εμβληματική  «κυρά  των  Μουγουλίων». Καμία άλλη δεν δικαιούται τον τίτλο. 

Η εκπατρισμένη κόρη του Μιχαήλ έκανε πατρίδα της την ξένη γη και οι Μογγόλοι δεν την ξέχασαν ποτέ. Οι Βυζαντινοί, όμως, τι λόγο είχαν να συμμεριστούν τον θαυμασμό των Μογγόλων; Μπορεί να ήταν η πρώτη μογγολική σύζυγος της Παλαιολόγειας δυναστείας, αλλά δεν ήταν η μοναδική. Κάτι 

Page 103: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

άλλο  συμβαίνει.  Κάτι  που  υπερβαίνει  τα  ειωθότα.  Αλλιώς  δεν  εξηγείται  το  μυστικό  νήμα  που συνέδεσε  στη  συνείδηση  των  Βυζαντινών  τη Μαρία  με  αυτόν  τον  πρωτοφανή  και  τόσο  τιμητικό —τον  σχεδόν  ιερό—  τίτλο.  Ούτε  θα  μπορούσε  μία  οποιαδήποτε  χήρα  Μογγόλου  ηγεμόνα  να τοποθετήσει  τον  εαυτό  της σε μία περίοπτη  και  μεγαλειώδη Δέηση,  πόσο μάλλον στη Δέηση  της Χώρας,  δηλαδή  στο  κτίσμα  που  ανακαίνισε  ο  ισχυρότερος  άνδρας  του  κράτους  μετά  τον αυτοκράτορα, ο μέγας λογοθέτης Θεόδωρος Μετοχίτης. 

 

Για  να  καταλάβουμε  πώς  βρέθηκε  στη  Χώρα  η  αδιαμφισβήτητη  και  μοναδική  «κυρά  των Μουγουλίων»,  είναι  απαραίτητο  να  παρακολουθήσουμε  την  κορύφωση  της  τραγωδίας  που διαδραματίζεται  ταυτόχρονα  στον  μικρασιατικό  και  στον  θρακικό  πνεύμονα  του  κρατικού οργανισμού, στις αρχές του 14ου αιώνα. Οι Τούρκοι του Οσμάν απέκλεισαν τη Νίκαια. Οι Καταλανοί μισθοφόροι  λεηλατούν  τη  Θράκη,  τον  μεγαλύτερο  σιτοβολώνα  της  Αυτοκρατορίας.  Οι  γεωργοί εγκατέλειψαν τη γη τους και τρέχουν να σωθούν στις οχυρωμένες πόλεις. Η πρωτεύουσα κινδυνεύει να μείνει  χωρίς  σιτάρι  και  κριθάρι,  χωρίς ψωμί.  Τα άλογα  χρειάζονται  βρόμη,  τα  τζάκια  ξύλα,  τα μαγειρειά  ξυλοκάρβουνα.  Ο  Θρακιάς  πέφτει  βαρύς  τους  χειμωνιάτικους  μήνες,  το  κρύο  είναι τσουχτερό, τα δάση της Βιθυνίας αποκλεισμένα, οι υλοτόμοι της Θράκης άφαντοι, ο κόσμος πεινάει, κρυώνει, αγωνιά. Ο σεισμός του 1303 προκαλεί νέα προβλήματα. 

Η έκκληση του Ανδρόνικου προς τους  Ιλχανίδες για την αντιοθωμανική συμμαχία πήρε δραματική τροπή μετά τον θάνατο του υποψήφιου γαμπρού, δηλαδή του χαν Γκαζάν, τον Μάιο του 1304. Οι Βυζαντινοί πρότειναν στον διάδοχό  του να νυμφευθεί  την ανύμφευτη και  νόθα Ειρηνούλα∙ δίχως συμπεθεριό  η  συμμαχία  δεν  θα  στέριωνε  και  η  Περσία  δεν  θα  έστελνε  τους  ιππείς  της.  Αλλά  οι διαπραγματεύσεις  τραβούν  σε  μάκρος  και  η  κατάσταση  επιδεινώνεται  μέρα  τη  μέρα.  Στις  24 Οκτωβρίου  του  1304  οι  Τουρκομάνοι  του  Αϊδίνογλου  κατέλαβαν  την  Έφεσο.  Τα  μέτωπα πολλαπλασιάστηκαν.  Οι  Βούλγαροι  άδραξαν  την  ευκαιρία  και  κατέλαβαν  βυζαντινά  κάστρα  στον Αίμο∙ ο  τσάρος απαιτεί  συμπεθεριό με  τη δυναστεία  των Παλαιολόγων,  για  να  νομιμοποιήσει  τις κτήσεις  του,  και  απειλεί  να  συμμαχήσει  με  τους  Καταλανούς.  Ο  αυτοκράτορας  αρνείται.  Για  να πληρώσει  όμως  τους  Καταλανούς,  αναγκάζεται  να  επιβάλει  βαριά  φορολογία  σε  είδος∙  με  το απεχθές σιτόκριθον αποκόμισε  σημαντικό  έσοδο  κι  ανταποκρίθηκε  στις  υποχρεώσεις  του. Μα  οι μισθοφόροι  ήτανε  πλέον  αχαλίνωτοι  και  η  Θράκη  στο  έλεος  του  Θεού,  ενώ  η  πλεονεξία  των Βυζαντινών  γαιοκτημόνων,  αρχόντων  και  μοναστικών  ιδρυμάτων,  είχε  πάρει  διαστάσεις ανεξέλεγκτης  επιδημίας.  Αυτοί  οι  άθλιοι  έκρυβαν  το  σιτάρι,  για  να  το  πουλήσουν  σε  διπλή  και τριπλή  τιμή.  Το  ίδιο  έκαναν  και  οι  Γενοβέζοι  του  Πέραν.  Άνοιξαν  τις  αποθήκες  τους  και μοσχοπουλούσαν  τη  μαυροθαλασσίτικη  παραγωγή,  περιγελώντας  τους  Κωνσταντινουπολίτες,  οι οποίοι  δεν  είχαν  ούτε  πολεμικό  ούτε  εμπορικό  στόλο.  Κόμπαζαν  οι  Γενοβέζοι  κι  έλεγαν  για  τους απέναντι ότι ήταν τόσο πειναλέοι, ώστε «αντάλλασσαν ακόμα και τις γυναίκες τους για λίγο στάρι». 

