+ All Categories
Home > Documents > Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ...

Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ...

Date post: 01-May-2023
Category:
Upload: independent
View: 0 times
Download: 0 times
Share this document with a friend
24
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΛΕΣ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ Τόμος Γ: ΒΟΙΩΤΙΑ & ΕΥΒΟΙΑ Εφορείες Αρχαιοτήτων Βοιωτίας & Εύβοιας
Transcript

ΑΡΧΑ

ΙΟΛΟΓ

ΙΚΕΣ Σ

ΥΜΒΟ

ΛΕΣ

Μ Ο Υ Σ Ε Ι Ο Κ Υ Κ Λ Α Δ Ι Κ Η Σ Τ Ε Χ Ν Η Σ

Τόμος Γ: ΒΟΙΩΤΙΑ & ΕΥΒΟΙΑΕφορείες Αρχαιοτήτων Βοιωτίας & Εύβοιας

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΚΔΟΣΗΣ: Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση

Απαγορεύεται η εν όλω ή εν μέρει ανατύπωση, αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή των κειμένων και των φωτογραφιών του βιβλίου χωρίς την έγγραφη άδεια εκάστου συγγραφέα και του Ιδρύματος Νικολάου & Ντόλλης Γουλανδρή - Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.

ISBN 978-618-5060-10-7

© Ίδρυμα Νικολάου & Ντόλλης Γουλανδρή - Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΛΕΣΤόμος Γ: ΒΟΙΩΤΙΑ & ΕΥΒΟΙΑΕφορείες Αρχαιοτήτων Βοιωτίας & Εύβοιας

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ

Σταυρούλα Οικονόμου

Μ Ο Υ Σ Ε Ι Ο Κ Υ Κ Λ Α Δ Ι Κ Η Σ Τ Ε Χ Ν Η Σ

Α θ ή ν α 2 0 1 5

Οι διαλέξεις της Εφορείας Αρχαιοτήτων Βοιωτίας (πρώην Θ’ ΕΠΚΑ)

πραγματοποιήθηκαν από τον Φεβρουάριο έως τον Μάιο του 2011

και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Εύβοιας (πρώην ΙΑ’ ΕΠΚΑ)

από τον Ιανουάριο έως τον Μάιο του 2014 στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης

5

Περιεχόμενα

Συντομογραφίες Τίτλων 6

Βραχυγραφίες 7

Πρόλογος Χορηγού 8

Πρόλογος Επιμελητoύ 9

ΕΦΟΡΕΊΑ ΑΡΧΑΊΟΤΉΤΩΝ ΒΟΊΩΤΊΑΣ Όλγα Κυριαζή, Ίωάννης Φάππας 1 Νέες προϊστορικές θέσεις στην κοιλάδα του βοιωτικού Κηφισού και την ευρύτερη περιοχή του Ορχομενού 13

Εύη Τσώτα 2 Η ανθρώπινη μορφή στη νεολιθική Βοιωτία 29

Βασίλειος Αραβαντινός, Ίωάννης Φάππας 3 Πρόσφατες ανασκαφές ανακτορικών κτιρίων στην Καδμεία. Νέα δεδομένα από τη μυκηναϊκή Θήβα του 13ου αιώνα π.Χ. 43

Αθηνά Παπαδάκη 4 Ανακτορική ελεφαντουργία στην ανακτορική Θήβα 55

Αλεξάνδρα Χαραμή 5 Αρχαία Τανάγρα: οι αρχαιολογικές έρευνες των τελευταίων ετών από τα νεκροταφεία και ένα σημαντικό εύρημα από το Δήλιον 67

Βασίλειος Αραβαντινός

6 Το Τέμενος του Ηρακλέους στη Θήβα 85

Κυριακή Καλλιγά 7 Ιερά Δώρα: Κεραμικά αναθήματα από δύο βοιωτικά ιερά 107

Ευτυχία Κουρούνη

8 Συλλογή Γ. Χαρίτου 125

Γιάννης Καλλιοντζής 9 Ανασκάπτοντας τις αποθήκες του Μουσείου της Θήβας. Επιτύμβιες επιγραφές από τη Βοιωτία 135

ΕΦΟΡΕΊΑ ΑΡΧΑΊΟΤΉΤΩΝ ΕΥΒΟΊΑΣ Παρή Καλαμαρά 1 Αρχαιολογικά δεδομένα του νομού Ευβοίας, 2009-2013 151

Βαγγέλης Νικολόπουλος

2 Η προϊστορική εποχή της Εύβοιας 165

Κωνσταντίνος Μπουκάρας

3 Η πρόσφατη αρχαιολογική έρευνα στον οικισμό της Μάνικας 185

Δημήτριος Ν. Χριστοδούλου

4 Οι «ταφές πολεμιστών» στο Λευκαντί 197

Μαρία Κοσμά

5 Η τοπογραφία της αρχαίας Χαλκίδας υπό το πρίσμα της πρόσφατης έρευνας 209

Αθανασία Ψάλτη

6 Ερέτρια, τα έτη 2000-2010: η ανάδειξη μιας αρχαίας πόλης 221

Σοφία Κατσάλη

7 Ο υδάτινος κόσμος της Ερέτριας. Τα λουτρά της αρχαίας πόλης: παλαιά και νέα δεδομένα 235

Μαρία Χιδίρογλου

8 Αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή της αρχαίας Καρυστίας 245

Αθηνά Χατζηδημητρίου

9 Τα πορίσματα από την αρχαιολογική έρευνα στους Ζάρακες Καρυστίας 265

6

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

Συντομογραφίες τίτλων

ΑΑΑ Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ ΑθηνώνΑΑΧ Ανθρωπολογικά και Αρχαιολογικά ΧρονικάΑΔ Αρχαιολογικό ΔελτίοΑΕΘΣΕ Το Αρχαιολογικό Έργο Θεσσαλίας και Στερεάς ΕλλάδαςΑΕΜ Αρχείο Ευβοϊκών ΜελετώνΑΕΜΘ Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και ΘράκηΑθηνά Σύγγραμμα Περιοδικόν της εν Αθήναις Επιστημονικής ΕταιρείαςΑρχαιολογία Αρχαιολογία και ΤέχνεςΑρχΕφ Αρχαιολογική ΕφημερίςΕΕΒΜ Επετηρίς της Εταιρείας Βοιωτικών ΜελετώνΈργον Το Έργον της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής ΕταιρείαςΗόρος Ένα αρχαιογνωστικό περιοδικόΠΑΑ Πρακτικά της Ακαδημίας ΑθηνώνΠΑΕ Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής ΕταιρείαςΤο Μουσείον Περιοδική έκδοση του Κέντρου Μουσειακών Ερευνών του Πανεπιστημίου Αθηνών

AA Archäologischer AnzeigerABV Attic Black-Figure Vase-PaintersAION Annali dell’Istituto universitario orientali di NapoliAJA American Journal of ArchaeologyAJP American Journal of Philology AM Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts, Athenische AbteilungAntiquity A Quarterly Review of ArchaeologyAntK Antike KunstAR Archaeological Reports (supplement to Journal of Hellenic Studies)Archaeology Archaeology MagazineArctos Acta Philologica FennicaARV Attic Red-Figure Vase-PaintersASAtene Annuario della Scuola archeologica di Atene e delle Missioni italiane in OrienteAW Antike WeltBABESCH Annual Papers on Mediterranean ArchaeologyBCH Bulletin de correspondance helléniqueBICS Bulletin of the Institute of Classical StudiesBoreas Münstersche Beiträge zur ArchäologieBSA The Annual of the British School at AthensCAH Cambridge Ancient HistoryChiron Mitteilungen der Kommission für alte Geschichte und EpigraphikCIA Corpus Inscriptionum Atticarum CID Corpus des inscriptions de DelphesCIL Corpus Inscriptionum LatinarumClMed Classica et Mediaevalia: Revue danoise de philology et d’histoireClQ Classical QuarterlyClRh Clara Rhodos CRAI Comptes rendus des séances de l’Académie des inscriptions et belles-lettres (Paris)CVA Corpus Vasorum AntiquorumCW Classical WorldDAGR C. Daremberg & E. Saglio, Dictionnaire des Antiquités grecques et romaines EchCl Echos du monde classique: Classical ViewsGaR Greece and RomeGnomon Kritische Zeitschrift für die gesamte klassische AltertumwissenschaftGrRomByzSt Greek, Roman and Byzantine StudiesHarStClPh Harvard Studies of Classical PhilologyHermeneus Revista de traducciόn e interpretaciόnHesperia The Journal of the American School of Classical Studies at AthensHistoria Zeitschrift für Alte GeschichteID Inscriptions de DélosID Comptes Inscriptions de Délos, Comptes des Hiéropes IG Inscriptiones Graecae

