+ All Categories
Home > Documents > ΕΊΣΑΊ ΣΤΑ ΌΝΕΊΡΑ ΜΌΥmedia.public.gr/Books-PDF/9786185229696-1307699.pdf10 LISA...

ΕΊΣΑΊ ΣΤΑ ΌΝΕΊΡΑ ΜΌΥmedia.public.gr/Books-PDF/9786185229696-1307699.pdf10 LISA...

Date post: 30-Dec-2019
Category:
Upload: others
View: 118 times
Download: 29 times
Share this document with a friend
23
Transcript

ΕΊΣΑΊ ΣΤΑ ΌΝΕΊΡΑ ΜΌΥ

τιτλοσ πρωτοτυπου DREAMING OF YOU

Lisa Kleypas

© Lisa Kleypas, 1994 Published by arrangement with William Morris Endeavor Entertainment

& Read’n’Right Agency

© Για την ελληνική γλώσσα σε όλο τον κόσμο: Eκδόσεις Elxis, 2018 Όι Εκδόσεις Elxis αποτελούν σήμα των Εκδόσεων Διόπτρα

Eκδίδεται κατόπιν συμφωνίας με τους William Morris Endeavor Entertainment & Read’n’Right Agency

ISBN: 978-618-5229-69-6

πρωτη ελληνικη εκδοση Ίούνιος 2018

μεταφραση Μαρία Βασιλειάδου

επιμελεια κειμενου Μαρία Μπανούση

σχεδιασμοσ εξωφυλλου Ελένη Όικονόμου

σελιδοποιηση Νατάσσα Χαραλαμπίδη

Απαγορεύεται η αναπαραγωγή ή ανατύπωση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, σε οποιαδήποτε μορφή, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη.

Εκδόσεις Εlxis Αγ. Παρασκευής 40, 121 32 Περιστέρι

Τηλ.: 210 380 52 28, Fax: 210 330 04 39 www. elxisbooks.gr • [email protected]

LISA KLEYPAS

ΕΊΣΑΊ ΣΤΑ ΌΝΕΊΡΑ ΜΌΥ

μετάφραση ΜΑΡΊΑ ΒΑΣΊΛΕΊΑΔΌΥ

ΕΚ ΔΌΣΕΊ Σ ΕL X IS

Στην Κάρεν Τσέρτσιλ Μπόντατζερ με αγάπη… Χαίρομαι που έχω τόσο καλό γούστο στους φίλους!

Κεφάλαιο 1

Η μοναχική γυναικεία φιγούρα στάθηκε στο σκοτάδι. Έσκυψε στον τοίχο ενός ετοιμόρροπου ξενώνα, με

τους ώμους να κρέμονται σαν να ήταν άρρωστη. Τα σκληρά πρά-σινα μάτια του Ντέρεκ Κρέιβεν έπεσαν πάνω της καθώς ερχόταν από το πίσω σοκάκι της χαρτοπαικτικής λέσχης. Ένα τέτοιο θέα- μα δεν ήταν ασυνήθιστο στους δρόμους του Λονδίνου, ειδικά σε αυτή τη γειτονιά, όπου ο ανθρώπινος πόνος ήταν ορατός σε όλο του το μεγαλείο. Εδώ, σε μικρή αλλά σημαντική απόσταση από το μεγαλείο του Σεντ Τζέιμς, τα κτίρια ήταν μια ετοιμόρροπη μάζα βρομιάς. Η περιοχή ήταν γεμάτη ζητιάνους, πόρνες, απατεώνες, κλέφτες. Άνθρωποι του ιδίου φυράματος με εκείνον.

Δεν θα ερχόταν εδώ αξιοπρεπές θηλυκό, ειδικά μετά το σού-ρουπο. Αλλά ήταν παράξενα ντυμένη για να είναι πόρνη. Ό γκρι μανδύας της άνοιξε μπροστά για να αποκαλυφθεί ένα φόρεμα με ψηλό λαιμό από σκούρο ύφασμα. Η τούφα των μαλλιών που ξέφευγε κάτω από την κουκούλα της ήταν καστανή. Πιθανόν να περίμενε έναν παραστρατημένο σύζυγο ή ίσως να ήταν μια πω-λήτρια που είχε χάσει τον δρόμο της.

10 LISA KLEYPAS

Άνθρωποι κοιτούσαν τη γυναίκα, αλλά την προσπερνούσαν χωρίς να βραδύνουν το βήμα τους. Εάν παρέμενε εδώ πολύ πε-ρισσότερο, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι θα τη βίαζαν ή θα τη λήστευαν, ίσως και να τη χτυπούσαν και να την άφηναν να πεθά-νει. Αυτό που θα έκανε ένας κύριος θα ήταν να την πλησιάσει, να τη ρωτήσει αν είναι καλά, να εκφράσει την ανησυχία του για την ασφάλειά της.

Αλλά δεν ήταν καθόλου κύριος. Ό Ντέρεκ γύρισε την πλάτη, περπατώντας κατά μήκος του σπασμένου πεζοδρομίου. Είχε με-γαλώσει στους δρόμους – γεννημένος σε μια υδρορροή, μεγαλω-μένος από τη βρεφική ηλικία από μια ομάδα ρακένδυτων πορνών και εκπαιδευμένος στη νιότη του από εγκληματίες κάθε είδους. Γνώριζε καλά τα κόλπα που χρησιμοποιούσαν για να θηρεύσουν τους απρόσεκτους, τις λίγες αποτελεσματικές στιγμές που χρειά-ζονταν για να ληστέψουν έναν άνθρωπο και να σπάσουν τον λαιμό του. Όι γυναίκες χρησιμοποιούνταν συχνά σε τέτοιου εί-δους καταστάσεις σαν δόλωμα ή σαν τσιλιαδόροι ή, ακόμα, και σαν επιτιθέμενοι. Ένα απαλό θηλυκό χέρι θα μπορούσε να προ-καλέσει μεγάλη ζημιά αν είχε τυλιχθεί γύρω από έναν σιδερένιο σωλήνα ή αν κρατούσε μια κάλτσα που ζύγιζε μια λίβρα ή αν έρι-χνε δύο πυροβολισμούς.

