+ All Categories
Home > Documents > Ιστορία της ελληνικής γλώσσας [History of Greek language]

Ιστορία της ελληνικής γλώσσας [History of Greek language]

Date post: 02-Feb-2023
Category:
Upload: uoa
View: 0 times
Download: 0 times
Share this document with a friend
23
Βασίλειος Π. Βερτουδάκης ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μία από τις περίπου 4000 ομιλούμενες γλώσσες στον κό- σμο. Είναι γνωστό ότι αποτελεί μια από τις καλύτερα μελετημένες γλώσσες διεθνώς, όχι μόνο εξαιτίας της αρχαιότητάς της κι άλλες γλώσσες είναι πολύ παλιές, π.χ. η κινεζικήαλλά κυρίως λόγω του υψηλού επιπέδου κειμένων που γράφτηκαν σαυτήν κατά τα αρχαία χρόνια. Η Αρχαία Ελληνική αναγνωρίζεται (μαζί με τη Λατινική) ως μία κλασική γλώσσα, καθώς από την Αναγέννηση και μετά η λεγόμενη Δύση ανα- γνώρισε στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα τους πυλώνες του δικού της πολιτισμού. Η ινδοευρωπαϊκή καταγωγή της ελληνικής γλώσσας Οι γλωσσολόγοι, και ιδιαίτερα οι ειδικοί της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας, με- λετώντας τις ομοιότητες στη μορφολογία των λέξεων που ανήκουν σε διαφορετικές γλώσσες, κατορθώνουν να φτάσουν στον ακριβή προσδιορισμό των σχέσεων ή ακόμη και της συγγένειας ανάμεσα στις γλώσσες. Το επόμενο βήμα είναι να επανασυνθέ- σουν την αρχική, πρωτογενή γλωσσική μορφή, από την οποία υποθέτουν ότι αποσχί- στηκαν και με την πάροδο των αιώνων διαφοροποιήθηκαν οι γλώσσες μιας οικογέ- νειας, οι γλώσσες δηλαδή που παρουσιάζουν συγγενικά στοιχεία. Στα τέλη του 18 ου αιώνα ο Sir William Jones, άγγλος δικαστής στις Ινδίες, υ- πήρξε ο πρώτος που διαπίστωσε τη συγγένεια μεταξύ της Σανσκριτικής, δηλ. της αρ- χαίας Ινδικής, και των κλασικών ευρωπαϊκών γλωσσών, των Ελληνικών και των Λα- τινικών. Παραδείγματος χάριν: Ελληνικά Λατινικά Σανσκριτικά μήτηρ mater mata (αιτιατ.: mataram) πατὴρ pater pita (αιτιατ.: pitaram) τρεῖς tres trayas Η διαπίστωση αυτή του άγγλου δικαστή προκάλεσε μακρά σειρά επιστημονικών δη- μοσιευμάτων με τη συμβολή των οποίων διαμορφώθηκε η θεωρία της λεγόμενης ιν- δοευρωπαϊκής (ΙΕ) πρωτο-γλώσσας ή μητέρας-γλώσσας. Με πολύ λίγα λόγια, σύμ- φωνα με τη θεωρία αυτή που είναι και η επιστημονικά κρατούσακάποτε, περί την 5 η χιλιετία π.Χ., κάπου, το πιθανότερο βορείως της Μαύρης Θάλασσας, από τις ακτές
Transcript

Βασίλειος Π. Βερτουδάκης

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Η ελληνική γλώσσα είναι µία από τις περίπου 4000 οµιλούµενες γλώσσες στον κό-

σµο. Είναι γνωστό ότι αποτελεί µια από τις καλύτερα µελετηµένες γλώσσες διεθνώς,

όχι µόνο εξαιτίας της αρχαιότητάς της –κι άλλες γλώσσες είναι πολύ παλιές, π.χ. η

κινεζική– αλλά κυρίως λόγω του υψηλού επιπέδου κειµένων που γράφτηκαν σ’ αυτήν

κατά τα αρχαία χρόνια. Η Αρχαία Ελληνική αναγνωρίζεται (µαζί µε τη Λατινική) ως

µία κλασική γλώσσα, καθώς από την Αναγέννηση και µετά η λεγόµενη ∆ύση ανα-

γνώρισε στην ελληνορωµαϊκή αρχαιότητα τους πυλώνες του δικού της πολιτισµού.

Η ινδοευρωπαϊκή καταγωγή της ελληνικής γλώσσας

Οι γλωσσολόγοι, και ιδιαίτερα οι ειδικοί της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας, µε-

λετώντας τις οµοιότητες στη µορφολογία των λέξεων που ανήκουν σε διαφορετικές

γλώσσες, κατορθώνουν να φτάσουν στον ακριβή προσδιορισµό των σχέσεων ή ακόµη

και της συγγένειας ανάµεσα στις γλώσσες. Το επόµενο βήµα είναι να επανασυνθέ-

σουν την αρχική, πρωτογενή γλωσσική µορφή, από την οποία υποθέτουν ότι αποσχί-

στηκαν και µε την πάροδο των αιώνων διαφοροποιήθηκαν οι γλώσσες µιας οικογέ-

νειας, οι γλώσσες δηλαδή που παρουσιάζουν συγγενικά στοιχεία.

Στα τέλη του 18ου αιώνα ο Sir William Jones, άγγλος δικαστής στις Ινδίες, υ-

πήρξε ο πρώτος που διαπίστωσε τη συγγένεια µεταξύ της Σανσκριτικής, δηλ. της αρ-

χαίας Ινδικής, και των κλασικών ευρωπαϊκών γλωσσών, των Ελληνικών και των Λα-

τινικών. Παραδείγµατος χάριν:

Ελληνικά Λατινικά Σανσκριτικά μήτηρ mater mata (αιτιατ.: mataram)

πατὴρ pater pita (αιτιατ.: pitaram)

τρεῖς tres trayas

Η διαπίστωση αυτή του άγγλου δικαστή προκάλεσε µακρά σειρά επιστηµονικών δη-

µοσιευµάτων µε τη συµβολή των οποίων διαµορφώθηκε η θεωρία της λεγόµενης ιν-

δοευρωπαϊκής (ΙΕ) πρωτο-γλώσσας ή µητέρας-γλώσσας. Με πολύ λίγα λόγια, σύµ-

φωνα µε τη θεωρία αυτή –που είναι και η επιστηµονικά κρατούσα– κάποτε, περί την

5η χιλιετία π.Χ., κάπου, το πιθανότερο βορείως της Μαύρης Θάλασσας, από τις ακτές

2

της Βαλτικής ως την Κασπία Θάλασσα, ζούσε µια οµάδα λαών (όχι φυλετικά συγγε-

νών) µε κοινά πολιτιστικά χαρακτηριστικά που µιλούσε την ίδια γλώσσα. Πρέπει να

τονιστεί ότι για τη γλώσσα αυτή δεν διαθέτουµε καµία πρωτογενή µαρτυρία. Μπο-

ρούµε, ωστόσο, υποθετικά να την επανασυνθέσουµε ως έναν βαθµό χρησιµοποιώντας

τα υλικά που µας προσφέρουν οι γλώσσες που προέκυψαν από αυτή τη µητέρα-

γλώσσα. Από την οµάδα αυτή των λαών, συνεχίζει η εν λόγω θεωρία, κάποτε, µετά

την 5η χιλιετία, αποσχίστηκαν διάφορα φύλα µε κατεύθυνση είτε ανατολικά είτε δυτι-

κά. Έτσι εξηγούνται οι πρόδηλες οµοιότητες ανάµεσα σε γλώσσες των οποίων οι οµι-

λητές απέχουν τόσο πολύ γεωγραφικά (Ευρώπη – Περσία – Ινδία).

Από την ΙΕ πρωτο-γλώσσα προέκυψαν πολλές επιµέρους γλωσσικές οικογέ-

νειες ή µεµονωµένες γλώσσες (όπως π.χ. η Ελληνική):

• Γερµανικές (γερµανική, ολλανδική, αγγλική, δανική, νορβηγική, σουηδική

[όχι όµως η φινλανδική])

• Βαλτο-σλαβικές (λιθουανική, λετονική [όχι η εσθονική] και όλες οι γλώσσες

της Ανατ. Ευρώπης πλην της ρουµανικής και της ουγγρικής)

• Ροµανικές (όλες οι λατινογενείς γλώσσες: ιταλική, γαλλική, ισπανική, κατα-

λανική, πορτογαλική, ραιτοροµανική, ρουµανική, βλαχική)

• Κελτικές (ιρλανδική, σκωτική, ουαλική, βρετονική)

• Ελληνική

• Αλβανική

• Αρµενική

• Ιρανικές (αρχαία περσική, κουρδική, νεοπερσική κ.ά.)

• Ινδικές (σανσκριτική [800-400 π.Χ.] και άλλες φάσεις και διάλεκτοι της ινδι-

κής γλώσσας: Urdu, Hindi)

Μη οµιλούµενες:

• Χεττιτική (η γλώσσα των αρχαίων Χετταίων)

• Λουβική (στη Μ. Ασία)

• Τοχαρική (στην περιοχή του Ιράν – Κεντρικής Ασίας)

Άλλες οικογένειες γλωσσών

Η ΙΕ δεν είναι η µοναδική µεγάλη γλωσσική οικογένεια. Για να έχουµε µια συνολική

εικόνα αναφέρουµε συνοπτικά τις υπόλοιπες:

• Ουραλικές (Φινλανδική, Εσθονική, Ουγγρική)

• Αλταϊκές (Τουρκική, Μογγολική)

3

• Σηµιτικές (Αραβική, Εβραϊκή και οι µη οµιλούµενες Αραµαϊκή και Φοινικική)

• Σινο-θιβετικές (Κινεζική, Θιβετική, Βιρµανική, Ταϊλανδική)

• Ιαπωνο-κορεατικές

• Μαλαισιο-πολυνησιακές (Ιάβα, Σουµάτρα, Φιλιππίνες, Ν.Ζηλανδία, Νησιά

του Ειρηνικού)

• Ινδιάνικες (γλώσσες των ιθαγενών της Αµερικής)

• Νεγροαφρικανικές (Νότια της Σαχάρας: Ζουλού, Σουαχίλι κ.ά.)

