+ All Categories
Home > Documents > Το έγκλημα ως Κοινωνικό Πρόβλημα. - Crime as a Social Problem

Το έγκλημα ως Κοινωνικό Πρόβλημα. - Crime as a Social Problem

Date post: 12-May-2023
Category:
Upload: upatras
View: 0 times
Download: 0 times
Share this document with a friend
111
5.- Το έγκλημα α.- Γενικά β.- Το έγκλημα ως Κ.Π. – Βασικές έννοιες γ.- Κατηγορίες εγκλημάτων δ.- Αιτιολόγηση της εγκληματικής συμπεριφοράς ε.- Η εγκληματικότητα στην ελληνική κοινωνία ζ.- Μέτρα αντεγκληματικής πολιτικής – Οι θέσεις της Περιβαλλοντικής Εγκληματολογίας θ.- Απόψεις Συμπεράσματα Κατάλογος όρων Ερωτήσεις επανάληψης ΠΗΓΕΣ ΓΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ Α.- Βιβλιογραφία α.- Αναφερόμενη β.- Προτεινόμενη Β.- Λογοτεχνικά έργα α.- Ελληνικά β.- Ξένα Γ.- Κινηματογραφικές ταινίες Δ.- Δικτυακοί τόποι
Transcript

5.- Το έγκλημα

α.- Γενικά

β.- Το έγκλημα ως Κ.Π. – Βασικές έννοιες

γ.- Κατηγορίες εγκλημάτων

δ.- Αιτιολόγηση της εγκληματικής συμπεριφοράς

ε.- Η εγκληματικότητα στην ελληνική κοινωνία

ζ.- Μέτρα αντεγκληματικής πολιτικής – Οι θέσεις της

Περιβαλλοντικής Εγκληματολογίας

θ.- Απόψεις

Συμπεράσματα

Κατάλογος όρων

Ερωτήσεις επανάληψης

ΠΗΓΕΣ ΓΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ

Α.- Βιβλιογραφία α.- Αναφερόμενη β.- Προτεινόμενη

Β.- Λογοτεχνικά έργα α.- Ελληνικά β.- Ξένα

Γ.- Κινηματογραφικές ταινίες

Δ.- Δικτυακοί τόποι

Εργασίες

5. ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

α. Γενικά

Αν ρίξουμε μια ματιά στην καθημερινή ειδησεογραφία των

εφημερίδων ή αν παρακολουθήσουμε τα δελτία ειδήσεων

τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών σταθμών θα διαβάσουμε, θα

ακούσουμε και θα δούμε μεταξύ άλλων και ειδήσεις, οι

οποίες θα είναι περίπου όπως οι παρακάτω:

Ο Α σκότωσε την ερωμένη του Β επειδή τη ζήλευε,

Άγνωστοι που επέβαιναν σε ματασυκλέτα μεγάλου

κυβισμού άρπαξαν την τσάντα της Γ που περιείχε 250

Ευρώ και προσωπικά της έγγραφα,

Δύο άτομα νεαρής ηλικίας με καλυμμένα τα πρόσωπά

τους λήστεψαν την Τράπεζα Π και άρπαξαν 1.000.000

Ευρώ και στη συνέχεια εξαφανίστηκαν με ΙΧ συνεργού

τους που τους περίμενε έξω από αυτή,

Συνελήφθη ο Χ μετά από καταγγελία της αλλοδαπής

22χρονης Μ ότι την εξωθούσε στην πορνεία και ότι την

ξυλοκοπούσε όταν δεν τον υπάκουε,

Η εταιρεία «ΖΥΝ Α.Ε.» κατηγορείται ότι πλοίο της

μόλυνε το θαλάσσιο περιβάλλον στον Κορινθιακό κόλπο.

2

Η Σ κατήγγειλε τον ομαδικό βιασμό της από συμμορία 5

νεαρών ατόμων – Αναζητούνται οι δράστες.

Η Χ κατήγγειλε τον Φ ότι με πρόφαση ότι θα αγοράσει

μετοχές για λογαριασμό της από το ΧΑΑ, την εξαπάτησε

και της απέσπασε το ποσό των 6.000 Ευρώ.

Οι πολυεθνικές εταιρείες Χ, C, P κατηγορούνται για

φοροδιαφυγή 1.000.000.000 Ευρώ.

Οι Δ και Ε συνελήφθησαν από αστυνομικούς την ώρα που

έκαναν ένεση ηρωίνης.

Ειδήσεις σαν τις παραπάνω και άλλες ανάλογες έχουν ένα

κοινό χαρακτηριστικό: αναφέρονται σε πράξεις που

χαρακτηρίζονται και θεωρούνται ε γ κ λ ή μ α τ α. Με τον

τρόπο αυτό συνήθως γίνονται γνωστές στο ευρύ κοινό, οι

διάφορες μορφές με τις οποίες εμφανίζεται στην κοινωνία

μας το Κ.Π. του εγκλήματος.

Το έγκλημα ανήκει στα Κ.Π. που έχουν την αιτιολογική

τους βάση στην παρέκκλιση από γενικά – κατά το μάλλον και

το ήττον - αποδεκτούς κοινωνικούς κανόνες.

Στα ειδικότερα θέματα που θα εξατάσουμε στη συνέχεια,

επιδιώκοντας την ανάλυση του Κ.Π. αυτού περιλαμβάνονται:

Η αιτιολόγηση του χαρακτηρισμού του εγκλήματος ως

Κ.Π. και η εννοιολογική του προσέγγιση,

Η κατάταξη των διαφόρων μορφών του σε ευρύτερες

κατηγορίες,

Η από θεωρητική άποψη ερμηνεία της εγκληματικής

συμπεριφοράς,

Ο ρόλος του συστήματος της Ποινικής Δικαιοσύνης στην

αντιμετώπιση του εγκλήματος,

3

Η αναφορά στο μέγεθος και το είδος των εγκλημάτων

που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια στην ελληνική

κοινωνία και τέλος

Τα μέτρα αντεγκληματικής πολιτικής που συνήθως

ακολουθούνται σκοπεύοντας στη μείωση του αριθμού των

εγκλημάτων που τελούνται σε μια χώρα.

β. Το έγκλημα ως Κ.Π. – Βασικές έννοιες

Το έγκλημα θεωρείται σαν ένα από τα περισσότερο

σημαντικά προβλήματα σε κάθε σύγχονη αλλά και παλαιότερη

κοινωνία.

Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Emile Durkheim (Ντυρκάϊμ,

1978) υποστήριξε την άποψη ότι οπουδήποτε υπάρχουν

άνθρωποι εκεί υπάρχουν έγκλημα και εγκληματίες:

«Το έγκλημα υπάρχει σε όλες τις κοινωνίες…Δεν υπάρχει κοινωνία η οποία

δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα της εγκληματικότητας. Εκείνο που αλλάζει

είναι η μορφή του, έτσι οι πράξεις που παίρνουν τον χαρακτηρισμό αυτό δεν

είναι παντού οι ίδιες, θα υπάρχουν όμως παντού και πάντοτε άνθρωποι των

οποίων η συμπεριφορά θα επισύρει ποινικές κυρώσεις σε βάρος τους… Απλά

λοιπόν εκείνο το οποίο θα πρέπει να θεωρηθεί σαν κάτι το φυσιολογικό είναι

η ύπαρξη της εγκληματικότητας»

Τι είναι όμως το έγκλημα; Μια επισκόπηση της

σχετικής βιβλιογραφίας φανερώνει την μη ύπαρξη ομοφωνίας

σχετικά με τον ακριβή προσδιορισμό της έννοιας αυτής.

Θα μπορούσαμε ωστόσο να πούμε πως με κριτήριο τους

επιστημονικούς κλάδους που ασχολούνται με αυτό – και

τέτοιοι κλάδοι θεωρούνται κατά κύριο λόγο η νομική

4

επιστήμη και η επιστήμη της Εγκληματολογίας - πως το

έγκλημα έχει έννοια νομική και εγκληματολογική (Glick,

1995: 12, Αλεξιάδης, 2004 : 33 – 42, Πανούσης, 2007 : 62

– 72, Γεωργούλας, 2007).

Η πρώτη από αυτές στηρίζεται στον σχετικό

προσδιορισμό που κάνει σ’ αυτό ο εκάστοτε ισχύον Ποινικός

Νόμος μιας χώρας ενώ η δεύτερη έχει σαν βάση της τις

απόψεις της Εγκληματολογίας, η οποία εξετάζει το έγκλημα

σαν κοινωνικό φαινόμενο, προσπαθεί να το ερμηνεύσει σαν

τέτοιο και για το λόγο αυτό το ονομάζει «πραγματικό» .

Έτσι η νομική έννοια του εγκλήματος όπως αυτή

προσδιορίζεται στο ά.14 & 1 του Ποινικού μας Κώδικα είναι

πως,

«Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία

τιμωρείται από το νόμο.»

Από τους διάφορους δε εγκληματολογικούς ορισμούς του

εγκλήματος, οι οποίοι στηρίζονται σε διαφορετικά κάθε

φορά κριτήρια, αναφέρουμε ως περισσότερο περιεκτικό

εκείνον που δίνει ο ομότιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής

του Παν/μίου Θεσσαλονίκης, Στ. Αλεξιάδης (2004:43) και

σύμφωνα με τον οποίο:

«``πραγματικό΄΄ έγκλημα είναι κάθε εκδήλωση ανθρώπινης πράξης η

οποία είναι επικίνδυνα αντικοινωνική.»

Ο συνολικός αριθμός εγκλημάτων που διαπράττονται σε

ορισμένη τοπικά και χρονικά κοινωνική ομάδα συνιστά την

εγκληματικότητα (Αλεξιάδης, 2004:92) που καταγράφεται σ’

αυτή.

Η εγκληματικότητα δε διακρίνεται σε:

5

εμφανή και

αφανή.

Στην πρώτη υπάγονται όλα τα εγκλήματα που

καταγράφονται από την αστυνομία (δήλη εγκληματικότητα)

και τα δικαστήρια (δικαστικά διαπιστούμενη

εγκληματικότητα). Η καταγραφή/μέτρηση αυτή γίνεται γνωστή

στο ευρύ κοινό μέσα από τις σχετικές στατιστικές της

δικαιοσύνης. Στη δεύτερη ανήκουν όλα εκείνα τα εγκλήματα

που για διάφορους λόγους δεν έγιναν ποτέ γνωστά σε κάποια

αρχή.

Η επικρατούσα άποψη δέχεται πως η αφανής

εγκληματικότητα είναι πολύ μεγαλύτερη από την εμφανή

ιδίως σε ορισμένες κατηγορίες εγκλημάτων όπως τα

ενδοοικογενειακά εγκλήματα, τα εγκλήματα κατά των ηθών

και τα οικονομικά εγκλήματα. Αυτό συμβαίνει επειδή οι δύο

πρώτες από τις κατηγορίες αυτές σε πολλές περιπτώσεις,

δεν καταγγέλλονται από τα θύματα η δε τρίτη επειδή

δύσκολα αποκαλύπτεται από τις διωκτικές αρχές.

Μέτρηση/καταγραφή της εγκληματικότητας γίνεται και στα

πλαίσια ερευνητικών προγραμμάτων με τη χρήση

ερωτηματολογίων τα οποία απευθύνονται στο ευρύ κοινό, το

οποίο καλείται να απαντήσει ανώνυμα για την άμεση ή

έμμεση συμμετοχή του στη διάπραξη κάποιας/ων

αξιόποινης/ων πράξης/ων, έχοντας είτε το ρόλο του δράστη

είτε εκείνο του θύματος. Στην πρώτη περίπτωση κάνουμε

λόγο για έρευνες “αυτοομολογούμενης εγκληματικότητας” ενώ

στη δεύτερη για “θυματολογικές έρευνες”. Φυσικά, η

αξιοπιστία των οποιονδήποτε ευρημάτων στις περιπτώσεις

6

αυτές έχει να κάνει με την ακριβή ή μη τήρηση των

σχετικών μεθοδολογικών κανόνων.

Η επίσημη διαπίστωση της διάπραξης ενός εγκλήματος

καθώς και η τιμωρία εκείνου που το έκανε, γίνονται από το

Σύστημα της Ποινικής Δκαιοσύνης (Δασκαλάκης, 1983).

Σ’ αυτό εντάσσονται:

η Αστυνομία,

η Εισαγγελική αρχή,

τα Ποινικά Δικαστήρια και

τα Σωφρονιστικά καταστήματα (φυλακές).

Επομένως η εύρυθμη λειτουργία του συστήματος της

Ποινικής Δικαιοσύνης είναι αυτονόητο πως είναι ιδιαίτερα

σημαντική για κάθε χώρα επειδή χωρίς αυτή τα οποιαδήποτε

μέτρα της αντεγκληματικής πολιτικής της, είναι αδύνατο να

επιτύχουν. Σημαντική επίσης συνέπεια της ενδεχόμενης

δυσλειτουργίας του συστήματος αυτού είναι ακόμα η μη

απονομή ουσιαστικής δικαιοσύνης που μπορεί να παρατηρηθεί

με την «κατασκευή» ενόχων σε συνδυασμό με την αντίστοιχη

ατιμωρησία των πραγματικών εγκληματιών.