7

Σ Υ Ν Τ Ο Μ Ο Γ Ρ Α Φ Ι Ε Σ Τ Ι Τ Λ Ω Ν - Β Ρ Α Χ Υ Γ Ρ Α Φ Ι Ε Σ

ILN Illustrated London NewsIraq Iraq: published by the British School of Archaeology in IraqJdI Jahrbuch des deutschen archäologischen InstitutsJHS Journal of Hellenic StudiesJÖB Jahrbuch der Östereichischen Byzantinistik Kadmos Zeitschrift für vor- und frühgriechische EpigraphikKernos Revue internationale et pluridisciplinaire de religion grecque antiqueKlio Beiträge zur alten GeschichteKtema Civilisations de l’Orient, de la Grèce et de Rome antiquesLGPN Lexicon of Greek Personal Names LIMC Lexicon Iconographicum Mythologiae ClassicaeLSG H.G. Liddell, R. Scott, H.S. Jones, A Greek-English LexiconMAA Mediterranean Archaeology and ArchaeometryMétis Histόria e CulturaNC Numismatic ChronicleÖJh Jahreshefte des Österreichischen archäeologischen Instituts in WienOMS Opera Minora SelectaPharos Journal of the Netherlands Institute at AthensPhoenix The Classical Association of CanadaPoDIA Proceedings of the Danish Institute at AthensPPS Proceedings of the Prehistoric SocietyQdAV Quaderni di archeologia del VenetoRA Revue archéologiqueRE Pauly-Wissowa, Real-Encyclopädie der klassischen AltertumswissenschaftREG Revue des études grecquesRICIS Recueil des inscriptions concernant les cultes isiaquesRPhil Revue de philologie, de littérature et d’histoire anciennesSEG Supplementum Epigraphicum GraecumSGDI Sammlung der griechischen Dialekt-InschriftenSIG Sylloge Inscriptionum GraecarumSIMA Studies in Mediterranean ArchaeologyTAPA Transactions of the American Philological AssociationThesCRA Thesaurus Cultus et Rituum Antiquorum ZPE Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik

αι. αιώνας/εςαρ. αριθμός/οίβλ. βλέπεδιάμ. διάμετροςεικ. εικόνα/εςεκ. εκατοστό/άεπιμ. επιμέλειαΕΠΚΑ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών ΑρχαιοτήτωνΕΦ.Α. Εφορεία ΑρχαιοτήτωνΖ. ζωγράφοςιδ. ιδιαίτερακ.ά. και άλλοι/και άλλακ.α. και αλλούκ.εξ. και εξήςκ.λπ. και λοιπάμ. μέτρο/αμ.Χ. μετά ΧριστόνΜΓ Μέση ΓεωμετρικήΜΕ Μεσοελλαδικήμτφ. μετάφρασηό.π. όπως παραπάνωΟ.Τ. οικοδομικό τετράγωνοοδ. οδός

οικ. οικόπεδοπ.χ. παραδείγματος χάρινπ.Χ. προ ΧριστούΠΓ Πρώιμη ΓεωμετρικήΠΕ ΠρωτοελλαδικήΠΕΧ Πρώιμη Εποχή του Χαλκούπίν. πίνακας/εςπρβλ. παράβαλεΠρΓ Πρωτογεωμετρικήσελ. σελίδα/εςσημ. σημείωσηστ. στίχος/οιστρ. στρέμμα/ατασχ. σχέδιο/ατ. τόμος/οιτ.μ. τετραγωνικό/ά μέτρο/αΤΝ Τελική ΝεολιθικήΥΓ Ύστερη ΓεωμετρικήΥΕ ΥστεροελλαδικήΥΕΧ Ύστερη Εποχή του ΧαλκούΥΡ Υστερορρωμαϊκός/ή/όχλμ. χιλιόμετρο/α

Βραχυγραφίες

185

Κωνσταντίνος Μπουκάρας: Η Π Ρ Ο Σ Φ Α Τ Η Α Ρ Χ Α Ι Ο Λ Ο Γ Ι Κ Η Ε Ρ Ε Υ Ν Α Σ Τ Ο Ν Ο Ι Κ Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ Μ Α Ν Ι Κ Α Σ

1 Παπαβασιλείου 1910, 1-20.2 Θεοχάρης 1959.3 Σάμψων 1985.4 Σαπουνά-Σακελλαράκη 1986.5 Θεοχάρης 1959, 303.6 Renfrew 1972, 45.7 ΥΑ 15794/19-12-1961 (ΦΕΚ 35/Β/2-2-1962).8 ΥΑ ΥΠ.ΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ11/67974/2322/10-11-1982 (ΦΕΚ 299/β/31-5-1983).9 YA ΥΠΑΙΘΠΑ/ΓΔΑΠΚ/ΔΠΚΑ/ΤΑΧ/Φ43/24337/11254/1754/939/19-02-2013 (ΦΕΚ 70/ΑΑΠΘ/11-03-2013).

Με συστηματικότερο ρυθμό, ωστόσο, η έρευνα διεξήχθηκε μετά το 1980, αρχικά από τον τότε επιμελητή και μετέπειτα καθηγητή Αδ. Σάμψων3 και ακολούθως από την έφορο Εύη Σαπουνά-Σακελλαράκη4, ενώ αργότερα, ανασκαφές διεξήγαγαν και οι Μαρία Παναγοπούλου, Άρης Κορωνάκης, Ευάγγελος Νικολόπουλος και Αμαλία Καραπασχαλίδου. Παρά το γεγονός ότι η έρευνα αυτή είχε σωστικό χαρακτήρα και διεξήχθη κάτω από ιδιαίτε-ρα αντίξοες συνθήκες, εξαιτίας της πρωτοφανούς έξαρ-σης της αυθαίρετης δόμησης την περίοδο εκείνη, πρέπει να αναγνωριστεί ότι τότε τέθηκαν οι βάσεις της επιστη-μονικής έρευνας. Πρώτα από όλα, ανατράπηκαν οι εκτι-μήσεις παλαιότερων ερευνητών, όπως οι Θεοχάρης5 και Renfrew6, οι οποίοι θεωρούσαν ως κέντρο του οικισμού την Χερσόνησο Λαιμός. Σήμερα, είναι επιστημονικά τεκ-μηριωμένο και κοινά αποδεκτό, ότι η Χερσόνησος δεν αποτελεί το κέντρο του οικισμού αλλά μία πυκνοδομημέ-νη ενότητα, η οποία μάλιστα ανήκει στις τελευταίες φάσεις του, πιθανότατα στην ΠΕ ΙΙΙ και τη ΜΕ εποχή. Δυστυχώς, τα αποτελέσματα των ανασκαφών του Δ. Θεοχάρη από τη θέση Λαιμός δεν έχουν δημοσιευθεί έως και σήμερα.

Η περιοχή όπου απλώνεται ο προϊστορικός οικι-σμός της Μάνικας, με εξαίρεση τη Χερσόνησο Λαιμός, από το 1983 έχει ενταχθεί στο Σχέδιο Πόλεως του Δήμου Χαλκιδέων (ως τμήμα της Συνοικίας Η΄). Η πραγματικότη-τα αυτή διευκολύνει σημαντικά τον έλεγχο των νέων οι-κοδομών και τη διενέργεια σωστικών ανασκαφών, αλλά ταυτόχρονα, δημιουργεί ανυπέρβλητα προβλήματα για τη συστηματική έρευνα και τη μελλοντική ανάδειξή του. Σήμερα, εντός του δομημένου τμήματος του σύγχρονου οικισμού, αρχιτεκτονικά κατάλοιπα διατηρούνται ορατά μόνον σε υπόγεια σύγχρονων κτιρίων, τα οποία είναι επι-σκέψιμα υπό προϋποθέσεις.