• ∆ραβιδικές (Ν. Ινδία, Β. Κεϋλάνη)

Όπως συνάγεται από τα παραπάνω, όλες οι επίσηµες γλώσσες των ευρωπαϊκών χω-

ρών ανήκουν στην ΙΕ οικογένεια εκτός από την Ουγγρική, την Εσθονική και τη Φιν-

λανδική. Σηµειωτέον ότι µη ΙΕ είναι και η γλώσσα των Βάσκων που οµιλείται στη

ΒΑ Ισπανία και (και σε πολύ µικρότερη έκταση) στη Ν∆ Γαλλία, στην περιοχή των

Πυρηναίων. Η γλώσσα αυτή είναι άγνωστης προέλευσης και θεωρείται προ-

ινδοευρωπαϊκό υπόστρωµα, δηλαδή χρησιµοποιούνταν πριν από την έλευση των Ιν-

δοευρωπαίων στη περιοχή αυτή.

Η ελληνική γλώσσα

Η Ελληνική από πλευράς αρχαιότητας µαρτυριών θεωρείται η δεύτερη κατά σειράν

ΙΕ γλώσσα µετά την Χεττιτική, η οποία ανάγεται περίπου στο 1700 π.Χ. Η ιστορία

της Ελληνικής αρχίζει περίπου τον 15ο-16ο αιώνα π.Χ. µε τις πινακίδες των µυκηναϊ-

κών και µινωικών ανακτόρων, γραµµένες στη Γραµµική γραφή Β΄.

Την ιστορία της Ελληνικής διακρίνουµε στις ακόλουθες περιόδους:

• Πρωτο-ελληνική (µέχρι τον 15ο αι. π.Χ.)

• Αρχαία ελληνική (15ος αι. – 300 π.Χ.)

• Ελληνιστική Κοινή (300 π.Χ. – 6ος αι. µ.Χ.)

• Μεσαιωνική (6ος αι. µ.Χ. – 15ος αι.)

• Νεότερη ελληνική (15ος – σήµερα)

Εννοείται ότι τα χρονολογικά αυτά όρια ενέχουν µια συµβατικότητα και δεν µπορούν

να θεωρούνται απόλυτα. Π.χ. άλλοι µελετητές εκτείνουν τα όρια της µεσαιωνικής

φάσης ως το 1669 (οθωµανική κατάκτηση και του τελευταίου µείζονος ελληνόφωνου

χώρου, της Κρήτης) και άλλοι ως το 1800 περίπου (δηλ. τα χρόνια του Νεοελληνικού

∆ιαφωτισµού).

4

Κάθοδος των Ελλήνων

Σύµφωνα µε την ΙΕ θεωρία, κατά την 5η περίπου χιλιετία θα πρέπει να αποσχίστηκαν

από την αρχέγονη κοιτίδα τα φύλα που αργότερα ονοµάστηκαν Έλληνες. Με έναν

ενδιάµεσο σταθµό στις ουγγρικές πεδιάδες άρχισαν να κατεβαίνουν προς το νότιο

άκρο της Βαλκανικής. Η είσοδος στον κορµό της σηµερινής ηπειρωτικής Ελλάδας

έγινε σταδιακά, κατά φύλα. Πρώτα έφτασαν οι λεγόµενοι Ίωνες (περί τον 20 αι.), κα-

τόπιν οι Αιολείς και οι Αχαιοί (17ος αι.) και τελευταίοι, όπως είναι ευρύτερα γνωστό,

οι ∆ωριείς (12ος αι.).

Προελληνικό υπόστρωµα

Όταν οι ελληνόφωνοι πληθυσµοί έφτασαν στη χώρα της σηµερινής Ελλάδας δεν

βρήκαν έναν ακατοίκητο τόπο. Κατοικούσαν εδώ οι λεγόµενοι Κάρες, Λέλεγες, Πε-

λασγοί, όλοι αυτοί δηλαδή τους οποίους ονοµάζουµε συλλήβδην ως Προέλληνες. Οι

Έλληνες πιστεύεται ότι παρέλαβαν πλούσιο γλωσσικό υλικό από τους πληθυσµούς

αυτούς. Πρόκειται για τις λέξεις εκείνες που δεν µπορούν να ετυµολογηθούν µε βάση

τους κανόνες της ελληνικής γλώσσας και ούτε, βέβαια, να σχετιστούν µε τις ρίζες των

ΙΕ λέξεων. Οι λέξεις αυτές είτε σχηµατίζονται µε επιθήµατα που δεν χρησιµοποιεί η

ελληνική γλώσσα (όπως π.χ. το –ινθος: λαβύρινθος) είτε αναφέρονται σε θρησκευτι-

κές, πολιτικές ιδέες και πράγµατα ή υλικά που δεν πρέπει να ήταν γνωστά στα πρώτα

ελληνικά φύλα:

Ενδεικτικά:

• Τοπωνύµια:

Κρήτη, Νάξος, Θήρα, Κνωσός, Φαιστός, Λαβύρινθος, Ζώµινθος, Κόρινθος, Ε-

ρύµανθος,Τύρινς (-ινθος), Ρέθυµνος, Κάλυµνος, Μήθυµνα, Φαλάσαρνα, Παρ-

νασσός, Λυκαβηττός, Υµηττός, Αρδηττός, Ιλισός, Κηφισός, Αθήναι, Μυκήναι,

Όλυµπος κ.ά.

• Φυτά: υάκινθος, κολοκύνθη, κυπάρισσος, ελαία, σέλινον, ορίγανον κ.ά.

• Ψάρια: γαλέος, σκάρος, συναγρίς, αθερίνη, σαργός, σκόµβρος, πέρκη κ.ά.

• Μέταλλα: χαλκός, χρυσός, σίδηρος, κασσίτερος κ.ά.

• Τεχνικής σηµασίας: µέγαρον, θάλαµος, θριγγός, γείσον, ασάµινθος (= λουτή-

ρας), πλίνθος, σωλήν κ.ά.

• Θεοί: Αθηνά, Άρτεµις, Ήφαιστος, Αφροδίτη κ.ά.

• Πολιτική-κοινωνία: τύραννος, βασιλεύς, λαός, ειρήνη, δούλος κ.ά.

5

• Άλλες λέξεις: θάλασσα, ζέφυρος, θίασος, κιθάρα, ασπίς, ξίφος, σάνδαλον, κίν-

δυνος κ.ά.

∆άνεια από άλλες γλώσσες

Εκτός από τις λέξεις που ενσωµάτωσε η Ελληνική από το προελληνικό υπόστρωµα,

παρέλαβε και αρκετές λέξεις ως δάνεια από άλλες γλώσσες της Ανατολής. Π.χ.:

• Σηµιτικής προέλευσης: αρραβών, βίβλος, κύµινον, λίβανος, περιστερά

• Αιγυπτιακής: έβενος, νίτρον, όασις, οθόνη (= ύφασµα)

• Περσικής: ακινάκης (= ξίφος), παράδεισος, σατράπης, παρασάγγης

Συνεπώς, η ελληνική γλώσσα των αρχαίων χρόνων, όπως εµφανίζεται στα κλασικά

κείµενα, είναι µια γλωσσική σύνθεση µε βάση το ΙΕ υλικό, εµπλουτισµένο µε λέξεις

από το προελληνικό υπόστρωµα της χώρας και δάνεια από άλλες γλώσσες.

Η γραφή της Ελληνικής

Η πρώτη γραπτή απεικόνιση της γλώσσας αυτής, σύµφωνα µε τις µέχρι τώρα βεβαιό-

τητές µας, είναι το σύστηµα της Γραµµικής Β των µυκηναϊκών πινακίδων (14ος-13ος

αι.). Μετά την κατάρρευση του ανακτορικού συστήµατος των Μυκηναίων δεν έχουµε

γραπτές µαρτυρίες της ελληνικής γλώσσας. Είναι οι λεγόµενοι «σκοτεινοί αιώνες» οι

οποίοι διαρκούν ως τον 8ο αιώνα, οπότε και έχουµε τις πρώτες µαρτυρίες ελληνικών

επιγραφών σε αλφαβητική γραφή.

Μέσα στο χρονικό αυτό διάστηµα των σκοτεινών αιώνων –η επικρατέστερη

θεωρία υποδεικνύει τον 9ο αιώνα– οι Έλληνες υιοθέτησαν την αλφαβητική γραφή.

Όλες οι µαρτυρίες συγκλίνουν ότι οι Έλληνες παρέλαβαν από τους Φοίνικες το βο-

ρειοσηµιτικό αλφαβητικό σύστηµα γραφής αλλά δεν έµειναν προσκολληµένοι σ’ αυ-

τό.