Το έγκλημα, όπως ήδη έχουμε αναφέρει αποτελεί Κ.Π.

επειδή είναι μια κοινωνική κατάσταση που απειλεί μεγάλες

κοινωνικές ομάδες – τα ενδεχόμενα θύματά του - των οποίων

η κοινωνική επιρροή στηρίζεται στην ευρεία προβολή που

τους γίνεται και στο συνεπακόλουθο ενδιαφέρον των

διαμορφωτών της κοινωνικής πολιτικής γι’ αυτά. Το έγκλημα

προσβάλλει βασικές αξίες των θυμάτων του – π.χ. ζωή,

τιμή, ιδιοκτησία κλπ. - ενώ οφείλεται σε ανθρώπινη

δραστηριότητα και μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο με την

7

άσκηση αντεγκληματικής πολιτικής που συνεπάγεται

συλλογική (διωκτικών αρχών, πολιτών) δράση.

Ερωτήσεις για συζήτηση

1. Συμφωνείτε ή διαφωνείτε με την άποψη του Emile Durkheim;

2. Οι έννοιες του νομικού και του πραγματικού εγκλήματος

ταυτίζονται ή διαφέρουν με την έννοια, που το ευρύ κοινό

προσδίδει στον όρο «έγκλημα»;

3. Κατά τη γνώμη σας, η εμφανής ή η αφανής εγκληματικότητα είναι

μεγαλύτερη στην ελληνική κοινωνία;

4. Η αύξηση της εμφανούς εγκληματικότητας σημαίνει και

πραγματική αύξηση των εγκλημάτων που διαπράττονται σε μια

κοινωνία; Εμπιστεύεστε τις εγκληματολογικές στατιστικές;

5. Θα απαντούσατε με ειλικρίνεια ή όχι σ’ ένα επώνυμο ή σ’ ένα

ανώνυμο ερωτηματολόγιο με το οποίο ένας κοινωνικός

ερευνητής θα επεδίωκε να καταγράψει την παραβατική

συμπεριφορά στο σχολείο στο οποίο φοιτούσατε πριν από ένα

χρόνο; Γιατί;

6. Έχετε έλθει έστω και σε τυπική επικοινωνία με κάποιο από τα

τμήματα του συστήματος της Ποινικής Δικαιοσύνης; Αν ναι, ποιες

είναι οι σχετικές εντυπώσεις σας από τον τρόπο της λειτουργίας

του;

7. Ποια είναι η σημασία της εύρυθμης λειτουργίας ή της

δυσλειτουργίας του συστήματος της Ποινικής Δικαιοσύνης σε μια

ευνομούμενη κοινωνία;

8. Γιατί το έγκλημα αποτελεί Κ.Π.;

8

9. Έχει γίνει κάποιο έγκλημα μπροστά σας; Αν ναι, πως

αντιδράσατε; Το καταγγείλατε ή όχι στις αρχές; Γιατί;

10.Θα παραβαίνατε κάποιες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, εάν

είσαστε βέβαιοι ότι η συμπεριφορά σας θα περνούσε

απαρατήρητη; Αν ναι, ποιες αξιόποινες πράξεις θα αφορούσαν οι

διατάξεις αυτές; Πως θα αιτιολογούσατε τη συμπεριφορά σας

αυτή;

11.Σε τι περίπου ποσοστό νομίζετε πως έχει συμβάλλει καθένας

από τους φορείς κοινωνικοποίησής σας, στη διαμόρφωση των

απόψεών σας για το έγκλημα και την εγκληματικότητα;

12.Έχετε διαπιστώσει υπερβολές στην προβολή των διαφόρων

εγκλημάτων και εγκληματιών από τα ελληνικά ΜΜΕ; Αν ναι, που

αποδίδετε το γεγονός αυτό;

γ. Κατηγορίες εγκλημάτων

Όπως είδαμε παραπάνω με τον όρο «έγκλημα» δεν

χαρακτηρίζεται μόνο ένα είδος της ανθρώπινης συμπεριφοράς

που παραβαίνει το νόμο. Επομένως, υπάρχουν διάφορα είδη

εγκλημάτων όπως και διάφορα είδη εγκληματικής

συμπεριφοράς.

Ο όρος «έγκλημα» είναι ιδιαίτερα ευρύς και

περιλαμβάνει στους κόλπους του τόσο μια απλή εξύβριση όσο

και τη διακίνηση ναρκωτικών που γίνεται σε διεθνές

επίπεδο.

Ανάλογη διαφοροποίηση παρατηρούμε τόσο στους

εγκληματίες όσο και στα θύματα των διαφόρων εγκληματικών

9

πράξεων. Σε κάθε περίπτωση μπορούν να διαπιστωθούν

ιδιορρυθμίες που οφείλονται στις πράξεις και τα πρόσωπα

που εμπλέκονται σ’ αυτές έτσι ώστε ο συλλήβδην

προσδιορισμός τους με όρους γενικούς όπως «έγκλημα» και

«εγκληματίας» να μην μας βοηθούν να τους αποδώσουμε την

κοινωνική απαξία που τους αξίζει.

Αναγκαία επομένως καθίσταται η διάκρισή τους σε

διάφορες κατηγορίες με κριτήριο όχι μόνο τν αντίθεσή τους

με το νόμο αλλά και άλλα κοινά κατά κατηγορία

χαρακτηριστικά.

Μια πρώτη διάκριση των εγκλημάτων με βάση τη

βαρύτητά τους και την εξαιτίας της επιβαλλόμενη γι’ αυτά

ποινή, κάνει το ά. 18 του Ποινικού μας Κώδικα. Έτσι

σύμφωνα με αυτό:

«Κάθε πράξη που τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ή της κάθειρξης

είναι κακούργημα. Κάθε πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική

ποινή ή με περιορισμό σε σωφρονιστικό κατάστημα είναι πλημμέλημα. Κάθε

πράξη που τιμωρείται με κράτηση ή πρόστιμο είναι πταίσμα.»

Μια όμως από εγκληματολογική άποψη, διάκριση σε

κατηγορίες των διαφόρων εγκλημάτων, με κριτήριο τα

ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, μπορεί να είναι σε:

α) κοινά ή παραδοσιακά (traditional),

β) κατά της ηθικής τάξης ή χωρίς θύματα (against the

moral order or victimless),

γ) οικονομικά ή του “λευκού κολάρου” (white-collar),

δ) των εγκληματικών οργανώσεων (Ε.Ο.) (organized crime)

ε) τρομοκρατίας (terrorism),

10

στ) ψηφιακά ή του κυβερνοχώρου (digital or cybercrimes)

και

ζ) μίσους (hate crimes).

Στην πρώτη από τις παραπάνω κατηγορίες των κοινών

ή παραδοσιακών (traditional) εγκλημάτων περιλαμβάνονται

αξιόποινες πράξεις που ξεκινούν από απλές πταισματικές

παραβάσεις – π.χ. η διατάραξη ησυχίας (ά. 417 Π.Κ.), η

άρνηση αποδοχής νομισμάτων (ά. 452 Π.Κ.) και καταλήγουν

σε σοβαρές κακουργηματικές πράξεις – π.χ. η ανθρωποκτονία

με πρόθεση (ά. 299 Π.Κ.), ο βιασμός (ά. 336 Π.Κ.), η

ληστεία (ά. 380 Π.Κ.), η κλοπή (ά. 372 Π.Κ.) κλπ.-. Τα

εγκλήματα αυτά περιλαμβάνονται κατά κανόνα, στον εκάστοτε

ισχύοντα βασικό ποινικό νόμο των διαφόρων κρατών και

στους ειδικούς ποινικούς νόμους που συνήθως τον

συνοδεύουν.

Θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως τα σοβαρότερα από

αυτά δηλ. οι κακουργηματικές πράξεις αποτελούν το

επίκεντρο του ενδιαφέροντος της πολιτείας, αλλά και των

ΜΜΕ. Αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι πρόκειται για

εγκλήματα που απειλούν υψίστης σημασίας έννομα αγαθά του

ατόμου όπως η ζωή, η τιμή και η περιουσία του. Παράλληλα

αυτά συγκροτούν τον πυρήνα της κατά τον κοινό νου έννοιας

της εγκληματικότητας.

Τους δράστες των συγκεκριμένων εγκλημάτων θα

μπορούσαμε να τους κατατάξουμε σε δύο ευρείες

κατηγορίες : τους επαγγελματίες (career criminals) και

τους περιστασιακούς εγκληματίες (accidental or incidental

criminals). Οι πρώτοι είναι εκείνοι που συνήθως

11

απασχολούν το σύστημα της Ποινικής Δικαιοσύνης,

αποτελώντας ίσως τους καλύτερους “πελάτες” του, εξαιτίας

της συχνής υποτροπής τους. Δεν θα απείχαμε και πολύ από

την πραγματικότητα εάν αποδίδαμε την υποτροπή αυτή στο

στιγματισμό τους (labelling) από το ίδιο το σύστημα που

τους διώκει. Τα άτομα αυτά ανήκουν συνήθως στο

κοινωνικοοικονομικό περιθώριο δηλ. στις χαμηλές

εισοδηματικές τάξεις, στους αμόρφωτους, στους μακροχρόνια

άνεργους και άστεγους, στους οικονομικούς μετανάστες και

στις φυλετικές μειονότητες. Η πρόσβασή τους στο σύστημα

εξαιτίας της μειονεκτικής τους αυτής θέσης είναι μηδαμινή

για να εξασφαλίσουν την επιεική τους μεταχείρηση και έτσι

αυτό τους “ανταμοίβει” ανάλογα με το ενδιαφέρον του

συνεχή και αδιάλειπτη “επικοινωνία” μαζί τους, με το

οποίο αποδεικνύει και την εύρυθμη (;) λειτουργία του.

‘Οσον αφορά την κατηγορία των περιστασιακών

εγκληματιών παρατηρείται ότι τα μέλη της θα πρέπει να

εμποδισθούν να “μεταπηδήσουν” στην πρώτη. Γι αυτό τα

άτομα αυτά θα πρέπει να τιμωρούνται με αυστηρές ποινές

για να γίνει κατανοητό και στα ίδια αλλά και στο ευρύτερο

κοινωνικό σύνολο το ότι όχι μόνο “το έγκλημα δεν

πληρώνει” (“crime doesn’t pay”) αλλά στιγματίζει κιόλας

ανεπανόρθωτα και έτσι η επανάληψή του αντίκειται στα

καλώς εννοούμενα συμφέροντά τους που θα τα επιτύχουν μόνο

με την ομαλή κοινωνική τους επενένταξη (Eitzen – Zinn,

2004 : 344 - 45).

Στη επόμενη κατηγορία ανήκουν τα λεγόμενα εγκλήματα

κατά της ηθικής τάξης (crimes against the moral order) ή

12

εγκλήματα χωρίς θύματα (victimless crimes). Στην

προσπάθειά της να επιβάλλει τους κανόνες της ηθικής της

σε όλους η άρχουσα τάξη μιας χώρας θεσπίζει νόμους που

καθιστούν εγκληματικές, κάποιες πράξεις που αντίκεινται

σ’ αυτούς τους κανόνες. Οι ανήθικες – εγκληματικές πλέον

– πράξεις συνιστούν την κατηγορία εγκλημάτων που μας

ενδιαφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Σύμφωνα με τον

Edwin M. Schur (Shur, 1965), τέτοια εγκλήματα έχουμε στις

περιπτώσεις εκείνες που ένα παράνομο αγαθό (ναρκωτικές

ουσίες) ή μια παράνομη υπηρεσία (πορνεία/σεξ μεταξύ

συναινούντων ενηλίκων, διακίνηση πορνογραφικού υλικού,

απαγορευμένα τυχερά παιχνίδια) αποτελούν αντικείμενο

συναλλαγών χωρίς όμως φανερά να προξενείται βλάβη σε

κάποιο τρίτο πρόσωπο αλλά, ενδεχόμενα μόνο στον ίδιο το

«δράστη». Τέτοιοι «δράστες/θύματα» στις περιπτώσεις αυτές

μπορεί να είναι οι χρήστες ναρκωτικών, οι πόρνες, οι

ομοφυλόφιλοι, οι ανήλικοι, οι συμμετέχοντες σε παράνομα

τυχερά παιχνίδια κλπ.

