+ All Categories
Home > Documents > ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - Public · ότι απ’ αυτό κρεμόταν στην...

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - Public · ότι απ’ αυτό κρεμόταν στην...

Date post: 16-Jul-2020
Category:
Upload: others
View: 1 times
Download: 0 times
Share this document with a friend
20
Transcript
Page 1: ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - Public · ότι απ’ αυτό κρεμόταν στην πραγματικότητα η δική μου ζωή. Αλλά αυτό δεν το ήξερα
Page 2: ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - Public · ότι απ’ αυτό κρεμόταν στην πραγματικότητα η δική μου ζωή. Αλλά αυτό δεν το ήξερα
Page 3: ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - Public · ότι απ’ αυτό κρεμόταν στην πραγματικότητα η δική μου ζωή. Αλλά αυτό δεν το ήξερα

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Page 4: ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - Public · ότι απ’ αυτό κρεμόταν στην πραγματικότητα η δική μου ζωή. Αλλά αυτό δεν το ήξερα
Page 5: ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - Public · ότι απ’ αυτό κρεμόταν στην πραγματικότητα η δική μου ζωή. Αλλά αυτό δεν το ήξερα

9

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

1

Η ζωή μας δεν ανήκει μονάχα σ’ εμάς τους ίδιους.

Τούτο το σπίτι, το οποίο αποκαλούμε εγώ,

κατοικείται από εκείνους που ήρθαν πριν από εμάς.

Τα ίχνη τους έχουν χαραχτεί βαθιά στην ψυχή μας.

Οι ιστορίες τους μας κάνουν αυτό που είμαστε.

ΓΙΟΥΛΙΑ

Είπε πως είναι ο παππούς μου και πως, αν τον άφηνα να μου

αφηγηθεί την ιστορία του, θα τον πίστευα. Με παρακάλεσε

τόσο επίμονα να τον ακούσω, λες και απ’ αυτό κρεμόταν η ζωή

του. Και, όταν μου αφηγήθηκε την ιστορία, συνειδητοποίησα

ότι απ’ αυτό κρεμόταν στην πραγματικότητα η δική μου ζωή.

Αλλά αυτό δεν το ήξερα ακόμα όταν βρέθηκε ξάφνου

μπροστά μου εκείνος, ένας καλοστεκούμενος ηλικιωμένος ά-

ντρας, ένας ξένος, που με κοιτούσε σαν να με γνώριζε από την

ημέρα που γεννήθηκα. Ήταν άνοιξη και βρισκόμουν στο Μιλά-

νο. Η παρουσία του με ξύπνησε από ένα όνειρο, με τη διαφορά

ότι αυτό το όνειρο ήταν η πραγματικότητα και έμελλε να αλ-

λάξει την ιδέα που είχα μέχρι εκείνη τη στιγμή για τη ζωή μου.

Τα ρούχα κάνουν τους ανθρώπους. Δουλειά μου είναι να φτιά-

χνω ρούχα. Δίνω στους ανθρώπους ένα δεύτερο δέρμα, μετα-

Page 6: ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - Public · ότι απ’ αυτό κρεμόταν στην πραγματικότητα η δική μου ζωή. Αλλά αυτό δεν το ήξερα

10

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

μορφώνω, κρύβω ή αποκαλύπτω αυτό που εκείνοι αποκαλούν

εγώ. Τους παρατηρώ να βγαίνουν στο φως και να εκτίθενται

στα βλέμματα των άλλων, ενώ εγώ η ίδια μένω αθέατη στο πα-

ρασκήνιο. Το βασίλειό μου είναι το ατελιέ, η μαγεία της δη-

μιουργίας, το ύφασμα στα χέρια μου, που αλλάζει μορφή και

από δισδιάστατη επιφάνεια γίνεται τρισδιάστατος χώρος, από

σκίτσο μεταμορφώνεται σε ζωντανό γλυπτό. Τα υφάσματα έ-

χουν προσωπικότητα. Μοιάζουν να μου αφηγούνται ιστορίες

για τους ανθρώπους που τα φορούν. Το μετάξι μιλάει διαφορε-

τική γλώσσα από το μαλλί, το λινό κάθεται αλλιώς στο σώμα

απ’ ό,τι το βελούδο. Τα ρούχα είναι ζωντανά, και όχι νεκρή ύλη.

Αλλάζουν σχήμα και μορφή, όπως αλλάζουν κι εκείνους που τα

φορούν. Όταν σχεδιάζω ένα ρούχο, βλέπω τους ανθρώπους, όχι

μόνο όπως είναι, αλλά και έτσι όπως θα μπορούσαν να γίνουν.

Από τότε που ήμουν παιδί, δεν ήθελα να κάνω ποτέ κάτι

άλλο. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από το να κάνεις

αυτό που αγαπάς. Αλλά το ταλέντο δεν είναι αρκετό. Η μόδα

είναι κατά το ένα ήμισυ τέχνη και κατά το άλλο ήμισυ σκληρή

δουλειά. Αυτό που για τον έξω κόσμο μοιάζει με αυτοπραγμά-

τωση απαιτεί στην πραγματικότητα μεγάλη αυταπάρνηση. Ο

σχεδιαστής μόδας αφιερώνει τη ζωή του στην ομορφιά των

άλλων. Και πληρώνει πάντοτε ένα τίμημα. Το όνειρό μου να

αποκτήσω τον δικό μου οίκο μόδας ήταν καθαρή μεγαλομανία

ή, ακόμα χειρότερα, παιδική αφέλεια. Οι περισσότεροι από

τους συναδέλφους μου στην Ακαδημία Μόδας του Λονδίνου

είχαν εξασφαλίσει μια θέση υπαλλήλου, στον βαθμό που εξα-

κολουθούσαν να εργάζονται στον κλάδο. Ζήλευαν και θαύμα-

ζαν τη μικρή μου επιχείρηση, αλλά κανείς τους δεν είχε ιδέα για

τους φρικτούς εφιάλτες, από τους οποίους ξυπνούσα τις νύ-

χτες, για τους υπαρξιακούς φόβους και για τον πανικό που μου

έφερνε η σκέψη ότι θα αποτύχω, επειδή ίσως στόχευα πολύ

ψηλά για να τα καταφέρω.