Με το παρόν κείμενο θα γίνει προσπάθεια να παρουσιαστούν σύντομα τα συμπεράσματα που έχουν προκύψει από τις νεότερες σωστικές έρευνες των ετών 2007-2011, που έχει διεξαγάγει η ΙΑ΄ Εφορεία Προϊστο-ρικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Ειδικότερα, θα γίνει προσπάθεια να θιγούν ζητήματα όπως ο καθορισμός των χερσαίων ορίων του οικισμού, η μορφή του και η πιθανή ύπαρξη οχύρωσης και τέλος, η τυπολογία των κτιρίων και οι μέθοδοι κατασκευής τους.

Τα χερσαία όρια και η πολεοδομική μορφή του οικισμούΤα έως σήμερα γνωστά όριαΤο πρώτο ζήτημα είναι ο σαφής καθορισμός των ορίων του οικισμού αλλά και των νεκροταφείων, καθώς για εμάς, άπτεται άμεσα με την προστασία του χώρου. Η εξέλι-ξη της γνώσης των ορίων του οικισμού τον τελευταίο μισό αιώνα αποτυπώνεται εύγλωττα στο νομοθετικό πλαίσιο προστασίας του αρχαιολογικού χώρου. Η πρώτη διοικητι-κή πράξη που αφορά στην προστασία της περιοχής Μάνι-κας7, στηριζόμενη στις έρευνες του Θεοχάρη περιλαμβάνει μόνον την περιοχή της χερσονήσου. Από τις αρχές της δε-καετίας του ’70 η εκτίμηση αυτή ανατρέπεται και γρήγορα άρχισε να διαμορφώνεται η σημερινή λίγο πολύ γνωστή εικόνα, ενός οικισμού με έκταση και χαρακτηριστικά σύγ-χρονου πολίσματος. Η δεύτερη λοιπόν πράξη χαρακτηρι-σμού8, περιλαμβάνει μια πολύ ευρύτερη περιοχή.

Μετά και την τελευταία ανα-οριοθέτηση του αρ-χαιολογικού χώρου Χαλκίδας9, έχει συμπεριληφθεί ολόκληρο το τμήμα στο οποίο εκτιμάται ότι απλώνεται ο οικισμός. To δυτικό όριο ήδη από το 1986 είναι γνωστό

Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΜΑΝΙΚΑΣ

Κωνσταντίνος ΜπουκάραςΑρχαιολόγος Εφορείας Αρχαιοτήτων Ευβοίας

Αφετηρία της αρχαιολογικής έρευνας στον πρωτοελλαδικό οικισμό της πρώιμης εποχής του χαλ-κού στη θέση Μάνικα Χαλκίδας, αποτέλεσε η ανασκαφική έρευνα νεκροταφείων της ίδιας περιόδου από τον Χρήστο Τσούντα στα τέλη του 19ου αι. και στη συνέχεια από τον Γεώργιο Παπαβασιλείου1, εμβληματική μορφή για την αρχαιολογία της Εύβοιας, στις αρχές του 20ού αι. Σημαντική για τις απαρχές της έρευνας, υπήρξε, εξάλλου και η επιφανειακή και ανασκαφική έρευνα του Δημήτριου Θεοχάρη2 στα μέσα του 20ού αι., στη χερσόνησο Λαιμός.

186

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

10 Sampson – Maroukian 1989.11 Kambouroglou – Maroukian – Sampson 1988. 12 Σάμψων 1988, 46.13 Σαπουνά-Σακελλαράκη 1986, 101.

ότι βρίσκεται κατακρημνισμένο εντός του θαλάσσιου χώ-ρου10, καθώς η στάθμη της θάλασσας έχει παρουσιάσει αρκετές μεταβολές στον ευβοϊκό κόλπο στις τελευταίες πέντε χιλιετίες11. Οι παρατηρήσεις οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι η χερσόνησος καταλάμβανε μεγαλύτε-ρη έκταση, η οποία περιορίστηκε ως συνέπεια διάβρωσης και κατακρημνίσεων, σε χρόνο πάντως μεταγενέστερο της πρωτο-ελλαδικής εποχής.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, σχετικά με τον προσδιο-ρισμό του ανατολικού και του νοτιοανατολικού ορίου του οικισμού παρουσιάζουν τα νέα δεδομένα από το συγκεκριμένο οικόπεδο. Πρόκειται για τμήμα ενιαίου οικοπέδου, το οποίο είχε ανασκαφτεί μερικώς τη δεκα-ετία του 1980. Στη δημοσιευμένη ανασκαφή του οικοπέ-δου Βάθη12 ή Ζούση13, προστίθενται πλέον τα δεδομένα από τις ανασκαφές των όμορων προς βορρά οικοπέδων Χριστοδούλου και Τσίμπου (2007-2008) αλλά και η διε-νέργεια δοκιμαστικών τομών και στη συνέχεια η παρακο-λούθηση της εκσκαφής, το 2007, στο όμορο προς νότο

οικόπεδο Καραντώνη, το οποίο δεν απέδωσε κάτι αρχαι-ολογικού ενδιαφέροντος, προσδιορίζοντας ένα όριο για τον οικισμό. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε μία μόνον περί-πτωση έχουν εντοπιστεί αρχιτεκτονικά κατάλοιπα ανατο-λικότερα του σημείου που προτείνεται ως το ανατολικό όριο σε σωστική ανασκαφή.

Το νότιο όριο παραμένει σε γενικές γραμμές ασα-φές. Γενικά, πρόκειται για έναν αραιοδομημένο τομέα με ελεύθερα κτίρια, τα οποία ίσως σχετίζονται με ειδικές δραστηριότητες. Τη μόνη σαφή ένδειξη ορίου του οικι-σμού, παρέχει η ύπαρξη των νεκροταφείων, τα οποία στην περίπτωση της Μάνικας είναι δεδομένο ότι βρίσκο-νται εκτός οικισμού.

Το βόρειο όριο του οικισμού τέλος πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι τοποθετείται αρκετά βορειότερα. Αυτό αποδεικνύεται τόσο από επιφανειακές έρευνες σε αδόμητα οικόπεδα, κυρίως όμως από τα αποτελέσματα σωστικής ανασκαφικής έρευνας στο οικόπεδο Μαρίας Ρέμπελου.

1. Δορυφορική φωτογραφία με τα όρια του οικισμού της εποχής του χαλκού και τη θέση των νέων ανασκαφών.

1

187

Κωνσταντίνος Μπουκάρας: Η Π Ρ Ο Σ Φ Α Τ Η Α Ρ Χ Α Ι Ο Λ Ο Γ Ι Κ Η Ε Ρ Ε Υ Ν Α Σ Τ Ο Ν Ο Ι Κ Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ Μ Α Ν Ι Κ Α Σ

14 Overbeck 1989, 182, πίν. 121. 15 Caskey 1972, 357.

Σωστική ανασκαφή σε οικόπεδο ιδιοκτησίας Ρέμπελου ΜαρίαςΣτο συγκεκριμένο οικόπεδο (εικ. 1, θέση 1), το οποίο βρίσκεται εκτός του βόρειου ορίου της παλιάς κήρυξης του αρχαιολογικού χώρου Μάνικας, ήρθαν στο φως λεί-ψανα κτιρίου, τα οποία αποτελούν τα βορειότερα έως σή-μερα, γνωστά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του οικισμού της εποχής του χαλκού, παρέχοντας επαρκή στοιχεία για την αναθεώρηση του βόρειου ορίου του.

Η ανασκαφική έρευνα, απέδωσε τμήμα αψιδωτού κτιρίου με σωζόμενο μήκος 6,5μ. και πλάτος 0,80μ., και εκτιμώμενο εσωτερικό πλάτος περίπου 4μ. Εξωτερικά του κτιρίου εντοπίστηκε διαμορφωμένος αύλειος χώ-ρος, στον οποίο εντοπίστηκαν τρεις λίθινες κατασκευές οι οποίες αποδίδονται σε βάσεις ξύλινων πασσάλων και ένας αποθέτης (εικ. 2). Για πρώτη φορά στον οικισμό, στο οικόπεδο αυτό παρατηρείται στρώμα καύσης πάχους 0,10-0,15μ. το οποίο εκτείνεται εντός και εκτός των ορί-ων του κτιρίου, στοιχείο που συνηγορεί στην ύπαρξη πε-ριβόλου κατασκευασμένου από ξύλα, κλαδιά και άλλα εύφλεκτα υλικά.