Σε λίγο ο Ντέρεκ αντιλήφθηκε βήματα κοντά του. Κάτι σε αυτά προκάλεσε ένα προειδοποιητικό ανατρίχιασμα κατά μήκος της σπονδυλικής του στήλης. Δύο ζευγάρια βαριών βημάτων που ανήκαν σε άντρες. Σκόπιμα άλλαξε τον βηματισμό του και αμέ-σως προσαρμόστηκαν κι εκείνοι ώστε να ταιριάζουν. Τον ακο-λουθούσαν. Ίσως τους είχε στείλει ο αντίπαλός του Ίβο Τζένερ για να του κάνουν κακό. Ό Ντέρεκ, βρίζοντας σιωπηλά, ξεκίνησε να στρίψει στη γωνία.

Όπως το περίμενε, έκαναν την κίνησή τους. Στράφηκε

ΕΊΣΑΊ ΣΤΑ ΌΝΕΊΡΑ ΜΌΥ 11

γρήγορα και έσκυψε αποφεύγοντας το χτύπημα μιας σφιγμένης γροθιάς. Στηριζόμενος στο ένστικτο και στα χρόνια εμπειρίας, μετέφερε το βάρος του στο ένα πόδι και επιτέθηκε, κλοτσώντας με την μπότα του το στομάχι του επιτιθέμενου. Ό άντρας έβγαλε μια κραυγή έκπληξης και πισωπάτησε. Κοιτώντας γύρω του, ο Ντέρεκ έψαξε για τον δεύτερο άντρα, αλλά ήταν πολύ αργά… Ένιωσε τον θόρυβο ενός μεταλλικού αντικειμένου στην πλάτη του και ένα τυφλό χτύπημα στο κεφάλι. Χτυπημένος, έπεσε βα-ριά στο έδαφος. Όι δύο άντρες σύρθηκαν πάνω από το σώμα του.

«Κάν’ το γρήγορα», είπε ο ένας από αυτούς με πνιχτή φωνή. Ό Ντέρεκ, αγωνιζόμενος, ένιωσε το κεφάλι του να σπρώχνεται

πίσω. Επιτέθηκε με την παλάμη του σε γροθιά, αλλά το χέρι του ήταν κολλημένο στο έδαφος. Είχε μια χαρακιά στο πρόσωπό του, ένα υπόκωφο μουγκρητό στα αφτιά του, ενώ ζεστό υγρό έρρεε στα μάτια και στο στόμα του… το αίμα του. Όργισμένος έφτυσε μια έντονη διαμαρτυρία, προσπαθώντας να απελευθερωθεί από τον δριμύ πόνο. Συνέβαινε πολύ γρήγορα. Δεν μπορούσε να τους σταματήσει. Πάντα φοβόταν τον θάνατο, γιατί κατά κάποιον τρόπο γνώριζε ότι θα ερχόταν έτσι, όχι ειρηνικά, αλλά με πόνο, βία και σκοτάδι.

Η Σάρα σταμάτησε για να διαβάσει τις πληροφορίες που είχε συ-γκεντρώσει μέχρι στιγμής. Κοιτώντας μέσα από τα γυαλιά της, μπερδευόταν από τη νέα αργκό που είχε ακούσει εκείνη τη νύ-χτα. Η γλώσσα του δρόμου άλλαζε γρήγορα από έτος σε έτος, μια εξελισσόμενη διαδικασία που τη γοήτευε. Στηριζόμενη σε έναν τοίχο για ησυχία, μελετούσε τις σημειώσεις που είχε πάρει και έκανε λίγες διορθώσεις με το μολύβι της. Όι παίκτες είχαν ανα-φερθεί στα χαρτιά ως «διαμερίσματα» και είχαν προειδοποιήσει

12 LISA KLEYPAS

ο ένας τον άλλον για να προσέχουν τους «θρυμματιστές», λέξη που ίσως προοριζόταν για να περιγράψει τους αστυνομικούς. Ένα πράγμα που δεν είχε καταλάβει ακόμα ήταν η διαφορά με-ταξύ «κλεφτρονιού» και «ληστή» – και οι δύο λέξεις χρησιμο-ποιούνταν για να αναφερθεί κάποιος στους κλέφτες του δρόμου. Λοιπόν, θα έπρεπε να το ανακαλύψει… ήταν επιτακτική η χρήση των σωστών όρων. Τα πρώτα δύο μυθιστορήματά της, Ματίλντα και Ο ζητιάνος, είχαν λάβει εξαιρετικές κριτικές για την προσοχή τους στη λεπτομέρεια. Δεν θα ήθελε το τρίτο της, αν και ακόμα χωρίς τίτλο, να κατηγορηθεί για ανακρίβειες.