* * *

Page 7: ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - Public · ότι απ’ αυτό κρεμόταν στην πραγματικότητα η δική μου ζωή. Αλλά αυτό δεν το ήξερα

11

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

Ήμουν πλέον τριάντα έξι χρονών, αλλά ένιωθα τόσο μακριά

από τον προορισμό μου στη ζωή όσο στα είκοσι έξι μου. Είχα

ακόμα κάμποσο δρόμο μπροστά μου για να πετύχω τους μεγά-

λους στόχους, για τους οποίους θυσιάζουμε «τα καλύτερα μας

χρόνια». Για όσους ήταν έξω από τον χορό, η δουλειά μου α-

κουγόταν συναρπαστική και γκλαμουράτη, αλλά στην πραγ-

ματικότητα ήταν μια νομαδική ζωή με τη βαλίτσα στο χέρι, μια

διαρκής περιπλάνηση από τη μία επίδειξη μόδας στην άλλη, με

τα μακροχρόνια χρέη να στοιβάζονται στις πλάτες μου, αλλά

και με την πεισματική πεποίθηση ότι αργά ή γρήγορα το ταλέ-

ντο θα κυριαρχούσε σ’ έναν κόσμο που δεν είχε σταθεί να με

περιμένει.

Ο Ρόμπιν, ο συνεργάτης μου, ήταν ο μόνος που πίστευε σε

μένα ανεπιφύλακτα. Ήταν οκτώ χρόνια μεγαλύτερος από μένα

–ένας ακλόνητος βράχος. Είχε ήδη στο ενεργητικό του μια θε-

αματική χρεοκοπία, αλλά εξίσου θεαματικά είχε καταφέρει να

ορθοποδήσει. Ο Ρόμπιν είχε όλα όσα έλειπαν από μένα: γονείς

με λεφτά, ατσάλινη αυτοπεποίθηση, πάντοτε ένα πετυχημένο

καλαμπούρι στα χείλη. Και είχε στο μανίκι του έναν άσο, χωρίς

τον οποίο κανένας δεν τα καταφέρνει πλέον στις μέρες μας

–ένα άτοκο δάνειο από τους γονείς του.

Εκείνος ασχολούνταν με τα οικονομικά, εγώ με τον σχε-

διασμό. Η μικρή μας επιχείρηση ήταν η φαμίλια μας, τα ρού-

χα ήταν τα παιδιά μας. Πέρα από το πάθος για τη δουλειά

μας σε βαθμό εμμονής, ήμασταν η διαβεβαίωση ο ένας για

τον άλλον ότι δεν είμαστε μόνοι με τα τρελά όνειρά μας.

Μοιραζόμασταν τα ατέλειωτα ξενύχτια, τις ελπίδες και τις

απογοητεύσεις, το όνειρο της μεγάλης επιτυχίας –τα πάντα,

εκτός από το κρεβάτι. Ήμασταν και οι δύο αρκετά έξυπνοι

ώστε να μη διακινδυνεύσουμε το νέο μας εγχείρημα. Άλλω-

στε, αν υπήρχε μία σταθερά στη ζωή μου, αυτή ήταν ότι

μπορούσα να βασίζομαι πάντοτε στην τέχνη μου, αλλά σπά-

νια στους άντρες.

Page 8: ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - Public · ότι απ’ αυτό κρεμόταν στην πραγματικότητα η δική μου ζωή. Αλλά αυτό δεν το ήξερα

12

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

Τα μερόνυχτα στο ατελιέ μας, στην πίσω αυλή ενός σπι-

τιού στο Μόναχο, κυλούσαν χωρίς εγκαρδιότητες. Η ζωή μας

ήταν μια προγραμματισμένη ακολουθία από αμέτρητα στάδια

εργασίας. Ανάμεσά μας δεν υπήρχε ανταγωνισμός, παρά μια

παραγωγική συμβίωση. Περιμέναμε με αγωνία να έρθει η επι-

τυχία, χωρίς ποτέ να αναρωτιόμαστε τι ακριβώς ήταν αυτή η

επιτυχία. Στην πραγματικότητα, υπήρχε μόνο μια σειρά από

αλλεπάλληλες επιτυχίες και αποτυχίες. Κατά κάποιον τρόπο,

ήμασταν πάντοτε ένα βήμα πριν από την επιτυχία, αλλά ποτέ

δεν καταφέρναμε να την αγγίξουμε. Σαν εργάτες που σκάβουν

μια σήραγγα σερνόμασταν νυχθημερόν στα έγκατα της γης και

υπομέναμε καρτερικά τα πάντα, πιστεύοντας ότι μια μέρα θα

δούμε φως.