Εδώ πρέπει να επισηµάνουµε ότι το βορειοσηµιτικό σύστηµα των Φοινίκων

ανήκει στα συµφωνογραφικά συστήµατα των οποίων τα γραφήµατα αποδίδουν µόνο

τα σύµφωνα µιας γλώσσας, ενώ τα φωνήεντα δεν δηλώνονται. Με τέτοια συστήµατα

καταγράφονται οι σηµιτικές γλώσσες, π.χ. φοινικική, αραβική, εβραϊκή, αραµαϊκή.

Τα συµφωνικά συστήµατα είναι κατάλληλα για την απόδοση των σηµιτικών γλωσ-

σών, επειδή σ’ αυτές τις γλώσσες το βασικό στοιχείο των λεξιλογικών ριζών είναι τα

σύµφωνα, ενώ τα φωνήεντα προσδιορίζονται αυτόµατα από τον κλιτικό τύπο της λέ-

ξης, δηλαδή από το αν είναι ρήµα ή ουσιαστικό, και εποµένως για τους γνώστες αυ-

τών των γλωσσών δεν είναι απαραίτητο να δηλωθούν µε ιδιαίτερα γραφήµατα.

6

Οι Έλληνες επινόησαν για πρώτη φορά στην ιστορία της γραφής τη δήλωση

και των φωνηέντων, αυτών δηλαδή που αποτελούν τη βάση της συλλαβής και της

γλώσσας γενικότερα.

Σκεφθείτε π.χ. τι θα καταλαβαίνατε αν διαβάζατε µία λέξη µε τα εξής τρία

γράµµατα: κ π ς. Θα µπορούσαν να αναγνωσθούν ως κήπος ή κάπως ή κόπος.

Επιπλέον, χρειάστηκε να επινοήσουν και κάποια νέα γράµµατα για σύµφωνα

που δεν υπήρχαν στα φοινικικά: τα δασέα Φ, και Χ, και το διπλό Ψ. Τέλος το Ω (ω-

µέγα), δηλαδή ο µακρός φθόγγος του ο, δηµιουργήθηκε για να διακρίνεται από το Ο

(όµικρον). Έφτασαν έτσι στη δηµιουργία της πρώτης πραγµατικά αλφαβητικής γρα-

φής, του πρώτου αλφαβήτου, όπου κάθε γράµµα δηλώνει και έναν φθόγγο. Με το ελ-

ληνικό αλφάβητο δηµιουργείται, για πρώτη φορά, ένα σύστηµα γραφής που παριστά-

νει όλους τους φθόγγους χωρίς την ελλειπτικότητα του φοινικικού συστήµατος αλλά

και την πολύ µεγαλύτερη ελλειπτικότητα των παλαιότερων συλλαβικών συστηµάτων,

όπως ήταν εκείνο της Γραµµικής Β. Το αποτέλεσµα είναι ότι υπάρχει πλέον ένα «ερ-

γαλείο», εξαιρετικά ευέλικτο και οικονοµικό, που µαθαίνεται εύκολα και µπορεί να

γίνει κτήµα όλων και όχι µόνον των ειδικών γραφέων. Με τη σύγχρονη ορολογία θα

λέγαµε ότι επρόκειτο για µια δηµοκρατική κατάκτηση!

Η επινόηση αυτή, καθόλου αυτονόητη, κάνει ώστε το αλφάβητο να αναγνωρί-

ζεται διεθνώς ως ελληνική δηµιουργία, όσο και αν την πρώτη ύλη δανείστηκαν οι

Έλληνες από άλλους.

Οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν επίγνωση ότι το αλφάβητο τους βασιζόταν

στο φοινικικό. Τα γράµµατα του αλφαβήτου τα ονόµαζαν φοινικήια γράµµατα. Ο

ιστορικός Ηρόδοτος λέει ξεκάθαρα (5, 58) ότι οι Έλληνες έµαθαν τη γραφή τους από

τους Φοίνικες και σηµειώνει: «Αφού τα γράµµατα τα εισήγαγαν οι Φοίνικες στην Ελ-

λάδα, είναι δίκαιο να ονοµάζονται φοινικικά».

Για την προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου από το φοινικικό, πέραν της

µαρτυρίας του Ηροδότου, µας πείθουν και τα εξής στοιχεία:

1. Η µορφή των γραµµάτων του ελληνικού αλφαβήτου είναι παρόµοια, εξελιγµένη

µορφή των γραµµάτων του φοινικικού.

2. Η τάξη των γραµµάτων του ελληνικού αλφαβήτου, η σειρά δηλαδή των γραµµά-

των, είναι ίδια µε του φοινικικού: άλφα, βήτα, γάµα, δέλτα κλπ.

3. Τα ονόµατα των ελληνικών γραµµάτων δεν σηµαίνουν τίποτε στα Ελληνικά, ούτε

ετυµολογούνται από την ελληνική γλώσσα. Επίσης δεν κλίνονται στην Ελληνική.

Αντίθετα ετυµολογούνται και ερµηνεύονται από τη Φοινικική: το άλφα από το

7

aleph (= βόδι), το βήτα από το bet (= σπίτι), το γάµα από το gaml (= καµήλα), το

δέλτα από delt (= πόρτα, το φύλλο της θύρας) κλπ.

4. Η κατεύθυνση της γραφής.

Οι Έλληνες αρχικά έγραφαν από τα δεξιά προς τα αριστερά, «επί τα λαιά», δηλα-

δή όπως ακριβώς οι Φοίνικες. Αργότερα όµως ο δεύτερος στίχος ενός κειµένου

άρχιζε µε ανάστροφη φορά από εκεί που τελείωνε ο πρώτος κ.ο.κ., όµοια µε την

κίνηση των βοδιών στο όργωµα του χωραφιού. Γι’ αυτό και η γραφή αυτή ονοµά-

ζεται βουστροφηδόν. (Με τον τρόπο αυτόν είναι γραµµένη η µεγάλη δωδεκάδελ-

τος επιγραφή της Γόρτυνας).

Αρκετά ενωρίς όµως (κατά τον 5ο αι.) οι Έλληνες διαπίστωσαν τα µειονεκτήµατα και

των δύο αυτών τρόπων γραφής. Καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι είναι δεξιόχειρες, η

γραφή προς τα δεξιά γίνεται ευκολότερα, γιατί είναι φυσικότερη. Έτσι επικράτησε η

φορά προς τα δεξιά, «ες ευθύ», σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσµο και µέσω των Ρω-

µαίων πέρασε στον νεότερο δυτικό κόσµο.

Ποιες είναι οι πιο παλιές µαρτυρίες του ελληνικού αλφαβήτου;

Οι αρχαιότερες γνωστές ελληνικές αλφαβητικές επιγραφές χρονολογούνται στο δεύ-

τερο µισό του 8ου αι. π.Χ. (γύρω στο 740-720). Οι πιο διάσηµες είναι δύο:

1. Η επιγραφή του ∆ιπύλου. Είναι χαραγµένη πάνω σε οινοχόη, ύστερου γεωµετρι-

κού ρυθµού, και βρέθηκε στην Αθήνα το 1871.

Η επιγραφή λέει: Όποιος από τους χορευτές χορεύει πιο ανάλαφρα θα πάρει το

βραβείο. Απ’ αυτό συµπεραίνουµε ότι η οινοχόη θα ήταν έπαθλο ορχηστικού α-

γώνα.

2. Η άλλη επιγραφή είναι χαραγµένη πάνω στο περίφηµο «ποτήριον του Νέστορος».

Πρόκειται για σκύφο πρώιµου πρωτοκορινθιακού ρυθµού, που βρέθηκε το 1954

στην Ίσχια της Ιταλίας, δηλαδή στο νησί Πιθηκούσσες στο Τυρρηνικό Πέλαγος,

απέναντι από τη Νάπολη. Στην επιγραφή διαβάζουµε: Είµαι το γλυκόπιοτο ποτήρι

του Νέστορα. Όποιος πιει από τούτο το ποτήρι, αυτόν αµέσως θα τον κυριέψει ο

πόθος της οµορφοστεφανωµένης Αφροδίτης.

Πρόσφατα στις παραπάνω µαρτυρίες προστέθηκαν οι επιγραφές από τη Μεθώνη της

Πιερίας που δηµοσιεύθηκαν από τον καθηγητή του Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης Ι.

Τζιφόπουλο και χρονολογούνται επίσης στην ίδια περίοδο.

8

Τρόπος γραφής

Τα αρχαιοελληνικά κείµενα γράφονταν χωρίς διαστήµατα ανάµεσα στις λέξεις, µε

κεφαλαία µόνο γράµµατα και χωρίς τόνους. Τα µικρά γράµµατα, ο χωρισµός των λέ-

ξεων, οι τόνοι και τα πνεύµατα θα έλθουν πολύ αργότερα, από τα χρόνια των κατα-

κτήσεων του Μ. Αλεξάνδρου και µετά. Η εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας σε ένα

τεράστιο γεωγραφικό εύρος και η εκµάθησή της από αλλόγλωσσους οδηγούν σε «µε-

ταρρυθµίσεις» που βοηθούν τους ξένους να µάθουν ευκολότερα τα Ελληνικά. Αλλά

και τους ίδιους τους Έλληνες βοηθούσαν οι αλλαγές αυτές στο να µελετήσουν µε τη

συνδροµή των γραµµατικών, δηλαδή των φιλολόγων της εποχής, αρχαιότερες µορφές

της ελληνικής, π.χ. τα οµηρικά έπη, που ήταν πια δυσνόητα γιατί η γλώσσα είχε αλ-

λάξει.

