+ All Categories
Home > Documents > Υστεροβυζαντινό ανάγλυφο από τον Δομοκό, Πρακτικά 5ου...

Υστεροβυζαντινό ανάγλυφο από τον Δομοκό, Πρακτικά 5ου...

Date post: 28-Nov-2023
Category:
Upload: uoa
View: 0 times
Download: 0 times
Share this document with a friend
6
ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ Γιώργος Πάλλης αρχαιολόγος ΘΕΜΑ Υστεροβυζαντινό ανάγλυφο από το Δομοκό Σ τις 23 Οκτωβρίου 2006, σε αυτοψία μας στο Δομοκό, ο αρχιτεχνί- της της 24ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Παναγιώτης Τσαούσης εντόπισε στον περίβολο του ενοριακού ναού της Αγίας Παρα- σκευής μαρμάρινο αρχι- τεκτονικό μέλος βυζα- ντινών χρόνων με ανά- γλυφο διάκοσμο (εικ. 1). Η Εφορεία μερίμνησε για την περισυλλογή και τη μεταφορά του αντι- κειμένου στο Βυζαντινό Μουσείο Φθιώτιδας, όπου εισήχθη με αρ.κατ. ΦΘ Λ 89. Αν και μεμο- νωμένο και αποσπασμέ- νο από την αρχική του θέση, την οποία αγνοού- με, το εύρημα αυτό παρουσιάζει ενδιαφέρον από την άποψη της τέχνης του και αποτελεί μία ένδειξη για τη δρα- στηριότητα στην περιοχή του Δομοκού κατά την εποχή όπου χρονολογεί- ται. Πρόκειται για αρχιτε- κτονικό μέλος λαξευμέ- νο σε γκριζογάλανο μάρμαρο, σωζόμενο σε διαστάσεις 0,59 μ. μήκος, 0,11 μ. ύψος και 0,32 μ. πλάτος, με αποσπασμένα τα δύο άκρα του και ορισμέ- νες αποκρούσεις στην περίμετρο. Η κύρια όψη του, που φέρει τον ανά- γλυφο διάκοσμο, είναι λοξότμητη. Η ελαφρά επικλινής άνω πλευρά είναι αδρά επεξεργασμένη και φέρει δύο μικρούς τόρμους, έναν κυκλικό και έναν τετράγωνο (εικ. 2). Η οπίσθια όψη είναι επίσης λοξότμητη, αλλά Εικ. 1 . Ανάγλυφο από τον Δομοκό, πρόσθια όψη και κάτω πλευρά (Βυζαντινό Μουσείο Φθιώτιδας, ΦΘ Λ 8 9 ). Εικ. 2 . Ανάγλυφο από τον Δομοκό, άνω πλευρά (Βυζαντινό Μουσείο Φθιώτιδας, ΦΘ Λ 8 9 ).
Transcript

ΕΙΣΗΓΗΤΗΣΓιώργος Πάλλης

αρχαιολόγος

ΘΕΜΑΥστεροβυζαντινό ανάγλυφο από το Δομοκό

Σ τις 23 Οκτωβρίου 2006, σε αυτοψία μας στο Δομοκό, ο αρχιτεχνί-της της 24ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Παναγιώτης

Τσαούσης εντόπισε στον περίβολο του ενοριακού ναού της Αγίας Παρα-σκευής μαρμάρινο αρχι-τεκτονικό μέλος βυζα-ντινών χρόνων με ανά-γλυφο διάκοσμο (εικ. 1).Η Εφορεία μερίμνησεγια την περισυλλογή καιτη μεταφορά του αντι-κειμένου στο ΒυζαντινόΜουσείο Φθιώτιδας,όπου εισήχθη με αρ.κατ.ΦΘ Λ 89. Αν και μεμο-νωμένο και αποσπασμέ-νο από την αρχική τουθέση, την οποία αγνοού-με, το εύρημα αυτόπαρουσιάζει ενδιαφέροναπό την άποψη τηςτέχνης του και αποτελείμία ένδειξη για τη δρα-στηριότητα στην περιοχήτου Δομοκού κατά τηνεποχή όπου χρονολογεί-ται.