Η εικόνα συμπληρώνεται και από στρώμα κα-ταστροφής στο εσωτερικό του, πιθανότατα εξαιτίας σει-σμού. Το αψιδωτό κτίριο, ωστόσο, κατοικήθηκε ξανά αφού επισκευάστηκε και επομένως το στρώμα καταστρο-φής δεν συνδέεται με την πλήρη εγκατάλειψή του. Η έκταση του στρώματος καύσης ωστόσο, παρέχει κατά την

άποψή μας σημαντικές πληροφορίες τόσο για τον πιθανό τρόπο στέγασης του κτιρίου με ξύλα πιθανόν και ξερά καλάμια, βούρλα ή χόρτα, όσο και για την με τον ίδιο τρόπο κατασκευή και στέγαση του αύλειου χώρου. Δυ-στυχώς το υπόλοιπο αψιδωτό συνεχίζεται προς νότο στο διπλανό οικόπεδο όπου τη δεκαετία του ’80 ανεγέρθηκε αυθαίρετο κτίσμα.

Από τα κινητά ευρήματα, αξίζει να αναφερθούν δύο μικρογραφικά αγγεία, το ανώτερο τμήμα αγγείου, χονδρειδής και λεπτότεχνη πρωτοβερνικωτή κεραμική, κυρίως από ραμφόστομες φιάλες και κύπελλα, σφονδύ-λι, γραπτή κεραμική σκοτεινή επί ανοικτού από τα ανώ-τερα στρώματα. Ειδικότερα από τον αποθέτη προήλθαν τμήματα κρατευτών του τύπου mask-like stand, τήγανο ή εστία του τύπου key-hole με παράλληλα από τη Τζιά14 που χρονολογείται στο τέλος της ΠΕ ΙΙ, τμήματα πίθων, πρωτοβερνικωτή κεραμική από ραμφόστομες φιάλες, γραπτή κεραμική με διακόσμηση dark on light15 και τέ-λος, περισσότερες από 100 λεπίδες οψιανού, οι περισσό-τερες θραυσμένες, 5 πυρήνες οψιανού και τουλάχιστον 200 φολίδες από την επεξεργασία πετρώματος.

Ο εντοπισμός τόσο μεγάλου αριθμού ευρημάτων οψιανού οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στις παραδοσιακές κοινωνίες όλοι λίγο-πολύ γνωρίζουν από όλες τις αναγκαίες για την οικιακή οικονο-μία δραστηριότητες, αναλόγως και του φύλου (π.χ. χτίσι-μο ή επισκευή οικιών, καλαθοπλεκτική, ύφανση, παρα-γωγή λεπίδων), αυτό δεν αποκλείει ταυτόχρονα και την

2

2. Ανασκαφή οικοπέδου Μαρίας Ρέμπελου (2008).

188

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

16 Σάμψων 1985, 154.

ύπαρξη κάποιων εξειδικευμένων μελών της κοινότητας σε κάποιες δραστηριότητες.

Σε όλα τα κτίρια που έχουν ανασκαφεί στον οικι-σμό έως σήμερα, έχουν εντοπιστεί και αντικείμενα από οψιανό. Αριθμητικά, ωστόσο, είναι τόσο περιορισμένα, ώστε να αντιστοιχούν απλά στα εργαλεία που χρησιμο-ποιεί ένα νοικοκυριό, ενώ και η ποσότητα των φολίδων και πυρήνων που συνήθως εντοπίζονται, δηλώνει απλά ότι έχει γίνει περιορισμένη απόπειρα κατασκευής λεπί-δων για προσωπική χρήση.

Η σωστική έρευνα στο οικ. Ρέμπελου απέδωσε στοιχεία τα οποία επιβάλλουν την αναθεώρηση των βό-ρειων ορίων του οικισμού ενώ ταυτόχρονα με την απο-κάλυψη ανεξάρτητου ή ελεύθερου κτιρίου στην περιοχή, προσθέτει ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο για τον τρόπο ανάπτυξης του οικισμού. Εκτός από πυκνοδομημένες πο-λεοδομικές ενότητες, όπως αυτή του τομέα Ι, συναντώ-νται και ελεύθερα ανεξάρτητα κτίρια, τα οποία εάν δεν αντιμετωπιστούν ως τέτοια, διαμορφώνουν μία στρεβλή εικόνα για την έκταση και τον πληθυσμό του οικισμού.

Με δεδομένο ότι ένα ακόμη εργαστήριο οψιανού έχει εντοπιστεί εκτός του πυκνοδομημένου ιστού του οικισμού16, τολμούμε την υπόθεση ότι τα ελεύθερα κτί-ρια περιμετρικά του πυκνοδομημένου ιστού, στεγάζουν οχλήζουσες δραστηριότητες, που σχετίζονται με εργαστή-ρια και κτηνοτροφία. Είναι επίσης πολύ πιθανόν ο βίος των κατοίκων τους να ήταν ημινομαδικός, με περιστασια-κή διαμονή σε αυτά.

Σωστική ανασκαφή, στο οικόπεδο Λ. Τσίμπου (πρώην Ζούση-Βάθη) (εικ. 3)Η συγκεκριμένη ανασκαφή παρείχε στοιχεία για την ορι-στική διευθέτηση του ανατολικού και νοτιοανατολικού ορίου του οικισμού, την επαναδιαπραγμάτευση του ζη-τήματος της οχύρωσης αλλά και τη μορφή του οικισμού (εικ. 1, θέση 3). Σε έκταση 400 τ.μ., ήρθαν στο φως τμή-μα αψιδωτού κτιρίου σχήματος D, του οποίου ο αψιδωτός τοίχος με πλάτος 0,80μ. αποκαλύφθηκε σε μήκος 5,5μ., σύστημα δύο κάθετων τοίχων μήκους 5,20 και 3,00 αντί-στοιχα και πλάτους 0,90μ., τμήμα τοίχου μήκους 3,5μ., ισχυρής κατασκευής τοίχος μήκους 5μ. και πλάτους 0,90μ., ευρεία πλατεία έκτασης τουλάχιστον 100 τ.μ. και φρεάτιο εσωτερικής διαμέτρου 0,80μ. του οποίου το βάθος μετρή-θηκε στα 11μ., χωρίς να υπολογίζονται πιθανές επιχώσεις.

Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα παρέχουν χαρακτηρι-στικά παραδείγματα προσθετικής αρχιτεκτονικής, και εί-ναι χαρακτηριστικό ότι όλοι οι τοίχοι εδράζονται στο ίδιο επίπεδο με αυτό της επιμελώς διαμορφωμένης και δια-στρωμένης με άμμο πλατείας. Το γεγονός αυτό σε συνδυ-ασμό με την έκταση της πλατείας και το βάθος του πηγα-διού, η κατασκευή του οποίου αποτελεί σύνθετο τεχνικό έργο, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για έναν κοινόχρηστο χώρο, ο οποίος σχετίζεται με την ύδρευ-ση της συνοικίας, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και χώρο συγκέντρωσης των κατοίκων. Ένας ανάλογος χώρος φαί-νεται να υπήρχε και στην βόρεια πλευρά της συνοικίας.

3

3. Ανασκαφή οικοπέδου Λάμπρου Τσίμπου (πρώην Βάθη Μαρίας).

189

Κωνσταντίνος Μπουκάρας: Η Π Ρ Ο Σ Φ Α Τ Η Α Ρ Χ Α Ι Ο Λ Ο Γ Ι Κ Η Ε Ρ Ε Υ Ν Α Σ Τ Ο Ν Ο Ι Κ Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ Μ Α Ν Ι Κ Α Σ

17 Δημακοπούλου-Κόνσολα 1975, 53.

Οι γνώσεις μας για το ανατολικό όριο προέρχο-νταν έως τώρα από τη δημοσίευση του οικοπέδου Ζούση ή Βάθη από την Ε. Σακελλαράκη και τον Αδ. Σάμψων.