Είχε έρθει η ώρα να κριθούμε. Ήταν η πρώτη μας συμμετοχή

στην Εβδομάδα Μόδας του Μιλάνου, μπροστά σε διεθνές κοι-

νό, μαζί με άλλους δεκαπέντε νέους μοντελίστ. Διεκδικούσαμε

όλοι ένα βραβείο, αν και χωρίς χρηματικό έπαθλο. Ωστόσο, ο

νικητής θα είχε για έναν χρόνο την υποστήριξη ενός χορηγού, ο

οποίος θα αναλάμβανε να τον επιδοτήσει και να διαθέσει τα

προϊόντα του στην αγορά –μια ιταλική εταιρεία χαρτοφυλα-

κίου, στην οποία ανήκαν μεγάλοι οίκοι μόδας, με παγκόσμια

διανομή και ανεκτίμητες επαφές. Ήταν η ευκαιρία μας να α-

νταμειφθούμε επιτέλους για όσα είχαμε αγωνιστεί σκληρά τα

τελευταία χρόνια.

Εβδομάδες ολόκληρες δουλεύαμε σαν μανιακοί τα σχέδια

της νέας κολεξιόν, έχοντας βάλει σκοπό να παρουσιάσουμε κά-

τι τελείως διαφορετικό απ’ ό,τι στις προηγούμενες επιδείξεις

μας. Ένα ποτ πουρί από κάθε λογής υλικά, χρώματα και επο-

χές. Εβδομάδες ολόκληρες ζούσαμε σε μια δημιουργική μέθη,

με ελάχιστο ύπνο και άφθονο καφέ, το βλέμμα προσηλωμένο

στον στόχο μας. Το Μιλάνο δεν ήταν παιχνίδι εντός έδρας, ό-

πως το Μόναχο ή το Βερολίνο. Όλα ήταν ένα νούμερο μεγαλύ-

Page 9: ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - Public · ότι απ’ αυτό κρεμόταν στην πραγματικότητα η δική μου ζωή. Αλλά αυτό δεν το ήξερα

13

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

τερα –οι αίθουσες, οι οίκοι μόδας, οι αγοραστές. Το φως ήταν

πιο εκτυφλωτικό, η αναρρίχηση πιο απότομη και η πτώση κα-

τακόρυφη και ολέθρια. Οι άλλοι δεκαπέντε σχεδιαστές ήταν

εξαιρετικοί. Στα καμαρίνια, η ατμόσφαιρα έβραζε, σαν να βρι-

σκόμασταν σε μια υπαίθρια μεσαιωνική αγορά. Παρ’ όλα αυτά,

όλοι χαμογελούσαν.

Ό,τι μπορούσε να πάει στραβά, πήγε στραβά. Μέχρι και την

τελευταία στιγμή καρφίτσωνα πίσω από την πασαρέλα τα πα-

ντελόνια των μανεκέν, άλλαζα το μακιγιάζ και διόρθωνα τις

ραφές, καταφέρνοντας να τρυπήσω το δάχτυλό μου με μια

καρφίτσα. Την ίδια στιγμή άνοιξε η αυλαία. Τα μοντέλα φόρε-

σαν το προσωπείο τους και βγήκαν στην πασαρέλα. Αυτή είναι

η στιγμή που στέκεσαι στο σκοτάδι και κρατάς την ανάσα σου,

με την καρδιά σου να χτυπά σαν δαιμονισμένη, χωρίς να μπο-

ρείς να δεις τι συμβαίνει εκεί έξω, χωρίς να ακούς τίποτε άλλο

πέρα από τη μουσική, τα κλικ των φωτογραφικών μηχανών

και τον ίδιο σου τον σφυγμό, και δίχως να βλέπεις την αντί-

δραση στα πρόσωπα του κοινού. Και δεν μπορείς να κάνεις τί-

ποτε πια. Όλη η κοπιαστική δουλειά, που χρειάστηκε μήνες

ολόκληρους για να δώσει καρπούς, είναι πλέον μοιραία εκτε-

θειμένη στα άσπλαχνα μάτια της δημοσιότητας. Δεν έχεις πλέον

τη δυνατότητα να αλλάξεις το παραμικρό. Το μόνο που περι-

μένεις είναι η ετυμηγορία –θρίαμβος ή ήττα.

Ο Ρόμπιν κι εγώ κοιταχτήκαμε. Το αναψοκοκκινισμένο

πρόσωπό του φωτιζόταν αμυδρά στο μισοσκόταδο, ενώ το

μαύρο ζιβάγκο τον έκρυβε από τον λαιμό και κάτω στο σκο-

τεινό φόντο. Είχαμε μεταμορφωθεί σε φαντάσματα. Προσπα-

θούσαμε να αφουγκραστούμε τις αντιδράσεις του κοινού, αλ-

λά στ’ αυτιά μας δεν έφτανε το παραμικρό, ούτε κατάπληξη

ούτε αποδοκιμασία. Λίγο αργότερα, τα μοντέλα επέστρεψαν

στα καμαρίνια, κι εμείς πέσαμε πάνω τους για να τους αλλά-

ξουμε ρούχα μέσα στα λιγοστά δευτερόλεπτα που είχαμε στη

Page 10: ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - Public · ότι απ’ αυτό κρεμόταν στην πραγματικότητα η δική μου ζωή. Αλλά αυτό δεν το ήξερα

14

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

διάθεσή μας. Άλλοι σχεδιαστές δούλευαν με περισσότερα μο-

ντέλα, αλλά εμάς δεν μας περίσσευαν χρήματα για τέτοιες πο-

λυτέλειες.