Αναρωτήθηκε αν οι άντρες που πηγαινοέρχονταν στη χαρτο-παικτική λέσχη θα ήταν σε θέση να απαντήσουν στις ερωτήσεις της. Όι περισσότεροι από αυτούς ήταν επαίσχυντοι, με αξύριστα πρόσωπα και κακή υγιεινή. Ίσως δεν θα ήταν λογικό να τους ζη-τήσει οτιδήποτε – ίσως να μη χαίρονταν για τη διακοπή. Από την άλλη πλευρά, έπρεπε να μιλήσει μαζί τους λόγω του βιβλίου της. Και η Σάρα ήταν πάντα προσεκτική να μην κρίνει τους ανθρώ-πους από την εξωτερική εμφάνιση.

Ξαφνικά αντιλήφθηκε μια αναταραχή κοντά στη γωνία. Προ-σπάθησε να δει τι συνέβαινε, αλλά ο δρόμος ήταν τυλιγμένος στο σκοτάδι. Αφού δίπλωσε τη δέσμη χαρτιών που είχε δέσει μαζί για να σχηματίσουν ένα μικρό βιβλίο, την έβαλε στην τσάντα της και έτρεξε μπροστά με περιέργεια. Ένας χείμαρρος ανήκουστων λέξεων την έκανε να κοκκινίσει. Κανείς δεν χρησιμοποιούσε τέ-τοια γλώσσα στο Γκρίνγουντ Κόρνερς, εκτός από τον γέρο κύριο Ντόσον, όταν έπινε πάρα πολύ παντς με καρυκεύματα στο ετήσιο χριστουγεννιάτικο φεστιβάλ της πόλης.

Ξεχώρισε τρεις φιγούρες που εμπλέκονταν στον καβγά. Δύο άντρες είχαν ακινητοποιήσει έναν τρίτο στο έδαφος και τον χτυ-πούσαν. Άκουσε τους ήχους από τις γροθιές που τσάκιζαν τη

ΕΊΣΑΊ ΣΤΑ ΌΝΕΊΡΑ ΜΌΥ 13

σάρκα. Σμίγοντας τα φρύδια απορημένα, η Σάρα έσφιξε το τσα-ντάκι της καθώς παρακολουθούσε. Η καρδιά της άρχισε να βρο-ντοχτυπά. Δεν θα ήταν λογικό να εμπλακεί. Ήταν εδώ ως παρα-τηρητής, όχι ως συμμετέχων. Όμως, το άμοιρο θύμα έβγαζε τόσο αξιολύπητα μουγκρητά… και ξαφνικά το τρομαγμένο βλέμμα της έπεσε στη λάμα ενός μαχαιριού.

Θα τον δολοφονούσαν. Βιαστικά η Σάρα ψαχούλεψε στην τσάντα της για το πιστόλι

που πάντα μετέφερε στα ερευνητικά ταξίδια της. Ποτέ δεν το είχε χρησιμοποιήσει, αλλά είχε ασκηθεί στη σκοποβολή σε ένα χωράφι στα νοτιοανατολικά του Γκρίνγουντ Κόρνερς. Βγάζοντας έξω το μικρό όπλο, το όπλισε και δίστασε.

«Εδώ, τώρα!» φώναξε προσπαθώντας να κάνει τη φωνή της να ακουστεί δυνατή και επιτακτική. «Επιμένω να σταματήσετε αμέσως!»

Ένας από τους άντρες την κοίταξε. Ό άλλος αγνόησε την κραυγή της και σήκωσε ξανά το μαχαίρι. Δεν τη θεώρησαν καθό-λου απειλή. Δαγκώνοντας το χείλι της, η Σάρα σήκωσε το τρεμά-μενο πιστόλι και στράφηκε προς τα αριστερά. Δεν μπορούσε να σκοτώσει κανέναν –ήταν σίγουρη ότι η συνείδησή της δεν θα το άντεχε–, αλλά ίσως ο δυνατός θόρυβος να τους φόβιζε. Σταθερο-ποιώντας το χέρι της, πάτησε τη σκανδάλη.

Καθώς ο ήχος της πιστολιάς χάθηκε, η Σάρα άνοιξε τα μάτια της για να δει τα αποτελέσματα της προσπάθειάς της. Προς έκ-πληξή της, συνειδητοποίησε ότι είχε χτυπήσει ακούσια έναν από τους άντρες… Θεέ μου, στον λαιμό! Βρισκόταν πεσμένος στα γό-νατα, πιέζοντας την πληγή με τα χέρια του. Ξαφνικά κατέρρευσε με ένα γουργουρητό. Ό άλλος είχε παγώσει. Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό του στη σκιά.

«Φύγε τώρα», άκουσε τον εαυτό της να λέει, η φωνή της

14 LISA KLEYPAS

έτρεμε από φόβο και απογοήτευση. «Αλλιώς… αλλιώς θα ανα-γκαστώ να πυροβολήσω κι εσένα!»

Εκείνος φάνηκε σαν να έλιωσε στο σκοτάδι σαν φάντασμα. Η Σάρα πλησίασε τα δύο σώματα στο έδαφος. Το στόμα της άνοιξε με φρίκη και το κάλυψε με τα τρεμάμενα δάχτυλά της. Είχε σί-γουρα σκοτώσει έναν άντρα. Περνώντας γύρω από το πεσμένο σώμα του, πλησίασε το θύμα της επίθεσης.