Η σύνθεση των κατόψεων των ανασκαφών των οικοπέδων Τσίμπου (πρώην Ζούση-Βάθη), Χαραμαντί-δη (πρώην Ζούση –Βάθη) και Χριστοδούλου (εικ. 4) που ανασκάφτηκε το 2000, με αυτή του οικοπέδου Ζούση ή Βάθη αποδεικνύει σύντομα τα εξής:

Α. Την ύπαρξη ενός ενιαίου ανατολικού και νο-τιοανατολικού ορίου για τον ανατολικό πυκνοδομημένο τομέα. Β. Την ύπαρξη ισχυρού περιβόλου στα ανατολικά o οποίος ωστόσο δεν εντοπίστηκε και περιμετρικά. Γ. Την ύπαρξη πλατειών, βόρεια και νότια του ανασκαμμένου χώρου. Δ. Τέλος, ότι το αψιδωτό κτίριο στο οικόπεδο Χρι-στοδούλου, αποτελεί ενδεχομένως κατοικία-μέγαρο, με κεντρική θέση στην τελευταία φάση του συγκεκριμένου τομέα του οικισμού, όπως δηλαδή συμβαίνει και με τα αψιδωτά της Θήβας17.

Σωστική ανασκαφή στο οικόπεδο Δαρδάνη (εικ. 5-6)Η συγκεκριμένη ανασκαφή παρέχει χαρακτηριστικά πα-ραδείγματα προσθετικής αρχιτεκτονικής και οργανωμέ-νης ρυμοτομίας, στοιχεία που χαρακτηρίζουν συνολικά τον πυκνοδομημένο τομέα Ι (εικ. 1, θέση 2).

Συνολικά αποκαλύφθηκαν τμήματα έξι κτιρίων και ενός κύριου δρόμου, από τα οποία τρία, τα Α, Β, C αποκαλύφθηκαν σε ικανοποιητικό βαθμό.

Η κατασκευή όλων των τοίχων έχει γίνει από ημί-εργους λίθους, ελαφρά επεξεργασμένους στην εξωτερική πλευρά, τοποθετημένους σε δύο σειρές και μία ενδιάμε-ση με μικρότερους και ως συνδετικό υλικό πηλό και κατά τόπους λεπτόκοκκο σερπεντινίτη (τοπικό πρασινωπό πέ-τρωμα). Σώζονται σε ύψος δύο αλλού τριών στρώσεων. Το πλάτος των τοίχων κυμαίνεται μεταξύ 0,45 και 0,50μ. και σε μία μόνο περίπτωση φτάνει τα 0,60μ.

Το Συγκρότημα C αποτελείται από τους χώρους C1, C2, C3 και τον στεγασμένο διάδρομο C4. Το κυρίως κτίριο, με προσανατολισμό από Α προς Δ, αποτελείται από τους στεγασμένους χώρους C1, C2 και αποκαλύφθηκε σε μήκος 8μ. και πλάτος 5μ. Οι διαστάσεις του σε συνδυασμό με τον ιδιαίτερα επιμελημένο αύλειο χώρο παραπέμπουν στην πιθανότητα μεγάρου. Ολόκληρη η επιφάνεια του δαπέδου του αύλειου χώρου C3 καλύπτεται από διαδο-χικά στρώματα ιδιαίτερα συμπιεσμένης άμμου. Στον χώρο αυτό αποκαλύφθηκαν ένα πηγάδι και δύο εστίες.

Το Συγκρότημα Β αποτελείται από τους χώρους Β1, Β2 και είναι το υστερότερο από τα τρία. Αποκαλύφθηκε σε μήκος 6,30μ. και το πλάτος του είναι 4,20μ. Εντοπίστηκαν δύο επάλληλα δάπεδα εκ των οποίων το ανώτερο έχει κα-τασκευαστεί από συμπιεσμένο καθαρό πηλόχωμα και κατά τόπους με μικρού μεγέθους πλάκες. Όλοι οι τοίχοι ανήκουν σε μία οικοδομική φάση, παρατηρούνται όμως τουλάχιστον δύο επισκευές. Στον χώρο Β1, εντοπίστηκε για πρώτη φορά στον οικισμό στρώμα καταστροφής ωμοπλίνθων.

4

4. Σύνθεση της κάτοψης των ανασκαφών των οικοπέδου Τσίμπου, Βάθη και Χριστοδούλου.

190

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

5

6

5. Ανασκαφή οικοπέδου Δαρδάνη.6. Κάτοψη ανασκαφής Δαρδάνη.

191

Κωνσταντίνος Μπουκάρας: Η Π Ρ Ο Σ Φ Α Τ Η Α Ρ Χ Α Ι Ο Λ Ο Γ Ι Κ Η Ε Ρ Ε Υ Ν Α Σ Τ Ο Ν Ο Ι Κ Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ Μ Α Ν Ι Κ Α Σ

18 Shaw 1987, 59.19 Aravantinos 2004.20 Σάμψων 1985, 34 και επίσης οικόπεδα Δαρδάνη, Ζούση, Βολιώτη. 21 Themelis 1984, 335.22 Σάμψων 1985, 10523 Warner 1979.24 MacGillivray 1980, 32.25 Σάμψων 1979, 182.26 Aravantinos 2004· Δημακοπούλου 1975, 192.27 Παρλαμά 1990, 125.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει τo Συγκρότημα Α, συνολικού μήκους 15μ. και πλάτους 3,50-3,70μ. Αποτελείται από τους Χώρους Α1, Α2, Α3, Ε2 και ίσως τον διάδρομο ή στενωπό Ε1. Από αυτούς οι Α1 και Α2 αποτελούν τους στεγασμένους χώρους και διαπι-στώθηκε η ύπαρξη δύο επάλληλων δαπέδων, ενώ ο Α3 αρχικά αποτέλεσε αίθριο και στη συνέχεια ημιυπαίθριο χώρο. Ο χώρος Ε2 αποτελούσε αύλειο χώρο. Αξιοσημεί-ωτη είναι η συνεχής ανάπτυξη του χώρου Α3 και πιθανόν η αλλαγή χρήσης του. Το δάπεδό του, διαμορφωμένο καταρχήν πάνω στον φυσικό βράχο, είχε κατασκευαστεί από πατημένο χώμα, άμμο και πλάκες.

Εντός του χώρου Α3 αποκαλύφθηκαν ένα φρεάτιο (2) και για πρώτη φορά ελλειψοειδούς σχήματος βόθρος ή εστία, οριοθετούμενη εξωτερικά από μία στρώση πλα-κοειδών λίθων. Στη βόρεια πλευρά της εντοπίστηκαν ίχνη πυράς, από την οποία προήλθαν λίγα όστρακα και οστά ζώου. Ανάλογη κατασκευή βόθρος ή εστία εντοπίστηκε και κατά τη διάρκεια της περιορισμένης σωστικής ανασκαφής στο οικ. Καρυοπούλη, όπου για πρώτη φορά αποκαλύ-φθηκε και ημικυκλική εστία (εικ. 1, θέση 4).

Στη νότια πλευρά του χώρου Α3 φυσική κόγχη του βράχου είχε χρησιμοποιηθεί ως αποθέτης από τον οποίο προήλθε ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα κεραμικής.

Η όλη εικόνα του συγκροτήματος Α βρίσκει παράλ-ληλα στα κτίρια από τη φάση IV της Θερμής και ειδικά το κτίριο κ στο οποίο βλέπουμε μεταξύ άλλων ευρύστομο πηγάδι και ελλειψοειδή βόθρο αν και με διαφορετική λει-τουργία εδώ.

Από τους υπόλοιπους χώρους του συγκροτήματος Α, ο χώρος Ε2 αποτελεί αίθριο χώρο μήκους 7μ. με ιδιαίτε-ρα επιμελημένο δάπεδο από συμπιεσμένη άμμο.

Στη νότια πλευρά του οικοπέδου και σε επαφή με τα συγκροτήματα Α και Β αποκαλύφθηκε τμήμα δρόμου σε μήκος 11,50μ. με πλάτος που κυμαίνεται από 1,30μ. έως 1,60μ. Η διεύθυνσή του από Α προς Δ με ελαφρά απόκλιση νοτιοδυτικά, ακολουθεί την πορεία των άλλων γνωστών δρόμων που χαρακτηρίζονται στον οικισμό ως κύριοι. Στα ανώτερα στρώματα είναι κατασκευασμένος από συμπιεσμένη άμμο και χώμα. Από διερευνητική τομή, δια-πιστώθηκε ότι κάτω από το στρώμα άμμου πάχους 0,10μ. διαθέτει υπόστρωμα από κροκάλες πάχους 0,15-0,20μ.