Στον δεύτερο γύρο παρουσιάσαμε τις πιο εκκεντρικές δη-

μιουργίες της κολεξιόν μας, με ειρωνικές νύξεις, οπτικές ψευ-

δαισθήσεις και προκλητικές καινοτομίες. Στο τέλος, σιωπή.

Κρατούσαμε την ανάσα μας. Ακολούθησε χειροκρότημα –η

πρώτη ανακούφιση. Ύστερα, ο Ρόμπιν με πήρε από το χέρι και

βγήκαμε από το σκοτάδι στο σκληρό φως των προβολέων, σαν

τυφλοπόντικες που αντικρίζουν ξαφνικά τον ήλιο. Στην αρχή

ήταν αδύνατον να αναγνωρίσω πρόσωπα. Το μόνο που έβλεπα

ήταν ένα κατάλευκο τείχος από φως, που μας σκέπασε σαν

κύμα, με ένα αναπάντεχα ζωηρό χειροκρότημα. Μεμιάς, όλα έ-

γιναν πανεύκολα. Υποκλιθήκαμε, γελαστοί, ανήσυχοι, εκστα-

σιασμένοι. Ξαφνικά, μου ήρθε σκοτοδίνη. Τα γόνατά μου λύ-

θηκαν, λες και ήταν από λάστιχο. Σωριάστηκα καταγής, και το

τελευταίο πράγμα που θυμάμαι ήταν να σκάζω με δύναμη στο

σκληρό δάπεδο της πασαρέλας, προτού χάσω τις αισθήσεις

μου και βυθιστώ σ’ ένα απύθμενο και ανώδυνο σκοτάδι.

Page 11: ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - Public · ότι απ’ αυτό κρεμόταν στην πραγματικότητα η δική μου ζωή. Αλλά αυτό δεν το ήξερα

15

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

2

Όταν ξανάνοιξα τα μάτια, ένιωσα στο μέτωπό μου τον ιδρώ-

τα και το βραδινό αγιάζι. Κάποιος είχε ανοίξει διάπλατα το

παράθυρο. Βρισκόμουν στα καμαρίνια, ξαπλωμένη στο κρύο

δάπεδο, κάτω από τον καθρέφτη του μακιγιάζ, ανάμεσα σε

καρέκλες, καλόγερους, τροχήλατες κρεμάστρες και στοίβες

με ρούχα. Τα μοντέλα μιλούσαν όλα μαζί, έχοντας τρελαθεί

από την ανησυχία τους. Μια από τις κοπέλες μού κρατούσε

τα πόδια ψηλά. Ο Ρόμπιν δεν ήταν εκεί. Ένας νεαρός νοσοκό-

μος προσπαθούσε να καθησυχάσει τα κορίτσια στα ιταλικά.

Ύστερα μου έκανε μια ένεση στο μπράτσο. Σιγά σιγά, οι ήχοι

άρχισαν να φτάνουν και πάλι στ’ αυτιά μου –οι ανήσυχες

φωνές, η υπόκωφη μουσική από τη διπλανή αίθουσα και το

κροτάλισμα μιας βέσπας έξω από το ανοιχτό παράθυρο. Ο

νοσοκόμος με βοήθησε να σηκωθώ και να καθίσω σε μια κα-

ρέκλα.

Το χλωμό μου πρόσωπο στον καθρέφτη του μακιγιάζ. Μια ά-

γνωστη. Τότε τον είδα για πρώτη φορά, πίσω μου. Διάβηκε το

κατώφλι της πόρτας, ένας γέρος ανάμεσα στα νεαρά μοντέλα.

Ψηλός, λεπτοκαμωμένος, αποφασισμένος. Με το κομψό του

κουστούμι, το φουλάρι και το καπέλο, έδειχνε ολότελα παρά-

ταιρος. Κανείς δεν τον γνώριζε, αλλά εκείνος άνοιξε δρόμο

προς το μέρος μου, σαν να με ήξερε. Από τα καθάρια, γαλανά

και ξύπνια μάτια του, έκρινα πως είναι Γερμανός. Μάλλον όλοι

Page 12: ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - Public · ότι απ’ αυτό κρεμόταν στην πραγματικότητα η δική μου ζωή. Αλλά αυτό δεν το ήξερα

16

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

φαντάστηκαν ότι, για να βρίσκεται στα καμαρίνια, ήταν φίλος

ή γνωστός κάποιου άλλου. Έτσι λειτουργεί το τσίρκο της μό-

δας. Όλο και κάποιος άγνωστος περιφέρεται ανάμεσα στους

σχεδιαστές και στα μοντέλα. Και, ασφαλώς, ποτέ δεν μπορείς

να ξέρεις όλα τα ονόματα, ούτε και τολμάς να ρωτήσεις ποιος

είναι ο τάδε ή ο δείνα, επειδή μπορεί να είναι κάποιο σημαντι-

κό πρόσωπο.

«Πώς αισθάνεστε;» με ρώτησε. Για ξένος, η φωνή του α-

κούστηκε πολύ ανήσυχη.

«Ας τα λέμε καλά.»

Μου έδωσε ένα ποτήρι νερό. Κατέβασα βιαστικά μια γου-

λιά και πέρασα τα δάχτυλα μέσα από τα ανάκατα μαλλιά μου,

γεμάτη ευγνωμοσύνη για το οξυγόνο που έμπαινε από το πα-

ράθυρο. Ο άγνωστος κάθισε στην καρέκλα δίπλα μου. Στην αρ-

χή σκέφτηκα πως ήταν κάποιος από την κριτική επιτροπή.