Την  άνοιξη  του  1305,  ο  Ανδρόνικος  αναγκάστηκε  να  συγκεντρώσει  ό,τι  σιτάρι  φύλαγαν  στις αποθήκες τους τα μοναστήρια της πρωτεύουσας, για να το στείλει στη Βιθυνία, που λιμοκτονούσε. Μα η ποσότητα δεν αρκούσε και στα ταμεία χρήμα δεν υπήρχε. Με χρυσό από τα κοσμήματα του στέμματος  πλήρωσε  ο  ατυχής  εστεμμένος  τους  γείτονες  Γενοβέζους,  για  να  αγοράσει  μερικά παραπανίσια φορτώματα. Τον  Ιούλιο της  ίδιας χρονιάς,  έβγαλε περιπόλους στη θρακική πεδιάδα, ώστε να μπορέσουν οι Θρακιώτες γεωργοί να γυρίσουν και να θερίσουν — αλλά από καμιά πηγή δεν έχουμε την πληροφορία ότι το μέτρο είχε αποτέλεσμα. Ούτε η «αγροφυλακή», λοιπόν, έπεισε τους πανικόβλητους Θρακιώτες  να μη  χαραμίσουν  τη σοδειά. Οι Καταλανοί αλώνιζαν  τον  τόπο κι έσφαζαν  ποίμνια.  Τα  υπόλοιπα  κοπάδια  βολόδερναν  δίχως  αφεντικά,  αναζητώντας  τροφή,  νερό, παχνί και στάνη. Τρελαμένα ζώα, εξαθλιωμένοι χωρικοί, πεινασμένες πόλεις, αβοήθητοι πληθυσμοί στην  παραγωγική  ενδοχώρα  της  πρωτεύουσας  («συχνά  γυμνόν  ορώντας  τον  πέλεκυν  κατά  του τραχήλου»  γράφει  ο  Γρηγοράς),  και  ο  Οσμάν  γκαζί  στη  Χαλκηδόνα,  το  μεγαλύτερο  μικρασιατικό 

Page 104: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

προάστιο της Πόλης — μισή ώρα απόσταση με βάρκα από την καρδιά της Αυτοκρατορίας. 

Οι  διαπραγματεύσεις  με  την  Ταυρίδα  δεν  είχαν  ευοδωθεί.  Ο  νέος  Ιλχανίδης  ηγεμόνας,  μολονότι εγγονός του Αμπακά και Χριστιανός στα νιάτα του —το χριστιανικό του όνομα ήτανε Νικόλαος, προς τιμήν  του πάπα Νικολάου Δ'—,  δεν  ήταν πρόθυμος  να  συγγενέψει  με  τον Ανδρόνικο. Μπορεί  να δίσταζε εξαιτίας των στενών σχέσεων που διατηρούσε το Ιλχανάτο με την καθολική Δύση. Άλλωστε, αρκετά  προβλήματα  του  δημιουργούσε  το  μογγολικό  κατεστημένο  (Νεστοριανοί  και  Βουδιστές), αλλά  και  η  απαιτητικότατη  ισλαμική  ηγεσία,  που  του  θύμιζε  ότι  η  πλειονότητα  του  πληθυσμού ακολουθούσε τους νόμους του Ισλάμ, ενώ οι μαχητικοί Σιίτες διεκδικούσαν ένα ισότιμο μερίδιο των προνομίων.  Παρ'  όλα  αυτά,  ο  χαν  (Νικόλαος)  Ολτζαϊτού  έστειλε  στρατό  στην  Κιλικία,  για  να βοηθήσει  τους  Αρμένιους  να  αντιμετωπίσουν  την  εισβολή  των  Μαμελούκων.  Στους  Βυζαντινούς υποσχέθηκε να στείλει 40.000 στρατό στα νώτα του Οσμάν και τους διαβεβαίωσε ότι άλλοι 20.000 δικοί  του  ήταν  ήδη  έτοιμοι  να  αναχαιτίσουν  τους  Τουρκομάνους  του  Καραμάν,  οι  οποίοι εποφθαλμιούσαν το Ικόνιο. 

Ωστόσο, ο μογγολικός στρατός δεν φάνηκε και ο έμπειρος διαπραγματευτής Μετοχίτης βρισκόταν ακόμα  στη  Θεσσαλονίκη.  Από  το  φραγκοσερβοβυζαντινό  κρατίδιό  της  η  κυρία  Ιολάνδη‐Ειρήνη βυσσοδομουσε. Ούτε ο Μετοχίτης δεν μπόρεσε να την κάνει ζάφτι, γι' αυτό γύρισε επιτέλους στην Πόλη. Ζόφος, απελπισία, μιζέρια, λαϊκή οργή. Η δυσαρέσκεια υποθάλπει την εξέγερση μέρους των κατοίκων  της  πρωτεύουσας.  Ο  ασκητικός  πατριάρχης  Αθανάσιος  επεμβαίνει.  Είναι  το  μόνο πρόσωπο που εμπιστεύεται ο πεινασμένος κι αγανακτισμένος κόσμος, οι αλαφιασμένοι Πρόσφυγες, οι προδομένοι Μικρασιάτες. Έχει στηλιτεύσει τη στάση των ασυνείδητων κληρικών, καθώς και όσων επισκόπων  εγκατέλειψαν  τις  μικρασιατικές  μητροπόλεις,  αφήνοντας  αβοήθητο  το  ποίμνιο  να βολοδέρνει στο ρημαδιό. Αφενός, λοιπόν, συγκρατεί τον όχλο, αφετέρου προσπαθεί να πείσει τους πλουσίους να ανοίξουν τις αποθήκες. Τους αποκαλεί «σιτοκαπήλους»,  ζητά την τιμωρία τους από τον αυτοκράτορα. Η μόνη ελπίδα του Ανδρόνικου είναι το σιτάρι που έρχεται με γενοβέζικα πλοία από τα βυζαντινά λιμάνια της βορειοανατολικής Θράκης, δηλαδή από τα παράλια της Βουλγαρίας. Αλλά  το  καλοκαίρι  του 1306,  οι  Βούλγαροι προχώρησαν στην  κατάληψη  των μαυροθαλασσίτικων λιμανιών∙  πήραν  την  Αγαθούπολη,  την  Αγχίαλο,  τη  Μεσημβρία  και  συμμάχησαν  με  τους Καταλανούς εναντίον της Κωνσταντινούπολης. 

Σε  τέτοιο  βαθμό  απόγνωσης  είχε  περιέλθει  ο  Ανδρόνικος,  ώστε  αναγκάστηκε  να  πάρει  τη σκληρότερη απόφαση της μακράς βασιλείας του. Το φθινόπωρο του 1306 δεν θα σπείρει κανείς τον θρακικό  σιτοβολώνα.  Με  το  πρωτοφανές  αυτό  μέτρο,  το  εξαιρετικά  αντιλαϊκό  και  άκρως παρακινδυνευμένο, ο αυτοκράτορας καταδίκαζε τους Καταλανούς να πεθάνουν από την πείνα∙ για να βρούνε τροφή και να σωθούν, θα ήταν αναγκασμένοι να εγκαταλείψουν την Ανατολική Θράκη. Ο στόχος ήταν να διαβούνε τον Έβρο. Υπήρχε όμως και το ενδεχόμενο να μην αντέξει η ίδια η Πόλη, οπότε  θα  έπεφτε  στα  χέρια  των  πεινασμένων  Λατίνων,  που  είχαν  κατασπαράξει  τα  πάντα  και τριγυρνούσαν έξω από τα Τείχη. Ο πατριάρχης διαφώνησε ριζικά με την αυτοκρατορική απόφαση. Με  επιστολή  προς  τον  Ανδρόνικο  προσπάθησε  να  τον  πείσει  να  επιτρέψει  τη  σπορά  μετά  τα πρωτοβρόχια. Ο πράος εστεμμένος γνώριζε καλά ότι διακινδύνευε όχι μόνο το στέμμα του αλλά και το  μέλλον  του  συρρικνωμένου  κράτους  του.  Ήταν  η  μόνη  φορά  που  επέδειξε  τέτοια αποφασιστικότητα. «Διά ταύτα και τα του αρότρου ηπράκτουν, και λιμός βαρύτατος ηπειλείτο τοις ημετέροις»  γράφει απελπισμένος ο Παχυμέρης. Άπρακτα τα άροτρα. Όλοι περίμεναν τουλάχιστον τα  σιτοκάραβα  από  τα  κατακτημένα  βυζαντινά  λιμάνια,  αλλά  οι  Βούλγαροι  απαγόρευσαν  την εξαγωγή  δημητριακών∙  ο  τσάρος  ζήτησε  σε  γάμο  την  εντεκάχρονη  εγγονή  του  Ανδρόνικου  και προίκα τα κατακτημένα εδάφη. Ο Ανδρόνικος ανυποχώρητος. Άδειες οι σιταποθήκες. 