Πρόκειται για αρχιτε-κτονικό μέλος λαξευμέ-νο σε γκριζογάλανο μάρμαρο, σωζόμενο σε διαστάσεις 0,59 μ. μήκος, 0,11μ. ύψος και 0,32 μ. πλάτος, με αποσπασμένα τα δύο άκρα του και ορισμέ-νες αποκρούσεις στην περίμετρο. Η κύρια όψη του, που φέρει τον ανά-γλυφο διάκοσμο, είναι λοξότμητη. Η ελαφρά επικλινής άνω πλευρά είναιαδρά επεξεργασμένη και φέρει δύο μικρούς τόρμους, έναν κυκλικό καιέναν τετράγωνο (εικ. 2). Η οπίσθια όψη είναι επίσης λοξότμητη, αλλά

Εικ. 1 . Ανάγλυφο από τον Δομοκό, πρόσθια όψη και κάτω πλευρά

(Βυζαντινό Μουσείο Φθιώτιδας, ΦΘ Λ 8 9 ).

Εικ. 2 . Ανάγλυφο από τον Δομοκό, άνω πλευρά(Βυζαντινό Μουσείο Φθιώτιδας, ΦΘ Λ 8 9 ).

χαμηλότερη από την κύριακαι ακόσμητη. Η κάτω πλευ-ρά έχει λαξευτεί αδρά αλλάπιο επιμελημένα σε σύγκρισημε την επάνω, με επάλληλαλοξά, πυκνά κτυπήματα (εικ.3).

Η ταύτιση της χρήσηςτου αντικειμένου είναι προ-βληματική. Η αδρή λάξευσητης κάτω πλευράς παρου-

σιάζεται κυρίως σε κοσμήτες τοποθετημένους επάνω από ανώφλια θυρω-μάτων· ωστόσο, η μορφή της λοξότμητης πίσω πλευράς δείχνει ότι αυτήθα ήταν ορατή και σε ετούτη την περίπτωση το μέλος θα ήταν μάλλον επι-στύλιο τέμπλου. Προς τη δεύτερη εκδοχή συνηγορούν και οι δύο τόρμοιστην άνω πλευρά, που ίσως χρησίμευαν για την ανάρτηση κανδηλιών.Εάν όμως πρόκειται για επιστύλιο τέμπλου, η κάτω πλευρά του θα έπρε-πε να ήταν λειασμένη ή και δια-κοσμημένη, αντί για την υπάρ-χουσα αδρή λάξευση. Το ζήτη-μα της αρχικής θέσης και χρή-σης του γλυπτού παραμένειεπομένως ανοικτό και γιαλόγους διευκόλυνσης θα ανα-φέρεται στο εξής ως κοσμήτης– θυρώματος ή τέμπλου.

Η κύρια όψη όπου αναπτύσ-σεται ο ανάγλυφος διάκοσμος,είναι όπως σημειώθηκε λοξό-τμητη και το ύψος της διακο-σμημένης ζώνης ξεπερνά κατάτι τα 0,12 μ. Τη ζώνη αυτή ορίζουν μία λεπτή κάθετη ακόσμητη ταινίακατά μήκος της επάνω πλευράς και μία λεπτότερη στην κάτω. Ο διάκο-σμος αποτελείται από πλέγμα φυτικού βλαστού σε επαναλαμβανόμενουςσυνδυασμούς. Ο βλαστός είναι απλός ταινιωτός και ανά ίσα διαστήματασχηματίζει κάθετα στοιχεία από δύο κομβούμενες ταινίες, που ορίζουνορθογώνια διάχωρα, μέσα στα οποία διακλαδίζονται οι προεκτάσεις τωνπρώτων δημιουργώντας ένα είδος ριπιδίου, με μικρά φύλλα στον κορμότους (εικ. 4). Ο διάκοσμος αποδίδεται σε χαμηλό ανάγλυφο και τα σημείαδιασταύρωσης των επίπεδων ταινιών τονίζονται με βαθειές εγχαράξεις.Τα ενδιάμεσα κενά είναι αδρά λαξευμένα, ίσως για την ένθεση χρωματι-στής κηρομαστίχης.

Εικ.3. Ανάγλυφο από τον Δομοκό, κάτω πλευρά(Βυζαντινό Μουσείο Φθιώτιδας, ΦΘ Λ 89).

Εικ. 4 . Ανάγλυφο από τον Δομοκό, λεπτομέρεια του διακόσμου

(Βυζαντινό Μουσείο Φθιώτιδας, ΦΘ Λ 8 9 ).