Στο οικόπεδο Δαρδάνη, στα κτίρια που ανασκάφτη-καν παρατηρούνται πολλές επισκευές και μετασκευές, όχι όμως επάλληλες φάσεις. Επίσης αποδεικνύεται ότι ο γνω-στός πυκνοδομημένος τομέας στα ανατολικά του οικισμού, έχει μεγαλύτερη από την έως σήμερα εκτιμώμενη έκταση.

Σχετικά με τη ρυμοτομία του οικισμού, χρήσιμες πληροφορίες παρέχει μία ακόμη σωστική ανασκαφή, στο οικ. Βολιώτη, όπου επιβεβαιώνεται από τη διεύθυνση των κτιρίων και ενός κεντρικού δρόμου το ρυμοτομικό σύστη-

μα του πυκνοδομημένου τομέα Ι. Όπως και στο οικόπεδο Ζούση-Βάθη και εδώ κατά μήκος μίας κεντρικής οδού με διεύθυνση από βορρά προς νότο, η οποία διακλαδώνεται με στενωπούς και διαδρόμους, αναπτύσσονται κτίρια κατά το συνεχές σύστημα.

Η τυπολογία των κτιρίων σε ολόκληρο τον οικισμόΑπό τα έως σήμερα γνωστά αρχαιολογικά δεδομένα, προ-κύπτει ότι στον οικισμό της εποχής του χαλκού στη Μάνι-κα Χαλκίδας, δεν έχουν εντοπιστεί όλοι οι γνωστοί τύποι κτιρίων στον ελλαδικό χώρο. Από τα μέχρι στιγμής αρχαι-ολογικά δεδομένα απουσιάζει εντελώς ο τύπος της οικίας με διαδρόμους, γνωστός καταρχήν από τη Λέρνα18 και πιο πρόσφατα τη Θήβα19, στα οποία έχει αποδοθεί ειδική λει-τουργία. Οι υπόλοιποι τύποι κτιρίων, ωστόσο, αντιπροσω-πεύονται στη Μάνικα με ικανό αριθμό παραδειγμάτων.

Η συντριπτική πλειονότητα των κτιρίων διαθέτει ορ-θογωνική κάτοψη. Τα κτίρια αυτής της κατηγορίας μπορούν να διακριθούν σε τρεις ομάδες:

Α. Ορθογώνιας κάτοψης με σχεδόν τετράγωνους χώρους, με ένα έως τρία δωμάτια20.

Β. Επιμήκη ορθογώνια. Στατιστικά μέχρι στιγμής αντιπροσωπεύονται από το παράδειγμα του οικοπέδου Δαρδάνη το οποίο παρουσιάστηκε σύντομα παραπάνω.

Γ. Μεγαρόσχημα ορθογωνικής κάτοψης. Η κατη-γορία αυτή, γνωστή από πολλές περιοχές της ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου21 συναντάται στον οικισμό με τρία του-λάχιστον παραδείγματα. Πρόκειται για την περίπτωση του οικοπέδου Δαρδάνη, που αναφέρθηκε παραπάνω, καθώς και για τα κτίρια των οικοπέδων Κουτσουμάνη και Καβα-τά22. Σε κάθε περίπτωση, είτε πρόκειται για ορθογώνια ή για μεγάλα αψιδωτά κτίρια, με τα κτίρια αυτού του τύπου τίθεται και το ζήτημα της κοινωνικής και οικονομικής δια-στρωμάτωσης23.

Η επόμενη κατηγορία είναι τα αψιδωτά, τα οποία και αυτά διακρίνονται στις εξής ομάδες:

Α. Μεγάλα επιμήκη αψιδωτά-μέγαρα.Β. Παραλλαγή των αψιδωτών, με μια μόνο καμπυ-

λόγραμμη πλευρά, γνωστά και ως αψιδωτά σχήματος D24. Όσον αφορά στη χρονολόγηση των αψιδωτών της

Μάνικας, τοποθετούνται στο τέλος της ΠΕ ΙΙ έως και το πρώ-ιμο στάδιο της ΠΕ ΙΙΙ και σε καμία περίπτωση στους Μεσοελ-λαδικούς χρόνους. Άλλωστε, ΠΕ ΙΙ εποχής αψιδωτά έχουν βρεθεί και στη Μουρτερή Ευβοίας25 αλλά και στην κοντινή Θήβα26 τα οποία τοποθετούνται και αυτά στη φάση Κέα ΙΙΙ, αλλά και πιο πρόσφατα στο Παλαμάρι Σκύρου27. Φαίνεται, επίσης, ότι ο τύπος του αψιδωτού δεν χρησιμοποιείται γενι-κευμένα, αλλά συνυπάρχει με ευθύγραμμα κτίρια.

192

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

28 Ιακωβίδης 1982, 19-21.29 Ευστρατίου 1997.30 Σκαφιδά 1990. 31 Strasser 1999, 814.

Τα υλικά και η μέθοδος κατασκευής των κτιρίων του οικισμούΟ τρόπος κατασκευής των κτιρίων του πρωτοελλαδικού οικισμού της Μάνικας, υπακούει στις βασικές αρχές κα-τασκευής κτιρίων που συναντώνται σε ολόκληρη την παραδοσιακή εποχή και ο οποίος σε γενικές γραμμές δι-έπεται από τις ίδιες περίπου αρχές. Πρόκειται για τις αρ-χές της εντοπιότητας, δηλαδή την αξιοποίηση υλικών και τεχνογνωσίας που παρέχονται από τον χώρο, την αρχή της οικονομίας και της άριστης εκμετάλλευσης δηλα-δή την προμήθεια υλικών από την κοντινότερη δυνατή απόσταση, απλούστευση των μορφών αλλά και των δια-δικασιών, τη βιοκλιματική, με την εμπειρική εφαρμογή βασικών στοιχείων, στην επιλογή υλικών και τη διάταξη των ανοιγμάτων και τέλος την αρχή της τυποποίησης δια-στάσεων, υλικών και αρχιτεκτονικών στοιχείων28.

Με βάση τις παραπάνω αρχές, παρατηρείται μία αξιοσημείωτη τυποποίηση στον τρόπο κατασκευής των κτιρίων, τα οποία, γενικώς, ταυτίζονται με οικίες. Όλα τα κτίρια διαθέτουν λίθινη κρηπίδα-θεμέλιο που εδράζεται είτε απευθείας στον ασβεστολιθικό βράχο είτε σε σκόπιμα διαμορφωμένο στρώμα κροκαλών για την εξομάλυνση των ανωμαλιών του φυσικού βράχου. Είναι κατασκευ-ασμένη από δύο σειρές ημιεργασμένων στην εξωτερική τους όψη τοπικών λίθων και μία ενδιάμεση με μικρότε-ρους. Ενίοτε, ως προς τον τρόπο τοποθέτησης των λίθων, συναντάται και η τεχνική του ψαροκόκκαλου. Ως συνδε-τικό υλικό χρησιμοποιείται πηλός, αρκετές φορές ανα-μεμειγμένος με σερπεντινίτη και χαλίκια. Το πάχος των τοίχων κυμαίνεται από 0,45 έως 0,90μ. Η τόσο μεγάλη διακύμανση στο πλάτος των τοίχων, πιθανότατα, σχετίζε-ται με την ύπαρξη δεύτερου ορόφου.

Τα συμπεράσματα για την κατασκευή των τοίχων πλήρωσης, δεδομένου ότι, έως σήμερα, δεν έχουν εντο-πιστεί ίχνη, βασίζονται αποκλειστικά σε παρατηρήσεις που αφορούν τη διαμόρφωση της επιφάνειας της κρηπίδας και κάποια ίχνη πηλού και μικρών λίθων πάνω σε αυτήν. Οι τοίχοι πληρώσεως πρέπει να αποτελούσαν σύμμεικτη κατασκευή. Για την πλήρωσή τους, προφανώς χρησιμο-ποιούνταν φθαρτά υλικά, όπως πηλός, μικροί λίθοι και πιθανότατα ξύλο και καλάμια29, διότι, μέχρι στιγμής, δεν έχουν εντοπιστεί στον οικισμό κέραμοι και ακέραιες πλίν-θοι. Από την Πειραματική Αρχαιολογία είναι γνωστό, ότι ένας όροφος κατασκευασμένος από πλίνθους αντιστοιχεί σε 0,50μ. επίχωσης30. Στη Μάνικα, ωστόσο, δεν είναι δυ-νατόν να εντοπιστεί στρώμα καταστροφής πλίνθων, εξαι-τίας της εντατικής καλλιέργειας της περιοχής τον 20ό αι.