Ο αβάσταχτος χειμώνας του 1306‐1307. Η Πόλη λιμοκτονεί και ξεπαγιάζει. Οικογένειες ολόκληρες αφανίζονται,  ενώ  αυτοί  που  μεταφέρουν  τους  νεκρούς  πεθαίνουν  στους  δρόμους.  Ο  πατριάρχης Αθανάσιος  βάζει  χέρι  στις  «οικονομίες»  του  ανώτερου  κλήρου  —αψηφώντας  τη  θύελλα  των 

Page 105: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

διαμαρτυριών,  τους  κλαυθμούς  και  οδυρμούς  των  ιερωμένων—  και  προσπαθεί  να  ανακουφίσει «των πενήτων την συμφοράν». Οργανώνει συσσίτια για τον κοσμάκη και τους χιλιάδες Πρόσφυγες που κατέκλυσαν την πρωτεύουσα. Ο χυλός του πατριάρχη βράζει στα καζάνια, τα οποία στήθηκαν στις  γωνιές  των  δρόμων,  ωστόσο,  από  νέα  επιστολή  του  ποιμενάρχη  προς  τον  Ανδρόνικο, μαθαίνουμε ότι σύντομα εξαντλήθηκαν τα ξύλα «τα τρέφοντα το πυρ». Ο πατριάρχης εκλιπαρεί να δοθεί εντολή στους ορεσίβιους να τον αφήσουν να μεταφέρει «όχι όσα ξύλα θα ήθελε, αλλά όσα θα επιτρέψουν οι δεσπότες», δηλαδή οι κατέχοντες τις θαμνώδεις και δασικές εκτάσεις της Θράκης. 

Τι  κάνει η Μαρία εκείνον  τον φοβερό χειμώνα  της απερίγραπτης συμφοράς; Άνοιξε  τις αποθήκες της  Μουγουλιώτισσας;  Φιλοξένησε  στα  κελιά  του  ιδρύματός  της  Πρόσφυγες  από  τη  Βιζύη,  τη Ραιδεστό, ή τη Χαλκηδόνα; Περιέθαλψε ορφανά; Βγήκε από το ησυχαστήριό της για να τρέξει στα πατριαρχικά  καζάνια,  να  βοηθήσει  «τοις  απόροις  και  ταλαιπώροις»;  Με  ποιον  τρόπο συμπαραστάθηκε στο κράτος την πιο κρίσιμη περίοδο της βασιλείας του αδελφού της; Στήριξε τον Ανδρόνικο; Μήπως έμεινε  κι αυτή στο στασίδι  της,  εξαντλώντας  τη φιλοπατρία  της σε προσευχές προς τον Φιλεύσπλαχνο; 

Κι  εγώ;  Τι  περιμένω  από  τη  συντρόφισσα  του  βίου  μου;  Πώς —και  με  ποια  κριτήρια—  την  έχω τοποθετήσει μέσα στα γεγονότα, εκείνου του χειμώνα; Κατά καιρούς, το ζήτημα επανέρχεται και με στριμώχνει,  σαν  να  περνώ  κάθε  φορά  εξετάσεις  ή  να  ανακρίνω  τον  εαυτό  μου.  Έχω  άραγε  την ωριμότητα και τις επαρκείς γνώσεις για να αντιμετωπίσω τη Μαρία από τη σκοπιά του ιστορικού, που  πρέπει  να  σεβαστεί  τα  αντικειμενικά  δεδομένα  της  εποχής  εκείνης;  Μήπως  επικρατεί  το συναίσθημα  και  η  διάθεση  της  αφελούς  (ή  εκ  του  πονηρού)  προέκτασης  σύγχρονων  κοινωνικών αντιλήψεων; Παλαιότερα, ήθελα διακαώς να τη δω να σπάει το κέλυφος της απομόνωσης, για να διαθέσει  τα  τελευταία  υπολείμματα  των  δυνάμεών  της  στην  εθνική  οδύνη.  Της  μεταβίβαζα υποχρεώσεις και καθήκοντα που τα θεωρούσα εκ των ων ουκ άνευ. Νεανικές πλάνες θα πεις. Και ανεπίτρεπτος  υποκειμενισμός.  Διόλου  δεν  με  απασχολούσε  αν  η  αδελφή  του  αυτοκράτορα μπορούσε  να  παραβλέψει  τους  ταξικούς  κώδικες,  οι  οποίοι  καθοδηγούν  και  δεσμεύουν  τις συμπεριφορές  της  αριστοκρατίας.  Αργότερα,  καθώς  καταλάγιαζαν  οι  στοιβαγμένες  γνώσεις  και αναθεωρούσα τις απόψεις μου —αλλά και την εν γένει στάση μου—, οι προβληματισμοί πήραν νέα τροπή.  Κι  αν  δεν  είχε πλέον ούτε ψυχικές  ούτε  σωματικές αντοχές;  Αν  είχε απογοητευτεί από  τα απανωτά σφάλματα των Βλαχερνών και τη σήψη των παλατιανών; Αν γνώριζε ότι ο αγώνας ήτανε μάταιος; Αν αισθανόταν πικραμένη, προδομένη (όπως συμβαίνει συνήθως με όσους βαδίζουν προς τα  στερνά  της  ζωής  τους  και  βιώνουν  το  χάσμα  των  γενεών,  την  ουτοπία  των  οραμάτων);  Αν περίμενε ένα νεύμα για να βγει από τη σιωπή; Δεν μπορώ να της αποδώσω καμία πράξη και καμία πρόθεση,  ούτε  θετική  ούτε  αρνητική.  Καμία  ενεργό  συμμετοχή  στο  δράμα,  ούτε  καν  να  τη δραστηριοποιήσω για την ανακούφιση των δεινοπαθούντων. Ούτε να την καταδικάσω σε απραξία. Μα εγώ, χωμένη στο στασίδι μου, με ποιο δικαίωμα λέω ότι είναι καταδικαστέα η απραξία; 