Προφορά

Το ελληνικό αλφάβητο παραµένει το ίδιο τα τελευταία 2,5 χιλιάδες περίπου χρόνια.

Τι γίνεται όµως µε τον τρόπο που προφέρουµε τα γράµµατα του ελληνικού αλφαβή-

του; Εδώ οι αλλαγές είναι τεράστιες. Αυτό που είναι ολοφάνερο σ’ αυτόν που κατέχει

ή προσπαθεί να µάθει Νέα Ελληνικά είναι ότι άλλα γράφουµε και άλλα προφέρου-

µε. Γράφουµε και και προφέρουµε /ke/, γράφουµε οίκος και προφέρουµε /ikos/,

γράφουµε ειρήνη και προφέρουµε /irini/. Αυτό συµβαίνει γιατί εξακολουθούµε να

χρησιµοποιούµε έναν τρόπο γραφής που είναι ιστορικός, δηλαδή καταγράφει µια πα-

λιότερη προφορά.

Ποια ήταν αυτή η παλιότερη προφορά;

Βασικά σηµεία:

• Οι δίφθογγοι ήταν πραγµατικά δίφθογγοι (ει=/ei/, αι=/ai/, οι=/oi/ κ.λπ.)

• Τα φωνήεντα ήταν µακρά και βραχέα (η=/ee/, ω=/οο/)

• Προφερόταν κανονικά η δασεία ως φθόγγος (δασεία = /h/ - βλ. history, Helen)

• Τα γράµµατα β, δ, γ προφερόταν όπως σήµερα τα αγγλικά b, d, g.

Υπάρχει µία απόδειξη εξαιρετικά σπαρταριστή για τις αλλαγές που έχουν επέλθει

στην προφορά της Ελληνικής από τα κλασικά χρόνια και µετά. Ένας κωµικός ποιητής

της αρχαίας Αθήνας, ο Κρατίνος, θέλοντας να αποδώσει γραπτά το βέλασµα των

προβάτων γράφει: βή, βή… (µπέέ…, µπέέ…)

Την προφορά αυτή προσπάθησε να επαναφέρει στη ∆υτ. Ευρώπη ο ολλανδός

λόγιος της Αναγέννησης Έρασµος. Γι’ αυτό και η προφορά αυτή της αρχαίας Ελληνι-

9

κής ονοµάζεται ερασµική. Με την ερασµική προφορά διαβάζουν τα αρχαία ελληνικά

οι πάντες στον κόσµο πλην των Ελλήνων.

Θα µπορούσε να ρωτήσει κανείς: Ποιος έχει δίκιο; Οι ξένοι, που διαβάζουν µε

την ερασµική προφορά; Ή εµείς, που διαβάζουµε µε την νεοελληνική; Η απάντηση

είναι ότι αυτοί έχουν κάθε λόγο να χρησιµοποιούν την ερασµική προφορά, αφού αυτή

είναι πιο κοντά στον αληθινό τρόπο εκφοράς κατά τα αρχαία χρόνια, κι εµείς όµως

µπορούµε να εξακολουθήσουµε να διαβάζουµε τα αρχαία ελληνικά µε τη νεοελληνι-

κή προφορά, αφού αυτή είναι προϊόν της φυσικής εξέλιξης των αιώνων που µεσολά-

βησαν, αρκεί να ξέρουµε ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν τα πρόφεραν έτσι – ότι η γλώσ-

σα άλλαξε µέσα στον χρόνο. Και αυτό δεν είναι καθόλου κακό! Όλες οι γλώσσες αλ-

λάζουν µέσα στο χρόνο. (Και οι Άγγλοι π.χ. γράφουν right και προφέρουν /rait/, γρά-

φουν knife και προφέρουν /naif/).

Αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι

Ήδη από τις πρώτες σωζόµενες επιγραφές –που ανάγονται στον 8ο αι. π.Χ.– παρατη-

ρούµε ότι τα ελληνικά δεν παρουσιάζουν στις διάφορες γεωγραφικές περιοχές ενιαία

µορφή. Θα πρέπει να τονιστεί ότι αρχαία ελληνική γλώσσα, µία και ενιαία, µε την

έννοια των «επισήµων γλωσσών» στα σύγχρονα κράτη, δεν υπάρχει! Μιλάµε λοιπόν

για αρχαίες ελληνικές διαλέκτους.

Οι βασικές διάλεκτοι της αρχαίας ελληνικής είναι:

1. η ιωνική-αττική (Αττική, Εύβοια, Κυκλάδες, Ιωνία)

2. η αιολική (Θεσσαλία, Βοιωτία, Λέσβος και η απέναντι µικρασιατική ακτή, η Αιο-

λία)

3. η δωρική (Ήπειρος, ∆υτ. Στερεά, Πελοπόννησος, Μήλος, Θήρα, Κρήτη, ∆ωδεκά-

νησος και τα απεναντινά παράλια της Μ. Ασίας)

4. η αρκαδοκυπριακή (Αρκαδία και Κύπρος)

Τα αίτια στα οποία οφείλεται ο διαλεκτικός κατακερµατισµός της Ελληνικής

συνοψίζονται στα εξής:

• ο γεωγραφικός ελλαδικός χώρος µε τους ορεινούς όγκους που δηµιουργεί

πολλές αποµονωµένες περιοχές και περίκλειστους τόπους εγκατάστασης.

• η διαδοχική είσοδος των ελληνικών φύλων και η διασπορά τους.

• η πολιτική αυτοτέλεια των οικιστικών κέντρων.

Αυτό που πρέπει να σηµειωθεί ιδιαιτέρως είναι το γεγονός ότι ποτέ δεν διαµορφώθη-

καν οι συνθήκες που θα ευνοούσαν την ολοσχερή διάσπαση της Ελληνικής και τη

10

δηµιουργία θυγατρικών γλωσσών. Αντίθετα, στο πέρασµα των αιώνων η επικοινωνία

ανάµεσα στα φύλα, οι αναµείξεις τους στις αποικίες, οι οικονοµικές δοσοληψίες, οι

διάφορες συµµαχίες, οι συγκρούσεις µε τους «βαρβάρους» (δηλ. µε τους αλλόγλωσ-

σους) συνετέλεσαν ώστε να αναπτυχθεί κοινή συνείδηση για την καταγωγή, τη θρη-

σκεία, τους µύθους, τις παραδόσεις και βέβαια για την ενότητα της γλώσσας.

∆ιαλεκτικός χάρτης της Αρχαίας Ελλάδας

______________________________________

Η κυριαρχία της αττικής διαλέκτου

Από τον 4ο αι. π.Χ. παρατηρείται το φαινόµενο της εξάπλωσης της χρήσης της αττι-

κής διαλέκτου παράλληλα µε την επέκταση της αθηναϊκής ηγεµονίας. Η ένταξη των

περισσοτέρων ιωνικών πόλεων στην αθηναϊκή συµµαχία αλλά κυρίως η µεγάλη ε-

µπορική και οικονοµική διείσδυση των Αθηναίων σε ολόκληρο τον ελληνόφωνο κό-

σµο έκαναν την αττική διάλεκτο την πρώτη προφορική κοινή γλώσσα των Ελλήνων.

Μεγάλη ώθηση στην κυριαρχία της αττικής έδωσε και η υιοθέτησή της ως επίσηµης

γλώσσας της µακεδονικής αυλής.

11

Το πρόβληµα της αρχαίας µακεδονικής

Ενώ από όλες τις περιοχές της Ελλάδας µας σώζεται διαλεκτικό υλικό κυρίως σε επι-

γραφές, δεν διαθέτουµε συνεχή κείµενα γραµµένα στη µακεδονική διάλεκτο. Μας

σώζονται πολλά κύρια ονόµατα (τα οποία ετυµολογούνται µε βάση την Ελληνική:

Φίλιππος, Αλέξανδρος, Ευρυδίκη κ.ά.) και µεµονωµένες λέξεις ως λήµµατα λεξικο-

γράφων. Με βάση τα διαθέσιµα στοιχεία οι περισσότεροι ερευνητές θεωρούν τη µα-

κεδονική ως ελληνική διάλεκτο και την εντάσσουν στις λεγόµενες βορειοδυτικές δια-

λέκτους οι οποίες έχουν συνάφεια µε τη δωρική. Η απουσία αυτή διαλεκτικών µακε-

δονικών επιγραφών θα µπορούσε να αποδοθεί στη σχετική αποµόνωση της Μακεδο-

νίας από τον υπόλοιπο «ανεπτυγµένο» ελληνικό κόσµο και, συνεπώς, στην πολιτισµι-

κή υστέρηση της περιοχής στους πρώιµους χρόνους, και κυρίως στην καθιέρωση,

όπως αναφέραµε παραπάνω, της αττικής ως επίσηµης γλώσσας των µακεδόνων βασι-

λέων και της αριστοκρατίας. Σε αττική διάλεκτο σώζονται πάµπολλες επιγραφές στη

Μακεδονία.

Η σπάνις αυτή διαλεκτικών µακεδονικών κειµένων και η συνεπαγόµενη δυ-

σκολία στην τεκµηρίωση της ελληνικότητάς της σε απόλυτο βαθµό έχει κάνει µερίδα

των (ξένων) επιστηµόνων να θεωρεί τη µακεδονική όχι ως διάλεκτο της Ελληνικής

αλλά ως ανεξάρτητη γλώσσα της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας. Το γεγονός αυτό προ-

σπαθεί να εκµεταλλευτεί για πολιτικούς λόγους η ηγεσία των Σκοπίων, ήδη από το

1945, υποστηρίζοντας ότι η λεγόµενη µακεδονική γλώσσα τους (που είναι σλαβική

γλώσσα, διάλεκτος της βουλγαρικής µε κάποιες σερβικές προσθήκες) έχει τις ρίζες

της στην αρχαία µακεδονική.