152 Πάλλης Γιώργος

Το συγκεκριμένο διακοσμητικό θέμα, που θυμίζει αραβούργημα,εμφανίζεται στη συγκεκριμένη μορφή σε έργα γλυπτικής που χρονολο-γούνται κυρίως κατά τα τέλη του 13ου-αρχές του 14ου αι. Στενή ομοιό-τητα παρουσιάζει με κοσμήτη εντοιχισμένο στην Επισκοπή του ΆνωΒόλου1. Παραλλαγές του ίδιου διακοσμητικού θέματος, κυρίως ως προςτην ανάπτυξη του βλαστού, απαντούν σε ταινίες που κοσμούν γλυπτά τηςίδιας περιόδου: σε ανάγλυφο (κοσμήτη;) εντοιχισμένο στο ναό της Επι-σκέψεως στη Μακρινίτσα του Πηλίου2, σε πλάκα (θωράκιο;) εντοιχισμέ-νη στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Συκάμινο της Αττικής3 καισε επιστύλιο του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών4. Mία παραλλαγή τουίδιου θέματος βρίσκεται σε ομάδα ανάγλυφων σαρκοφάγων από τηνπεριοχή του Πηλίου: στη σαρκοφάγο της Άννας Μαλιασηνής, που χρο-νολογείται μεταξύ του 1274-12765, και σε τμήματα σαρκοφάγου στη μονήΠέτρας στην Πορταριά6 και την Επισκοπή Βόλου7. Ως πολυπλοκότερηεκδοχή του θέματος μπορεί να θεωρηθεί το ανάγλυφο υπέρθυρο τουκαθολικού της μονής Χελανδαρίου στο Άγιον Όρος, των αρχών του 14ουαι.8

Για την προέλευση του θέματος αυτού έχουν διατυπωθεί διάφορεςαπόψεις. Ο G. Millet, αναφερόμενος στα ανάγλυφα του Πηλίου, εκτιμάότι έχουν σελτζουκικές επιρροές (13ος αι.), επισημαίνει όμως και το στα-θερό ενδιαφέρον της λεγόμενης ελλαδικής σχολής της βυζαντινής τέχνηςγια αραβικά θέματα, ήδη από τις αρχές του 11ου αι.9 O Α. Grabar θεωρεί

1 . Π. Ανδρούδης, «Ο γλυπτός διάκοσμος της Κοίμησης της Θεοτόκου στην Επισκο-πή Άνω Βόλου και ο εντοιχισμένος γλυπτός του διάκοσμος, ΔΧΑΕ περ. Δ΄, τ. ΚΗ΄(2007),92, εικ. 9.

2 . Γ.Α. Σωτηρίου, «Αραβικαί διακοσμήσεις εις τα βυζαντινά μνημεία της Ελλάδος»,ΔΧΑΕ περ. Β΄, τ. Γ΄(1933) 79, εικ. 34.

3 . Ι.Ν. Κουμανούδης, «Συμπληρωματική έρευνα επί των χριστιανικών μνημείων τουΩρωπού», ΔΧΑΕ περ. Δ΄, τ. Ε’ (1966-69), 82, πίν. 40α.

4 . Σωτηρίου, ό.π., 78-79, εικ. 32.5 . Ν.J. Giannopoulos, Les constructions byzantines de la région de Démétrias

(Thessalie), BCH 44 (1920), 195-196, fig. 8. G.C. Miles, Byzantium and the Arabs:Relations in Crete and the Aegean Area, DOP 18 (1964) 26, εικ. 53. A. Grabar, SculpturesByzantines du Moyen Age, II (XIe-XIVe siècles), Paris 1976, 151. Θ. Παζαράς, «Συμπλή-ρωση της σαρκοφάγου της Άννας Μαλιασηνής», Αφιέρωμα στη μνήμη Στυλιανού Πελε-κανίδη. Μακεδονικά Παράρτημα 5, Θεσσαλονίκη 1983, 353-364. Ο ίδιος, Ανάγλυφεςσαρκοφάγοι και επιτάφιες πλάκες της μέσης και της ύστερης βυζαντινής περιόδου στηνΕλλάδα, Αθήνα 1988, 38-40, αρ. 45Α-Δ, εικ. 30β, 31, 32α-β.

6 . Παζαράς, Σαρκοφάγος Μαλιασηνής, ό.π., 360, πίν. 5δ. Παζαράς, Σαρκοφάγοικαι επιτάφιες πλάκες, ό.π., 40, αρ. 46Α, πίν. 34.