Προσπαθώ  να  αποστασιοποιηθώ.  Θα  ήθελα,  με  όλη  μου  την  ψυχή,  να  μη  γράφονται  αυτές  οι γραμμές  ετούτην  εδώ  την  ώρα.  Είναι  τέλη  Αυγούστου  του  2007.  Μου  είναι  αδύνατον  να αποσυνδέσω  τα  γεγονότα  του 1307  από  την πραγματικότητα που βιώνουμε  το φετινό  καλοκαίρι. Κανένα  κριτήριο  δεν  ισχύει  πια.  Η  ιστορία  με  σαρκάζει  από  το  Κρόνιον  Άλσος  και  τα  καμένα ελατοδάση  της  Πάρνηθας.  Οι  σειληνοί  του  βυζαντινού  κράτους  παίρνουν  την  εκδίκησή  τους  στις βουνοπλαγιές του Ταΰγετου και του Πάρνωνα, στα νεκροτομεία, στα τηλεοπτικά παράθυρα και στα ταμεία των τραπεζών, όπου συνωστίζονται πυρόπληκτοι και «σιτοκάπηλοι», δικαιούχοι και κλέφτες. 

Αφήνω  τη  Μαρία  στην  ταραγμένη  ησυχία  της.  Ίσως,  κάποτε,  να  θελήσει  να  μου  μιλήσει.  Ίσως, κάποτε, να μπορέσω να την ακούσω. Τώρα, ακούω μόνον τα πυροσβεστικά και βλέπω τη σελήνη να περπατάει στη χώρα που ρημάξαμε. Αγκαλά θύματα και θύτες. Εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε,  τι  βλέπεις;...  —  Βλέπω  τα  πελέκια  στον  αέρα  σκίζοντας  προτομές  Αυτοκρατόρων  και Στρατηγών. Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους πτωμάτων. 

Page 106: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων... 

 

Οι  Τούρκοι  του  Οσμάν  γκαζί  μπορεί  να  έσκιζαν  με  τα  πελέκια  προτομές  αυτοκρατόρων  και στρατηγών,  αλλά  δεν  υπήρχε  κανείς  πια  για  να  τους  αντιμετωπίσει.  Ο  Ανδρόνικος  Παλαιολόγος κρατούσε  με  τα  δόντια  την  πρωτεύουσα  του  κράτους∙  ήταν  αδύνατον  να  ανταποκριθεί  στις εκκλήσεις  των Μικρασιατών. Οι διαπραγματεύσεις με τους  Ιλχανίδες είχαν βαλτώσει. Μογγολικός στρατός  δεν  επρόκειτο  να  έρθει.  Η Νίκαια, πόλις  παλαιόθεν  ελληνίς  (των Μακεδόνων  συγγενής), έδρα  δύο  Οικουμενικών  Συνόδων  και  σύμβολο  της  Ορθοδοξίας,  λίκνο  του  νέου  Ελληνισμού  και πατρίδα του ιδρυτή της δυναστείας των Παλαιολόγων, βρισκόταν σε τουρκικό κλοιό κι ασφυκτιούσε τα τέσσερα τελευταία χρόνια. 

Ποιος  να  συνέλαβε  την  ιδέα  ότι  μόνον  η  Μαρία  είχε  την  ικανότητα  να  κινητοποιήσει  τους απρόθυμους Μογγόλους  και  να  τους φέρει  μέχρι  τα  τείχη  της Νίκαιας;  Ο  Ανδρόνικος  ή  μήπως  ο Θεόδωρος Μετοχίτης;  Και  ποιος από  τους δύο άνδρες ανέλαβε  να  της  το αναγγείλει;  Ίσως  και  οι δύο. Ο Ανδρόνικος είχε γεννηθεί στη Νίκαια, ο Μετοχίτης είχε περάσει τα εφηβικά του χρόνια στη γενέτειρα  του  Ανδρόνικου  και  της  Μαρίας.  Είχαν  και  οι  τρεις  δεσμούς  με  την  ηρωική  πολιτεία. Περισσότερο  η Μαρία,  που  θυμότανε  σαν  όνειρο  το  παλάτι  πίσω  από  τα  παραλίμνια  τείχη,  την κρεμαστή κούνια πάνω από το νερό, τη Μονή του Υακίνθου, τις κοντούλες τις μουριές, τα γέλια και τις αταξίες γύρω από τα αιωνόβια πλατάνια,  τους περιπάτους με τον αγαπημένο παιδαγωγό. Σαν κάτι  ιερό  που  προσκυνώντας  το  πλησιάζεις,  σαν  οπτασία  τόπου  ωραίου,  σαν  όραμα  ελληνικών πόλεων και λιμένων. 

Το σχέδιο προέβλεπε να πάει στην τουρκοπατημένη Βιθυνία και να μπει στην πολιορκημένη Νίκαια. Με το άκουσμα και μόνο της είδησης, ο εγγονός του Αμπακά θα έσπευδε να στείλει το ιππικό του για να υπερασπιστεί την πόλη και να σώσει τη μεγάλη κυρά, την κυρά των Μουγουλίων. Η ύπαρξή της  ήταν  απόλυτα  συνδεδεμένη  με  τα  ιερά  και  τα  όσια  των  Ιλχανιδών.  Το  πολυπόθητο αντιοθωμανικό μέτωπο θα αποκτούσε  γι'  αυτούς  το  νόημα  ιερού πολέμου. Παράλληλα,  η Μαρία ήταν  επιφορτισμένη  να  κάνει  διαπραγματεύσεις  με  τον  Οσμάν.  Ο  Ανδρόνικος  ήθελε  μόνο  τη Βιθυνία. 

Ήταν πια Απρίλιος ή Μάιος του 1307, όταν ξεκίνησε η Μαρία για το δυσκολότερο, το πιο επίπονο κι οδυνηρό, το πιο επικίνδυνο ταξίδι της ζωής της. Το 1261 είχε κάνει τον ίδιο δρόμο, από τη Νίκαια στην  ανακτημένη  Κωνσταντινούπολη.  Οκτώ  ή  εννέα  ετών.  Τώρα,  θα  μετρούσε  μία  μία  τις ξεθεμελιωμένες  πέτρες.  Ένα  προς  ένα  τα  συλημένα  μοναστήρια,  τα  πυρπολημένα  κτήματα,  τα εγκαταλελειμμένα κάστρα, τα ξεπατωμένα χωριά, τα έρημα λιμανάκια, τα απανθρακωμένα ποίμνια. Λείψανα  παλιών  άστρων  και  γωνιές  αραχνιασμένες  τ'  ουρανού  σαρώνοντας  η  καταιγίδα  που  θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. 