Η αιτιολογική βάση της καθιέρωσης των πράξεων

αυτών ως αξιοποίνων έγκειται στο ότι κάθε έννομη τάξη

έχει το δικαίωμα να προφυλάξει τα ήθη των υποκειμένων σε

αυτήν ατόμων γιατί με τον τρόπο αυτό προάγει την

κοινωνική συνοχή και συναίνεση. Γιατί όμως να μην έχει

κάθε άτομο την ελευθερία να κάνει κάτι που βλάπτει μόνο

το ίδιο; Η απάντηση είναι ότι οι επιπτώσεις της

συμπεριφοράς του αυτής δεν αφορούν μόνο το ίδιο αλλά και

το άμεσο – τουλάχιστον – κοινωνικό του περιβάλλον (βλ.

13

π.χ. οικογένεια του χρήστη απαγορευμένων ουσιών, της

εκδιδόμενης, του χαρτοπαίχτη κλπ).

Από την άλλη πλευρά όμως δεν θα πρέπει να

παραβλεφθεί και το ότι η ενασχόληση του συστήματος της

Ποινικής Δικαιοσύνης με τα άτομα αυτά του στερεί τη

δυνατότητα να ασχοληθεί περισσότερο με άλλα πιο σοβαρά

για το κοινωνικό σύνολο εγκλήματα. Η νομιμοποίηση ακόμη

των παραπάνω ιδιωτικού ενδιαφέροντος πράξεων θα μπορούσε

να αποφέρει φορολογικά έσοδα στο κράτος. Η παραμονή τους

εξάλλου στην παρανομία βοηθάει ενδεχόμενα και την

ανάπτυξη των σχετικών δραστηριοτήτων του Οργανωμένου

Εγκλήματος προσπορίζοντας στους ασχολούμενους με αυτό

τεράστια – και αφορολόγητα, συνάμα – κέρδη.

Στην τρίτη από τις παραπάνω κατηγορίες υπάγονται τα

οικονομικά ή εγκλήματα του λευκού κολλάρου (white-collar

crimes) (Κουράκης κ.ά., Ι,ΙΙ,ΙΙΙ, 2007). Η συζήτηση γι’

αυτά ξεκίνησε στις ΗΠΑ από τον Edwin Sutherland το 1939.

Ο Sutherland, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στον

δράστη και όχι στην πράξη – «πρωσοποπαγής» αντίληψη σε

αντίθεση με τη στη συνέχεια επικρατήσασα «πραγματοπαγή» -

διετύπωσε την άποψη πως άτομα που ανήκαν στις υψηλές

κοινωνικοοικονομικές τάξεις, μέσα στα πλαίσια των

επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων, παρέβαιναν κανόνες

του ποινικού νόμου. Τα άτομα αυτά ο Sutherland τα ονόμασε

εγκληματίες του λευκού κολλάρου (white-collar criminals).

Στον αντίποδα ήσαν οι παραβάτες του νόμου που

προερχόντουσαν από τις κατώτερες κοινωνικοοικονομικές

τάξεις, οι εγκληματίες με το μπλε κολλάρο (blue-collar

14

criminals), όπως τους αποκάλεσε, στηριζόμενος στο ότι

συνήθως φορούσαν, λόγω της εργασίας τους, μπλε φόρμα ενώ

οι προηγούμενοι για τον ίδιο λόγο φορούσαν λευκό

πουκάμισο.

Η άποψη αυτή του Sutherland συνέδεσε την οικονομική

εγκληματικότητα με το επάγγελμα του δράστη, δεδομένου ότι

σε αυτήν ανήκαν τα εγκλήματα που έκανε κάποιος εξαιτίας

της επαγγελματικής του απασχόλησης, ενώ δεν είχαν καμία

σχέση με αυτήν οι ιδιωτικές παράνομες δραστηριότητές του.

Ο Sutherland βέβαια, ως δράστες οικονομικών

εγκλημάτων θεώρησε κατά κύριο λόγο, τους επιχειρηματίες

και γενικά τα άτομα που κατείχαν υψηλή

κοινωνικοοικονομική θέση. Άλλοι επιστήμονες όμως, όπως οι

Clinnard και Quinney, δέχθηκαν ότι σε αυτούς ανήκαν όλοι

οι επαγγελματίες εφόσον παρέβαιναν το νόμο μέσα στα

πλάισια των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων. Με τον

τρόπο αυτό έγινε πλέον λόγος για επαγγελματικά εγκλήματα

(occupational crimes).

Η δεύτερη όμως τάση μελέτης των οικονομικών

εγκλημάτων διαπνεόμενη από την «πραγματοπαγή» αντίληψη

για τη θεώρησή τους, επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην

πράξη αυτή καθ’ εαυτή και όχι πια, στον δράστη. Έτσι

προσδιορίζεται πλέον μια σειρά αξιόποινων πράξεων – χωρίς

να έχει σημασία και το ποιος τις κάνει - που συνιστούν τα

λεγόμενα οικονομικά εγκλήματα ή τα εγκλήματα που ανήκουν

στην οικονομική παραβατικότητα (Τσουραμάνης, 1996).

Ανάμεσα σε αυτά περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η

φοροδιαφυγή, οι παραβάσεις των νόμων του ανταγωνισμού, οι

15

αθέμιτες προμήθειες και καταχρήσεις χορηγήσεων κρατικών ή

διεθνών οργανισμών, οι εταιρείες - φαντάσματα, οι

πλαστογραφήσεις, οι δωροδοκίες, η εξαπάτηση των

καταναλωτών, τα περιβαλλοντικά εγκλήματα (Τσουραμάνης,

2008), η απατηλή διαφήμιση, οι χρηματιστηριακές και οι

τραπεζικές απάτες, το ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος

(Αλεξιάδης, 2004 : 241 – 246) κλπ.

Θα πρέπει πάντως να παρατηρήσουμε πως σαν τμήμα του

Κ.Π. του εγκλήματος το οικονομικό έγκλημα είναι

ενδιαφέρον για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι το ότι

δείχνει πόσο λανθασμένη είναι η κοινή αντίληψη που

συνδέει το έγκλημα μόνο με τις κατώτερες

κοινωνικοοικονομικές τάξεις. Ο δεύτερος είναι το ότι

αποδεικνύει την ανεπάρκεια των κανόνων και των αξιών που

αποδέχεται η κοινωνία μας, καθώς μέλη της με υψηλή

κοινωνικοοικονομική θέση καταφεύγουν στο έγκλημα

προκειμένου να αυξήσουν τα εισοδήματά τους.

Προχωρώντας επισημαίνουμε πως σημαντική θέση ανάμεσα

στους δράστες των οικονομικών εγκλημάτων στη σημερινή

εποχή κατέχουν οι επιχειρήσεις, οπότε αναφερόμαστε πλέον

στα εγκλήματα των επιχειρήσεων (corporate crimes),(Τhio,

2008). Οι επιχειρήσεις με την συνεχώς αυξανόμενη

συμμετοχή τους στα οικονομικά πεπραγμένα όχι μόνο μιας

χώρας αλλά και πολλών (πολυεθνικές), επιδιώκουν την

αύξηση των κερδών τους, την οποία σε αρκετές περιπτώσεις

επιτυγχάνουν παραβαίνοντας τη σχετική νομοθεσία

(Jamieson, 1994). Η σχετική εγκληματική δραστηριότητα

υποβοηθείται σημαντικά από την οικονομική διαφθορά -

16

δωροδοκία των μελών πολλών κυβερνήσεων (Βαρουτάκη, 2007:

177).

Σύμφωνα με τον Clinard και τους συνεργάτες του

(Clinard, 1980) οι παραβάσεις των επιχειρήσεων μπορεί να

είναι διοικητικές, περιβαλλοντικές, χρηματιστηριακές,

εργασιακές, παραγωγικές και εμπορευματικές .

Ειδική κατηγορία των οικονομικών εγκλημάτων

αποτελούν όπως και παραπάνω σημειώσαμε τα περιβαλλοντικά

εγκλήματα. Η σημασία τους στο σημερινό οικολογικά συνεχώς

υποβαθμιζόμενο περιβάλλον του πλανήτη μας είναι προφανής.

Γι αυτά θα θέλαμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα :

Για την ακριβή έννοια τους έχουν διατυπωθεί διάφορες

απόψεις. Έτσι, μεταξύ άλλων, οι McLaughlin και Muncie

θεωρούν ως περιβαλλοντικό έγκλημα την,

“Παράνομη ή επιβλαβή συμπεριφορά η οποία απειλεί, βλάπτει ή

καταστρέφει το φυσικό περιβάλλον” (2006:46).

Οι Carrabine et al. υποστηρίζουν την άποψη ότι,

“Ως πράσινα εγκλήματα μπορεί από πρώτη άποψη απλά να ορισθούν

εκείνα που στρέφονται κατά του περιβάλλοντος”(2004: 313)

Tέλος ο Clifford (1998 :26), δέχεται πως,

“Το περιβαλλοντικό έγκλημα είναι μια πράξη που γίνεται με πρόθεση

να βλάψει ή έχει τη δυνατότητα να προξενήσει βλάβη σε οικολογικά ή/και

βιολογικά συστήματα, με σκοπό την εξυπηρέτηση ατομικών ή εταιρικών

συμφερόντων”

Γενικότερα πάντως και με βάση τα παραπάνω θα

μπορούσαμε ίσως να υποστηρίξουμε την άποψη πως σαν

περιβαλλοντικό έγκλημα θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί κάθε

δραστηριότητα (πράξη ή παράλειψη) ατομική ή συλλογική με την οποία

17

προξενείται βλάβη (παροδική ή μόνιμη) στην ποιότητα της ζωής των εμβίων

όντων του πλανήτη μας, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό το περιβάλλον τους,

ακατάλληλο για την παραπέρα επιβίωσή τους

Οι ορισμοί αυτοί – και άλλοι ανάλογοι που έχουν

κατά καιρούς διατυπωθεί - εφόσον λαμβάνονται υπόψη από το

νομοθέτη, είναι χρήσιμοι επειδή καθορίζουν το πλαίσιο

μέσα στο οποίο εντάσσονται οι συμπεριφορές των φυσικών

(ιδιωτών) ή των νομικών (επιχειρήσεων, οργανισμών κλπ)

προσώπων που με τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους

προξενούν βλάβη στο περιβάλλον. Παράλληλα τον

διευκολύνουν στον ακριβή προσδιορισμό των διαφόρων

κατηγοριών περιβαλλοντικών εγκλημάτων αλλά και στη

θέσπιση σαφών και δύσκολα αμφισβητήσιμων κανόνων που θα

αφορούν την ευθύνη εκείνων οι οποίοι τα διαπράττουν.

Σχετικά με τις διάφορες κατηγορίες των “πράσινων”

εγκλημάτων θα πρέπει να σημειώσουμε πως σύμφωνα με την

άποψη του United Nations Interregional Crime and Justice

Institute (UNICRI) η οποία έχει υιοθετηθεί από τη

νομοθεσία των περισσοτέρων χωρών που ενδιαφέρονται

πραγματικά για την προστασία του πλανήτη, αυτά μπορεί να

είναι :

Η παράνομη απόρριψη των οικιακών αποβλήτων,

Η κυκλοφορία και η απόρριψη τοξικών αποβλήτων και

πυρηνικών υλικών,

Η απογύμνωση των δασών,

Η μόλυνση του περιβάλλοντος ,

Η παράνομη εμπορία ουσιών που μειώνουν την ποσότητα

του όζοντος στην ατμόσφαιρα και,

18

Το παράνομο εμπόριο και η λαθροθηρία ειδών του

ζωϊκού βασιλείου που κινδυνεύουν να εξαφανιστούν

(Soyland, 2000 : 316 – 19)).

Ο Carrabine et. al. (όπ. παρ.) αναφερόμενοι

επίσης, στις διακρίσεις των περιβαλλοντικών εγκλημάτων,

τα κατατάσσουν σε δύο ευρείες κατηγορίες :

Στα κατά κύριο λόγο “πράσινα” εγκλήματα, στα οποία

ανήκουν εκείνα που συντελούν άμεσα στην καταστροφή

και στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος και σαν τέτοια

θεωρούν τη μόλυνση του αέρα και του νερού, την

αποψίλωση των δασών και την εξαφάνιση ειδών του

ζωϊκού βασιλείου και

Στα κατά σύμβαση ή εξαρτώμενα (από τα προηγούμενα)

“πράσινα” εγκλήματα, τα οποία πηγάζουν από τις

παραβάσεις των κανόνων που αποσκοπούν στην προστασία

του περιβάλλοντος από εκείνους οι οποίοι είναι

θεσμικά υποχρεωμένοι να φροντίζουν για τη φύλαξή

του. Κλασικό έγκλημα της κατηγορίας αυτής θεωρούν

την άσκηση κρατικής βίας κατά μεμονωμένων ακτιβιστών

ή ομάδων ακτιβιστών που ζητούν την τήρηση των

κανόνων που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος.

Οι παραπάνω διακρίσεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν

ενδεικτικές και να μας βοηθήσουν ειδικότερα στην

κατανόηση του ιδιάζοντα χαρακτήρα των εγκλημάτων αυτών.