Λογοτεχνικές διάλεκτοι

Ένα σηµαντικό και εξαιρετικά πρωτότυπο φαινόµενο στην ιστορία της ελληνικής

γλώσσας είναι το γεγονός ότι κάθε λογοτεχνικό είδος, ποιητικό ή πεζό, ταυτίζεται µε

τη διάλεκτο εκείνου του ελληνικού φύλου το οποίο γέννησε πρώτο το λογοτεχνικό

αυτό είδος.

Πρώτοι οι Ίωνες δηµιουργούν το έπος, µερικά είδη της λυρικής ποίησης (ελε-

γεία, επίγραµµα, ίαµβο) και κατόπιν την ιστοριογραφία. Οι ∆ωριείς δηµιουργούν τη

χορική ποίηση και αργότερα το ειδύλλιο, ενώ οι Αιολείς καλλιεργούν τη µελική ποί-

ηση. Στην Αττική τέλος θα γεννηθεί το δράµα και θα αναπτυχθούν η ρητορική και η

φιλοσοφία. Έτσι, ο κάθε δηµιουργός δεν γράφει στη µητρική του διάλεκτο αλλά στη

διάλεκτο που κατά παράδοση χρησιµοποιείται για το λογοτεχνικό είδος στο οποίο

12

ανήκει το έργο του. Π.χ. ο Ηρόδοτος, παρ’ όλο που προέρχεται από δωρική περιοχή

(την Αλικαρνασσό) γράφει τις Ιστορίες του στην ιωνική διάλεκτο και ο θηβαίος Πίν-

δαρος (αιολικής καταγωγής) συνθέτει τα χορικά του άσµατα σε δωρική διάλεκτο. εί-

ναι χαρακτηριστικό της δύναµης της παράδοσης ότι στην Αττική, όπου καλλιεργείται

το δράµα, οι τραγικοί ποιητές χρησιµοποιούν την αττική διάλεκτο στα διαλογικά µέ-

ρη, ενώ χρωµατίζουν µε δωρικά στοιχεία τα χορικά (τα λεγόµενα στάσιµα).

Ελληνιστική Κοινή

Οι µεγάλες πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που επέφεραν οι κατακτήσεις του Μ.

Αλεξάνδρου και η επέκταση του ελληνισµού προς Ανατολάς ήταν φυσικό να επηρεά-

σουν και την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας.

Όπως αναφέραµε παραπάνω, οι Μακεδόνες χρησιµοποιούσαν την αττική διά-

λεκτο ως διοικητική γλώσσα του κράτους. Με την εξάπλωση της κυριαρχίας των

Μακεδόνων επί του Μεγάλου Βασιλείου των Περσών, δηλ. ως τον Ινδό ποταµό, η

αττική αρχίζει να χρησιµοποιείται σε όλη αυτή την αχανή έκταση. Με τον καιρό η

ελληνική γίνεται η γλώσσα –πέραν της διοικήσεως– του εµπορίου, της οικονοµίας,

της διπλωµατίας και της ακαδηµαϊκής εκπαίδευσης. Γίνεται η κοινή γλώσσα συνεν-

νοήσεως, η lingua franca όπως λέµε, όλης της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής. Συχνά

παροµοιάζεται µε την κυριαρχία της Αγγλικής στη σύγχρονη εποχή.

Όπως είναι φυσικό, η γλώσσα αυτή, καθώς εχρησιµοποιείτο από τόσο µεγάλη

ποικιλία πληθυσµών, δεν µπορούσε να µείνει αµετάβλητη. Ως βάση είχε την αττική

διάλεκτο η οποία βαθµιαία δέχτηκε πολλές αλλαγές και απλοποιήσεις, ως ζωντανή

οµιλούµενη γλώσσα της καθηµερινής επικοινωνίας, ειδικά στις νέες µεγάλες µητρο-

πόλεις του ελληνιστικού κόσµου, την Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια, την Πέργαµο, τη

Σελεύκεια. Με τον όρο λοιπόν Ελληνιστική Κοινή ονοµάζουµε το κοινό γλωσσικό

όργανο το οποίο υποκατέστησε τις παλιές διαλέκτους και επικράτησε ως η πλέον δια-

δεδοµένη γλώσσα επικοινωνίας των πληθυσµών της Α. Μεσογείου.

Η ελληνιστική Κοινή, µε όλους αυτούς τους αιώνες της κυριαρχίας της, ως

τους πρώτους βυζαντινούς αιώνες, υπήρξε πολύ σηµαντικός σταθµός στην ιστορία

της Ελληνικής. Κατά τη διάρκεια των αιώνων αυτών από τον Μ. Αλέξανδρο ως τον

Μ. Κωνσταντίνο επισυνέβησαν στην ελληνική γλώσσα όλες οι αποφασιστικές αλλα-

γές (φωνολογικές, µορφολογικές, συντακτικές, λεξιλογικές) που καθόρισαν τα βασικά

της χαρακτηριστικά ως τη σηµερινή της µορφή, δηλ. τη Νέα Ελληνική. Θα µπορούσε

κανείς να πει ότι η Κοινή µοιάζει πολύ περισσότερο µε τη σύγχρονη Νέα Ελληνική,

13

παρ’ όλο που απέχει χρονικά περίπου 20 αιώνες, παρά µε τα Ελληνικά του Θουκυδί-

δη και του Πλάτωνα, µολονότι η απόσταση είναι σαφώς µικρότερη.

Το φαινοµενικά αυτό παράδοξο εξηγείται από τις µεγάλες µεταβολές που έ-

λαβαν χώρα ακριβώς σ’ αυτήν την περίοδο της ελληνικής γλώσσας, όπως τονίσαµε

παραπάνω. Ενδεικτικά:

Φωνητικές: οι δίφθογγοι αρχίζουν να προφέρονται ως µονόφθογγοι (ει = /i/, αι =

/e/, οι = /i/ κ.ο.κ.), τα β, γ, δ αρχίζουν να προφέρονται όπως σήµερα και όχι [b],

[g], [d] όπως προφέρονταν κατά τους αρχαίους χρόνους.

Μορφολογικές: χάνεται ο δυϊκός αριθµός και συγχωνεύεται µε τον πληθυντικό,

πολλά τριτόκλιτα ενοποιούνται µε τα πρωτόκλιτα (ελπίς = ελπίδα, ποιµήν = ποι-

µένας κ.ο.κ.).

Συντακτικές: χάνεται η συντακτική λειτουργία του απαρεµφάτου και της µετοχής

καθώς και της δοτικής. Το απαρέµφατο και η µετοχή αναλύονται σε δευτερεύου-

σες προτάσεις και τη θέση της δοτικής παίρνουν η γενική ή η αιτιατική.

Λεξιλογικές: πολλές αρχαίες λέξεις αντικαθίστανται από νέες και πολλές άλλες

αλλάζουν σηµασία (ιδίως µε την εµφάνιση του Χριστιανισµού: εκκλησία, άγγελος,

δαίµων κ.λπ.).

Και τέλος:

Η εισαγωγή των τόνων: κατά την περίοδο αυτή εισάγονται οι τόνοι, κυρίως για

τη διευκόλυνση των µη ιθαγενών οµιλητών της Ελληνικής, δηλ. των ξένων που

ήθελαν να µάθουν τα Ελληνικά.

Αττικισµός

Κατά την ελληνιστική περίοδο σταµάτησαν να παράγονται λογοτεχνικά έργα που να

θεωρούνται ισάξια της κλασικής εποχής. Από τον 1ο αιώνα π.Χ. οι λόγιοι και οι

γραµµατικοί (δηλ. οι φιλόλογοι) των ελληνιστικών κέντρων, κυρίως της πτολεµαϊκής

Αλεξάνδρειας, θεωρούσαν ότι βίωναν µια περίοδο πνευµατικής και λογοτεχνικής πα-

ρακµής, και ως θεραπεία άρχισαν να υποστηρίζουν την επιστροφή στην παλιά αττική

διάλεκτο. Πίστευαν ότι µόνο η διδασκαλία και η µίµηση της γλώσσας των µεγάλων

συγγραφέων της Αθήνας θα συντελούσε στην παραγωγή έργων παρόµοιων µε εκείνα

του ένδοξου παρελθόντος. Εξ ου και η πνευµατική αυτή αντίδραση ονοµάστηκε «ατ-

τικισµός» (< αττικίζω = µιµούµαι την αττική διάλεκτο).

Ο αττικισµός (1ος αι. π.Χ. – 1ος αι. µ.Χ.) προσπάθησε να επιφέρει µια ανάσχε-

ση στη ζωντανή εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας επιχειρώντας να επιβάλει µια έντονα

14

ρυθµιστική γλωσσική κατάσταση. Πολλές φορές οι αττικιστές διατύπωναν τις διδα-

σκαλίες τους µε κηρυγµατικό, δηλαδή απαγορευτικό και προτρεπτικό, τρόπο – του

στυλ: µη λέγε … (αυτή τη λέξη) αλλά … (την άλλη).

Π.χ.

Μη λέγε σικχαίνοµαι αλλά βδελύττοµαι.

Αντίρρησιν µη λέγε, αντιλογίαν δε.