Το πρόσωπό του ήταν καλυμμένο με αίμα. Κυλούσε από τα μαύρα μαλλιά του, μουσκεύοντας το μπροστινό μέρος των ρού-χων του. Μια αηδία την πλημμύρισε καθώς αναρωτήθηκε αν η διάσωση είχε έρθει πολύ αργά γι’ αυτόν. Η Σάρα έριξε το πιστόλι πίσω στην τσάντα της. Ήταν παγωμένη και πολύ ασταθής. Σε όλη τη μέχρι τώρα ζωή της δεν της είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Κοίταξε το ένα σώμα και μετά το άλλο. Αν υπήρχε μόνο μια πεζή περιπολία κοντά ή ένας από τους φημισμένους και άρτια καταρτισμένους αστυνομικούς της πόλης. Ανακάλυψε πως περίμενε κάτι να συμ-βεί. Κάποιος θα εμφανιζόταν στη σκηνή πολύ σύντομα. Ένα αί-σθημα ενοχής ξεπήδησε μέσα από το σοκ. Θεός φυλάξοι, πώς θα μπορούσε να ζήσει γνωρίζοντας τι είχε κάνει;

Η Σάρα κοίταξε το θύμα της ληστείας με ένα μείγμα περιέρ-γειας και λύπης. Ήταν δύσκολο να δει το πρόσωπό του μέσα από όλο αυτό το αίμα, αλλά έμοιαζε με νεαρό άντρα. Τα ρούχα του ήταν καλοφτιαγμένα, τα είδη των ενδυμάτων που βρίσκεις στην Μποντ Στριτ. Ξαφνικά είδε την κίνηση του στήθους του. Ανοιγό-κλεισε τα μάτια με έκπληξη. «Κύριε;…» ρώτησε σκύβοντας από πάνω του.

Εκείνος αναπήδησε και αυτή έβγαλε μια τρομαγμένη κραυγή. Ένα μεγάλο χέρι άρπαξε το ύφασμα στο σημείο του μπούστου της, σφίγγοντας τόσο πολύ, που δεν μπορούσε να τραβηχτεί μακριά. Το άλλο χέρι ανέβηκε στο πρόσωπό της. Η παλάμη του

ΕΊΣΑΊ ΣΤΑ ΌΝΕΊΡΑ ΜΌΥ 15

ακούμπησε στο μάγουλό της, τα τρεμάμενα δάχτυλά του ζωγρά-φισαν μια γραμμή από αίμα στην επιφάνεια των γυαλιών της. Μετά από μια ξέφρενη προσπάθεια να ξεφύγει, η Σάρα έπεσε παραπατώντας δίπλα του.

«Έχω εξολοθρεύσει αυτούς που σας επιτέθηκαν, κύριε». Προ-σπάθησε να απομακρύνει τα δάχτυλά του από το μπούστο της. Η λαβή του ήταν σαν σίδερο. «Πιστεύω ότι ίσως σας έσωσα τη ζωή. Αφήστε με… σας παρακαλώ…»

Του πήρε πολύ χρόνο να απαντήσει. Σταδιακά το χέρι του γλί-στρησε μακριά από το πρόσωπό της και περιπλανήθηκε προς τα κάτω μέχρι να βρει τον καρπό της. «Βάλε χέρι να σηκωθώ», είπε με δυσκολία, εκπλήσσοντάς τη με την προφορά του. Δεν περί-μενε από έναν άντρα που φορούσε τέτοια ωραία ρούχα να μιλάει κόκνεϊ, τη διάλεκτο της κατώτερης τάξης.

«Θα ήταν καλύτερα να ζητήσω βοήθεια…»«Όχι εδώ», κατάφερε να πει πνιχτά. «Κουφιοκέφαλη. Θα μας

ληστέψουν και θα μας μαχαιρώσουν μέχρι να πεις κύμινο».Προσβεβλημένη από τη σκληρότητά του, η Σάρα μπήκε στον

πειρασμό να επισημάνει ότι μια μικρή ευγνωμοσύνη δεν θα ήταν κακή. Αλλά σίγουρα πρέπει να πονούσε πολύ. «Κύριε», είπε δι-στακτικά, «το πρόσωπό σας… αν μου επιτρέπετε να πάρω το μα-ντίλι από το τσαντάκι μου…»

«Εσύ πυροβόλησες;»«Φοβάμαι πως ναι». Χώνοντας το χέρι μέσα στο τσαντάκι της,

έσπρωξε το όπλο και βρήκε το μαντίλι. Προτού μπορέσει να το βγάλει, ένιωσε τη λαβή του στον καρπό της. «Επιτρέψτε μου να σας βοηθήσω», είπε εκείνη ήρεμα.

Τα δάχτυλά του χαλάρωσαν κι εκείνη έβγαλε το μαντίλι, ένα καθαρό, εύχρηστο τετράγωνο λινό. Ακούμπησε απαλά το πρό-σωπό του, σκουπίζοντας με το διπλωμένο μαντίλι την τεράστια

16 LISA KLEYPAS

πληγή που ξεκινούσε από το φρύδι του και έφτανε στο κέντρο του άλλου μάγουλου. Θα του άφηνε σημάδι. Για δικό του καλό, ήλπιζε να μην έχανε και το μάτι του. Ένα μούγκρισμα πόνου βγήκε από τα χείλη του, πιτσιλώντας τη με αίμα. Μορφάζοντας, η Σάρα άγγιξε το χέρι του και το έφερε στο πρόσωπό του. «Ίσως να το κρατήσετε στη θέση του; Ωραία. Τώρα, αν περιμένετε εδώ, θα προσπαθήσω να βρω κάποιον για να μας βοηθήσει…»

«Όχι». Συνέχισε να κρατάει το ύφασμα του φορέματός της, ενώ οι αρθρώσεις του χώθηκαν στη μαλακή καμπύλη των μαστών της. «Είμαι εντάξει. Πήγαινέ με στου Κρέιβεν. Στη Σεντ Τζέιμς».