Από την άλλη, παραήταν σοβαρός για έναν τέτοιο ρόλο. Οι άν-

θρωποι της μόδας φωνάζουν από μακριά. Υπήρχε κάτι τρυφε-

ρό στον τρόπο που με κοιτούσε. Έδειχνε συγκινημένος και α-

ναστατωμένος, λες και γνωριζόμασταν από παλιά αλλά είχαμε

χρόνια να βρεθούμε. Ωστόσο, δεν είχα ιδέα ποιος ήταν. Στο

φως της λάμπας φθορισμού πάνω από τον καθρέφτη του μα-

κιγιάζ κατάφερα να υπολογίσω την ηλικία του. Πρέπει να ήταν

γύρω στα ογδόντα.

«Γιούλια...» είπε χαμηλόφωνα.

«Γνωριζόμαστε;» ρώτησα, ενοχλημένη από το επίμονο

βλέμμα του. Εκείνος σήκωσε τα φρύδια του.

«Συγχαρητήρια για την κολεξιόν!» Η φωνή του ακουγόταν

απίστευτα νεανική, αλλά χωρίς να χάνει κάτι από το κύρος της.

Κι όμως, συγχρόνως ηχούσε αλλόκοτα εύθραυστη.

«Ευχαριστώ.»

Εκείνος ξερόβηξε για να καθαρίσει τον λαιμό του. «Είμαι κι

εγώ απ’ το Μόναχο. Σας ακολούθησα για να δω την παρουσία-

σή σας.» Είπε «παρουσίαση», λες και η βραδιά δεν είχε να κάνει

Page 13: ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - Public · ότι απ’ αυτό κρεμόταν στην πραγματικότητα η δική μου ζωή. Αλλά αυτό δεν το ήξερα

17

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

με μόδα, αλλά με μια εργασία στο PowerPoint. «Ονομάζομαι

Βίνσεντ... Βίνσεντ Σλέβιτς.»

Περίμενε να δει τι επίδραση θα είχε πάνω μου το όνομά

του, αλλά δεν θυμόμουν να το έχω ξανακούσει. Ο νοσοκόμος

μάς διέκοψε στα ιταλικά. Μιας και δεν καταλάβαινα γρι, ο Βίν-

σεντ ανέλαβε να κάνει τον διερμηνέα. Ο νοσοκόμος ζήτησε να

σηκώσω το μανίκι μου για να μου πάρει τη πίεση και ρώτησε

αν ήθελα να με δει γιατρός. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι. «Μια

μικρή κρίση αδυναμίας –αυτό είναι όλο», αποκρίθηκα αποσιω-

πώντας το μείγμα από καφέ, αδρεναλίνη και άλλες ουσίες στο

αίμα μου. Μου ήταν δυσάρεστο να νιώθω όλα τα βλέμματα να

με παρατηρούν ενώ ο νοσοκόμος φούσκωνε τη μανσέτα του

πιεσόμετρου γύρω από το λεπτό μπράτσο μου. Μάλλον για να

στρέψω την προσοχή μακριά από μένα, παρά από περιέργεια,

ρώτησα τον άγνωστο: «Από ποιον οίκο είστε, λοιπόν;»

Εκείνος φάνηκε να ζυγίζει τα λόγια του, προτού απαντή-

σει. «Πιθανώς ν’ απορήσετε, αλλά βρίσκομαι εδώ ως ιδιώτης.

Όταν αισθανθείτε καλύτερα και βρείτε λίγα λεπτά να μιλή-

σουμε ιδιαιτέρως...»

Ο τύπος άρχισε να με τρομάζει. «Μη φανταστείτε ότι...»

πρόσθεσε, λες και είχε διαβάσει τις σκέψεις μου. «Δεν είμαι κα-

νένας παρανοϊκός θαυμαστής! Απλώς ήθελα να σας... γνωρί-

σω.» Με κοίταξε παράξενα, λες και στο πρόσωπό μου έβλεπε

κάποια άλλη.

«Λυπάμαι, αλλά η στιγμή δεν είναι κατάλληλη...»

Δεν έδειχνε να το βάζει εύκολα κάτω. «Ίσως σας φανεί

παράξενο, αλλά... είμαστε συγγενείς. Ο πατέρας σας...» Βλέπο-

ντας την αντίδρασή μου, κόμπιασε. «... είναι ο γιος μου. Είμαι...

ο παππούς σου.»

Τι κακόγουστο αστείο! Αδύνατον! Ο τύπος ήταν τρελός για

δέσιμο! Τέτοιες σκέψεις περνούσαν απ’ το μυαλό μου. Φαίνε-

ται πως τον κοιτούσα σαν αποσβολωμένη, διότι μεμιάς το γύ-

ρισε και πάλι στον πληθυντικό.

Page 14: ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - Public · ότι απ’ αυτό κρεμόταν στην πραγματικότητα η δική μου ζωή. Αλλά αυτό δεν το ήξερα

18

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

«Ο πατέρας σας δεν είναι ο Βιντσέντσο;»

Βιντσέντσο... Πόσα χρόνια είχα ν’ ακούσω αυτό τ’ όνομα!

Δεκαετίες ολόκληρες. Πώς στον διάολο το γνώριζε; Εκτός απ’

τη μητέρα μου, κανένας δεν ήξερε τ’ όνομα του πατέρα μου. Ο

νοσοκόμος μού έβγαλε τη μανσέτα εκνευρισμένος και κάτι είπε

στον άντρα. Αν μέχρι εκείνη τη στιγμή η πίεσή μου ήταν στον

πάτο, τώρα είχε χτυπήσει κόκκινο. Ήθελα να πεταχτώ όρθια,

αλλά ήταν λες κι είχα παραλύσει.