Ωστόσο θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως η φύση και η

έκταση της βλάβης που προξενούν στο περιβάλλον τα διάφορα

“πράσινα” εγκλήματα είναι ένα θέμα προς συζήτηση.

Υπάρχουν διάφορες δραστηριότητες που βλάπτουν το

19

περιβάλλον και δεν θα μπορούσαν σε κάθε περίπτωση να

θεωρηθούν και ως stricto senso περιβαλλοντικά εγκλήματα.

Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίπτωση ενός ιδιωτικής

χρήσεως αυτοκινήτου που εκπέμπει καυσαέρια πέρα από τα

επιτρεπόμενα όρια. Τα καυσαέρια αυτά θα βλάψουν το

περιβάλλον μόνον αν ενωθούν με εκείνα πολλών άλλων ακόμη

αυτοκινήτων. Η μεμονωμένη εκπομπή τους από το

συγκεκριμένο αυτοκίνητο θα πρέπει να θεωρηθεί αξιόποινη

συμπεριφορά; Βέβαια, κάτι τέτοιο θα εξαρτηθεί από το εάν

θα υιοθετηθεί μία στενή ή μία ευρεία ερμηνεία του όρου

“μόλυνση του περιβάλλοντος”. H πρώτη θα δώσει αρνητική

και η δεύτερη θετική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα.

Η κοινωνική απαξία εξάλλου των εγκλημάτων αυτών

έχει να κάνει και με την ηθική τους διάσταση. Παραδοσιακά

ως δράστες τους θεωρούνται εκείνοι που ανήκουν στα

ευπορότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα σε αντίθεση με τα

θύματά τους που συναντώνται στις αντίστοιχες κατώτερες

τάξεις (Reiman,2004:205 επ.) . Οικολογικά υποβαθμισμένες

περιοχές και με έντονη μάλιστα, μόλυνση του περιβάλλοντός

τους συνήθως, είναι εκείνες στις οποίες κατοικούν οι

οικονομικά ασθενέστεροι. Οι περιοχές αυτές βρίσκονται

κοντά στην εστία ρύπανσής τους δηλ. το εργοστάσιο στο

οποίο οι παραπάνω εργάζονται. Έτσι, εύλογο και

δικαιολογημένο - από τη μειονεκτική θέση στην οποία

βρίσκονται οι τελευταίοι-, είναι η κοινή γνώμη να είναι

με το μέρος τους και όχι με το μέρος εκείνων που

κερδοσκοπούν εις βάρος της υγείας τους. Για το λόγο αυτό

20

ευνοεί και την ιδιαίτερα αυστηρή ποινική τους

μεταχείρηση.

Τα περιβαλλοντικά εγκλήματα διαπράττονται τόσο από

μεμονωμένα άτομα (ιδιώτες) όσο και από επιχειρήσεις. Οι

περιβαλλοντικές παραβάσεις των δευτέρων που ανήκουν στην

κατηγορία των εγκλημάτων του “λευκού περιλαιμίου” (“white

collar crimes”) και ειδικότερα των εγκλημάτων των

επιχειρήσεων (business or corporate crimes) δημιουργούν

και τα σοβαρότερα οικολογικά προβλήματα, πράγμα που

οφείλεται στον εκτεταμένο κύκλο των εργασιών τους.

Πιο συγκεκριμένα έχει διαπιστωθεί ότι σημαντικός

αριθμός επιχειρήσεων ρίχνουν τα απόβλητά τους στο

έδαφος, στο νερό ή στον αέρα επειδή γνωρίζουν πως το

κόστος αγοράς και λειτουργίας οικολογικά ασφαλών

μηχανημάτων κατά της ρύπανσης, θα τους είναι οικονομικά

ασύμφορος. Αν μάλιστα οι επιχειρήσεις αυτές είναι

πολυεθνικές και οι θυγατρικές τους έχουν σαν έδρα τους

χώρες του τρίτου κόσμου, στις οποίες ο σχετικός έλεγχός

τους είναι σχεδόν ανύπαρκτος, την τακτική αυτή την

ακολουθούν συστηματικά. (βλ. σχετ. μ.ά. για την περίπτωση

του Μποπάλ και της Union Carbide:

http :// act . greenpeace . org / ams / e ? a = Bhopal & s = blue 2 ). Το

γεγονός δε ότι η νομοθεσία των διαφόρων χωρών, σε πολλές

περιπτώσεις είναι ασαφής όσον αφορά τα θέματα της

ποινικοποίησης της εταιρικής ευθύνης, καθιστά τις μορφές

αυτές εγκληματικής συμπεριφοράς απλά αστικά αδικήματα ή

διοικητικές μόνο παραβάσεις με συνέπεια την “επικάλυψη”

του αξιόποινου χαρακτήρα τους.

21

Το γεγονός επίσης, της αυξημένης δυνατότητας

επηρεασμού του κρατικού μηχανισμού γενικότερα αλλά και

του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης

ειδικότερα, λόγω της μεγάλης διαφθοράς που επικρατεί σε

πολλές χώρες, συμβάλλει αποφασιστικά στο να περιληφθούν

τα σοβαρότερα περιβαλλοντικά εγκλήματα που διαπράττονται

από τις επιχειρήσεις στον “σκοτεινό αριθμό” (dark figure)

της εγκληματικότητας, μη εμφανιζόμενα στις σχετικές

στατιστικές. Έτσι, δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση της

υπεροχής των ιδιωτών – δραστών έναντι των επιχειρήσεων –

δραστών παρότι και η βλάβη που προξενεί στο περιβάλλον η

εγκληματική συμπεριφορά των πρώτων υπολείπεται σημαντικά

εκείνης που πρροκαλούν οι δεύτερες όπως π.χ. η παράβαση

του οικοδομικού κανονισμού που κάνει ένας ιδιώτης σε

σχέση με τη ρύπανση μιας ακτής 2 – 3 χιλιομέτρων που

οφείλεται στην απόρριψη των αποβλήτων της Χ βιομηχανίας

χημικών παρασκευασμάτων, σε αυτή. Στη χώρα μας ο βασικός Ν. 1650/1986 όπως ισχύει

σήμερα, προβλέπει τόσο ποινικές όσο και διοικητικές

κυρώσεις αλλά, καθιερώνει ταυτόχρονα και την αστική

ευθύνη για όποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο προκαλέσει τη

ρύπανση ή την υποβάθμιση του περιβάλλοντος.

Με βάση εξάλλου την άποψη ότι οι παραβάσεις που

αφορούν το περιβάλλον για να αντιμετωπισθούν

αποτελεσματικά, θα πρέπει να ποινικοποιηθούν έχουμε και

την πρόσφατη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

και του Συμβουλίου -υπ΄αρθ. 2007/0022 (COD) - σχετικά

με την προστασία του περιβάλλοντος μέσω του Ποινικού

22

Δικαίου, σύμφωνα με το ά.3 της οποίας προσδιορίζονται οι

ακόλουθες εννέα κατηγορίες των “πράσινων” εγκλημάτων, τα

οποία «…αποτελούν ποινικά αδικήματα, εφόσον είναι προϊόν

ενεργειών εκ προθέσεως ή τουλάχιστον βαρειάς αμέλειας…» :

«..α) η απόρριψη, εκπομπή ή εισαγωγή ποσότητας υλικών ή ιοντίζουσας

ακτινοβολίας

στην ατμόσφαιρα, το έδαφος ή το νερό, που προκαλεί θάνατο ή σοβαρές

σωματικές

βλάβες προσώπων·

β) η παράνομη απόρριψη, εκπομπή ή εισαγωγή ποσότητας υλικών ή

ιοντίζουσας

ακτινοβολίας στον αέρα, το έδαφος ή το νερό, που προκαλεί ή ενδέχεται να

προκαλέσει το θάνατο ή σοβαρές σωματικές βλάβες σε πρόσωπα ή

ουσιαστικές

βλάβες στην ποιότητα του αέρα, του εδάφους, του νερού, στα ζώα ή τα φυτά·

γ) η παράνομη επεξεργασία, συμπεριλαμβανόμενης της διάθεσης και της

αποθήκευσης, της μεταφοράς, της εξαγωγής ή της εισαγωγής αποβλήτων,

μεταξύ άλλων και επικίνδυνων αποβλήτων, που προκαλούν ή ενδέχεται να

προκαλέσουν το θάνατο ή σοβαρές σωματικές βλάβες σε πρόσωπα ή

ουσιαστικές βλάβες στην ποιότητα του αέρα, του εδάφους, του νερού, στα

ζώα ή τα φυτά·

δ) η παράνομη λειτουργία μονάδας η οποία εκτελεί επικίνδυνες

δραστηριότητες ή στην οποία αποθηκεύονται ή χρησιμοποιούνται επικίνδυνες

ουσίες ή παρασκευάσματα και η οποία, προκαλεί ή ενδέχεται να προκαλέσει,

εκτός της μονάδας, το θάνατο ή σοβαρές σωματικές βλάβες σε πρόσωπα ή

ουσιαστικές βλάβες στην ποιότητα του αέρα, του εδάφους, του νερού, στα

ζώα ή τα φυτά·

23

ε) η παράνομη μεταφορά αποβλήτων όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος

35 του

κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1013/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του

Συμβουλίου για κερδοσκοπικούς σκοπούς και σε μη αμελητέα ποσότητα,

ανεξάρτητα του εάν η μεταφορά εκτελείται σε ένα στάδιο ή σε πολλαπλές αλλά

προφανώς αλληλένδετες επιχειρήσεις·

στ) η παράνομη παραγωγή, επεξεργασία, αποθήκευση, χρήση, μεταφορά,

εξαγωγή ή

εισαγωγή πυρηνικών υλικών ή άλλων επικινδύνων ραδιενεργών ουσιών που

προκαλούν ή ενδέχεται να προκαλέσουν θάνατο ή σοβαρή σωματική βλάβη σε

πρόσωπα ή ουσιαστική βλάβη στην ποιότητα του αέρα, του εδάφους, του

νερού, στα

ζώα ή τα φυτά·

ζ) η παράνομη κατοχή, σύλληψη, βλάβη, θανάτωση ή εμπορία

προστατευόμενων ειδών της άγριας χλωρίδας και πανίδας ή μερών ή

παραγώγων αυτών·

η) η παράνομη και ουσιαστική υποβάθμιση προστατευόμενων οικολογικών

ενδιαιτημάτων·

θ) η παράνομη εμπορία ή χρήση ουσιών που καταστρέφουν τη στιβάδα του

όζοντος»

Η ποινικοποίηση όμως, των παραπάνω παραβάσεων

έστω και από όλα τα κράτη – μέλη της Ε.Ε. ή και από

οποιαδήποτε άλλη έννομη τάξη, δεν είναι βέβαιο πως θα

αποτελέσει πανάκεια για την προστασία του περιβάλλοντος

αν αναλογιστούμε ότι,

α.- Παρουσιάζονται συνήθως ποικίλα νομικά προβλήματα στην

άσκηση των ποινικών διώξεων των δραστών που αφορούν τον

ακριβή προσδιορισμό τόσο των ίδιων – φυσικών ή νομικών

24

προσώπων (ιδιωτών ή επιχειρήσεων) – όσο και των παράνομων

δραστηριοτήτων τους,

β.- Στις περιπτώσεις ειδικότερα της μόλυνσης του

περιβάλλοντος ούτε η πρόθεση ούτε η τελική υπαιτιότητά

των δραστών μπορούν να είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένες, με

συνέπεια τη συχνή απαλλαγή τους από τα ποινικά δικαστήρια

και

γ.- Ακόμη όμως, κι αν υπάρξει καταδίκη του/ων δράστη/ων,

η ποινή που του/ς επιβάλλεται στις περισσότερες

περιπτώσεις είναι δυσανάλογη σε σχέση με τη ζημιά που

επέφερε/αν στο περιβάλλον. Η άποψή μας είναι ότι η ευαισθητοποίηση του κοινού με

διάφορους τρόπους και η δημιουργία “οικολογικής συνείδησης”

κυρίως στους νέους – όπως π.χ. με διαλέξεις ειδικών, ημερίδες,

εκπαιδευτικά ντοκυμαντέρ, κινηματογραφικές ταινίες, μαθήματα

σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ραδιοτηλεοπτικές

εκπομπές, αρθρογραφία στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό τύπο,

συμβουλές μέσω διαδικτυακών τόπων (Τσουραμάνης – Χαϊνάς,

2007 : 215) κλπ. – για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα

ο πλανήτης μας, θα ήταν δυνατόν - επειδή θα λειτουργούσαν

προληπτικά - να προσφέρουν πολύ περισσότερα στην προστασία του

περιβάλλοντος από οποιαδήποτε ποινικοποίηση παραβάσεων που την

αφορούν και η οποία σε τελική ανάλυση μπορεί να λειτουργήση

δυστυχώς, μόνο κατασταλτικά.