«Αλλά δεν είμαι αρκετά δυνατή ή εξοικειωμένη με την πόλη…» «Είναι κοντά απ’ εδώ». «Και… το άτομο που πυροβόλησα; Δεν μπορούμε απλώς να

αφήσουμε το σώμα». Έβγαλε ένα σαρδόνιο γρύλισμα. «Πανούκλα να πέσει πάνω

του. Πήγαινέ με στη Σεντ Τζέιμς».Η Σάρα αναρωτήθηκε τι θα έκανε εάν αρνιόταν. Φαινόταν άν-

θρωπος ασταθούς ιδιοσυγκρασίας. Παρά τον τραυματισμό του, ήταν ακόμη αρκετά ικανός για να την πληγώσει. Το χέρι στο στή-θος της ήταν μεγάλο και πολύ δυνατό.

Η Σάρα έβγαλε τα γυαλιά της αργά και τα τοποθέτησε στο τσαντάκι της. Γλίστρησε το χέρι της κάτω από το παλτό του και γύρω από την άκαμπτη μέση του, κοκκινίζοντας με τρόμο. Ποτέ δεν είχε αγκαλιάσει έναν άντρα, εκτός από τον πατέρα της και τον Πέρι Κίνσγουντ, τον σχεδόν αρραβωνιαστικό της. Κανείς από αυτούς δεν έμοιαζε έτσι. Ό Πέρι ήταν αρκετά γυμνασμένος, αλλά δεν συγκρινόταν με αυτόν τον μεγαλόσωμο, ακατέργαστο άγνωστο. Παλεύοντας να σταθεί στα πόδια της, παραπάτησε κα-θώς ο άντρας τη χρησιμοποίησε για να σηκωθεί. Δεν περίμενε να είναι τόσο ψηλός. Πέρασε το χέρι του στους μικρούς ώμους

ΕΊΣΑΊ ΣΤΑ ΌΝΕΊΡΑ ΜΌΥ 17

της ενώ κρατούσε το μαντίλι κολλημένο πάνω στο πρόσωπό του. Έβγαλε έναν ελαφρύ αναστεναγμό.

«Είστε καλά, κύριε; Δηλαδή, είστε σε θέση να περπατήσετε;»Αυτό προκάλεσε ένα γέλιο πνιγμού. «Ποια στα κομμάτια

είσαι;»Η Σάρα έκανε ένα διστακτικό βήμα προς την κατεύθυνση της

Σεντ Τζέιμς κι εκείνος την ακολούθησε τρεκλίζοντας δίπλα της. «Δεσποινίς Σάρα Φίλντινγκ», είπε και έπειτα πρόσθεσε προσε-κτικά, «από το Γκρίνγουντ Κόρνερς».

Έβηξε και έφτυσε σάλιο με αίμα. «Γιατί με βοήθησες;»Η Σάρα δεν κατάφερε να παρατηρήσει ότι η προφορά του

είχε βελτιωθεί. Ακούστηκε σχεδόν σαν κύριος, αλλά το ίχνος της κόκνεϊ ήταν ακόμα εκεί, «μαλακώνοντας» τα σύμφωνά του και «ισιώνοντας» τα φωνήεντα. «Δεν είχα άλλη επιλογή», απά-ντησε γονατίζοντας από το βάρος του. Έσφιξε τα πλευρά του με το ελεύθερο χέρι του και κρατήθηκε από πάνω της με το άλλο. «Όταν είδα τι έκαναν αυτοί οι άντρες…»

«Είχες επιλογή», είπε σκληρά. «Θα μπορούσες να απομα-κρυνθείς, να φύγεις».

«Να γυρίσω την πλάτη μου σε κάποιον που έχει ανάγκη; Η ιδέα είναι αδιανόητη».

«Αυτό γίνεται συνέχεια».«Δεν γίνεται εκεί από όπου κατάγομαι, σας διαβεβαιώνω».

Παρατηρώντας ότι περπατούσαν προς το κέντρο του δρόμου, η Σάρα τον οδήγησε στο πλάι, όπου ήταν κρυμμένοι στο σκοτάδι. Αυτή ήταν η πιο περίεργη νύχτα της ζωής της. Δεν περίμενε ότι θα περπατούσε σε μια κακόφημη γειτονιά του Λονδίνου με έναν κακοποιημένο ξένο. Απομάκρυνε το μαντίλι από το πρόσωπό του και η Σάρα ανακουφίστηκε που είδε ότι η αιμορραγία είχε ελαττωθεί. «Είναι καλύτερα να το κρατήσετε στην πληγή», είπε.

18 LISA KLEYPAS

«Πρέπει να βρούμε έναν γιατρό». Εξεπλάγην που δεν είχε ρωτή-σει για την έκταση της ζημίας. «Από ό,τι μπόρεσα να δω, έκαναν μια μεγάλη χαρακιά στο πρόσωπό σας. Αλλά δεν φαίνεται να εί-ναι βαθιά. Εάν θεραπευτεί καλά, η εμφάνισή σας μπορεί να μην επηρεαστεί πολύ».