Τον Βιντσέντσο τον είχα δει μόνο μία φορά στη ζωή μου. Ο

Βιντσέντσο Μαρκόνι, Ιταλός, γιος μετανάστη από τη Σικελία.

Μέσες άκρες, αυτά ήταν όλα όσα μου είχε πει η μητέρα μου.

Όσο για τα λίγα άλλα πράγματα που γνώριζε για την αφεντιά

του, δεν ήταν και τόσο κολακευτικά. Τούτος ο ξένος, που ισχυ-

ριζόταν πως είναι ο πατέρας του, ήταν το δίχως άλλο Γερμα-

νός. Επομένως, δεν μπορεί να ήταν αλήθεια.

«Μάλλον με περνάτε για κάποια άλλη», μουρμούρισα και

δοκίμασα να σηκωθώ. Ένιωθα την ανάγκη να βγω έξω. Όταν

όμως στάθηκα στα πόδια μου, μου ήρθε ζάλη. Ο νοσοκόμος με

κράτησε από το μπράτσο.

«Piano, signora, piano!» Έδωσε στον άγνωστο να καταλά-

βει πως ήταν καιρός να με αφήσει στην ησυχία μου. Όμως ε-

κείνος δεν έδειχνε διατεθειμένος να καταθέσει τα όπλα.

«Σας παρακαλώ! Είναι στ’ αλήθεια σημαντικό.»

Έβγαλε από το σακάκι μια κάρτα του και μου την έδωσε.

«Ζω κι εγώ στο Μόναχο. Αφήστε με να σας εξηγήσω... Έχω

κάτι για σας. Είναι...» Έβγαλε από την τσέπη του μια παλιά

φωτογραφία. Για μια στιγμή φάνηκε να διστάζει, λες και ήθελε

να σιγουρευτεί πως ήμουν έτοιμη γι’ αυτή την αποκάλυψη.

Ύστερα άπλωσε το χέρι και μου έδωσε τη φωτογραφία.

Η φωτογραφία ήταν από άλλη εποχή, ασπρόμαυρη και

φθαρμένη. Κρίνοντας από τη μόδα, ήταν τραβηγμένη τη δεκα-

ετία του 1950. Ένα νεαρό ζευγάρι μπροστά από μια μοτοσι-

κλέτα, με φόντο τον καθεδρικό ναό του Μιλάνου. Εκείνος της

Page 15: ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - Public · ότι απ’ αυτό κρεμόταν στην πραγματικότητα η δική μου ζωή. Αλλά αυτό δεν το ήξερα

19

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

κρατούσε το χέρι. Και μολονότι ήταν και οι δύο κάπως συνε-

σταλμένοι, έδειχναν ανέμελοι κι έλαμπαν ολόκληροι από ευτυ-

χία. Ο άντρας ήταν λίγο μεγαλύτερος από τη γυναίκα, φορούσε

ένα απλό καλοκαιρινό κουστούμι, στην ίσια και κάπως μικρο-

αστική γραμμή της δεκαετίας του πενήντα, ήταν ψηλός και γε-

ροδεμένος, με τα ανοιχτόχρωμα μάτια του να αστράφτουν από

χιούμορ και σπιρτάδα, το γέλιο του να ξεχειλίζει από θάρρος

και αισιοδοξία. Όλο του το παρουσιαστικό απέπνεε κάτι το

αθώο και εφηβικό. Τον αναγνώρισα αμέσως, κι ας είχαν περά-

σει εξήντα χρόνια.

«Αυτός εδώ είμαι εγώ, το 1954, στο Μιλάνο. Κι αυτή είναι

η Τζουλιέτα. Η γιαγιά σου.»

Έδειξε με το δάχτυλο τη γυναίκα στη φωτογραφία, μια ό-

μορφη Ιταλίδα, πάνω κάτω είκοσι χρονών, με κοντά μαύρα μαλ-

λιά, καλοκαιρινό ταγέρ και καπελίνο. Ήταν σαν να έβλεπα τον

εαυτό μου. Θα ήταν λάθος να πω ότι απλώς της έμοιαζα. Ήταν

μάλλον σαν να κοιτούσα το είδωλό μου στον καθρέφτη. Ανα-

στατώθηκα για τα καλά. Ήταν νεότερη απ’ ό,τι εγώ σήμερα, αλ-

λά είχε τη λεπτοκαμωμένη φιγούρα μου, τα τοξωτά φρύδια μου,

το περιπετειώδες και κάπως ονειροπόλο βλέμμα, που μου ήταν

γνώριμο από τις φωτογραφίες μου, τα σκούρα μάτια και την ί-

δια ειρωνική έκφραση γύρω από τα χείλη. Μολονότι έμοιαζε να

ξεχειλίζει από ενέργεια, στα μεγάλα μάτια της πλανιόταν μια

σκιά θλίψης και μελαγχολίας. Η γυναίκα της φωτογραφίας δεν

ήταν μια ξένη, αλλά ένας καθρέφτης της ψυχής μου από έναν

κόσμο του παρελθόντος. Ήταν λες και στο πρόσωπό της έβλεπα

εμένα την ίδια σε μια άλλη εποχή, με άλλα ρούχα, δίπλα σ’ έναν

άγνωστο άντρα, αλλά τόσο ζωντανή, τόσο γνώριμη, μα και τόσο

αινιγματική, που μου κόπηκε η μιλιά.