7 . A. Grabar, Sculptures Byzantines du Moyen Age, II (XIe-XIVe siècles), Paris 1976, πίν.CXXXIa. Παζαράς, Σαρκοφάγος Μαλιασηνής, 360, πίν. 6α-β. Παζαράς, Σαρκοφάγοι καιεπιτάφιες πλάκες, 40, αρ. 46Β, πίν. 35α-β.

8 . Σωτηρίου, ό.π., 79-80, εικ. 40.9 . G. Millet, Remarques sur les sculptures byzantines de la région de Démétrias

(Thessalie), BCH 44 (1920) 212-214.

153Υστεροβυζαντινό ανάγλυφο από τον Δομοκό

ότι τα πρότυπα προέρχονται από ισλαμικά υφάσματα, μέσω ιταλικώναπομιμήσεών τους10. H εισαγωγή θεμάτων που μιμούνται την αραβικήγραφή στη βυζαντινή γλυπτική γίνεται ιδιαίτερα αισθητή από τον 10οαι.11, οπότε σημειώνεται μεγάλη διάδοσή τους γενικά στις διακοσμητικέςτέχνες (στη μεταλλοτεχνία, την κεραμεική, την υφαντική, αλλά και στονκεραμοπλαστικό διάκοσμο των εξωτερικών όψεων κτηρίων). Τα λεγόμε-να κουφικά ή ψευδοκουφικά μοτίβα, τα οποία αντιγράφουν ή μιμούνταιχαρακτήρες της πρώιμης αραβικής γραφής, εμφανίζονται για πρώτηφορά στον ελλαδικό χώρο σε πολύ μεγάλο αριθμό και ποικιλία, στο ναότης Παναγίας στη μονή του Οσίου Λουκά (μετά τo 961), όπου χρησιμο-ποιούνται στα κεραμοπλαστικά κοσμήματα της τοιχοποιίας και στονανάγλυφο διάκοσμο των εξωτερικών όψεων και στοιχείων του εσωτερι-κού12. Η εμφάνισή τους στο μνημείο αυτό έχει συνδεθεί κατά μία άποψημε την οριστική νίκη του Βυζαντίου κατά των Αράβων, την οποία σημα-τοδότησε η ανακατάληψη της Κρήτης το έτος 96113. Δεν θα πρέπει όμωςνα αντιμετωπίζεται εκτός του πλαισίου των συνεχών πολιτιστικών αλλη-λεπιδράσεων και ανταλλαγών μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων, κυρίωςμέσω του εμπορίου, οι οποίες είχαν μακρά διάρκεια, παρά τις πολεμικέςαναμετρήσεις. Τα κουφικά κοσμήματα γνώρισαν στη συνέχεια σημαντι-κή διάδοση στη γλυπτική, με ποικίλες παραλλαγές. Κατά το β΄ μισό του13ου αι. και ιδίως προς τα τέλη του σημειώθηκε μία αξιοσημείωτη ανα-νέωση της μορφής τους, μαζί με τη νέα τότε άνθηση της διακοσμητικήςγλυπτικής, η οποία διήρκεσε μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου,14ου αι., για να σβήσει πλέον κατά τον 15ο.

Όπως ήδη αναφέραμε, το θέμα που χρησιμοποιείται στο ανάγλυφοτου Δομοκού έχει ως βασικό του στοιχείο τα δύο κάθετα στελέχη πουορίζουν τους χώρους όπου αναπτύσσονται οι βλαστοί. Τα στελέχη αυτάείναι μια εξελιγμένη και έντονα σχηματοποιημένη εκδοχή κουφικούγράμματος, που εμφανίζεται στη διακοσμητική γλυπτική ήδη από τον 10οαιώνα, στο ναό της Παναγίας του Οσίου Λουκά, και στην πορεία γνωρί-ζει διάφορες παραλλαγές. Ιδιαίτερη ποικιλία παρατηρείται στη σχεδίασητων ενδιάμεσων βλαστών. Η νέα απόδοση του θέματος από τα τέλη του13ου αι., με τον στενό κύκλο της ενότητας των παραλλαγών που είδαμεπαραπάνω, συνδέεται μεν με τους παλαιότερους τύπους, αλλά παρουσιά-

1 0 . Grabar, ό.π., 152.

11 . Miles, ό.π., 24-26, εικ. I, 36-53. Ν. Μπονόβας – Α, Τζιτζιμπάση (επ.), Βυζάντιο& Άραβες, Κατάλογος έκθεσης (Οκτώβριος 2011-Ιανουάριος 2012), Θεσσαλονίκη 2011,146-172.