«Δεν έχει σημασία».Η παρατήρηση κέντρισε την περιέργεια της Σάρα. «Κύριε,

έχετε φίλους στου Κρέιβεν; Γι’ αυτό πάμε εκεί;»«Ναι».«Γνωρίζετε μήπως τον κύριο Κρέιβεν;»«Εγώ είμαι ο Ντέρεκ Κρέιβεν».«Ο γνωστός κύριος Κρέιβεν;» Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα

με ενθουσιασμό. «Ό ίδιος που ίδρυσε τη διάσημη λέσχη και ήρθε από τον υπόκοσμο και… Πραγματικά γεννηθήκατε σε μια αποχέ-τευση, όπως λέει ο θρύλος; Είναι αλήθεια ότι…»

«Χαμήλωσε τη φωνή σου, ανάθεμά σε». Η Σάρα δεν μπορούσε να πιστέψει την καλή τύχη της. «Αυτή

και αν είναι σύμπτωση, κύριε Κρέιβεν. Βρίσκομαι στη διαδικασία έρευνας για ένα μυθιστόρημα σχετικά με τα τυχερά παιχνίδια. Γι’ αυτό είμαι εδώ απόψε. Το Γκρίνγουντ Κόρνερς δεν είναι πολύ κοσμικό μέρος και γι’ αυτό θεώρησα απαραίτητο να έρθω στο Λονδίνο. Το βιβλίο μου θα είναι ένα έργο φαντασίας, που θα πε-ριλαμβάνει πολλές περιγραφές ανθρώπων και χώρων σημαντι-κών για την κουλτούρα τυχερών παιχνιδιών…»

«Χριστέ μου», μουρμούρισε. «Ότιδήποτε θέλεις –μια αναθε-ματισμένη περιουσία– αν κρατήσεις το στόμα σου κλειστό μέχρι να φτάσουμε εκεί».

«Κύριε…» η Σάρα τον τράβηξε μακριά από έναν μικρό σωρό σκουπιδιών, στον οποίο θα μπορούσε να είχε σκοντάψει. Γνωρί-ζοντας ότι πονούσε, δεν προσβλήθηκε από την αγένειά του. Το

ΕΊΣΑΊ ΣΤΑ ΌΝΕΊΡΑ ΜΌΥ 19

χέρι που ήταν σφιγμένο στον ώμο της έτρεμε. «Φτάσαμε σχεδόν στη γειτονιά, κύριε Κρέιβεν. Θα είστε καλά».

Το κεφάλι του Ντέρεκ γύριζε και πάλευε να κρατήσει την ισορροπία του. Το χτύπημα στο κεφάλι τού φάνηκε σαν να είχε μετακινήσει το μυαλό του από τη θέση του. Σφίγγοντας τη λαβή του στη μικρόσωμη μορφή δίπλα του, συντόνισε τα σερνάμενα βήματά του στα δικά της. Έγειρε πάνω της πιο πολύ, μέχρι που το ύφασμα της κουκούλας της ακούμπησε το αφτί του. Κάτι σαν έκπληξη τον τύλιξε. Ακολουθούσε τυφλά την ομιλητική, μικρο-καμωμένη ξένη, ελπίζοντας στον Θεό ότι τον οδηγούσε προς τη σωστή κατεύθυνση. Και αυτό ήταν το μόνο κοντινό πράγμα σε προσευχή που είχε κάνει ποτέ.

Τον ρωτούσε κάτι. Αγωνίστηκε να συγκεντρωθεί στα λόγια της. «…πρέπει να ανέβουμε από τα μπροστινά σκαλοπάτια ή υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος…»

«Πλαϊνή πόρτα», μουρμούρισε κοιτάζοντας πίσω από το μα-ντίλι. «Χαμηλότερα, εκεί».

«Ω. Τι μεγάλο κτίριο». Η Σάρα κοίταξε τη λέσχη με δέος. Το τε-ράστιο κτίριο είχε στην πρόσοψη οκτώ κορινθιακούς κίονες και επτά αετώματα και δύο πτέρυγες περιμετρικά. Το σύνολο περιβαλλόταν από ένα μαρμάρινο κιγκλίδωμα. Θα ήθελε να ανέβει τα μπροστινά σκαλοπάτια και να δει τη φημισμένη αίθουσα εισόδου γεμάτη με βιτρό, μπλε βελούδο και πολυελαίους. Αλλά φυσικά ο κύριος Κρέι-βεν δεν θα ήθελε να εμφανιστεί έτσι μπροστά στα μέλη της λέσχης. Αφού τον οδήγησε στην πλαϊνή πλευρά του κτιρίου, κατέβηκαν μια μικρή σκάλα που οδηγούσε σε μια βαριά ξύλινη πόρτα.

Ό Ντέρεκ έπιασε τη λαβή και έσπρωξε την πόρτα. Αμέσως τους πλησίασε ο Γκιλ, ένας από τους υπαλλήλους του. «Κύριε Κρέι-βεν;» αναφώνησε ο νεαρός άντρας, με το βλέμμα του να κινείται από το μαντίλι που είχε εμποτιστεί με αίμα και ήταν κολλημένο

20 LISA KLEYPAS

στο πρόσωπο του Ντέρεκ στα αγχωμένα μάτια της Σάρα. «Θεέ και Κύριε…»

«Φέρε τον Γουόρθι», μουρμούρισε ο Ντέρεκ. Ακούμπησε στον Γκιλ και προχώρησε μέσα από τον μικρό προθάλαμο. Η κλιμα-κωτή σκάλα οδηγούσε στα ιδιωτικά διαμερίσματά του. Ανεβαί-νοντας τα έξι σκαλιά, στράφηκε απότομα και έκανε νόημα στη Σάρα να τον συνοδεύσει.