Όσον αφορά στον τρόπο στέγασης, παρατηρείται παντελής απουσία κεράμων ενώ δεν υπάρχουν ενδείξεις για επίστρωση με κάποιο αδιαβροχοποιητικό ορυκτό, όπως στις Κυκλάδες. Το πιθανότερο, επομένως, είναι να ήταν κατασκευασμένη από ξύλα, καλαμωτή και πηλό.

Στο παράδειγμα από το οικ. Ρέμπελου, όπου πα-ρατηρήθηκε η πρώτη περίπτωση καταστροφής, με στρώ-μα καύσης πάχους 10 εκ. εντός και εκτός του κτιρίου, υποδηλώνεται σαφώς η κατασκευή στέγης με ξύλα και άλλα οργανικά υλικά.

Αξιοσημείωτο για τον τρόπο στέγασης με οργανι-κά εύφλεκτα υλικά, είναι ότι πουθενά δεν έχουν παρα-τηρηθεί εσωτερικές μόνιμες εστίες, ενώ αντίθετα, αφθο-νούν τα δείγματα φορητών εστιών. Μόνιμες εστίες και βόθροι31, παρατηρούνται, σε εξωτερικούς χώρους, όπως το πρόσφατο παράδειγμα από το οικόπεδο Καρυοπούλη και κυρίως, σε κτίρια που φέρονται ανεξάρτητα εκτός του πυκνοδομημένου τομέα Ι (εικ. 7).

7

7. Εξωτερική εστία στο οικόπεδο Καρυοπούλη.

193

Κωνσταντίνος Μπουκάρας: Η Π Ρ Ο Σ Φ Α Τ Η Α Ρ Χ Α Ι Ο Λ Ο Γ Ι Κ Η Ε Ρ Ε Υ Ν Α Σ Τ Ο Ν Ο Ι Κ Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ Μ Α Ν Ι Κ Α Σ

32 Κουκά 1997, 467.33 Lamb 1936, εικ. 161, (B.A.II).

Τα δάπεδα των εσωτερικών χώρων βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο από την επιφάνεια του εξωτερικού δαπέδου και συνήθως, είναι κατασκευασμένα από πατη-μένο χώμα. Σε λίγες περιπτώσεις εντοπίζονται πάνω σε αυτά λίγες ασβεστολιθικές πλάκες και σε κάποιες άλλες παρατηρείται η διαμόρφωσή τους πάνω στον μαλακό ασβεστόλιθο της περιοχής. Σε αντίθεση με τα δάπεδα των εσωτερικών χώρων, τα δάπεδα των υπαίθριων και ημι-υπαίθριων χώρων παρουσιάζουν μεγαλύτερη επιμέλεια στην κατασκευή. Είναι κατασκευασμένα από στρώματα μικρής κοκκομετρίας χαλικιών και άμμου θαλάσσης, που έχουν υποστεί ιδιαίτερη συμπίεση.

Οι εστίες, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, εντο-πίζονται πάντοτε σε αίθριους και ημιυπαίθριους χώρους. Κάποιες φορές έχουν τη μορφή βόθρων και σχετίζονται και με άλλες δραστηριότητες εκτός από την παρασκευή τροφής.

Συμπεράσματα για τη μορφή, τη ρυμοτομία και την έκταση του οικισμούΑ. Η άποψη που κυριαρχούσε τις προηγούμενες δεκαετί-ες, ότι ο οικισμός αποτελεί μία αρραγή πολεοδομική ενό-τητα έκτασης 400 στρεμμάτων, πρέπει να εγκαταλειφθεί.

Στην ουσία πρόκειται για δύο πυκνοδομημένα κέντρα, τα οποία απέχουν μεταξύ τους περίπου χίλια μέτρα (εικ. 8). Στην ενδιάμεση έκταση που τα χωρίζει, αναπτύσσονταν ανεξάρτητες οικιστικές μονάδες και συγκροτήματα, η χρήση των οποίων δεν έχει ταυτιστεί πλήρως. Οι παρα-πάνω διαπιστώσεις, βέβαια, δεν αποστερούν σε καμία περίπτωση τον οικισμό από το χαρακτηριστικό του πρω-τοαστικού κέντρου.

Β. Τα δύο πολεοδομικά κέντρα (ανατολικό και δυτικό), φαίνεται ότι δεν συνυπήρξαν ποτέ και επομένως πρέπει να αντιμετωπιστούν ως διαφορετικές περιπτώσεις. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν τέσσερις έως πέντε αραι-οδομημένοι τομείς, στους οποίους εντοπίζονται ανεξάρ-τητα ή ελεύθερα κτίρια, τα οποία σχετίζονται με ειδικές χρήσεις, με κατοίκους με ημινομαδικό βίο ή περιστασια-κή διαμονή και οι οποίοι συνδέονται χρονολογικά με το ανατολικό πολεοδομικό κέντρο32.

Γ. Το δυτικό κέντρο στη Χερσόνησο Λαιμός, είναι μεταγενέστερο του ανατολικού, χρονολογείται κυρίως στην ΠΕΙΙΙ και τη ΜΕ εποχή και κύριο χαρακτηριστικό του σε αντίθεση με το ανατολικό είναι η αδιάλειπτη κατοίκη-ση έως και τους γεωμετρικούς χρόνους.

Δ. Το πολεοδομικό σύστημα στον Ανατολικό πυ-κνοδομημένο τομέα Ι είναι το συνεχές ορθογωνικό με κο-ντινότερο παράλληλο αυτό της Θερμής ΙVb με την οποία συμφωνούν και χρονολογικά οι φάσεις Μάνικα 3 και 433.

8. Άποψη των δύο βασικών οικιστικών πυρήνων του οικισμού.

8

194

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

34 Sampson – Maroukian 1989, 461.35 Theochari – Parlama 1986.36 Κουκά 1999, 59.

Ε. Όλες οι κύριες αρτηρίες που έχουν εντοπιστεί έως σήμερα έχουν διεύθυνση από Α προς τα Δ. Με τον τρόπο αυτό, λόγω της φυσικής κλίσης του εδάφους προς τη θάλασσα, εξασφαλίζεται η απορροή των ομβρίων υδάτων χωρίς συμπληρωματικά τεχνικά έργα. Στη διεύ-θυνση Β-Ν συναντώνται μόνον στενωποί και διάδρομοι για την επικοινωνία όμορων οικιών.

Στ. To σύστημα ανάπτυξης στον ανατολικό το-μέα, που έχει ερευνηθεί επαρκώς τόσο για τα κτίρια όσο και για τις οργανωμένες πολεοδομικές ενότητες, είναι το αθροιστικό ή κυτταροπροσθετικό (πρβλ. οικ. Δαρδάνη). Το σχέδιό του δεν αποτελεί εξαρχής δεδομένη σύνθεση αλλά παρατηρείται αθροιστική παράθεση κατά τις τρεις διαστάσεις. Οι συνεχείς μεταβολές και ανασχηματισμοί των κτιρίων, επηρεάζουν ενίοτε και στοιχεία ρυμοτομίας.

Ζ. Το ανατολικό πολεοδομικό κέντρο διέθε-τε περίβολο. Η ύπαρξη τείχους στη χερσόνησο Λαιμός (η οποία κατά σειρά υποστηρίχθηκε από τους Θεοχάρη, Renfrew και Σακελλαράκη) αντικρούστηκε στη συνέχεια από τους Sampson και Maroukian οι οποίοι στηρίχτηκαν

αποκλειστικά σε γεωλογικές και ενάλιες έρευνες34. Ωστό-σο, η προσεκτική παρατήρηση της διάταξης των κτιρίων στη χερσόνησο, υποδηλώνει σαφώς περικεντρικό πολε-οδομικό σύστημα, το οποίο δικαιολογείται από την ύπαρ-ξη περιβόλου, παραπέμποντας στον οχυρωμένο οικισμό του Παλαμαρίου Σκύρου35.