Το κριτήριο προτίµησης µιας λέξης (και απαγόρευσης µιας άλλης) ήταν αν

κείται ή ου κείται σε ένα αττικό κείµενο του 5ου-4ου αι. π.Χ., δηλαδή αν απαντάται, αν

εµφανίζεται σε έναν αττικό συγγραφέα ή όχι. Εξ ου και αποκαλούσαν χλευαστικά

τους γραµµατικούς αυτούς κειτούκειτους ή τιπούκειτους (τι κείται, πού κείται;) εξαιτί-

ας της εµµονής τους στα ερωτήµατα αυτά. Όλες οι λέξεις ή οι τύποι που δεν εµφανί-

ζονται σε αττικά κείµενα πρέπει να απορριφθούν και να αντικατασταθούν από γνήσι-

ους αττικούς τύπους.

Φυσικά το κήρυγµα αυτό του αττικισµού δεν αφορούσε τις πλατιές µάζες της

κοινωνίας και ούτε βέβαια ήταν δυνατό να επηρεάσει την εξέλιξη της προφορικής

γλώσσας. Άσκησε όµως µεγάλη επίδραση στους λογίους, στους γραµµατικούς, στους

δασκάλους και τους σπουδαστές κυρίως των σχολών φιλοσοφίας και ρητορικής.

Η κίνηση του αττικισµού κατέχει µια πολύ σηµαντική θέση στην ιστορία της

Ελληνικής, γιατί αποτελεί την αφετηρία, την «ληξιαρχική πράξη γεννήσεως» της δι-

γλωσσίας, δηλ. του γλωσσικού διχασµού των Ελλήνων. Από τότε και στο εξής η ελ-

ληνική γλώσσα θα κυλά σε δύο κατά βάση κανάλια: από τη µια η τεχνητώς αττικί-

ζουσα, η αρχαΐζουσα γραφοµένη γλώσσα των µορφωµένων και των λογίων συγγρα-

φέων, και από την άλλη η ζωντανή, καθοµιλουµένη, δηµώδης, γλώσσα των απλών

ανθρώπων. Η πρώτη παραµένει «ακίνητη» και προσπαθεί να µοιάσει στον 5ο-4ο αιώ-

να π.Χ., ενώ η δεύτερη εξελίσσεται συνεχώς στον προφορικό λόγο, από στόµα σε

στόµα και από τη µητέρα στο παιδί της.

Ελληνική γλώσσα και Χριστιανισµός

Ο Παύλος είχε αρκετά ενωρίς την ευφυή ιδέα να ανοίξει τον Χριστιανισµό για τους

εθνικούς (δηλ. τους έλληνες πολυθεϊστές) και όχι µόνο για τους Ιουδαίους. Γι’ αυτό

και χρησιµοποίησε την ελληνική γλώσσα –που ούτως ή άλλως ήταν η κοινή γλώσσα

της εποχής– ως όχηµα διάδοσης της χριστιανικής διδασκαλίας. Η γλώσσα που χρησι-

µοποιούσαν οι πρώτοι Χριστιανοί και οι Ευαγγελιστές ήταν η Κοινή, η απλή γλώσσα

των λαϊκών ανθρώπων. Άλλωστε η νέα θρησκεία καταδίκαζε οτιδήποτε αρχαίο ως

15

ειδωλολατρικό. Η στροφή έγινε µε τους Πατέρες του 4ου αι. µ.Χ., οι οποίοι είχαν α-

ποκτήσει βαθιά ελληνική µόρφωση και προσπαθούσαν να εξοικειώσουν τον Χριστια-

νισµό µε την αρχαιοελληνική παιδεία.

Η χρησιµοποίηση της αττικίζουσας γλώσσας συνδέεται άρρηκτα µε τη σηµα-

ντική δύναµη της ρητορικής κατά την περίοδο αυτή της ύστερης αρχαιότητας. Η ρη-

τορική δεν ήταν απλώς µια µόδα, ένας ακαδηµαϊκός και λογοτεχνικός συρµός αλλά

κατείχε ύψιστο πολιτικό ρόλο. Ο καλός χειρισµός του λόγου, η τέχνη της επιχειρηµα-

τολογίας σε αττικίζουσα γλώσσα µε τη χρήση υφολογικών σχηµάτων και λογοτεχνι-

κών παραδειγµάτων εθεωρείτο απαραίτητο µέσο για την αναρρίχηση στα ανώτερα

αξιώµατα και την πολιτική ανέλιξη στη διοικητική ιεραρχία. Οι µεγάλοι χριστιανοί

λόγιοι του τετάρτου αιώνα, ο Ευσέβιος Καισαρείας, οι τρεις Καππαδόκες (Βασίλειος

Καισαρείας, Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, Γρηγόριος Νύσσης) και ο Ιωάννης ο Χρυσό-

στοµος κατέληξαν να πιστεύουν ότι η περαιτέρω εξάπλωση του Χριστιανισµού εξαρ-

τιόταν από την ένταξη ολόκληρης της τυπικής παιδείας, δηλαδή της ρητορικά διαπο-

τισµένης ειδωλολατρικής παιδείας, στη χριστιανική φιλολογία. Έτσι ερµηνεύεται η

οργίλη αντίδραση έναντι του εκπαιδευτικού διατάγµατος του Ιουλιανού (362 µ.Χ.)

που απαγόρευε τους χριστιανούς δασκάλους να διδάσκουν τους αρχαίους έλληνες

συγγραφείς, επειδή θεωρούσαν ότι αποκόπτει τους χριστιανούς από το δηµόσιο βίο

και το κρατικό σύστηµα της αυτοκρατορίας. Εδώ επίσης βρίσκουµε απάντηση στο

γιατί οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς εγκατέλειψαν την ελληνιστική Κοινή της Καινής

∆ιαθήκης και προσχώρησαν στον αττικισµό. Φαντάζει φαινοµενικά παράδοξο ότι οι

χριστιανοί διανοούµενοι χρησιµοποίησαν το κατ’ εξοχήν όργανο της θύραθεν λογιο-

σύνης, δηλαδή τη ρητορική, ως κύριο εκφραστικό τους µέσο. Έκτοτε η επίσηµη εκ-

κλησία έχει υιοθετήσει την αττικίζουσα γλώσσα (ακόµη και σήµερα τα µηνύµατα και

οι επιστολές του Οικουµενικού Πατριάρχη είναι γραµµένα σε αυτή τη γλωσσική

µορφή).

Μεσαιωνική περίοδος και οθωµανοκρατία

Κύριο χαρακτηριστικό της Ελληνικής σε όλη αυτή τη µακρά περίοδο είναι η γλωσσι-

κή διάσπαση, η παγίωση της διαφοράς προφορικού και γραπτού λόγου, της καθηµε-

ρινής δηµώδους και της επίσηµης αρχαΐζουσας γλώσσας. Η βυζαντινή περίοδος της

ελληνικής γλώσσας, και µάλιστα η µέση και όψιµη βυζαντινή (11ος-15ος αιώνας), εί-

ναι πολύ σηµαντική στην εξέλιξη της Ελληνικής, γιατί τότε διαµορφώνεται το πρό-

πλασµα της σύγχρονης Νεοελληνικής. Τότε χρησιµοποιείται για πρώτη φορά η προ-

16

φορική γλώσσα για ορισµένες µορφές της γραπτής λογοτεχνικής έκφρασης –είναι η

λεγόµενη δηµώδης λογοτεχνία του Βυζαντίου–, και τότε δηµιουργούνται οι νεοελλη-

νικές διάλεκτοι, η αρχή των οποίων τοποθετείται συνήθως στον 13ο αι., όταν διασπά-

ται πολιτικά το βυζαντινό κράτος µετά την 4η Σταυροφορία (1204).

Νεοελληνικός ∆ιαφωτισµός και ίδρυση του ελληνικού κράτους –

Το γλωσσικό ζήτηµα

Με την οικονοµική και πνευµατική αφύπνιση του ελληνισµού στα τέλη του 18ου αι.,

την επαναστατική προετοιµασία στις αρχές του 19ου αι. και τελικά την έκρηξη της

επανάστασης ένα µεγάλο ερώτηµα απασχολεί τους λογίους: Ποια θα είναι η εθνική

γλώσσα της εκπαίδευσης των ελληνοπαίδων και εν τέλει η επίσηµη γλώσσα του νεό-

τευκτου κράτους;

Η απάντηση δεν είναι αυτονόητη, όπως θα µπορούσε κάποιος σύγχρονος να

νοµίζει. Οι περισσότεροι λόγιοι της εποχής (Ευγ. Βούλγαρης, Π. Κοδρικάς, Ν. ∆ού-

κας, Κ. Οικονόµος, οι Φαναριώτες κ.ά.) κρίνουν πως για τον «φωτισµό του γένους»

κατάλληλο γλωσσικό όργανο είναι τα αρχαία ελληνικά, καθώς η οµιλούµενη είναι

«χυδαία», γεµάτη ιδιωµατισµούς, µε πολλές τούρκικες ή ιταλικές λέξεις, γραµµατικά

αδιαµόρφωτη, φτωχή σε σηµασίες και ανίκανη να εκφράσει τις νέες ιδέες και τους

επιστηµονικούς όρους του ευρωπαϊκού πολιτισµού.

Αντίθετα, κάποιοι άλλοι (∆. Καταρτζής, Ι. Μοισιόδαξ, Βηλαράς, Χριστόπου-

λος) θα υποστηρίξουν την καλλιέργεια και προώθηση της ζωντανής, προφορικής, της

φυσικής γλώσσας των Νεοελλήνων.