Έκπληκτη που ήθελε να τον βοηθήσει να ανέβει τα σκαλιά, η Σάρα δίστασε. Κοίταξε τον νεαρό υπάλληλο, ο οποίος ήδη περπα-τούσε μακριά από αυτούς, να εξαφανίζεται σε έναν φαρδύ διά-δρομο με χαλιά.

«Έλα», είπε ο Ντέρεκ με τραχιά φωνή, κάνοντάς της νόημα. «Νομίζεις ότι έχω όλη τη νύχτα να στέκομαι εδώ;»

Πήγε αμέσως κοντά του κι εκείνος έβαλε το βαρύ χέρι γύρω από τους ώμους της. Μαζί άρχισαν να ανεβαίνουν τα σκαλοπά-τια. «Ποιος είναι ο Γουόρθι;» ρώτησε βάζοντας το ένα χέρι γύρω από τη σκληρή μέση του για να τον σταθεροποιήσει.

«Ό διαχειριστής». Τα πλευρά του Ντέρεκ έμοιαζαν να δια-περνούν τα σπλάχνα του σαν κοφτερά μαχαίρια. Το πρόσωπό του καιγόταν σαν φωτιά. Άκουσε τον εαυτό του να μιλάει, όλα τα χρόνια της προσπάθειας να εξαφανίζονται, για να αποκαλύψουν την παχιά προφορά κόκνεϊ. «Ό Γουόρθι… κάνει τα πάντα… βάζει ένα χεράκι για να κουμαντάρω τη λέσχη. Του εμπιστεύομαι… το ίδιο μου το τομάρι». Σκόνταψε ενώ κατέβαζε το πόδι του και ξε-στόμισε μια κλαψιάρικη κατάρα.

Η Σάρα έσφιξε το χέρι της στη μέση του. «Περιμένετε. Εάν πέ-σετε, δεν θα μπορέσω να σας κρατήσω. Πρέπει να περιμένουμε κά-ποιον δυνατό για να σας βοηθήσει στο υπόλοιπο της διαδρομής».

«Είσαι αρκετά δυνατή». Ξεκίνησε για το επόμενο σκαλοπάτι, το χέρι του σφίχτηκε γύρω από τους ώμους της.

ΕΊΣΑΊ ΣΤΑ ΌΝΕΊΡΑ ΜΌΥ 21

«Κύριε Κρέιβεν», διαμαρτυρήθηκε η Σάρα. Αδέξια ανέβηκαν άλλα δύο σκαλοπάτια, η Σάρα φοβήθηκε ότι θα λιποθυμούσε και θα έπεφτε από τις σκάλες. Άρχισε να τον ενθαρρύνει, λέγοντας οτιδήποτε της ερχόταν στο μυαλό για να τον κάνει να συνεχίσει να κινείται. «Σχεδόν φτάσαμε… Ελάτε, είστε αρκετά πεισματά-ρης για να ανεβείτε μερικά ακόμα… Μείνετε όρθιος…»

Ανέπνεε βαριά από την προσπάθεια καθώς ανέβηκαν το τε-λευταίο σκαλοπάτι και έφτασαν στην πόρτα των ιδιωτικών δια-μερισμάτων του. Διέσχισαν την είσοδο και μπήκαν σε ένα σαλόνι δια κοσμημένο με στρέμματα από δαμασκηνί βελούδο και πλούσιο μπροκάρ. Το έκπληκτο βλέμμα της αντιλήφθηκε το επίχρυσο δέρμα στους τοίχους, τη μεγαλοπρεπή διάταξη των γαλλικών παραθύρων και την υπέροχη θέα της πόλης από έξω. Μετά τις μπερδεμένες οδηγίες του κυρίου Κρέιβεν, τον βοήθησε να πάει στο υπνοδωμά-τιο. Το δωμάτιο ήταν επενδυμένο με πράσινο δαμασκηνό ύφασμα και περίτεχνους καθρέφτες και με το μεγαλύτερο κρεβάτι που είχε δει ποτέ στη ζωή της. Κοκκινίζοντας υπερβολικά, η Σάρα άφησε να φανεί ότι δεν είχε βρεθεί ποτέ στην κρεβατοκάμαρα ενός άντρα. Η αμηχανία της εξαφανίστηκε από την ανησυχία, καθώς ο κύ-ριος Κρέιβεν σύρθηκε στο κρεβάτι, με τις μπότες και με τα ρούχα. Ξάπλωσε ανάσκελα με έναν αναστεναγμό και έμεινε ακίνητος. Το σφιγμένο χέρι πάνω στα πλευρά του χαλάρωσε.

«Κύριε Κρέιβεν; Κύριε Κρέιβεν…» η Σάρα έτρεξε πάνω του, δεν ήξερε τι να κάνει. Είχε λιποθυμήσει. Το ψηλό σώμα του ήταν ακίνητο, τα μεγάλα χέρια του μισοσφιγμένα. Απλώνοντας το χέρι στον λαιμό του, ξέσφιξε τη λεκιασμένη γραβάτα του. Με προ-σοχή ξετύλιξε το ύφασμα και τράβηξε το μαντίλι μακριά από το πρόσωπό του.

Η χαρακιά ξεκινούσε από τον δεξί κρόταφο, κατά μήκος της καμπύλης της μύτης του και κατέληγε κάτω από την άκρη του

22 LISA KLEYPAS

αριστερού μάγουλου. Αν και τα χαρακτηριστικά του ήταν τραχιά, ήταν έντονα και ομοιόμορφα. Τα ανοιγμένα χείλη του αποκάλυ-ψαν καταπληκτικά λευκά δόντια. Χαλκώδεις κηλίδες αίματος κά-λυπταν το μελαμψό δέρμα του, σχηματίζοντας κρούστα στις πα-χιές γραμμές των φρυδιών του και στις μακριές βλεφαρίδες του.