«Μα για σταθείτε... Δεν μπορεί να είναι δυνατόν! Ο πατέρας

μου ήταν Ιταλός. Εσείς όμως είστε Γερμανός, έτσι δεν είναι;»

Μου έριξε μια ματιά που φανέρωνε ανησυχία.

«Τι σας έχει πει για μένα;»

Page 16: ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - Public · ότι απ’ αυτό κρεμόταν στην πραγματικότητα η δική μου ζωή. Αλλά αυτό δεν το ήξερα

20

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

Γύρισα αλλού το κεφάλι, για να μην μπορούν να με ακού-

σουν οι άλλοι.

«Τίποτε. Δεν έχω σχέσεις μαζί του.»

Εκείνος φάνηκε να σαστίζει με την ξαφνική ταραχή στη

φωνή μου.

«Μα...»

«Έχει πεθάνει. Λυπάμαι, αλλά μάλλον με μπερδεύετε με

κάποια άλλη.»

«Έχει πεθάνει;» ρώτησε σοκαρισμένος. «Πότε πέθανε;»

«Όταν ήμουν μικρή.»

«Ποιος σας το ’πε αυτό;»

«Η μητέρα μου.»

«Μα δεν είναι αλήθεια. Είναι ζωντανός.»

Τον κοίταξα σαστισμένη. Έδειχνε απόλυτα σίγουρος.

«Αποκλείεται!» επέμεινα.

«Κι όμως! Το ξέρω. Ζει στην Ιταλία.»

Εκείνη τη στιγμή, είδα τον Ρόμπιν να μπαίνει τρέχοντας στα

καμαρίνια.

«Είσαι καλά;»

Ασυναίσθητα, έκρυψα τη φωτογραφία πίσω από την πλά-

τη μου. Ο Ρόμπιν με αγκάλιασε. Φαίνεται πως είχε καταλάβει

πόσο αναστατωμένη ήμουν, αλλά μάλλον το απέδωσε στη λι-

ποθυμία μου. Τον είδα να ρίχνει μια ενοχλημένη ματιά στον

απρόσκλητο επισκέπτη.

«Ναι, μια χαρά!» αποκρίθηκα και, προτού προλάβει να ρω-

τήσει τον ξένο ποιος είναι, πρόσθεσα: «Θα σας στείλω το αυ-

τόγραφο, σύμφωνοι; Αλλά τώρα να με συγχωρείτε.»

Ο άντρας ανεβοκατέβασε αμήχανα το κεφάλι.

«Τηλεφωνήστε μου. Είναι πολύ σημαντικό. Σας παρακαλώ!»

Πρώτη φορά έβλεπα έναν πολύπειρο άντρα να με κοιτάζει

τόσο ικετευτικά. Ένα παλιό βάρος έμοιαζε να του καταπλακώ-

νει την ψυχή. Και η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούσα να φαντα-

Page 17: ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - Public · ότι απ’ αυτό κρεμόταν στην πραγματικότητα η δική μου ζωή. Αλλά αυτό δεν το ήξερα

21

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

στώ πόσο βαρύ ήταν το φορτίο. Όταν με αποχαιρέτησε μ’ ένα

ευγενικό νεύμα του κεφαλιού, ένιωσα να με κυριεύουν ενοχές.

Μετάνιωνα στη σκέψη ότι τον είχα αποπάρει.

«Ποιος ήταν αυτός;» με ρώτησε ο Ρόμπιν.

«Δεν έχω ιδέα.»

Ποτέ δεν είχα πει ψέματα στον Ρόμπιν και μισούσα τον

εαυτό μου για τούτη την ψευτιά. Άλλωστε, δεν είχα τίποτε να

κρύψω από κανέναν, παρά μόνο από τον ίδιο μου τον εαυτό.

«Τι τρέχει; Γιατί χαμογελάς;» ρώτησα.

Σταθήκαμε τυχεροί. Επιτέλους, η τύχη μας χαμογέλασε. Από

την άλλη, ίσως και να ήμασταν πράγματι οι καλύτεροι, ποιος

ξέρει; Όπως και να ’χει, καταφέραμε να αποσπάσουμε το βρα-

βείο από την κριτική επιτροπή και να κερδίσουμε το στοίχημα

που είχαμε βάλει πριν από πολλά χρόνια με όσους αμφέβαλλαν

για την αξία μας. Ώστε, λοιπόν, αυτό ήταν η επιτυχία! Το φως

στο τέλος της σήραγγας. Μετά βίας στεκόμουν στα πόδια μου

όταν βγήκα να παραλάβω το βραβείο. Δεν ξέρω πια πώς τα

κατάφερα, ούτε και θυμάμαι κάτι άλλο, πέρα από την εκκω-

φαντική μουσική και το χειροκρότημα, ενώ το κεφάλι μου

βομβαρδιζόταν από σκέψεις. Κριτές, Τύπος και επενδυτές

–όλοι όρμησαν καταπάνω μας. Από τη μια στιγμή στην άλλη,

ήμασταν μεγάλοι και τρανοί.