Η τέταρτη κατηγορία αφορά τα εγκλήματα που

διαπράττονται από τις Εγκληματικές Οργανώσεις (Organized

Crime). Ειδικότερα :

Ως εγκληματική οργάνωση θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε

μια ομάδα τουλάχιστον τριών ατόμων, που έχει συγκροτηθεί

25

με σκοπό τη διάπραξη εγκλημάτων για κάποιο χρονικό

διάστημα, είτε σε εθνικό είτε σε διεθνές

(διασυνοριακό/υπερεθνικό) επίπεδο (Χλούπης, 2005) και η

οποία διαθέτει αυστηρή ή χαλαρή ιεραρχική δομή και

συγκεκριμένους κανόνες λειτουργίας. (βλ. διάφορους

ορισμούς στο http://www.organized-crime.de/OCDEF1.htm ).

Σχετικά με την οργανωτική δομή των εγκληματικών αυτών

οργανώσεων (Ε.Ο.) θα πρέπει να πούμε πως με βάση τη

διεθνή εμπειρία αυτές διακρίνονται σε δυο κατηγορίες : η

πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει Ε.Ο. που έχουν οργανωτική

δομή αυστηρή και συγκεκριμένη, που προσεγγίζει εκείνη

μιας μεγάλης επιχείρησης και οι οποίες επεκτείνουν τη

δράση τους κατά κανόνα, σε βάθος χρόνου. Χαρακτηριστικά

παραδείγματα Ε.Ο. της κατηγορίας αυτής αποτελούν η

Αμερικανική, η Σικελική και η Ρωσική Μαφία, η Ιαπωνική

Γιακούζα, οι Κινέζικες Τριάδες κ.α.

Αντίθετα, η οργανωτική δομή των Ε.Ο. της δεύτερης

κατηγορίας είναι χαλαρή, ευκαιριακή και αυθόρμητη και

αφορά την τέλεση από τα μέλη της μιας σειράς

συγκεκριμένων εγκληματικών πράξεων – όπως π.χ. κλοπών,

διαρρήξεων, ληστειών τραπεζών – με περιορισμένη χρονικά

και τοπικά δράση. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της

κατηγορίας αυτής Ε.Ο. αποτελούν οι διάφορες

μικροσυμμορίες κακοποιών που απασχολούν τα καθημερινά

αστυνομικά δελτία.

Ευνόητο είναι πως η πρώτη από τις κατηγορίες αυτές

των εγκληματικών οργανώσεων παρουσιάζει μεγαλύτερο

ενδιαφέρον λόγω της επικινδυνότητάς της που πηγάζει από

26

την οργανωτική δομή, τη συχνά διεθνή δράση της και τη

μεγάλη διάρκειά της και γι’αυτό θα επικεντρώσουμε την

προσοχή μας σε αυτήν.

Κλασική περίπτωση της κατηγορίας αυτής είναι η

Αμερικανική Μαφία, η μακροβιότερη και πλέον διάσημη

παγκοσμίως για τα «κατορθώματά» της Ε.Ο. Η οργανωτική

δομή της μελετήθηκε μεταξύ άλλων, επιστημονικά και από

τον Donald Cressey (Cressey, 1969).

Σύμφωνα με τον Cressey η συγκεκριμένη οργάνωση

Ιταλών μεταναστών, με βασική οργανωτική μονάδα την

«οικογένεια», αποτελούνταν από 24 τουλάχιστον

«οικογένειες» που ήσαν γνωστές με το όνομα του αρχηγού

τους – Gambino, Genovese, Bonanno, Lucchese, Colombo κλπ.

- και είχαν την έδρα τους σε διάφορες πόλεις των ΗΠΑ.

Κάθε «οικογένεια» (famiglia) είχε την ίδια ιεραρχική δομή

θέσεων που κυμαινόταν από την υψηλότερη ως τη χαμηλότερη

ως εξής : don ή αρχηγός, υπαρχηγός (underboss), σύμβουλος

(consigliere), τοποτηρητές (caporegime), στρατιώτες

(soldati). Η εξουσία του αρχηγού ήταν απόλυτη και

επισκιαζόταν μόνο από την “επιτροπή”. Οι τοποτηρητές

(capporegime) είχαν το ρόλο του ενδιαμέσου μεταξύ του

αρχηγού και των στρατιωτών. Ο αρχηγός της κάθε

«οικογένειας» προσδιόριζε τις εγκληματικές δραστηριότητες

των μελών της. Οι αρχηγοί των ισχυρότερων οικογενειών

αποτελούσαν την «επιτροπή». Η επιτροπή ήλεγχε, είχε τη

διεύθυνση και επηρέαζε τη συνεργασία των διαφόρων

«οικογενειών» μεταξύ τους. Ειδικότερα, όριζε τις περιοχές

επιρροής της κάθε «οικογένειας», διευθετούσε τις

27

διαφωνίες τους και περιστασιακά διέταζε την εκτέλεση όσων

παραβίαζαν τους κανόνες της συλλογικής τους δράσης. Η

οργάνωση είχε τον δικό της κώδικα συμπεριφοράς. Οι

κανόνες του κώδικα αυτού, η αυστηρή τήρηση των οποίων

καθιστούσε ιδιαίτερα δύσκολη την δίωξη των μελών της

οργάνωσης από τις διωκτικές αρχές, κατά τον Cressey ήσαν

οι ακόλουθοι :

«1.- Να είσαι πιστός στα άλλα μέλη και να μην επεμβαίνεις στα συμφέροντά

τους.

2.- Να είσαι λογικός και με καθαρό μυαλό. Να παρανομείς με ήσυχο, ασφαλή

και επικερδή τρόπο και να μην χρησιμοποιείς βία για τη διευθέτηση των

διαφορών σου με τα άλλα μέλη της οικογένειας.

3.- Να σέβεσαι πάντοτε τις γυναίκες και τους ηλικιωμένους.

4.- Να είσαι τίμιος. Να μην πουλήσεις τους φίλους σου, όσο σοβαρή κι αν

είναι η απειλή ή η τιμωρία σου από την αστυνομία.

5.- Να είσαι έξυπνος και να μην αφήνεις κανένα να σε ξεγελάσει».

Στη συνέχεια παρατηρούμε πως όπως έχει διαπιστωθεί

από πλήθος σχετικών ερευνών αλλά και από τις σχετικές

αναφορές των διωκτικών αρχών, οι παράνομες δραστηριότητες

των οργανώσεων αυτών αφορούν:

Α.- Την πώληση παράνομων αγαθών και υπηρεσιών, όπως π.χ.

το λαθρεμπόριο ναρκωτικών, ποτών, τσιγάρων, κλεμμένων

οχημάτων και όπλων, τα παράνομα τυχερά παιχνίδια, τα

τοκογλυφικά δάνεια καθώς και την πορνεία και πλέον και

την παιδική πορνογραφία στο Διαδίκτυο.

Β.- Την παροχή «προστασίας» σε επιχειρήσεις δηλ. την

απόσπαση χρημάτων από νόμιμους επιχειρηματίες για να μην

προξενήσουν υλικές ζημιές στις εγκαταστάσεις των

28

επιχειρήσεων τους ή για να μην προξενήσουν σωματικές

βλάβες στους ίδιους ή σε μέλη της οικογένειάς τους.

Γ.- Την παράνομη διακίνηση μεταναστών από τις χώρες του

τρίτου κόσμου προς τη δύση, -“human trafficking”-

(Συκιώτου, 2007), κυρίως γυναικών με σκοπό την παραπέρα

σεξουαλική τους εκμετάλλευση και παιδιών για την πώληση

των ίδιων ή των οργάνων τους αλλά και ανδρών με σκοπό

την εκμετάλλευση της εργασίας τους και

Δ.- Τη διεύθυνση νόμιμων επιχειρήσεων με σκοπό το

«ξέπλυμα βρώμικου χρήματος» (Αλεξιάδης, 2004 : 215 –

246). Τέτοιες επιχειρήσεις είναι συνήθως καζίνα,

νυχτερινά κέντρα, ξενοδοχεία αλλά και τραπεζικές,

επενδυτικές, οικοδομικές, μεσιτικές και ασφαλιστικές

κ.ά. επιχειρήσεις.

Θα πρέπει να σημειώσουμε πως σημαντικό μερίδιο στη

επιτυχημένη ολοκλήρωση των παράνομων δραστηριοτήτων των

Ε.Ο. καταλαμβάνουν οι διασυνδέσεις τους με άτομα της

πολιτικής εξουσίας και του συστήματος της ποινικής

δικαιοσύνης (αστυνομικούς, δικαστές, εισαγγελείς,

δικηγόρους) των χωρών στις οποίες δρουν και οι οποίες

αναδεικνύουν τη διαφθορά τους (Αλεξιάδης, 2004 : 235 –

40). Παράλληλα και το γεγονός της αυξημένης ζήτησης που

εξακολουθούν να έχουν στο ευρύ κοινό τα παράνομα προϊόντα

και οι υπηρεσίες που προσφέρουν, βοηθά ιδιαίτερα στη

συνεχή αύξηση των κερδών τους. Ακόμη και η ελεύθερη

διακίνηση προσώπων και πραγμάτων στα πλαίσια των

σημερινών διεθνών συναλλαγών καθώς και οι διευκολύνσεις

που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία στον τομέα των

29

επικοινωνιών (όπως π.χ. το Διαδίκτυο) εξυπηρετούν

σημαντικά τη δράση τους και δυσχεραίνει στο έπακρο τις

προσπάθειες των διωκτικών αρχών για την εξάρθρωσή τους.

Σχετικά με τις Ε.Ο. στη χώρα μας θα πρέπει να

πούμε ότι η βασική σχετική νομοθετική πρόβλεψη αναφέρεται

στο τροποποιημένο με το Ν. 2928/2001, ά.187 Π.Κ.

Ειδικότερα και σύμφωνα με το ά. αυτό η Ε.Ο.

είναι μια ομάδα που αποτελείται από τρία ή περισσότερα

πρόσωπα δομημένη και με διαρκή δράση η οποία διαπράττει

τα κακουργήματα που αναφέρονται στα ά. 207, 208, 216,

218, 242, 264, 265,268, 270,272, 277, 279, 291, 299, 310,

322, 323, 324, 327, 336, 338, 339, 374, 375, 380, 385,

386, 386Α και 404 “όπως επίσης και κακουργήματα που προβλέπονται

στη νομοθεσία περί ναρκωτικών, όπλων, εκρηκτικών υλών και προστασίας

από υλικά που εκπέμπουν επιβλαβείς για τον άνθρωπο ακτινοβολίες.”.

Όποιος δε συγκροτεί ή εντάσσεται σε μια τέτοια ομάδα

τιμωρείται με πρόσκαιρη κάθειρξη από 5 – 10 έτη.

Από νομοθετική επίσης άποψη θα πρέπει να

παρατηρήσουμε πως στην Ε.Ε. (Επιτροπή Κ4, βλ. έγγραφο

ENFORO 161 RGV1) για να θεωρηθεί ότι μια εγκληματική

πράξη ανήκει στο οργανωμένο έγκλημα θα πρέπει να

συντρέξουν τουλάχιστον έξι από τα παρακάτω χρακτηριστικά,

από τα οποία υποχρεωτικά τα αναφερόμενα με στοιχεία 1, 3,

5 και 11.

1. Συνεργασία μεταξύ περισσοτέρων των δύο προσώπων,

2. Καταμερισμός των καθηκόντων,

3. Μεγάλη ή απροσδιόριστη χρονικά διάρκεια,

4. Κάποια μορφή πειθαρχίας και ελέγχου,

30

5. Υπόνοιες διάπραξης σοβαρών ποινικών αδικημάτων,

6. Διεθνής δράση,

7. Χρήση βίας ή άλλων μέσων εκφοβισμού,

8. Χρήση εμπορικών ή επιχειρηματικών δομών,

9. Εμπλοκή σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες

δραστηριότητες (ξέπλυμα χρημάτων),

10. Άσκηση επιρροής στους τομείς της πολιτικής, των

ΜΜΕ, της δημόσιας διοίκησης, των δικαστικών αρχών

ή της οικονομίας και

11. Επιδίωξη κέρδους και/ή ισχύος ως βασικού

στόχου.

Ολοκληρώνοντας, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι

δραστηριότητες των Ε.Ο. που δρουν στη χώρα μας

αναφέρονται στην “Eτήσια Έκθεση Περιγραφής για το

Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα” που συντάσσεται από το

Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας. Τις ετήσιες εκθέσεις

για τα έτη 2004 και 2005 μπορεί να τις αναζητήσει κάθε

ενδιαφερόμενος στο δικτυακό τόπο της ΕΛ.ΑΣ.

(www . astynomia . gr ).

Όσον αφορά τη σημερινή κατάσταση διαφόρων Ε.Ο.

σε διεθνή κλίμακα το παρακάτω κείμενο είναι ιδιαίτερα

κατατοπιστικό (βλ. σχετ.

http://www.men24.gr/html/ent/128/ent.25128.asp ) :«……... Το ΜΕΝ 24 σας παρουσιάζει τα πιο ισχυρά συνδικάτα εγκλήματος στον κόσμο.