Ωστόσο, οι απόψεις και των δύο πλευρών είχαν έντονα προβληµατικά σηµεία.

Από τη µια µεριά η τεχνητή επαναφορά, η νεκρανάσταση ουσιαστικά, της αττικής

γλώσσας δεν ήταν δυνατό πρακτικά να συµβεί. Είναι αδύνατο ένας ολόκληρος λαός

να αρχίζει να χρησιµοποιεί µια παλιότερη µορφή της γλώσσας του και ενώ εν τω µε-

ταξύ έχουν µεσολαβήσει τόσα εξελικτικά στάδια.

(Το παράδειγµα της αναγέννησης της εβραϊκής γλώσσας που αναφέρεται συ-

χνά δεν είναι της αυτής τάξεως. Η νεο-εβραϊκή αναγεννήθηκε µεν στις αρχές του 20ου

αιώνα από τα αρχαία εβραϊκά της Παλαιάς ∆ιαθήκης, η διαφορά όµως είναι ότι η

γλώσσα δεν οµιλούνταν στο ενδιάµεσο διάστηµα από τους Εβραίους της διασποράς

και δεν µεταδίδονταν από γενεά σε γενεά, κι έτσι η γλώσσα δεν είχε υποστεί εξέλιξη

ανά τους αιώνες. Όπως είναι γνωστό, οι ανά την υφήλιο Εβραίοι µιλούσαν κατά βάση

τη γλώσσα της χώρας στην οποία κατοικούσαν).

17

Από την άλλη µεριά, και η καθιέρωση της προφορικής γλώσσας των Ελλήνων

ως επίσηµης γλώσσας δεν ήταν χωρίς προβλήµατα εξαιτίας της µεγάλης διαλεκτικής

διάσπασης –πραγµατικής Βαβυλωνίας!– και της απουσίας ενός κεντρικού εκπαιδευ-

τικού συστήµατος που θα προέκρινε µία «επίσηµη» γλωσσική µορφή.

Η καθαρεύουσα

Ανάµεσα στις δύο αυτές απόψεις θέλησε ο Αδαµάντιος Κοραής (ο οποίος

ζούσε στο Παρίσι, µακριά από τις µικρότητες και τους τοπικισµούς των εγχωρίων) να

βρει µια ενδιάµεση λύση, µια «µέση οδό». Ο Κοραής ήθελε ως βάση της νέας γλωσ-

σικής µορφής την κοινή οµιλουµένη αλλά αφού πρώτα υποστεί έναν «καλλωπισµόν»:

να αφαιρεθούν δηλαδή οι ξένες λέξεις και να προστεθούν στοιχεία από τη µορφολο-

γία της αρχαίας ελληνικής, κυρίως στο επίπεδο των καταλήξεων (π.χ. η γαζέτα να γί-

νει εφηµερίς, το χωριό να γίνει χωρίον κ.ο.κ.). Το δηµιούργηµα αυτό του Κοραή –

ένας γλωσσικός συµβιβασµός–, επειδή ακριβώς προσέβλεπε σε έναν καθαρισµό της

γλώσσας από κάθε τι «οθνείον (=ξένο) και χυδαίον» ονοµάστηκε καθαρεύουσα.

Η πρόταση του Κοραή δέχτηκε πυρά και από τις δύο αντιµαχόµενες πλευρές:

και από τους αρχαϊστές, γιατί δεν υιοθετούσε την αρχαία ελληνική, και από τους δη-

µοτικιστές, αφού και η καθαρεύουσα δεν έπαυε να είναι ένα τεχνητό κατασκεύασµα.

Καµιά µητέρα δεν µιλούσε και δεν νανούριζε το παιδί της στην καθαρεύουσα.

Συχνά η καθαρεύουσα χλευάστηκε ως ανάµειξη, ως ανακάτωµα αρχαίας και

νέας ελληνικής, εξ ου και έλαβε το παρωνύµιο «µακαρονικά» του Κοραή.

Ιδού ένα δείγµα:

∆ηµοτική Αρχαΐζουσα Καθαρεύουσα

ψάρι ιχθύς οψάριον

σαπούνι σάπων σαπώνιον

µεσηµέρι µεσηµβρία µεσηµέριον

βγήκαν εξέβησαν εκβήκαν

λάδι έλαιον ελάδιον

Το ελληνικό κράτος θα υιοθετήσει την καθαρεύουσα και θα την καθιερώσει

ως επίσηµη γλώσσα της διοίκησης και της εκπαίδευσης. Στη γλώσσα αυτή συντάσ-

σονται οι εφηµερίδες και τα λογοτεχνικά (ακόµη και τα ποιητικά!) έργα της αθηναϊ-

κής ροµαντικής σχολής και των Φαναριωτών (1830-1880).

Όµως το γενικό πνεύµα της εποχής, ο νεοκλασικισµός, η Μεγάλη Ιδέα και οι

εθνικιστικές βλέψεις, το ροµαντικό όραµα της αναβίωσης της αρχαίας γλώσσας, και

18

ιδιαίτερα η θεωρία του γερµανού ιστορικού J.Ph. Fallmerayer –ότι οι Νεοέλληνες δεν

είναι καθαροί απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων– οδηγούν σταδιακά τον γραπτό λόγο

σε έναν άκρατο αρχαϊσµό. Η καθαρεύουσα γίνεται αρχαΐζουσα (κατά την εικοσαετία

1860-1880). Όσο περισσότερο οι Νεοέλληνες χρησιµοποιούσαν την αρχαία γλώσσα

τόσο καθαρότερα αποδεικνυόταν η συνέχεια της φυλής.

Το κίνηµα του ∆ηµοτικισµού

Η «δράση» αυτή θα φέρει «αντίδραση». Στον άκρατο αρχαϊσµό θα αντιδράσει ένα

προοδευτικό κίνηµα στα τέλη του 19ου αιώνα που ως επικεφαλής είχε τον Γιάννη Ψυ-

χάρη, καθηγητή γλωσσολογίας στο Παρίσι. Το 1888 θα εκδώσει το έργο του «Το τα-

ξίδι µου», το οποίο έχει περάσει στην ιστορία ως το µανιφέστο του ∆ηµοτικισµού. Ο

Ψυχάρης θεωρούσε ότι η καθαρεύουσα είναι υπεύθυνη για όλα τα δεινά του ελληνι-

κού εκπαιδευτικού συστήµατος και της πνευµατικής και κοινωνικής υστέρησης της

Ελλάδας. Η διδασκαλία του θα βρει αµέσως απήχηση, κυρίως στον κόσµο της λογο-

τεχνίας. Πολλοί πεζογράφοι και ποιητές µε ηγετική µορφή τον Κωστή Παλαµά αρχί-

ζουν να γράφουν στη ∆ηµοτική. Η επιστήµη, ωστόσο, θα αργήσει πολύ –περίπου έ-

ναν αιώνα ακόµη!– για να υιοθετήσει τη ζωντανή γλώσσα του λαού.

Πρέπει εδώ να σηµειώσουµε ότι λογοτεχνία στη δηµοτική είχε και πριν ανα-

πτυχθεί σε ελληνόφωνο χώρο, στα αγγλοκρατούµενα Επτάνησα, µε σηµαντικότερη

µορφή τον ∆ιονύσιο Σολωµό, θερµό υποστηρικτή της γλώσσας των απλών ανθρώπων

από τους οποίους και έµαθε τα Ελληνικά. Όπως είναι γνωστό είχε µεγαλώσει και

σπουδάσει στην Ιταλία.

Βέβαια και ο Ψυχάρης και οι ακόλουθοί του δεν απέφυγαν τις υπερβολές. Ενώ

–ορθώς– τάχτηκε κατά των τεχνητών κατασκευών της καθαρεύουσας, πρότεινε και ο

ίδιος «φτιαχτές», ανύπαρκτες λέξεις που είναι γνωστοί ως «ψυχαρισµοί» ή «µαλλια-

ρισµοί». Οι γλωσσικές αυτές ακρότητες, κατανοητές για την παροξυσµική εκκίνηση

ενός κινήµατος, εξέθεσαν το κίνηµα του Ψυχάρη και το συνέδεσαν µε τη γλωσσική

υπερβολή. Ιδού µερικά δείγµατα:

• περίφτωση

• πλεροφορώ

• βνωµοσύνη

• το µέλλο, γεν.: του µέλλου

• οι καθηγητάδες

19

Ο Γιάννης Ψυχάρης

Γλωσσικές διαµάχες

Η αντιπαράθεση για το γλωσσικό ζήτηµα εντάθηκε ιδιαίτερα κατά τα τέλη του 19ου

και τις αρχές του 20ου αιώνα (περίοδο µεγάλου εθνικισµού: ελληνοτουρκικός πόλεµος

του 1897, Μακεδονικός Αγώνας). Οι γλωσσικές διαµάχες έφτασαν στο σηµείο να ο-

δηγήσουν σε αιµατοχυσία. Το 1901 εξ αιτίας της µετάφρασης του Ευαγγελίου στη

δηµοτική µε πρωτοβουλία της (ρωσικής καταγωγής) βασίλισσας Όλγας, προκλήθη-

καν αιµατηρά επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας από συντηρητικούς φοιτητές που εκ-

πορεύονταν από τον «γλωσσαµύντορα» καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής Γεώργιο

Μιστριώτη. Η µετάφραση στη δηµοτική θεωρήθηκε πράξη αφελληνισµού που υπέ-

κρυπτε ρωσικό δάκτυλο και προξενούσε φόβους για σλαβική διείσδυση στην Ελλάδα.