Ο  Παχυμέρης  εκφράζει  τις  μεγάλες  προσδοκίες  των  Βυζαντινών  από  αυτήν  την  πρωτάκουστη αποστολή. Κάθε φορά που τον διαβάζω, νιώθω την ίδια έκπληξη. Δεν το χωράει ο νους μου πώς ο αξιόλογος  αυτός  άνθρωπος  (Νικαιάτης  κι  αυτός,  εξηνταπεντάχρονος  πια)  διηγείται  την  ιστορία χωρίς  να  τιμήσει  έστω  με  μία  λέξη  τη  Μαρία.  Χωρίς  να  την  περιβάλει  με  το  φωτοστέφανο  της ηρωίδας.  Ωσάν  να  είχε  ξαναδεί  η  ανθρωπότητα  μία  γυναίκα  να  πηγαίνει  με  τη  θέλησή  της  να συναντήσει  τον  Χάρο,  για  να  τον  καλέσει  να  παλέψουνε  στα  περβόλια,  μες  τους  ανθισμένους κήπους. Ναι, ξέρω. Ο Καβάφης θα μου θύμιζε την Κρατησίκλεια. Εκείνη ήταν αιχμάλωτη του βασιλιά Πτολεμαίου  και  πήγε  με  το  κεφάλι ψηλά προς  τον  τόπο  της  εκτέλεσής  της.  Όπως  χιλιάδες άλλες γυναίκες  και  κορίτσια.  Γεμάτη  είναι  η  ιστορία  από  τέτοιες  εξαίσιες  μορφές.  Οι Φυλακές  Αβέρωφ μπορεί να κατεδαφίστηκαν, αλλά τα αγέρωχα κεφάλια των γυναικών‐πολιτικών κρατουμένων που έφευγαν  το  ξημέρωμα για  το εκτελεστικό απόσπασμα δεν  ξεχνιούνται —  κι ας πέρασε πάνω από 

Page 107: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

μισός αιώνας. Η Μαρία, όμως, είχε κάθε δυνατότητα να αρνηθεί. Δεν ήταν δέσμια κανενός. Και δεν πήγε  να  συναντήσει  τον  Χάρο,  για  να  του  προσφέρει  τη  ζωή  της.  Νεκρή  θα  ήταν  άχρηστη  στην πατρίδα.  Έπρεπε  να  μείνει  ζωντανή∙  να  ορθώσει  το  ανάστημά  της  πάνω  από  τα  τείχη  της πολιορκημένης Νίκαιας∙ να κρατήσει σε απόσταση τους Τούρκους∙ να εμψυχώσει τον πληθυσμό∙ να παρηγορήσει  τους  χαροκαμένους∙  να  συγκρατήσει  όσους  ετοιμάζονταν  να  αποδράσουν  κι  όσους ήταν έτοιμοι να παραδοθούν. Έπρεπε, και τι δεν έπρεπε, ώσπου να ακουστεί η φωνή της έως την Ταυρίδα, για να προκαλέσει το θαύμα και να δει τα μογγολικά άτια να εφορμούν στην πλάτη των πολιορκητών. Έπρεπε και πάλι να διανύσει μοναχή την οδό της δοκιμασίας∙ αυτή τη φορά, την οδό των παθών, για να σώσει τη Βιθυνία. 

Ο  Παχυμέρης  άφησε  ημιτελές  το  πολύτιμο  έργο  του∙  η  Νίκαια  έμεινε  ζωσμένη  από  Τούρκους πολεμιστές.  Πρόφτασε  όμως  να  γράψει  ότι  η  παρουσία  της  Μαρίας  εξόργισε  τον  Οσμάν,  που εκδικήθηκε τους Μικρασιάτες. Το κείμενο τελειώνει με δύο ειδήσεις εξαιρετικής σπουδαιότητας. Η πρώτη  είναι  ότι  έφτασαν  ανέλπιστα  μαντάτα  πως  επιτέλους  οι  «τρισμύριοι  Τόχαροι»  (οι  30.000 Μογγόλοι  που  έστειλε  ο  χαν  Ολτζαϊτού)  πλησίαζαν.  Η  δεύτερη  είναι  ότι  οι  Λατίνοι  μισθοφόροι, πεινασμένοι κι αλληλοσπαραγμένοι, εγκατέλειψαν την παραγωγική ενδοχώρα της πρωτεύουσας και πέρασαν  τον  Έβρο.  Χάρη  στη  θαρραλέα  πολιτική  του  απελπισμένου  Ανδρόνικου  και  λόγω  μίας σειράς  ευνοϊκών  συγκυριών,  η  Ανατολική  Θράκη  είχε  απαλλαγεί  και  η  Κωνσταντινούπολη  είχε σωθεί, με αμέτρητες απώλειες. Ιούνιος του 1307. 

Τι  απέγινε,  λοιπόν,  με  τη  Νίκαια;  Τι  απέγινε  η  Μαρία;  Κανείς  δεν  είναι  απολύτως  βέβαιος.  Ο Παχυμέρης  σίγησε,  οι  πληροφορίες  είναι  έμμεσες.  Ωστόσο,  εκείνο  το  καλοκαίρι  λύθηκε  ο  κλοιός γύρω από τη Νίκαια, ενώ οι πολεμικές δραστηριότητες των Οσμανλίδων στη Βιθυνία ανακόπηκαν. Ο Οσμάν  επέστρεψε  δριμύτερος  το  1317,  όταν  αποσύρθηκαν  οι  Μογγόλοι,  μετά  τον  θάνατο  του Ολτζαϊτού.  Η  τουρκική αναδίπλωση μας  επιτρέπει  να συμπεράνουμε ότι,  με  την παρουσία  της,  η εμβληματική κυρά χάρισε στη γενέθλια γη μία δεκαετία ζωής. 

 

Κάθε φορά που μπαίνω στη Χώρα, στέκομαι κοντά στη μοναχή Μελάνη και από τη θέση της βλέπω στο  υπέρθυρο  τον  Θεόδωρο  Μετοχίτη.  Γονατιστός  ο  κτήτορας‐ανακαινιστής  του  πανάρχαιου ιδρύματος προσφέρει στον Παντοκράτορα ένα πρόπλασμα του ναού. Τον παρατηρώ χρόνια τώρα. Δεν  κοιτάει  τον  ένθρονο Χριστό.  Την Παλαιολογίνα  της Δέησης  κοιτάζει∙  την  κόρη  του  ιδρυτή  της δυναστείας, που έσωσε τη μονάκριβη Νίκαια και διέσωσε το γόητρο της παλαιολόγειας εξουσίας. Άλλοτε  διακρίνω  στο  βλέμμα  του  μεγάλου  λογοθέτη  θαυμασμό,  άλλοτε  ευγνωμοσύνη,  κάποτε κάποτε  τρυφερότητα,  θαρρώ  και  έρωτα,  σαν  να  βλέπει  τη  Νίκαια  (την  αγαπημένη  Νίκαια  των παιδικών τους αναμνήσεων) στα πόδια του Χριστού «Χαλκίτη». 

Η ανδρεία  είναι  καταφανώς ανδρική αρετή, ωστόσο  κανένας αρσενικός  δεν  είχε  την ανδρεία  της πενηνταπεντάχρονης,  εύθραυστης  και  τυραννισμένης  Μαρίας.  Ούτε  καν  την  παλικαριά  να  της αποδώσει το έπαθλο της ανδρείας. Μόνον η συλλογική συνείδηση την αγιοποίησε. Θαρρώ πως με τη ρομφαία της μπήκε η Μαρία στη Χώρα. 