1. Γιακούζα

Έχοντας στενούς δεσμούς με πολλούς πολιτικούς και με δεξιές πολιτικές ομάδες

κοινωνικής πίεσης, τα συνδικάτα εγκλήματος της Ιαπωνίας ενεργούν χωρίς να

φοβούνται και πολύ το νόμο.

Οι πρωταγωνιστές: Η μεγαλύτερη ομάδα των γιακούζα είναι η Γιαμαγκούτσι-γκούμι

31

(Yamaguchi-gumi), της οποίας τα 39,000 μέλη αποτελούν σχεδόν τους μισούς από

όλους τους Γιαπωνέζους γκάνγκστερ. Έχοντας το αρχηγείο της στην Κόμπ, η συμμορία

αναπτύσσεται γρήγορα μέσω της απόκτησης εταιρικού ύφους. Ο τωρινός νονός Κενίκι

Σινόντα διευθύνει την εγκληματική του αυτοκρατορία από την φυλακή. Πρόκειται για

την δεύτερη φυλάκισή του. Την δεκαετία του ’70, φυλακίστηκε επειδή τεμάχισε με

ξίφος έναν ανταγωνιστή του.

Ιδιαιτερότητες: Δημοσιότητα και στυλ. Οι γιακούζα είναι το πιο ανοιχτό από όλα τα

συνδικάτα εγκλήματος, με επίσημα αρχηγεία, επώνυμο εμπόρευμα και

επιχειρησιακές κάρτες. Φανταχτερά κοστούμια, διακριτικά τατουάζ με τίγρεις, και

κομμένα δάχτυλα (που κόπηκαν σαν τιμωρία για κάποια αποτυχία) δημιουργούν μια

ρομαντική δημόσια εικόνα. Ενώ με ανθρωπιστικές χειρονομίες και αποφεύγοντας να

σκοτώνουν πολίτες, έχουν κάνει τον κόσμο να αγνοεί πρόθυμα την βία των

συμμοριών.

Τι επιφυλάσσει το μέλλον: Σε συγκρούσεις με τις αρχές. Διάφορες πρόσφατες

δολοφονίες υψηλά ιστάμενων προσώπων μπορεί να σημάνουν το τέλος της ανοχής

της κυβέρνησης. Η αστυνομία προσέλαβε 10,000 επιπλέον αστυνομικούς για να

αντιμετωπίσει τις συμμορίες. Παράλληλα, η επέκταση της Γιαμαγκούτσι-γκούμι στο

Τόκυο προκαλεί την αντίδραση των ανταγωνιστών της και μπορεί να οδηγήσει σε

αιματηρούς πολέμους στις περιοχές ελέγχου των συμμοριών.

2. Ρωσική Μαφία

Τουλάχιστον το ένα δέκατο του εδάφους της Ρωσίας και το ένα τέταρτο της

οικονομίας της βρίσκεται υπό την εξουσία 300.000 μελών, κατά προσέγγιση, που

ανήκουν σε περίπου 450 διαφορετικές ρωσικές συμμορίες.

Οι πρωταγωνιστές: Καμία οργάνωση δεν φαίνεται να κυριαρχεί. Εκτός και αν

μετρήσουμε και την ίδια την Ρωσική κυβέρνηση, μέρος της οποίας έχει καταληφθεί

τελείως. Το βιογραφικό του πρόσφατα συλληφθέντα Βλαντιμίρ Νικολάγεφ είναι

συνηθισμένο: μέλος της πολιτικής παράταξης του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν,

δήμαρχος του Βλαντιβοστόκ, και ιδιοκτήτης μιας αυτοκρατορίας θαλασσινών,

κρεάτων και επιχειρήσεων επεξεργασίας ξυλείας. Πήρε τη θέση του δημάρχου όταν ο

αντίπαλός του «σκόνταψε» σε μια χειροβομβίδα που είχαν αφήσει έξω από το

γραφείο του.

Ιδιαιτερότητες: Ανελέητοι. Οι Ρώσοι είναι διατεθειμένοι να κυνηγήσουν

δημοσιογράφους, αστυνομία και ανώτερους υπαλλήλους, σε τέτοιο σημείο που θα

έκανε άλλα συνδικάτα να αηδιάσουν. Η δολοφονία του Άντρεϊ Κοζλόφ, κορυφαίου

32

αντιπροσώπου της Κεντρικής Ρωσικής Τράπεζας και πολέμιου της διαφθοράς, το

Σεπτέμβριο του 2006, ήταν μια ξεκάθαρη δήλωση ότι η Ρωσική Συμμορία δεν θα

αναγκαστεί από κανέναν να αποσυρθεί.

Τι επιφυλάσσει το μέλλον: Ψηλά! Οι λόρδοι του Ρωσικού εγκλήματος απομακρύνονται

από τους περιορισμούς της μαύρης αγοράς και αναλαμβάνουν νόμιμες επιχειρήσεις,

όπως χημικά εργοστάσια, λιμάνια και τράπεζες. Οι πυροβολισμοί έχουν σταματήσει,

καθώς οι συμμορίες έχουν ενωθεί και έχουν πλέον επικεντρωθεί σε αφανείς

διαπραγματεύσεις. Η παγκοσμιοποίηση είναι επίσης μέσα στα σχέδιά τους, με την

βαριά Ρωσική παρουσία να επεκτείνεται στο Ισραήλ και την παραλία του Μπράιτον

στη Νέα Υόρκη.

3. Ιταλική Μαφία

Όταν μιλάμε για οργανωμένο έγκλημα, οι πρώτοι που μας έρχονται στο μυαλό είναι

οι Ιταλοί. Με κατ' εκτίμηση εισοδήματα $50 δισεκατομμύρια το 2005, η Ιταλική μαφία,

αν συγχωνευτεί, θα γίνει μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες της Ιταλίας.

Οι πρωταγωνιστές: Η Κόζα Νόστρα της Σικελίας είναι σίγουρα μια δύναμη που πρέπει

να λάβουμε υπόψη μας, καθώς κρατάει το νησί υπό την εξουσία της εδώ και

δεκαετίες. Ωστόσο, η Ντρανγκέτα της Καλαβρίας έρχεται στο προσκήνιο σαν μια

μεγαλύτερη, ισχυρότερη, πιο βάναυση και πιο παγκόσμια παρουσία. Τα 10,000 μέλη

της βρίσκονται στο κέντρο του δικτύου διακίνησης ναρκωτικών, με διασυνδέσεις από

την Κολομβία μέχρι τις Ευρωπαϊκές αγορές.

Ιδιαιτερότητες: Ισχυρές τοπικές και οικογενειακές διασυνδέσεις. Η Κόσα Νόστρα είναι

διάσημη για την επιβολή του omertà, -- κώδικας σιωπής -- στους ντόπιους

πληθυσμούς, τους κυβερνητικούς υπαλλήλους, ακόμα και στην εκκλησία. Μαζί με

άλλες οικογένειες της Μαφίας εκμεταλλεύονται φτωχές κοινότητες και σχεδόν

φεουδαρχικές κοινωνίες, προκειμένου να διατηρήσουν την δύναμη και την επιρροή

τους.

Τι επιφυλάσσει το μέλλον: Μάχονται για την επιβίωσή τους. Η σύλληψη του Μπερνάντο

Προβενζάνο, του αρχηγού τον αρχηγών, έξω από το Κορλεόνε, τον περασμένο Απρίλιο,

ήταν για την Κόσα Νόστρα ένα θανατηφόρο χτύπημα. Αμέσως μετά, 24 νονοί

συνελήφθησαν σε μια σειρά δραματικών επιθέσεων. Με τη διάλυση της αρχηγίας της

Σισιλιανής Μαφίας, διαπιστώνεται η επιθετική στάση της κεντροαριστερής

κυβέρνησης της Ιταλίας που σύντομα θα στρέψει την προσοχή της και προς την

Ντραγκέτα και άλλες εγκληματικές οικογένειες.

4. Μεξικάνικα Καρτέλ Ναρκωτικών

33

Τα αυξανόμενα απαγορευτικά μέτρα των Αμερικάνικων αρχών έβγαλαν τα

Κολομβιανά καρτέλ έξω από το εμπόριο ναρκωτικών και οι διεφθαρμένες συμμορίες

του Μεξικού έχουν αρχίσει να δείχνουν ενδιαφέρον προκειμένου να πάρουν τη θέση

τους.

Οι πρωταγωνιστές: Τα καρτέλ της Σινόλα και του Κόλπου έχουν επιχειρησιακούς

συνδέσμους στην Αριζόνα και το Τέξας, αντίστοιχα. Η τρίτη μεγαλύτερη συμμορία που

κινείται έξω από την Τιγουάνα, συναγωνίζεται μαζί τους για τα δικαιώματα να

προμηθεύει στους Αμερικανούς χρήστες κοκαΐνη και μεταμφεταμίνες που φέρνει

μέχρι και από τη Κίνα. Οι αρχηγοί και των τριών καρτέλ βρίσκονται στη φυλακή,

αλλά οι οργανώσεις τους συνεχίζουν τη δράση τους σύμφωνα με τις δολοφονικές

τους μεθόδους.

Ιδιαιτερότητες: Ροπή προς τα πολυμέσα. Τα καρτέλ μπλέχτηκαν πρόσφατα σε έναν

σφοδρό πόλεμο με το νόμο, και οι εκτελέσεις και οι βασανισμοί, μέσω των οποίων

πολεμούν, έχουν γίνει το θέμα πολυάριθμων μουσικών βίντεο, που δημοσιεύθηκαν

στο YouTube από μέλη της συμμορίας. Όταν ένα βίντεο δεν έχει να πει αρκετά, τα μέλη

της συμμορίας κουνάνε με μένος τα αποκεφαλισμένα κεφάλια των εχθρών σαν

προειδοποίηση.

Τι επιφυλάσσει το μέλλον: Πάντως όχι προς την άνοδο. Ο Μεξικανός Πρόεδρος Φελίπε

Καλντερόν έχει μεταφέρει ολόκληρη τη στρατιωτική δύναμη του Μεξικού για να

συγκρατήσει τις συμμορίες. Δημιούργησε ακόμα μια ειδική ομάδα καταδρομέων που

παίρνουν διαταγές άμεσα από τον ίδιο. Αλλά τα ναρκωτικά εξακολουθούν να ρέουν

και τα πτώματα να συσσωρεύονται. Μόνο για φέτος, τα καρτέλ έχουν σκοτώσει μέχρι

στιγμής πάνω από 1,000 ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων υψηλά ιστάμενων

προσώπων. Παράλληλα, η έκταση της συμμορίας απλώνεται μέχρι το Περού και την

Κεντρική Αφρική.

5. Ιταλο-αμερικάνικη Μαφία

Παρόλη την εκθειασμένη φήμη της, η Αμερικάνικη εκδοχή της Κόζα Νόστρα είναι πλέον

ένα νωθρό ομοίωμα του παλαιού εαυτού της. Κάποτε ήταν μια πανεθνική παρουσία,

σήμερα όμως η έκταση της είναι περιορισμένη στη Νέα Υόρκη και το Σικάγο.

Οι πρωταγωνιστές: Τώρα κανείς. Ο υποψήφιος πρόεδρος της Αμερικής Ρούντι

Τζουλιάνι και ο Γραμματέας Ασφαλείας Μάικλ Τσέρτοφ έγιναν γνωστοί από τις

δημοφιλείς δίκες για τους κορυφαίους νονούς, στις δεκαετίες του ’80 και του ’90.

Σήμερα, οι «Πέντε Οικογένειες» της Νέας Υόρκης – Γκαμπίνο, Γενοβέσε, Λουτσέσε,

Κολόμπο και Μπονάνο – εξακολουθούν να δρουν στη Νέα Υόρκη. Αλλά μετά από

34

δεκαετίες ανελέητων διώξεων, κανείς πλέον δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμος.

Ιδιαιτερότητες: Απιστία. Ύστερα από την υποκλοπή τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, ο

ομοσπονδιακός νόμος RICO (Racketeer Influenced and Corrupt Organizations Act =

Νομοθετική Πράξη για Εκβιαστές Επηρεασμένων και Διεφθαρμένων Οργανώσεων)

των Ηνωμένων Πολιτειών έδωσε στον εισαγγελέα ένα ευρύ έδαφος για να απειλήσει

ομοίως αρχηγούς και στρατιώτες. Αντιμετωπίζοντας πολλά χρόνια φυλακής,

εκατοντάδες άντρες εγκατέλειψαν τη δέσμευση με τη omertà και κατέθεσαν υπέρ της

πολιτείας. Τα νεότερα μέλη απέφυγαν το χαμηλό προφίλ και την οικογενειακή πίστη

των προκατόχων τους, υπονομεύοντας την αποτελεσματικότητα των οικογενειών από

μέσα.