Ή. Από τον τρόπο ανάπτυξης του οικισμού προ-κύπτουν και κάποια πρόωρα ζητήματα κοινωνικής ορ-γάνωσης. Το αθροιστικό σύστημα ανάπτυξης οικιών, οι οποίες συγκροτούν οικιστικούς πυρήνες, παραπέμπει σε οργάνωση γένους ή φατρίας.

Η ύπαρξη μίας στοιχειώδους ρυμοτομίας και η κατασκευή σύνθετων τεχνικών έργων, όπως οι επιμελώς διαστρωμένες οδοί, η διάνοιξη κοινόχρηστων φρεατίων ύδρευσης και η κατασκευή κοινόχρηστων πλατειών ή άλλων χώρων συγκέντρωσης, δημιουργούν σαφώς την ένδειξη για έναν κεντρικό σχεδιασμό από μίας μορφής κεντρική πολιτική οργάνωση όπως και έχει παρατηρηθεί και για άλλους οικισμούς της πρώιμης χαλκοκρατίας36 στο Αιγαίο.

Δημακοπούλου K. 1975: «Ειδήσεις από τη Θήβα. Ανεύ-ρεση πρωτοελλαδικού αψιδωτού οικοδομήματος», AAA 8, 192-199.Δημακοπούλου Κ. – Κόνσολα Ντ. 1975: «Λείψανα πρω-τοελλαδικού, μεσοελλαδικού και υστεροελλαδικού οικι-σμού στη Θήβα», AΔ 30Α (Μελέτες), 44-89.Ευστρατίου N. 1997: «Η προϊστορική πασσαλόπηκτη οι-κοδομική παράδοση του ελλαδικού χώρου. Μία πειρα-ματική Αρχαιολογική Προσέγγιση», στο Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία, 1ο Διεθνές Συνέδριο, Πρακτικά, Θεσσαλονίκη, 391-400.Θεοχάρης Δ. 1959: «Εκ της προϊστορίας της Ευβοίας και της Σκύρου», ΑΕΜ 6, 292-306.Ίακωβίδης Χ. 1982: Νεοελληνική Αρχιτεκτονική και Αστι-κή Ιδεολογία, Αθήνα. Κουκά Ουρ. 1997: «Οργάνωση και χρήση του χώρου στη Θερμή Λέσβου κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού», στο Chr.G. Doumas, V. La Rosa, (επιμ.), Η Πολιόχνη και η Πρώιμη Εποχή του Χαλκού στο Βόρειο Αιγαίο (Poliochni e l’ antica eta del bronzo nell’ Egeo settentrionale), Διεθνές Συνέδριο (Αθήνα, 22-25 Απριλίου 1996), Αθήνα, 467-497.Κουκά Ουρ. 1999: «Έκφραση πολιτικής εξουσίας, οικο-νομικής οργάνωσης και κοινωνικής διαφοροποίησης στη νησιωτική κοινωνία της Πολιόχνης κατά την Πρώιμη Επο-χή του Χαλκού», στο Eliten in der Bronzezeit. Ergebnisse zweier Kolloquien in Mainz und Athen, Mainz, 59-78.

Παπαβασιλείου Γ. 1910: Περί των εν Ευβοία αρχαίων τά-φων, Αθήνα.Παρλαμά Λ. 1990: «Νεότερα στοιχεία από την ανασκαφή του προϊστορικού οικισμού στο Παλαμάρι της Σκύρου», στο Ίδρυμα Νικολάου Μ. Γουλανδρή. Μουσείο Κυκλαδι-κής Τέχνης. Διαλέξεις 1986-1989, Αθήνα, 125-134.Σάμψων Α. 1979: «Ανασκαφή στον ΠΕ ΙΙ οικισμό της Μουρτερής Κύμης», ΑΑΑ 9, 245-262.Σάμψων Α. 1985: Mάνικα Ι. Mια πρωτοελλαδική πόλη στη Xαλκίδα, Αθήνα.Σάμψων Α. 1986: «Νέα αρχιτεκτονικά σύνολα στη Μάνι-κα», ΑΑΧ 1, 133-143.Σάμψων Α. 1988: Mάνικα ΙΙ. Ο πρωτοελλαδικός οικισμός και το νεκροταφείο, Αθήνα.Σαπουνά-Σακελλαράκη Ε. 1986: «Μάνικα Χαλκίδας. Στρωματογραφική έρευνα στον οικισμό (Οικόπεδο Ζού-ση)», ΑΔ 41 (Μελέτες), 101-270.Σκαφιδά Ε. 1990: «Κατασκευαστικά Υλικά, τεχνική και τεχνολογία των πλίνθινων σπιτιών στη Νεολιθική Θεσσα λία: Μία Εθνοαρχαιολογική Προσέγγιση», στο ΘΕΣΣΑΛΙΑ, Δεκαπέντε χρόνια αρχαιολογικής έρευνας, 1975-1990. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, (Λυών 17-22 Απριλίου 1990), Αθήνα, 177-188.

Βιβλιογραφία

195

Κωνσταντίνος Μπουκάρας: Η Π Ρ Ο Σ Φ Α Τ Η Α Ρ Χ Α Ι Ο Λ Ο Γ Ι Κ Η Ε Ρ Ε Υ Ν Α Σ Τ Ο Ν Ο Ι Κ Ι Σ Μ Ο Τ Η Σ Μ Α Ν Ι Κ Α Σ

Aravantinos V. 2004: “New Evidence about the EH II Period in Thebes: A New Architectural Complex and a Group Burial within the Kadmeia”, στο E. Alram-Stern (επιμ.), Die ägäische Frühzeit. Forschungsbericht 1975-2002. II, 2: Die Frühbronzezeit in Griechenland mit Ausnahme von Kreta, Vienna, 1255-1259.Caskey J.L. 1972: “Investigations in Keos, part II. A conspectus of the pottery”, Hesperia 41, 357-401.Kambouroglou E. – Maroukian H. – Sampson A. 1988: “Coastal evolution and archaeology north and south of Khalkis (Euboea) in the last 5000 years”, στο A. Raban (επιμ.), Archaeology of Coastal Changes, [BAR International Series 404], Oxford, 71-79. Lamb W. 1936: Excavations at Thermi in Lesbos, Cambridge.MacGillivary J.A. 1980: “Mount Kynthos in Delos: The early cycladic settlement”, BCH 104, 3-45. Overbeck J.C. 1989: Excavations on Keos. Keos VII. Ayia Irini: Period IV. Part I: the Stratigraphy and the Find Deposits, Mainz. Pullen D.J. 1985: Social Organization in Early Bronze Age Greece: A Multidimensional Approach [Διδ. Διατριβή], Indiana University.

Renfrew C. 1972: The emergence of the civilization. The Cyclades and the Aegean in third millennium b.C., Oxford.Sampson A. – Maroukian H. 1989: “The Coastal Topography and Archaeology of Manika, an Early Helladic Town in West Central Euboea Greece”, στο Archaeometry. Proceedings of the 25th International Symposium (Athens 19-23 May 1986), Athens, 461-467. Shaw J.W. 1987: “The Early Helladic II Corridor House: Development and Form”, AJA 91.1, 59-79.Strasser T.F. 1999: “Bothroi in the Aegean Early Bronze Age”, στο P.P. Betancourt, V. Karageorghis, R. Laffineur, W.-D. Niemeier (επιμ.), MELETEMATA: Studies in Aegean Archaeology Presented to Malcolm H. Wiener as He Enters His 65th Year, [Aegaeum 20], Liège/Austin, 813-817.Themelis P. 1984: “Early Helladic monumental architecture”, AM 99, 335-351.Theochari M.D. – Parlama L. 1986: “Palamari, an Early Bronze Age Settlement at Skyros”, στο R. Hägg, D. Konsola (επιμ.), Early Helladic Architecture and Urbanization, Göteborg, 51-55.Warner J. 1979: “The Megaron and Apsidal House in Early Bronze Age Western Anatolia: New Evidence from Karatas”, AJA 83, 133-147.

196

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣΣΥΜΒΟΛΕΣ

Μουσείο Κυκλαδικής ΤέχνηςΝεοφύτου Δούκα 4106 74 Αθήνα Museum of Cycladic Art4, Neofytou Douka streetAthens 106 74 - Greece

www.cycladic.gr


Recommended