Η  επιγραφή  αποκαταστάθηκε.  Συμπληρώνω  τις  χαμένες  ψηφίδες,  αφαιρώ  τις  αγκύλες  και προσθέτω έξι γράμματα, μία τρισύλλαβη λέξη: «ΑΔΕΛΦΉ ΑΝΔΡΟΝĺΚΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛÓΓΟΥ Η ΚΥΡÁ ΤΩΝ ΜΟΥΓΟΥΛĺΩΝ, ΜΕΛÁΝΗ Η ΜΟΝΑΧΉ». Η αλληλουχία των κρυφών νοημάτων. 

Page 108: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Προσχήματα, διλήμματα, ξόρκια, αποσιωπήσεις και αυτονόητα 

Των αφανών 

«ΜΕ  ΚΑΝΑ  ΔΥΟ  ΣΤΙΧΑΚΙΑ  μου  για  πρόσχημα»,  καθώς  λέει  και  ο  τραγουδοποιός,  αφηγήθηκα  την ιστορία  της  κυράς  των  Μογγόλων  —  ή  μήπως  με  πρόσχημα  τη  Μαρία  έκανα  έναν  επιλεκτικό προσωπικό απολογισμό; Δεν ξέρω. Πάντως δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου. Όταν μου προτάθηκε να γράψω ένα βιβλίο σε αυτή τη σειρά, δέχτηκα αμέσως. Δίχως ενδοιασμούς. Είχα μόνο τη Μαρία κατά νου. Τη Μαρία και τις αμέτρητες Μαρίες. Ήθελα να μιλήσω για ανθρώπινες υπάρξεις, καταστάσεις και πράγματα που παραμένουν στη σιωπή — κι αν, επιτέλους, πρόσφατα, απασχολούν κάποιους, αποτελούν αποκλειστικά  το αντικείμενο  της επιστημονικής έρευνας. Δεν βρήκαμε ακόμα  τρόπους επικοινωνίας,  ίσα  κάτι  ρωγμές  άνοιξαν.  Εντός  των  στεγανών,  η  έρευνα  μοιάζει  αυτοσκοπός∙  μία περίκλειστη  υπόθεση  που  δεν  αφορά  τους  άλλους.  Εξάλλου,  οι  περισσότεροι  εξ  ημών  και  υμών αρκούνται στα προκατασκευασμένα σχήματα της εθνικής μυθολογίας. Τα είδαμε και τα θαυμάσαμε να παρελαύνουν, να χορεύουν, να φτερουγίζουν στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων τον Αύγουστο  του  2004.  Το  απαύγασμα  της  σχολικής  «Ιστορίας»,  ένα  όντως  εξαιρετικά  οργανωμένο θέαμα, λαμπρό‐λαμπρότατο και άρτιο από κάθε άποψη, το οποίο μας έβγαλε ασπροπρόσωπους για τα επόμενα εκατό χρόνια. Με ενθουσίασε ως θέαμα (χωρίς τη λογοδιάρροια του παρουσιαστή θα ήταν πολύ πιο απολαυστικό), αλλά η ουσία μου προξένησε βαθύτατη λύπη. Ώστε και για τη νεότερη γενιά,  λοιπόν,  είναι  τόσο  αυτάρεσκα  μόνος  και  «ανάδελφος»  ο  πολιτισμός  μας;  Τόσο  δογματικά ξένος, αποστειρωμένος, αμόλυντος και άξενος; Δεν συναντήθηκε ποτέ με κανέναν άλλον πολιτισμό, δεν ζυμώθηκε με γείτονες, εχθρούς και φίλους, από την Ανατολή και τη Δύση; Πώς υποδεχόμαστε τόσα έθνη σε μία παγκόσμια αθλητική εκδήλωση, όταν αρνούμαστε τις οφειλόμενες επιρροές,  τις όποιες  συγγένειες,  τις  άπειρες  κοινές  εμπειρίες;  Άδικα  πήγαν  οι  δέκα  χιλιάδες  γάμοι  των Μακεδόνων  με  τις  Ρωξάνες  και  τις  Απάμειες;  Άσε  πια  την  πάνδημη  αμηχανία  μας  απέναντι  στα κληροδοτήματα  της  Ελληνιστικής  και  της  Ρωμαϊκής  μας  ιστορίας∙  τον  τρόμο  που  μας  προκαλεί  ο οικουμενισμός, την αγωνία του Βυζαντίου και την κραυγαλέα ανάγκη της υπερπήδησής του. (Ακόμα φρίττω στην ανάμνηση εκείνου του ταριχευμένου εστεμμένου με τη χρυσοστόλιστη αυγούστα στο πλευρό  του —  εν  είδει  αιγυπτιακής  μούμιας.  Ένα  παγερό  ζεύγος,  χτισμένο  σε  μαυσωλείο,  που πέρασε  με  αργόσυρτη  μεγαλοπρέπεια,  πριν  ορμήσουν  οι  φουστανελάδες  για  να  μας απελευθερώσουν από τη σκλαβιά.) Ξορκίσαμε την ίδια την ιστορία, όπως πάντα, για να την κάνουμε να χωρέσει στα δικά μας καλούπια. Κι ας ήταν Αύγουστος, ο μήνας που, ετυμολογικά τουλάχιστον, θα μας φέρνει πάντα κοντά στους Ευρωπαίους εταίρους. Μα αυτό δα έλειπε, να τους καταδεχτούμε κιόλας. Δεν φτάνει που τους εκπολιτίσαμε; 

Η Μαρία με  έκανε  να  συμφιλιωθώ με  τους  οικείους  και  με  έμαθε  να  βλέπω  τους άλλους.  Χωρίς αμηχανία.  Κυρίως,  χωρίς  προκατάληψη.  Με  σεβασμό,  συχνά  με  θαυμασμό.  Μου  κέντρισε  το ενδιαφέρον, με βοήθησε να αποδεσμευτώ από τα στερεότυπα, να ξαναδιαβάσω από διαφορετική σκοπιά  τις  πηγές.  Με  έκανε  να  στραφώ  με  τεταμένες  τις  κεραίες  και  περισσότερα  ηθικά  εφόδια προς τον περίγυρο και, ταυτόχρονα, προς τα ενδότερα της βυζαντινής ιστορίας, για να δω ολόκληρο τον κόσμο να διανύει την εποχή της μετάβασης. 