Τι επιφυλάσσει το μέλλον: Ενδεχομένως, στην έλλειψη και την τελική εξαφάνιση. Η

συμμορία μπορεί ακόμα να κερδίζει χρήματα από τις διεφθαρμένες ενώσεις, την

κατασκευαστική βιομηχανία, το τζόγο, τα ναρκωτικά και τα εκβιαστικά δάνεια. Αλλά

η ζωή δεν έχει πλέον την αίγλη που είχε κάποτε, και είναι πιο πιθανό από ποτέ να

οδηγηθούν σε ένα βίαιο τέλος. Ωστόσο, κάποιοι ειδικοί ανησυχούν ότι μια αλλαγή

κατεύθυνσης στις προτεραιότητες επιβολής του νόμου μακριά από τη μαφία μπορεί

να οδηγήσει σε μια αναγέννηση.»

Πηγή: Foreign Policy

Η πέμπτη κατηγορία αφορά τα εγκλήματα της

τρομοκρατίας, την οποία ο Walter Laqueur (Laqueur, 1977:

133) προσδιορίζει ως:

«…τη χρήση βίας από μια ομάδα, για την επίτευξη πολιτικών σκοπών

που στρέφεται κυρίως κατά της κυβέρνησης μιας χώρας και λιγότερο συχνά

εναντίον κάποιας άλλης ομάδας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικού κόμματος…».

Οι εγκληματικές πράξεις που τελούνται, όπως υποστηρίζει ο

Burton Leiser, (Leiser, 1997: 118),

«…έχουν σκοπό να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα απελπισίας ή φόβου

στο κοινό καθώς και να κλονίσουν την πίστη των πολιτών στο σύστημα

διακυβέρνησής τους και να τους κάνουν να πιστεύσουν πως βρίσκεται σε

κίνδυνο ακόμη και η προσωπική τους ασφάλεια…».

35

Οι εγκληματικές αυτές πράξεις είναι συνήθως

ανθρωποκτονίες, σωματικές βλάβες και απαγωγές πολιτικών,

δικαστών και επιχειρηματιών καθώς και ληστείες Τραπεζών,

αεροπειρατείες, εμπρησμοί και εκρήξεις βομβών (π.χ. η

δράση των «Ερυθρών Ταξιαρχιών» στην Ιταλία και της «17

Νοέμβρη» και του ΕΛΑ στην Ελλάδα) (Βιδάλη, 1997,

Κασιμέρης, 2002).

Στην τελευταία κατηγορία των εγκλημάτων που αναφέρουμε

παραπάνω περιλαμβάνονται τα ψηφιακά εγκλήματα ή εγκλήματα

του κυβερνοχώρου (digital crimes or cybercrimes) (Denning

2000, Furnel 2004, Tσουραμάνης, 2005). Ειδικότερα γι’

αυτά θα πρέπει να επισημάνουμε τα ακόλουθα:

Ως ψηφιακό έγκλημα (digital crime) θα μπορούσε ναθεωρηθεί κάθε παράνομη πράξη για τη διάπραξη,αλλά και για την

αντιμετώπιση της οποίας θεωρείται απαραίτητη η γνώση της ψηφιακής

τεχνολογίας.

Τα ψηφιακά εγκλήματα διαφέρουν από τα παραδοσιακά

εγκλήματα στα εξής χαρακτηριστικά σημεία:

Διαπράττονται συνήθως από μακρινή απόσταση,

Ο εντοπισμός του ψηφιακού εγκληματία είναι

τεχνολογικά περίπλοκος,

Αποδίδουν μεγάλα κέρδη με μικρό κίνδυνο ανακάλυψης

του δράστη τους,

Ο αριθμός των θυμάτων τους συγκρινόμενος με εκείνο

των παραδοσιακών εγκλημάτων είναι κατά πολύ

μεγαλύτερος

36

Οι οικονομικές απώλειες που προξενούνται στα

“ψηφιακά” θύματα είναι πολύ μεγαλύτερες από εκείνες

των θυμάτων των παραδοσιακών εγκλημάτων και

Στο μεγαλύτερο μέρος τους δεν καταγράφονται από

καμμία επίσημη αρχή δηλ. ο “σκοτεινός αριθμός” τους

είναι ιδιαίτερα σημαντικός.

“Τόπος” τέλεσής τους είναι ο αποκαλούμενος

κυβερνοχώρος. Γι’ αυτό θα μπορούσαν να ονομασθούν και

«εγκλήματα του κυβερνοχώρου». Το σύνολο επομένως, των

ψηφιακών εγκλημάτων που τελούνται στον κυβερνοχώρο (cyberspace)

συνιστούν την ψηφιακή εγκληματικότητα (digital criminality).

Τα ψηφιακά εγκλήματα, θα μπορούσαμε να τα χωρίσουμε

σε δύο μεγάλες κατηγορίες με κριτήριο τα μέσα τέλεσης και

εξιχνίασής τους. Έτσι έχουμε,

α.- Τα γνήσια ψηφιακά εγκλήματα τα οποία τελούνται αλλά

και εξιχνιάζονται, αποκλειστικά και μόνο με τη χρήση της

ψηφιακής τεχνολογίας και

β.- Τα παραδοσιακά εγκλήματα τα οποία τελούνται αλλά και

εξιχνιάζονται, τόσο με την υποστήριξη της ψηφιακής

τεχνολογίας όσο και χωρίς τη βοήθειά της.

Με βάση τη διάκριση αυτή στην πρώτη από τις παραπάνω

κατηγορίες θεωρούμε ότι μπορεί να υπαχθούν :

1.- H χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση είσοδος σε Η/Υ

(hacking),

2.- Η κλοπή, η παραποίηση και η καταστροφή αρχείων Η/Υ,

3.- Η προσωρινή ή οριστική διακοπή της λειτουργίας

συστήματος Η/Υ που αποτελεί συνέπεια της λεγόμενης

37

“επίθεσης άρνησης παροχής υπηρεσιών” (Denial of service

attack – DoS)

4.- H διασπορά κακόβουλων προγραμμάτων (όπως, ιών

(virus), σκουληκιών (worms), Δούρειων Ιππων (Trojan

Horses – Trojans), dialers κλπ.) και

5.- Η πειρατεία λογισμικού δηλ.προγραμμάτων Η/Υ που αφορά

την παράνομη αντιγραφή τους και τη στη συνέχεια διάθεσή

τους στην αγορά – και μέσω του Διαδικτύου - σε πολύ

χαμηλότερη τιμή από εκείνη του πρωτοτύπου.

Στη δεύτερη κατηγορία των παραδοσιακών εγκλημάτων

που τελούνται και με τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας,

πιστεύουμε ότι μπορεί να υπαχθούν :

1.- Διάφορα κοινά εγκλήματα. Σαν τέτοια μπορούμε να

αναφέρουμε π.χ. την κλοπή ενός Η/Υ ή τμημάτων του – μνήμης,

μητρικής κλπ.- ή περιφερειακών του – εκτυπωτών, σκάνερς

κλπ.- Στην κατηγορία αυτή ανήκουν επίσης και εγκλήματα

που τελούνται με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

(e–mail) ή ιστοσελίδων (websites), όπως απάτες (π.χ. Νιγηριανή

απάτη, “ψάρεμa¨/phishing mail), εξυβρίσεις, εκβιασμοί, δυσφημίσεις,

πωλήσεις απαγορευμένων προϊόντων (ναρκωτικών, μη εγκεκριμένων

φαρμάκων), παροχή υπηρεσιών call-girls, η κυκλοφορία πορνογραφικού

υλικού – που αφορά κυρίως ανηλίκους (παιδική πορνογραφία)

– καθώς και η παρενόχληση χρηστών με ανεπιθύμητα διαφημιστικά

μηνύματα (spamming). Εδώ υπάγονται επίσης, κατά τη γνώμη μας

και οι προσβολές της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι ανταλλαγές

πληροφοριών μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ τρομοκρατικών

οργανώσεων αλλά και εγκληματικών οργανώσεων καθώς και το ηλεκτρονικό

ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.

38

2.- Η κατασκοπεία είτε αυτή χαρακτηρίζεται σαν

βιομηχανική ή σαν κρατική ή σαν πολιτική και

3.- Οι υποκλοπές τηλεφωνικών συνομιλιών που έχουν σαν

συνέπεια την προσβολή του προσωπικού απορρήτου των

συνομιλούντων.

Λαμβάνοντας στη συνέχεια υπόψη την διάκριση των

ψηφιακών εγκλημάτων, σε γνήσια και σε παραδοσιακά που

τελούνται με τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, θα πρέπει

να πούμε πως ιδιαίτερη κατηγορία εγκληματικής

συμπεριφοράς, που χρήζει παραπέρα ανάλυσης, αποτελεί

εκείνη την οποία επιδεικνύει ο δράστης των γνήσιων

ψηφιακών εγκλημάτων. Αυτός δραστηριοποιείται αποκλειστικά

στον κυβερνοχώρο και αυτός χρησιμοποιεί αποκλειστικά και

μόνο την ψηφιακή τεχνολογία για να παραβεί το νόμο. Τα

από εγκληματολογική άποψη χαρακτηριστικά των δραστών των

παραδοσιακών εγκλημάτων – εκβιαστών, απατεώνων,

τρομοκρατών κλπ. – είναι ήδη γνωστά και δεδομένα και δεν

αλλάζουν από το γεγονός ότι αλλάζει ο τόπος –

“κυβερνοχώρος/Διαδίκτυο” - και το μέσο εκδήλωσης -

“ψηφιακή τεχνολογία” - της εγκληματικής τους

συμπεριφοράς. Με βάση τις παραπάνω σκέψεις μας θα

θεωρήσουμε λοιπόν, ως ψηφιακό εγκληματία (ψ.έ.) εκείνον

που διαπράττει τα γνήσια ψηφιακά εγκλήματα.

O ψηφιακός αυτός εγκληματίας είναι γνωστός τόσο στο

ευρύ κοινό όσο και στη βιβλιογραφία αλλά και στα ΜΜΕ

κυρίως ως Hacker αλλά και ως Cracker (σπάστης) ή

Cyberpunk (κεβερνοπάνκ).

39

Ο Donn Parker (1998), ειδικός σε θέματα ασφάλειας

Η/Υ υποστηρίζει για τους ψηφιακούς εγκληματίες τις

ακόλουθες απόψεις:

Οι άνθρωποι αυτοί διαφέρουν μεταξύ τους ανάλογα με

τις δεξιότητες, τη γνώση, τους πόρους και τα

κίνητρά τους.

Οι ψηφιακοί εγκληματίες μπορούν να έχουν διαφορετικά

επίπεδα ικανοτήτων που στηρίζονται στη βασική τους

εκπαίδευση, τις κοινωνικές τους αλληλεπιδράσεις και

στην εμπειρία τους στη χρήση των ηλεκτρονικών

υπολογιστών.

Υπάρχουν τρεις κατηγορίες ψηφιακών εγκληματιών: οι

κατασκευαστές εργαλείων, οι χρήστες εργαλείων και οι

συγγραφείς προγραμμάτων.

Τα κίνητρά τους περιλαμβάνουν την πλεονεξία, την

ανάγκη (για να λύσουν τα προσωπικά τους προβλήματα,

όπως η πληρωμή χρεών από τυχερά παιχνίδια), την

αδυναμία να κατανοήσουν τη ζημιά που προξενούν σε

άλλους, την προσωποποίηση των υπολογιστών (τους

θεωρούν ως αντιπάλους τους σε ένα παιχνίδι) και το

σύνδρομο του Robin Hood (που τους κάνει να βλέπουν

τις εταιρίες τόσο πλούσιες ώστε η οικονομικές ζημιές

που τους προκαλούν να δικαιολογούνται ηθικά).

Πολλοί από αυτούς θεωρούν ότι η απλή εισβολή σε

συστήματα Η/Υ, ο βανδαλισμός τους ή η προφανής

παραβίαση της εμπιστευτικότητάς τους είναι ένα

αβλαβές και ηθικά αποδεκτό χόμπι.

40

Μερικοί πάλι θεωρούν ότι η εισβολή σε συστήματα Η/Υ

έχει και τη θετική της πλευρά με την έννοια ότι με

τον τρόπο αυτό συμβάλλουν στη βελτίωση της ασφάλειάς

τους.

Οι περισσότεροι ενεργοί ψ.έ. είναι νέοι άνδρες,

ηλικίας 12 έως 24 ετών.

Πολλοί γονείς ανήλικων ψ.έ. δεν έχουν καμία ιδέα για

το τι κάνουν τα παιδιά τους με τον ακριβό εξοπλισμό

υπολογιστών που τους έχουν κάνει δώρο.

Μερικοί υποστηρικτές των ψ.έ. κατηγορούν τα θύματα

τους για τα ανεπαρκή μέτρα ασφάλειας που έχουν λάβει

και ελαχιστοποιούν τα ηθικά ζητήματα που τυχόν

προκύπτουν.