Page 18: ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - Public · ότι απ’ αυτό κρεμόταν στην πραγματικότητα η δική μου ζωή. Αλλά αυτό δεν το ήξερα

22

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

3

Αργά μετά τα μεσάνυχτα, βγήκαμε μισομεθυσμένοι από το εκ-

θεσιακό κέντρο. Έβγαλα το πορτοφόλι μου κι έδωσα στα μο-

ντέλα την αμοιβή τους. Ο Ρόμπιν ήταν σε μεγάλα κέφια και ή-

θελε να συνεχίσει το γλέντι σε κάποιο κλαμπ. Αλλά εγώ δεν εί-

χα άλλες δυνάμεις. Είχα βυθιστεί σε μια μαύρη τρύπα, καταβε-

βλημένη από το μεθύσι, την ταραχή και τη βαθιά εξάντληση.

«Σίγουρα δεν θες να σε πάμε στο νοσοκομείο;»

«Όχι, απλώς χρειάζομαι ύπνο. Πηγαίνετε εσείς να γλεντή-

σετε.»

Αλλιώς την είχα φανταστεί την επιτυχία. Ήμουν το αστέρι

της βραδιάς, αλλά το πάρτι έμελλε να συνεχιστεί χωρίς εμένα.

Δεν βαριέσαι... Περπάτησα μέχρι το πάρκινγκ, όπου είχα αφή-

σει το Volvo μου, ένα σκουριασμένο στέισον βάγκον, έβγαλα

το παλιό και χιλιομπαλωμένο μου τζιν και ξεδίπλωσα τον υ-

πνόσακο στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Δίπλα μου ήταν

στοιβαγμένη η κολεξιόν μας. Δεν είχαμε πλέον χρήματα ούτε

για ξενοδοχείο. Χωρίς το βραβείο, δεν θα καταφέρναμε να επι-

βιώσουμε ούτε μία μέρα παραπάνω.

Ήμουν ευγνώμων για τη σιωπή. Η ρυθμική μουσική εξακολου-

θούσε να σφυροκοπά στο κρανίο μου. Κουλουριάστηκα στον

υπνόσακο κι έβαλα για προσκεφάλι την κρύα δερμάτινη τσά-

ντα μου, όπου είχα καταχωνιάσει τη φωτογραφία. Ούτε κι εγώ

η ίδια ήξερα για ποιον λόγο την είχα αποκρύψει από τον Ρό-

Page 19: ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - Public · ότι απ’ αυτό κρεμόταν στην πραγματικότητα η δική μου ζωή. Αλλά αυτό δεν το ήξερα

23

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

15

16

17

18

19

20

21

22

23

24

25

26

27

28

29

30

31

32

33

μπιν. Η ιστορία αυτή ανήκε σε μια γωνιά μέσα μου, στην οποία

εκείνος δεν είχε πρόσβαση –ένα δωμάτιο στα μύχια της ψυχής

μου. Την πόρτα την είχα κλειδώσει εδώ και πάρα πολύ καιρό,

και όσο για το κλειδί, το είχα κρύψει σ’ ένα μυστικό μέρος, χω-

ρίς πια να θυμάμαι πού το είχα καταχωνιάσει.

Στον οικογενειακό χάρτη, ο παππούς μου ήταν ένα τυφλό

σημείο, ένα άγνωστο ερημονήσι –και κανείς δεν είχε μπει ποτέ

στον κόπο να το ανακαλύψει. Η εμφάνισή του ήταν η απάντη-

ση σε μια ερώτηση που δεν είχα θέσει ποτέ. Η ύπαρξη του

παππού μου δεν είχε ποτέ σημασία για μένα, επειδή ο ίδιος μου

ο πατέρας, ή μάλλον η απουσία του, ήταν όλα όσα μπορούσε

να συλλάβει η συνείδησή μου. Ουδέποτε μου είχε περάσει από

το μυαλό η σκέψη ότι αυτός ο άγνωστος μπορεί να είχε μητέρα

και πατέρα –τόσο απρόσιτος, αν όχι εξωπραγματικός, μου

φαινόταν ο ίδιος.

Ο πατέρας μου ήταν ανύπαρκτος. Είχα τη μητέρα μου, και

αυτό μου αρκούσε. Έπρεπε να μου αρκεί. Τον είχα δει μόνο μία

φορά στη ζωή μου, μία και μοναδική φορά. Λίγο αργότερα, έ-

μαθα από τη μητέρα μου ότι σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα.

Ήμουν παιδί, και το μόνο που μπορούσα να καταλάβω ήταν

πως είχε φύγει, και μάλιστα για πάντα. Ουδέποτε είχα συνεί-

δηση της απουσίας του, διότι για να σου λείψει κάτι, πρέπει

κάποτε να ήταν δικό σου. Παρ’ όλα αυτά, όμως, κάτι λείπει.

Όταν δεν ξέρεις ποιος ή τι είναι αυτό που σου λείπει, όταν δεν

έχεις εικόνα του απόντος, το λαχταράς ακόμα περισσότερο.

Χωρίς ένα αντικείμενο στο οποίο θα μπορούσες να επικεντρώ-

σεις αυτή την ακαθόριστη λαχτάρα, μαθαίνεις να ζεις με το κε-

νό που σου αφήνει η αίσθηση του ανεκπλήρωτου, της απου-

σίας, και να το θεωρείς δεδομένο. Όμως, όσο πλούσια, όσο

ολοκληρωμένη και να είναι η ζωή σου, κατά βάθος δεν είσαι

ποτέ ικανοποιημένος, ούτε με αυτό που έχεις ούτε με αυτό που

είσαι. Κάτι λείπει...

* * *

Page 20: ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - Public · ότι απ’ αυτό κρεμόταν στην πραγματικότητα η δική μου ζωή. Αλλά αυτό δεν το ήξερα

Recommended