Έως τον καιρό ακόμα που σπούδαζα, οι περισσότεροι βυζαντινολόγοι θεωρούσαν ότι η περίοδος της βασιλείας των Παλαιολόγων ήταν δύο αιώνες παρακμής. Η Αυτοκρατορία μετρούσε το τέλος της. Ως εκ τούτου, ελάχιστοι είχαν ασχοληθεί συστηματικά με αυτήν την περίοδο της βυζαντινής ιστορίας. Προσωπικά,  έβρισκα  πολύ  πιο  ενδιαφέρουσα  την  πρωτοποριακή  άποψη  της  Αγγελικής  Λαΐου,  η οποία,  πριν  από  τριάντα  πέντε  χρόνια  υποστήριζε  ότι  αυτό  που  ακούγεται  από  ορισμένους  σαν επιθανάτιος  ρόγχος  ενός  ένδοξου  παρελθόντος  δεν  είναι  παρά  οι  κραυγές  του  νεογέννητου μέλλοντος.  Με  αυτή  τη  νέα  εποχή  ασχολήθηκε  συστηματικά  η  ίδια,  αποκωδικοποιώντας  τις «κραυγές»  και  αναδεικνύοντας  ένα  σωρό  θέματα  που  σχετίζονται  με  τις  αλλαγές,  οι  οποίες 

Page 109: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

πραγματοποιούνται  μετά  το  1204,  κυρίως  μετά  το  1261,  και  διαμορφώνουν  το  Βυζάντιο  των Παλαιολόγων  (ή, με άλλα λόγια, τις απαρχές του νέου Ελληνισμού, αν ερμηνεύω σωστά το νόημα των «κραυγών»). Τα δικά της μελετήματα με οδήγησαν στην περαιτέρω κατανόηση του κόσμου της Μαρίας και την ευχαριστώ, γιατί τα κείμενά της μου προσφέρουν άπειρες απολαύσεις — ακόμα κι όταν  αναφέρονται  στο  θεσμικό  πλαίσιο  κι  αναλύουν  διάφορα  νομοθετήματα  ή  τα  δυσνόητα οικονομικά και φορολογικά ζητήματα. Μα πώς αλλιώς να προσεγγίσεις μία κοινωνία; 

Τα μογγολικά άλογα, που διέγραψαν με  το πέρασμά τους  το  τέλος  της δημιουργικής Ανατολής κι άφησαν  τη Δύση  να πάρει  τη σκυτάλη,  καλπάζουν. Η Μαρία  έζησε  την άλωση  της Βαγδάτης,  τον σπαραγμό  της  Βηρυτού,  την  κατάπτωση  της  Ιερουσαλήμ,  τη  βαρβαρότητα  των  Λατίνων,  την αλαζονεία των Γενοβέζων,  την πώρωση των Βενετών,  τον εκτουρκισμό της Μαύρης Θάλασσας και της  Ανατολής,  τον  καταποντισμό  της  Μικράς  Ασίας.  Γνώρισε  την  τρομερή  κόψη  του  μογγολικού σπαθιού, άκουσε τα ξύλα και τα πελέκια των γκαζίδων Τουρκομάνων και Οθωμανών, το τρίξιμο των δοντιών των Σέρβων και των Βουλγάρων. Γνώρισε την όψη που με βία μετράει τη γη, από τη μία και την άλλη πλευρά του κόσμου. Βίωσε την ασυνειδησία των Βυζαντινών αρχόντων, την έκπτωση των αξιών,  τη  μικροπρέπεια  και  τη  μεγαλοσύνη  των  ταπεινών  και  αφανών,  την  ιδιοτέλεια  των ιερωμένων,  την  αθλιότητα  των  μαυραγοριτών,  την  εμπάθεια  των  ανθενωτικών,  την  απάθεια  των γραμματιζούμενων,  την  αδιαλλαξία  των  ευλαβών,  την  ξιπασιά  των  νεόκοπων  αριστοκρατών,  την ανεπάρκεια της κρατικής μηχανής. Η οδύνη των αλλεπάλληλων απωλειών σημάδεψε τη ζωή της. Οι οδύνες  της  γέννας  ίσως  να  μην  ακούστηκαν  έως  το  ησυχαστήριό  της,  έστω  κι  αν  οι  επιφανείς εκπρόσωποι  της  Παλαιολόγειας  Αναγέννησης  διάβηκαν  συχνά  το  κατώφλι  του Μουχλιού,  για  να συναντήσουν την κοσμογυρισμένη κυρά. 

Την άποψή της για τα πράγματα, δεν θα τη μάθουμε ποτέ. Μακάρι να ασχοληθεί κάποιος με τον βίο της∙  ενθυμούμενος  ότι,  από  τον  καιρό  του  Γκιλγκαμές  και  των  χρυσοφόρων  Αχαιών,  η  ιστορία γράφεται  από  ανδρείους,  απευθύνεται  σε  ανδρείους  ακροατές  ή  αναγνώστες  και  αναφέρεται  σε ανδραγαθήματα.  Κανείς  δεν  θέλησε  να  αποδώσει  «ανδραγαθήματα»  στον  υπόλοιπο  μισό πληθυσμό  της  πολιτισμένης  ανθρωπότητας.  Αποσιωπούνται  ωσάν  αυτονόητα,  συνεπώς  ανάξια λόγου. Και δεν μιλώ για τις βασιλοπούλες και τις πριγκιπέσες, αλλά για την ταπεινή καθημερινότητα των  γυναικών  που  αφιέρωσαν  όλο  τους  το  είναι  στα  αυτονόητα  και  κράτησαν  τη  συνοχή  της κοινωνίας. Μαρίες,  Ευφροσύνες  και  Ειρηνούλες,  στο  Σαράι,  στο  Άαχεν,  στο  Κίεβο,  στο  Πρίζρεν  ή στην Ταυρίδα, κάνατε απλώς το καθήκον σας. Επιτελέσατε τον σκοπό της ύπαρξής σας, όπως όλες οι καταδικασμένες στην αφάνεια γυναίκες. Οι ανώνυμες, αθέατες, εξόριστες της ιστορίας. Οι Μαρίες που  έσπειραν  πεδιάδες,  ανάθρεψαν  ήρωες,  έθρεψαν  αναρίθμητα  στόματα  και  γιατροπόρεψαν μυριάδες  άρρωστα  κορμιά,  θρήνησαν  βρέφη  και  παιδιά,  μάζεψαν  ελιές  το  καταχείμωνο  και τρύγησαν  αμπέλια  στις ψηλοκρεμαστές  πεζούλες,  έχτισαν  ξερολιθιές,  έζεψαν  υποζύγια,  ζεύτηκαν και  οι  ίδιες,  για  να πηγαίνουν  ζαλωμένες με  το μωρό ή  τα πολεμοφόδια ή  την  ταγή  στην πλάτη, έπλυναν  πληγές  οπλιτών,  έκοψαν  ξύλα,  κουβάλησαν  νερό  από  το  ποτάμι,  κυνήγησαν  λύκους, έκρυψαν  αντάρτες,  όρθωσαν  το  ανάστημά  τους  στον  κατακτητή,  ξενοδούλεψαν  όταν  έλειπε  ο στυλοβάτης ή όταν ο προκομμένος τεμπέλιαζε στα καπηλειά, διαχειρίστηκαν το βιος της φαμίλιας, έθαψαν  όνειρα,  καημούς,  προσδοκίες,  αγωνίες,  βάσανα  κι  απαγορευμένες  αγάπες,  κατάπιαν οικογενειακές  αγριότητες,  τραγούδησαν  την  ξενιτιά,  υπόμειναν  την  προσφυγιά,  θάφτηκαν  στα τάρταρα  για  να  στεριώσουν  γεφύρια  και  να  τιμήσουν  το  όνομα  του  πατέρα,  του  συζύγου,  του αδελφού. 