1 2 . Λ. Μπούρα, Ο γλυπτός διάκοσμος του ναού της Παναγίας στο μοναστήρι τουΟσίου Λουκά, Αθήνα 1980, 18-21, 100-102, 111-114, εικ. 7-8, 11-14, 100, 165-170, 182-183, 185.

1 3 . Μπούρα, ό.π., 20-21.

154 Πάλλης Γιώργος

ζει μια νέα τεχνοτροπική αντίληψη, η οποία διαδίδεται ιδιαίτερα στοχώρο της Θεσσαλίας και χαρακτηρίζεται από τη συμμετρία, τη μεγαλύ-τερη σαφήνεια του επαναλαμβανόμενου σχεδίου, τη χρήση ταινιών ίσουπάχους και την εκτέλεση σε επιπεδόγλυφη τεχνική. Η αλλαγή αυτή υπο-κρύπτει ίσως μια ανανέωση των αραβικών μοτίβων με εισαγωγή νέωνστοιχείων από την Ανατολή14 και σε αυτό το σημείο θα πρέπει να διερευ-νηθεί ο ρόλος των Σελτζούκων ή και των Αράβων της Ανδαλουσίας, γιατον οποίο κάνουν λόγο παλαιότεροι μελετητές.

Επανερχόμενοι στον κοσμήτη από τον Δομοκό, παρατηρούμε ότι τοανάγλυφο έχει εκτελεστεί στη λεγόμενη επιπεδόγλυφη τεχνική, που συνή-θως συνδυάζεται με τη χρήση χρωματιστής κηρομαστίχης, η οποίασυμπληρώνει το βάθος του διακόσμου, ζωντανεύοντας το τελικό αποτέ-λεσμα και αναδεικνύοντας το σχέδιο χάρη στην αντίθεση ανάμεσα στομάρμαρο και το χρώμα της ένθετης ύλης ή τη σκιά, όπου δεν τοποθετεί-ται τέτοια. Η τεχνική αυτή, που είναι γνωστή ήδη από την παλαιοχρι-στιανική και τη μεσοβυζαντινή περίοδο, γνωρίζει κατά τα τέλη του 13ου-αρχές του 14ου αι. ιδιαίτερη διάδοση στη γλυπτική15. Εκτός από τα παρα-δείγματα που έχουν ήδη μνημονευθεί, έργα εκτελεσμένα σε αυτή τηντεχνική, με πολλά κοινά στοιχεία και, κατα περίπτωση, ομοιότητες μετα-ξύ τους εντοπίζονται στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία (Πόρτα Παναγιά,Παλαιά Μητρόπολη Βέροιας, Αγία Σοφία Αχρίδας, καθολικό μονήςΧελανδαρίου). Ο Θεοχάρης Παζαράς, που έχει μελετήσει τη συγκεκριμέ-νη ομάδα, θεωρεί ότι πρόκειται για έργα του ίδιου εργαστηρίου, η έδρατου οποίου εκτιμά ότι βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη16. Σύγχρονα δείγματατης ίδιας τεχνικής εντοπίζονται πάντως και στην Κωνσταντινούπολη, σεγλυπτά από τη Νότια Εκκλησία του καθολικού της Μονής του Λιβός(Fenari Isa Camii), κτίσμα της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, χήρας τουΜιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, που χρονολογείται μεταξύ του 1282 και του130417.

Συνοψίζοντας τα παραπάνω στοιχεία, το ανάγλυφο από τον Δομοκόμπορεί με βάση την τέχνη και την τεχνική του να χρονολογηθεί στα τέλητου 13ου-αρχές 14ου αι. και αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα γλυπτι-κής της περιόδου αυτής, με αραβικές επιδράσεις αφομοιωμένες στην

1 4 . Miles, ό.π., 25. Grabar, ό.π., 152.1 5 . Παζαράς, Σαρκοφάγος Μαλιασηνής, ό.π., 362.1 6 . Th. Pazaras, “Reliefs of a Sculpture Workshop operating in Thessaly and Macedonia

at the end of the 13th and the beginning of the 14th century”, L' Art de Thessalonique et despays Balcaniques et les courants spirituels au XIVe siècle, Belgrade 1987, 159-182. Θ.Ν.Παζαράς, «Η γλυπτική στη Μακεδονία κατά την Παλαιολόγεια περίοδο», στο Η Μακε-δονία κατά την εποχή των Παλαιολόγων (Συμπόσιο, Θεσσαλονίκη 14-20 Δεκεμβρίου1992), Πρακτικά, Θεσσαλονίκη 2002, 476-479, εικ. 17-32.