Τα επεισόδια αυτά έµειναν στην ιστορία ως «Ευαγγελιακά».

Οι συµπλοκές για τα Ευαγγελιακά έξω από το Πανεπιστήµιο Αθηνών

20

∆ύο χρόνια αργότερα, το 1903, ακολούθησαν τα λεγόµενα «Ορεστειακά»: τα-

ραχές που εκδηλώθηκαν λόγω της µετάφρασης της Ορέστειας του Αισχύλου στα Νέα

Ελληνικά προκειµένου να παιχτεί στο Εθνικό Θέατρο. Οι διαδηλώσεις των φοιτητών

οδήγησαν και πάλι σε συγκρούσεις, συλλήψεις και απώλεια ανθρώπινων ζωών.

∆ηµοσίευµα αθηναϊκής εφηµερίδας σχετικά µε τα Ορεστειακά

Κάποιες παρατηρήσεις για τη συνεισφορά της καθαρεύουσας

Μπορεί να επικράτησε τελικά στο γλωσσικό ζήτηµα της Ελλάδας η δηµοτική και να

θεωρούµε ότι η προσκόλληση στην καθαρεύουσα προξένησε δεινά στην εκπαιδευτική

και πνευµατική εν γένει ζωή της χώρας, αλλά τούτο δεν σηµαίνει ότι η καθαρεύουσα

δεν άφησε τα ίχνη της στη σύγχρονη οµιλούµενη Ελληνική και ότι δεν πρόσφερε

στον εµπλουτισµό και την ποικιλότητά της.

Ακολουθεί τρόπον τινά µια αξιολόγηση της συνεισφοράς της καθαρεύουσας:

1. Αντικατάσταση ξένων λέξεων

Πολλές λέξεις κυρίως τουρκικής και ιταλικής προέλευσης αντικαταστάθηκαν είτε

από αυτούσιες λέξεις της αρχαίας ελληνικής είτε από νέες λέξεις µε αρχαιοελληνικά

συνθετικά. Π.χ.:

γαζέτα εφηµερίς

21

µινίστρος υπουργός

σπετσέρης φαρµακοποιός

ρετσέτα συνταγή

µπαρµπέρης κουρεύς

αµανάτι ενέχυρο

µεϊντάνι αγορά

νταµάρι λατοµείο

2. Γλωσσική ποικιλία στη Νέα Ελληνική

Αντί για ιχθύς λέµε ψάρι αλλά: ιχθυόσκαλα, ιχθυοτροφείο κ.ά.

Αντί για ύδωρ λέµε νερό αλλά: υδραγωγείο, αφυδάτωση κ.ά.

Αντί για κόµη λέµε µαλλιά αλλά: κοµµωτής, κοµµωτήριο κ.ά.

Αντί για ρις λέµε µύτη αλλά: ρινίτιδα, έρρινος κ.ά.

Αντί για οίνος λέµε κρασί αλλά: οινοποιός, οινολογία κ.ά.

3. Εισαγωγή νεολογισµών

Καθιερώθηκαν νέες λέξεις αρχαιοπρεπούς συνθέσεως. Π.χ.: δηµοσιογράφος, αλληλο-

γραφία, ποδήλατον, σιδηρόδροµος, αµαξοστοιχία, περιβάλλον κ.ά.

Άλλοι βέβαια νεολογισµοί της καθαρεύουσας δεν καθιερώθηκαν, διατηρήθηκαν

οι ξενικής προέλευσης λέξεις: αλεξιβρόχιον (= οµπρέλα), ανεµοθώραξ (= παρµπρίζ

αυτοκινήτου), περιθωράκιον (= γιλέκο), πίλος (= καπέλο), περισκελίς (= παντελόνι),

κ.ά.

4. Αξιόλογη λογοτεχνική παραγωγή

Σε καθαρεύουσα γλώσσα έχουν γραφεί µερικά από τα πιο σηµαντικά λογοτεχνικά

έργα της νεότερης Ελλάδας. Εντελώς ενδεικτικά αναφέρουµε την Πάπισσα Ιωάννα

του Εµµανουήλ Ροΐδη, ο οποίος θα ήταν αδύνατο να εκφράσει σε άλλο ιδίωµα την

ειρωνική γραφή του. Επίσης, τα έργα του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη, του Γ. Βιζυη-

νού, του ∆. Βικέλα κ.ά.

Οι γλωσσικές µεταρρυθµίσεις του 20ου αιώνα

Το σύνταγµα του 1911 καθιέρωνε ως επίσηµη γλώσσα την καθαρεύουσα. Ο αρχιτέ-

κτονας της συνταγµατικής µεταρρύθµισης Ελευθέριος Βενιζέλος δεν έστερξε να υιο-

22

θετήσει τη δηµοτική, καίτοι συµπαθών προς αυτήν, προκειµένου να διατηρήσει το

έθνος συσπειρωµένο εν όψει των Βαλκανικών Πολέµων. Η µεταρρυθµιστική του

βούληση εκδηλώθηκε το 1917, όταν ανέθεσε την ευθύνη της εκπαιδευτικής αλλαγής

στους διακεκριµένους δηµοτικιστές Μανόλη Τριανταφυλλίδη, ∆ηµήτρη Γληνό και

Αλέξανδρο ∆ελµούζο. Τότε για πρώτη φορά διδάσκεται η δηµοτική στις τρεις πρώ-

τες τάξεις της στοιχειώδους εκπαίδευσης (µε το περιώνυµο αναγνωσµατάριο Τα ψηλά

βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου). Η µεταρρύθµιση αυτή ακυρώθηκε µε την έλευση

στην εξουσία των βασιλοφρόνων το 1920.

Η πρώτη γραµµατική της δηµοτικής συντάσσεται από ειδική επιστηµονική

επιτροπή µε επικεφαλής τον γλωσσολόγο Μανόλη Τριανταφυλλίδη επί κυβερνήσεως

–όσο κι αν αυτό ίσως ξενίζει– Ι. Μεταξά. Εκδίδεται το 1941. Μια προσαρµογή της

γραµµατικής αυτής διδάσκεται ακόµη και σήµερα στα ελληνικά σχολεία.

Το γλωσσικό ζήτηµα θα περιπλακεί έντονα µε την πολιτική. Λόγω της οξύτη-

τας του εµφυλίου πολέµου (1946-1949) οποιαδήποτε παραχώρηση προς τη δηµοτική

εθεωρείτο αποµάκρυνση από το «εθνικόν φρόνηµα» και προσχώρηση στη (διωκόµε-

νη τότε) Αριστερά. Φυσιολογικά λοιπόν, στο πρώτο µεταπολεµικό σύνταγµα του

1952 διατηρείται η διάταξη για την καθαρεύουσα ως επίσηµη γλώσσα του κράτους.

Σηµαντικός σταθµός στον εκπαιδευτικό δηµοτικισµό είναι η µεταρρύθµιση

του 1964. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου –σε µία συµβολική κίνηση–

αναλαµβάνει ο ίδιος και το Υπουργείο Παιδείας, και διορίζει γενικό γραµµατέα τον

Ευάγγελο Παπανούτσο και πρόεδρο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου τον καθηγητή

Ιωάννη Κακριδή – και οι δύο εξέχοντες επιστήµονες και σθεναροί µαχητές υπέρ της

δηµοτικής. Τότε καθιερώνεται η δηµοτική σε όλες τις τάξεις της πρωτοβάθµιας εκ-

παίδευσης και η ισοτιµία δηµοτικής και απλής καθαρεύουσας στις υπόλοιπες βαθµί-

δες.

Κι αυτή, όµως, η µεταρρύθµιση αναιρείται το 1967 από τη δικτατορική κυ-

βέρνηση, η οποία επιβάλλει την καθαρεύουσα ως όργανο προφορικής και γραπτής

έκφρασης σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθµίδες. Ήταν τόση η απέχθεια που προξένησε

στους έλληνες πολίτες η στοµφώδης ρητορική και η κουφότητα λόγων του καθεστώ-

τος ώστε µε την κατάρρευση της δικτατορίας κατέρρευσε και το γλωσσικό της όργα-

νο.

Μετά τη µεταπολίτευση η ελληνική κοινωνία ήταν ώριµη για την επίλυση του

γλωσσικού ζητήµατος που ταλαιπώρησε τη χώρα για ενάµισι αιώνα. Με νοµοθετικές

πρωτοβουλίες της κυβερνήσεως του Κωνσταντίνου Καραµανλή, µε Υπουργό Παιδεί-

23

ας τον Γεώργιο Ράλλη, το 1976 και 1977 θεσπίζεται η δηµοτική ως η επίσηµη γλώσ-

σα της εκπαίδευσης –σε όλες τις βαθµίδες– και της διοίκησης.

Το 1982 επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου εισάγεται και το µονοτονικό

σύστηµα στη γραφή της Ελληνικής.

Βιβλιογραφία κατ’ επιλογήν

G. Horrocks, Ελληνικά. Ιστορία της γλώσσας και των οµιλητών της, Αθήνα (Εστία)

2006.

Μ.Ζ. Κοπιδάκης (επιµ.), Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα (Ε.Λ.Ι.Α.) 1999.

Γ. Μπαµπινιώτης, Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1985.

Α.-Φ. Χριστίδης, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Αθήνα (Ίδρυµα Μ. Τρια-

νταφυλλίδη) 2005.

H. Walter, Η περιπέτεια των γλωσσών της ∆ύσης, Αθήνα (Ενάλιος) 2007.


Recommended