Δεν θέλω να γράψω την τελευταία αράδα. Κι ας καλπάζει ο δικός μου χρόνος. Έκλεισα τα πενήντα οκτώ την ημέρα που 58 πυρκαγιές λαμπάδιαζαν το Δεσποτάτο του Μορέως. Παραμονή της εισόδου του κεμαλικού στρατού στη Σμύρνη. Πέρασαν κιόλας ογδόντα πέντε χρόνια. 

Πήλιο, Ιούνιος 2006 — Σεπτέμβριος 2007 

Page 110: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

 

ΥΓ. Δεν θα γράψω την τελευταία αράδα. Με γυροφέρνει όμως μία άλλη Παλαιολογίνα, που εστάλη και αυτή στους Μογγόλους, μάλιστα στους Ταταρομογγόλους της Χρυσής Ορδής. Δεν μπορώ να την αφήσω στον Βόλγα, αμνημόνευτη, επειδή δεν εμπίπτει χρονικά στην εποχή της Μαρίας και επειδή δεν τη μνημόνευσε κανένας Βυζαντινός ιστοριογράφος. 

Επί  τροχάδην  λοιπόν.  Κόρη  του  Ανδρόνικου  Γ'  του  Παλαιολόγου  (1328‐1341).  Σύζυγος  του  χαν Ουζμπέκ  (1313‐1341),  ο  οποίος  επέβαλε  το  Ισλάμ  ως  επίσημη  θρησκεία  του  εκτουρκισμένου Χανάτου. Στο Σαράι, αποκαλούν την Παλαιολογίνα «Μπεϊγιαλούν χατούν». Αγνοούμε το χριστιανικό της όνομα, τις συνθήκες και τον χρόνο της γαμήλιας συμφωνίας. Το 1334 επισκέπτεται τον Ουζμπέκ ο  Ιμπν  Μπαττούτα,  περίφημος  Άραβας  γεωγράφος  και  περιηγητής,  προσκυνητής  των  ιερών ισλαμικών  τόπων.  Από  αυτόν  μαθαίνουμε  ότι  η  «ευπροσήγορη,  πονετική  και  γενναιόδωρη..., βουτηγμένη στα χρυσάφια και τα πολύτιμα πετράδια» Μπεϊγιαλούν είναι τρίτη στην ιεραρχία των τεσσάρων  επίσημων  συζύγων  του  χαν.  Ο  Άραβας  ακολουθεί  την  ηγεμονική  κουστωδία  μέχρι  το Αστρακάν.  Η  Παλαιολογίνα  τού  ανακοινώνει  ότι  είναι  έγκυος  και  ότι  θα  πάει  στην  Πόλη,  για  να γεννήσει το παιδί της στο πατρικό παλάτι. Ο Ιμπν Μπαττούτα παίρνει την άδεια του Ουζμπέκ, για να ακολουθήσει  το καραβάνι. Θέλει  να γνωρίσει  τη «Μεγάλη Κωνσταντινούπολη‐Εσταμπούλ». Πέντε χιλιάδες στρατιώτες συνοδεύουν την έγκυο χατούν από τον Κάτω Βόλγα μέχρι τα βυζαντινά σύνορα. Η ακολουθία της περιλαμβάνει 500  ιππείς, 200  ιπποκόμους και υπηρέτες και 200 νεαρές σκλάβες, Ελληνίδες οι περισσότερες. Γυναίκες και προμήθειες μεταφέρονται με 400 «αραμπά» (άμαξες), 300 βόδια, 200  καμήλες και 2.000 άτια. Η πριγκίπισσα φρουρείται από δέκα Έλληνες και δέκα  Ινδούς πολεμιστές, διαλεγμένους ανάμεσα στους αξιότερους του Χανάτου. 

Περίπου  εννέα  εβδομάδες  αργότερα,  η  ανώνυμη  κόρη  έμπαινε  στις  Βλαχέρνες.  Ο  Μπαττούτα επισκέφθηκε τον Ανδρόνικο Γ' και συζήτησε μαζί του, με τη βοήθεια Εβραίου μεταφραστή. Ύστερα, ξεναγήθηκε στα μνημεία της θρυλικής πρωτεύουσας. Όταν οι Τούρκοι της συνοδείας διαπίστωσαν ότι η Παλαιολογίνα ακολουθούσε τη θρησκεία του πατέρα της κι επιθυμούσε να μείνει κοντά του, της ζήτησαν την άδεια να επιστρέψουν στη χώρα τους. Ο ακάματος περιηγητής τούς ακολούθησε. Γλαφυρές  λεπτομέρειες:  στο  σπουδαίο  και  άκρως  απολαυστικό  έργο  του  Ταξίδια  (εκδόσεις Στοχαστής,  αν  και  προτιμώ  τη  γαλλική  έκδοση  τσέπης,  στη  σειρά  La  Découverte  των  εκδόσεων Maspero,  γιατί  τα  σχόλια  του  αείμνηστου  Στέφανου  Γερασίμου  είναι  μοναδικά∙  δίχως  αυτά, δύσκολα  χαίρεσαι  τον  γύρο  της  Οικουμένης  που  πραγματοποίησε  ο  κορυφαίος  ταξιδευτής).  Του χρωστάμε την τέταρτη Παλαιολογίνα — σύζυγο Μογγόλου χαγάνου. Παντελώς αγνοημένη από τους δικούς της. 

   

Page 111: η Μαρία των Μογγόλων

Digitized by 10uk1s

Περιεχόμενα 

Οι δύο γυναίκες ....................................................................................................................................... 7 

Από τη θεσσαλική Μαγνησία στην προποντιακή Βιθυνία ................................................................... 13 

Από το βυζαντινό Αιγαίο στο φοιτητικό Παρίσι, 1970‐1977 ................................................................ 20 

«Paris, c'est fini» .................................................................................................................................... 29 

«Ξένη εδώ, ξένη εκεί, όπου κι αν πάω ξένη» ....................................................................................... 37 

Οι χώρες της Μαρίας. Κωνσταντινούπολη 1977‐1981, Οξφόρδη‐Παρίσι 1983 ................................... 56 

Η μάστιγα του Θεού .............................................................................................................................. 64 

Πετώντας με το ιπτάμενο χαλί .............................................................................................................. 72 

«Ιδεώδης εν τη λύπη σου» .................................................................................................................... 82 

«Δεν έχω ήχο, δεν έχω υλικό», δεν έχω ούτε καιρό, κι ο χρόνος καλπάζει ......................................... 85 

Από τον Βόσπορο στον Βόλγα ή στον Βαρδάρη και από τις Βλαχέρνες στη Βιθυνία: οι Μαρίες  της Χώρας κι άλλες πολλές ανήλικες νυφούλες ......................................................................................... 90 

Προσχήματα, διλήμματα, ξόρκια, αποσιωπήσεις και αυτονόητα ..................................................... 107 

 


Recommended