1 7 . Th. Macridy, The Monastery of Lips and the Burials of the Palaeologi, DOP 18 (1964)268, εικ. 62-63. Grabar, ό.π., 127-129, αρ. 128, πίν. CIVc, CV.

Υστεροβυζαντινό ανάγλυφο από τον Δομοκό 155

τεχνοτροπία της ύστερης βυζαντινής περιόδου. Καλλιτεχνικά εντάσσεταισύμφωνα με τις περισσότερες ενδείξεις στην παραγωγή της γειτονικήςΜαγνησίας, όπου άκμασε η διακοσμητική γλυπτική από το β’ μισό του13ου αι., με τη δραστηριοποίηση συνεργείων ικανών μαρμαράδων, στουςοποίους οφείλουμε σημαντικά γλυπτά, όπως η σαρκοφάγος της ΆνναςΜαλιασηνής. Προσγράφεται επίσης στην αναγνωρίσιμη και ομοιογενήενότητα των έργων υστεροβυζαντινής γλυπτικής που έχουν εκτελεστείστην επιπεδόγλυφη τεχνική, η ευρεία διάδοση της οποίας στη Μακεδονίακαι τη Θεσσαλία έχει πιθανώς ως αφετηρία τη Θεσσαλονίκη, μείζον καλ-λιτεχνικό κέντρο της περιόδου.

Εκτός από τα παραπάνω, ο εξεταζόμενος κοσμήτης αποτελεί ένα τεκ-μήριο για την οικοδομική και καλλιτεχνική δραστηριότητα στον υστερο-βυζαντινό Δομοκό –είναι μάλιστα, απ' όσο γνωρίζουμε, το πρώτο γνω-στό δείγμα βυζαντινής γλυπτικής από την περιοχή του. Την εποχή κατάτην οποία φιλοτεχνήθηκε το έργο αυτό, ο Δομοκός αποτελούσε έναν οχυ-ρωμένο οικισμό με στρατηγική σημασία, λόγω της καίριας θέσης τουεπάνω στην είσοδο του κεντρικού οδικού περάσματος από τη Θεσσαλίαπρος τη νότια Ελλάδα, μέσα από τον ορεινό όγκο της Όθρυος, και παρέ-μενε επίσης έδρα της επισκοπής Θαυμακού18. Το 1204 κυριεύθηκε απότους Φράγκους της Δ΄ Σταυροφορίας, για να περιέλθει σχετικά σύντομα,το 1218, στην επικράτεια του ανεξάρτητου βυζαντινού κράτους της Ηπεί-ρου και κατόπιν, το 1267/8, στο κρατίδιο της Μεγάλης Βλαχίας. Μετά το1275, ο οικισμός πέρασε ως προίκα στην κυριαρχία του γαλλικού δουκά-του των Αθηνών, μέχρι την κατάκτησή του από τους Καταλανούς το1309. Από την άποψη των ιστορικών δεδομένων, η ανέγερση και διακό-σμηση με μαρμάρινα γλυπτά ενός νέου ναού στο Δομοκό ή η ανανέωσητου ανάγλυφου διακόσμου μιας ήδη υπάρχουσας εκκλησίας, θα ήτανπροσφορότερο να γίνει στο β’ ή το γ’ τέταρτο του 13ου αι. –σε αυτή τηνπερίπτωση, η χρονολόγηση του αναγλύφου μας θα μπορούσε να τοποθε-τηθεί προς το τέλος αυτού του διαστήματος.

1 8 . Α.Π. Αβραμέα, Η βυζαντινή Θεσσαλία μέχρι του 1204. Συμβολή εις την ιστορι-κήν γεωγραφίαν. Διατριβή επί διδακτορία, εν Αθήναις 1974, 111, 174. J. Koder-Fr. Hild,Tabula Imperii Byzantini, Hellas und Thessalia, Wien 1976, 148-149. P. Magdalino, TheHistory of Thessaly (1266-1393), Unpublished Ph.D. Thesis, Oxford 1976, 71 και σποραδι-κά.

Πάλλης Γιώργος 156


Recommended