Η Σάρα, βλέποντας μια λεκάνη στο δωμάτιο, έτρεξε και βρήκε δροσερό νερό στην κανάτα. Αφού έχυσε λίγο υγρό στη λεκάνη, την έφερε στο κομοδίνο. Μούσκεψε ένα πανί και το πίεσε στο πρόσωπό του, σκουπίζοντας το αίμα και τη βρομιά. Καθώς καθά-ριζε τα μάτια και τα μάγουλά του, το νερό τον αναζωογόνησε και έβγαλε έναν σκληρό ήχο. Όι παχιές βλεφαρίδες του ανασηκώθη-καν. Η Σάρα σταμάτησε καθώς έπιασε τον εαυτό της να κοιτά-ζει έντονα πράσινα μάτια, το χρώμα του γρασιδιού ένα δροσερό πρωινό της άνοιξης. Αισθάνθηκε μια παράξενη αίσθηση στο στή-θος της. Κολλημένη στη θέση της από το βλέμμα του, δεν μπο-ρούσε να κουνηθεί ή να μιλήσει.

Σήκωσε το χέρι του, αγγίζοντας μια από τις μπούκλες των μαλ-λιών που είχαν πέσει από τις φουρκέτες της. Η φωνή του ήταν βαριά. «Το όνομά σου… πάλι».

«Σάρα», ψιθύρισε. Εκείνη τη στιγμή δύο άντρες μπήκαν στο δωμάτιο, ο ένας

ήταν κοντός και με γυαλιά, ο άλλος ηλικιωμένος και ψηλός. «Κύ-ριε Κρέιβεν», είπε ο πιο κοντός. «Έφερα τον δρ Χίντλι».

«Όυίσκι», έκραξε ο Ντέρεκ. «Με σακάτεψαν». «Μπλεχτήκατε σε καβγά;» ο Γουόρθι έσκυψε από πάνω του,

το ήρεμο πρόσωπό του γέμισε έκπληξη. «Ω όχι. Το πρόσωπό σας». Κοίταξε αποδοκιμαστικά τη Σάρα, η οποία στεκόταν με τα χέρια της σφιγμένα. «Ελπίζω αυτή η νεαρά να αξίζει τον κόπο, κύριε Κρέιβεν».

«Δεν καβγάδισα», είπε ο Ντέρεκ, προτού μπορέσει να

ΕΊΣΑΊ ΣΤΑ ΌΝΕΊΡΑ ΜΌΥ 23

παρέμβει η Σάρα. «Ήταν οι άντρες του Τζένερ… νομίζω. Δύο από αυτούς, κρατώντας μια λάμα, βγήκαν στον δρόμο μου. Αυτό το μικρό ποντίκι… έβγαλε ένα πιστόλι και πυροβόλησε έναν από τους μπάσταρδους».

«Λοιπόν», ο Γουόρθι κοίταξε τη Σάρα με πολύ πιο ζεστή έκ-φραση. «Ευχαριστώ, δεσποινίς. Ήταν πολύ γενναίο εκ μέρους σας».

«Εγώ δεν ήμουν καθόλου γενναία», είπε σοβαρά η Σάρα. «Δεν σταμάτησα να το σκεφτώ. Συνέβη πολύ γρήγορα».

«Σε κάθε περίπτωση, σας οφείλουμε την ευγνωμοσύνη μας». Ό Γουόρθι δίστασε πριν προσθέσει: «Είμαι υπάλληλος του κυ-ρίου Κρέιβεν, η δουλειά μου είναι να αντιμετωπίζω τις ενοχλή-σεις στον όροφο, καθώς και», κοίταξε το αιματοβαμμένο σώμα του Κρέιβεν και συνέχισε μελαγχολικά, «άλλα θέματα που απαι-τούν την προσοχή μου».

Η Σάρα χαμογέλασε. Ό Γουόρθι ήταν ένας πολύ όμορφος άντρας, με λεπτά χαρακτηριστικά, αραιά μαλλιά στην κορυφή και γυαλιστερά γυαλιά τοποθετημένα στη σουβλερή μύτη του. Φαινόταν να έχει μεγάλη υπομονή, εκείνη μάντεψε ότι δεν θα μπορούσε εύκολα να κλονιστεί. Μαζί με τον γιατρό έγειρε πάνω από το κρεβάτι, αφαιρώντας τα παπούτσια και τα ρούχα του Κρέι βεν. Η Σάρα γύρισε την πλάτη, απομακρύνοντας το βλέμμα της. Άρχισε να περπατάει προς τα έξω, αλλά ο Κρέιβεν μουρμού-ρισε κάτι και ο Γουόρθι τη σταμάτησε. «Νομίζω ότι θα ήταν κα-λύτερα να μη φύγετε ακόμα, δεσποινίς…»

«Φίλντινγκ», μουρμούρισε κρατώντας τα μάτια της στο πά-τωμα. «Σάρα Φίλντινγκ».

Το όνομα φάνηκε να ξυπνά το ενδιαφέρον του. «Κάποια σχέση με τη Σ. Ρ. Φίλντινγκ, τη μυθιστοριογράφο;»

«Σάρα Ρόουζ», είπε. «Χρησιμοποιώ τα αρχικά μου για χάρη της ανωνυμίας».


Recommended