Μερικοί τέλος, υποστηρικτές των χάκερ περιγράφουν

τις επιθέσεις τους ως δικαιολογημένες διαμαρτυρίες ή

ως άμεση δράση ενάντια στους εχθρούς του

περιβάλλοντος ή της κοινωνίας γενικά.

Ένα συνηθισμένο slogan των hackers που είναι το

ότι «Η γνώση αποτελεί δύναμη» και το οποίο

αποδίδεται στον Aγγλο φιλόσοφο και πολιτικό του 17ου

αιώνα Francis Bacon, εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο

τις αντιλήψεις τους. Η γνώση είναι βέβαιο ότι δίνει

τη μεγαλύτερη δύναμη σ’ όσους την κατέχουν και

μάλιστα στη σημερινή εποχή με τις χιλιάδες βάσεις

δεδομένων τις οποίες διαχειρίζονται κυβερνητικοί

οργανισμοί και επιχειρήσεις και για την πρόσβαση των

οποίων είναι απαραίτητο το Internet. Ιδού λοιπόν ο

41

χώρος στον οποίο ο hacker θα ξεδιπλώσει σήμερα τις

απεριόριστες - όπως υποστηρίζει - ικανότητές του!

Υποστηρίζεται ότι μια επιχείρηση ή ένας

οργανισμός που είναι τα συνήθη θύματα των ψηφιακών

εγκληματιών, μπορούν να αναζητήσουν τους ψ.έ. που

έχουν τη δυνατότητα να προσβάλλουν τα συστήματά τους,

σε μία από τις ακόλουθες πέντε κατηγορίες ατόμων :

α.- Στους φοιτητές Πανεπιστημίων και Κολεγίων καθώς

και στους μαθητές της μέσης εκπαίδευσης.

β.- Ανάμεσα στους υπαλλήλους τους,

γ.- Σε εκείνους που κινούνται στον υπόκοσμο των Η/Υ,

δ.- Σε παλιούς εγκληματίες από τον κόσμο των ναρκωτικών

και του οργανωμένου εγκλήματος και τέλος

ε.- Στους επαγγελματίες που έχουν ως αντικειμενό τους

τη βιομηχανική κυρίως, κατασκοπεία και οι οποίοι

εργάζονται για λογαριασμό των ανταγωνιστών τους.

Θα πρέπει να σημειώσουμε ακόμη πως η επικινδυνότητα

των ψηφιακών έγκληματιών εξαρτάται από τα κίνητρά τους. Η

σύγχρονη πρακτική θέλει ένα αρκετά μεγάλο αριθμό από

τους σημερινούς ψηφιακούς έγκληματίες να έχει

οικονομικά κίνητρα πράγμα που αυτόματα αυξάνει και τον

επικίνδυνο χαρακτήρα τους.

Η προληπτική αποτροπή του μεγαλύτερου αριθμού των

ψηφιακών εγκλημάτων είναι δύσκολη, ανεξαρτήτως του πόσο

λεπτομερειακούς νόμους και πόσο αυστηρούς ελεγκτικούς

μηχανισμούς δημιουργεί ένα κράτος ή πόσο προηγμένη

τεχνολογία διαθέτει. Πέραν της αναποτελεσματικότητας μιας

τέτοιας προσέγγισης, οι ζημιές για τη δημοκρατία, το

42

ηλεκτρονικό εμπόριο (Σιδηρόπουλος, 2000) και την εξέλιξη

της τεχνολογίας θα μπορούσαν να ήταν πολύ μεγάλες. Η

αποτελεσματική εξιχνίαση των ψηφιακών εγκλημάτων και η

σωστή απόδοση δικαιοσύνης, είναι η καταλληλότερη

προσέγγιση και για την αποτροπή τους.

Τέλος, τα εγκλήματα μίσους (hate crimes) είναι αυτά

που έχουν να κάνουν με την άσκηση οποιασδήποτε μορφής

βίας εναντίον ανθρώπων εξαιτίας της φυλής, της θρησκείας,

του χρώματος, της εθνικότητάς τους (=ρατσιστικά

εγκλήματα) και του σεξουαλικού τους προσανατολισμού

(=ομοφοβικά εγκλήματα).

Χαρακτηριστική για το θέμα αυτό είναι και η παρακάτω

είδηση της 19 – 11 – 2007, του Newsroom του ΔΟΛ που

συντάχθηκε με πληροφορίες του Associated Press :

«Τα εγκλήματα μίσους στις ΗΠΑ σημείωσαν αύξηση 8% εντός του 2006 και στο

50% το κίνητρο ήταν φυλετική προκατάληψη, σύμφωνα με έκθεση του FBI που

δημοσιοποιήθηκε τη Δευτέρα.Οι αστυνομικές αρχές των ΗΠΑ κατέγραψαν

7.722 περιστατικά, με θύματα ή κατεστραμμένα περιουσιακά στοιχεία. Τα

κίνητρα των δραστών αποτελούν προκαταλήψεις που σχετίζονται με τη φυλή,

τη θρησκεία, τη σεξουαλική προτίμηση, την εθνική καταγωγή, σωματική ή

πνευματική αναπηρία.Στα καταγεγραμμένα περιστατικά δεν περιλαμβάνονται

τα γεγονότα της Τζένα στη Λουιζιάνα, που είχαν ξεσηκώσει θύελλα

αντιδράσεων, καθώς στην έρευνα δεν συμμετείχαν οι αστυνομικές αρχές της

πόλης, όπως και αρκετών άλλων περιοχών. Η έκθεση του FBI περιλαμβάνει

αναφορές από 12.600 αστυνομικές αρχές, σε σύνολο 17.000 σε ολόκληρη τη

χώρα. Οργανώσεις ανθρωπίνων και πολιτικών δικαιωμάτων κατηγορούν το

αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης ότι δεν πράττει αρκετά ώστε να

αντιμετωπιστεί η ανησυχητική αύξηση στα εγκλήματα μίσους. Συγκεκριμένα,

ζητούν εισαγγελική παρέμβαση και σοβαρή έρευνα για τέτοιου είδους

περιστατικά. Από την πλευρά του, το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ

43

υποστηρίζει ότι διενεργεί έρευνες για περιστατικά που θεωρούνται εγκλήματα

μίσους, όπως οι θηλιές που αναρτώνται σε σχολεία, εργασιακούς χώρους, ή

γειτονιές, παραπέμποντας στον απαγχονισμό. Οι θηλιές συμβολίζουν ιστορικά

το λιντσάρισμα μαύρων στις νότιες πολιτείες κατά τις πρώτες ημέρες του

κινήματος ανθρωπίνων δικαιωμάτων.Ανάλογη περίπτωση ήταν και η υπόθεση

της Τζένα, όπου ένας μαύρος μαθητής «τόλμησε» να καθίσει κάτω από το

δέντρο του σχολείου, ενώ αυτό αποτελεί «στέκι» των λευκών μαθητών. Στη

συνέχεια, τρεις λευκοί μαθητές ανήρτησαν θηλιές στο δέντρο και αποβλήθηκαν

για την πράξη τους αυτή. Σε ένδειξη αντεκδίκησης έξι μαύροι έφηβοι φέρονται

να ξυλοκόπησαν ένα λευκό μαθητή και εις βάρος τους απαγγέλθηκαν

κατηγορίες.» (βλ.σχετ.

http://www.in.gr/news/article.asp?

lngEntityID=850703&lngDtrID=245)

Ερωτήσεις για συζήτηση

1. Ποιας από τις αναφερόμενες κατηγορίες τα εγκλήματα,

δημιουργούν κατά τη γνώμη σας, τη μεγαλύτερη βλάβη στο

κοινωνικό σύνολο; Γιατί;

2. Τα εγκλήματα ποιας από τις αναφερόμενες κατηγορίες πιστεύετε

πως εξιχνιάζονται πιο εύκολα από την ελληνική αστυνομία;

Γιατί;

3. Να αποποινικοποιηθούν ή όχι, όλα ή κάποια (και ποια;) από τα

εγκλήματα χωρίς θύμα;

4. Τι αποδεικνύουν τα οικονομικά εγκλήματα;

5. Ποιο θεωρείτε και γιατί ως το πιο σοβαρό από τα αναφερόμενα

οικονομικά εγκλήματα, για τη σημερινή ελληνική κοινωνία;

44

6. Τα εγκλήματα ποιας/ων από τις αναφερόμενες κατηγορίες

προβάλλονται περισσότερο στα ΜΜΕ στον ελληνικό και το διεθνή

χώρο; Γιατί;

7. Με ποιους τρόπους νομίζετε ότι μπορεί να αντιμετωπισθούν οι

Εγκληματικές Οργανώσεις (Ε.Ο.) από τις διωκτικές αρχές, στη

χώρα μας;

8. Ποια μέτρα θα προτείνατε για την αντιμετώπιση της λεγόμενης

“πράσινης εγκληματικότητας” στην Ελλάδα;

9. Ποια είναι η άποψή σας για τους ψηφιακούς εγκληματίες; Είναι

οι εγκληματίες του μέλλοντος ή του παρόντος; Θα πρέπει να τους

επιβάλλεται μια τυπική ποινή εφόσον συμφωνήσουν να

συνεργασθούν με τις κρατικές υπηρεσίες που ασχολούνται με την

ψηφιακή ασφάλεια;

10.Σχολιάστε την παρακάτω είδηση: «Ψηφιακά καταστήματα στήνουν οι εγκληματίες του διαδικτύου,

προσπαθώντας να πουλήσουν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα που είτε

υποκλέπτουν οι ίδιοι είτε αγοράζουν στην «χοντρική» από άλλες εταιρείες.

Στο συνέδριο InfoSecurity Europe οι αναλυτές ασφαλείας υπολογιστικών

συστημάτων, αναφέρθηκαν στην νέα τάση στον χώρο της διακτυακής

απάτης. Αυτή της μεταπώλησης τεράστιων λιστών με στοιχεία που περιέχουν

ευαίσθητα προσωπικά και μη δεδομένα όπως ιατρικά ιστορικά ασθενών,

πληροφορίες μεταφοράς αγαθών, εταιρικά emails και πληροφορίες

συνταξιοδότησης. Αυτά και άλλα στοιχεία βγαίνουν στο σφυρί πολλές φορές

και σε επίσημα φόρουμ, ό όγκος των οποίων κάνει αρκετά δύσκολο τον τακτικό

και εξονυχιστικό έλεγχο των περιεχομένων τους.Όπως αναφέρθηκε στο

συνέδριο ασφαλείας, το γεγονός ότι κάθε μήνα ή ακόμα και εβδομάδα, οι

ειδικοί έχουν να αντιμετωπίσουν διαφορετικού τύπου απειλές, καθιστά

ακόμα πιο δύσκολη την αντιμετώπιση τους και την δημιουργία μίας σταθερής

βάσης από την οποία θα μπορούν οι εταιρείες ασφαλείας να αντλούν σχετικές

πληροφορίες. Είναι τέτοια η φύση του διαδικτύου, που έχει δώσει τρομερές

45

ευκαιρίες εξέλιξης και μετάλλαξης στους ενημερωμένους κακοποιούς.»

(www . pcw . gr -24/4/08)

11. Έχει υποπέσει στην αντίληψή σας κάποιο έγκλημα μίσους που

έγινε στην περιοχή του τόπου της μόνιμης κατοικίας σας τον

τελευταίο χρόνο;

δ.- Αιτιολόγηση της εγκληματικής συμπεριφοράς.

Ένας από τους βασικούς στόχους της επιστήμης

που μελετά την εγκληματική συμπεριφορά δηλ. της

Εγκληματολογίας είναι η ανάπτυξη και η διαμόρφωση θεωριών

που αναφέρονται στην αιτιολογία της δηλ. στον εντοπισμό

των παραγόντων/αιτίων που την προκαλούν. Μια θεωρία

μπορεί να προσδιορισθεί ως μια γενική και αφηρημένη άποψη

η οποία εξηγεί το γιατί ορισμένα πράγματα συμβαίνουν ή

όχι. Η άποψη αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει να

τεκμηριώνεται και εμπειρικά θα πρέπει δηλ. εκείνος που

την υποστηρίζει να επικαλείται και ορισμένα γεγονότα που

έχει παρατηρήσει σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης

και τα οποία τη θεμελιώνουν (Stark, 2001 : 2). Μια άποψη

λοιπόν, για την αιτιολόγηση της εγκληματικής συμπεριφοράς

αποτελεί “θεωρία” εφόσον στηρίζεται σε πραγματικά

περιστατικά τα οποία εμπειρικά στηρίζουν ή μη την

ορθότητά της. Σημαντικός αριθμός τέτοιων θεωριών έχουν

υποστηριχθεί από την καθιέρωση της Εγκληματολογίας ως

46

επιστήμης μέχρι σήμερα (βλ. σχ. μ.ά. Siegel, 2003 : 106 –

315, Moyer, 2001, Schmalleger, 2004 : 107 - 286).

Οι συγκεκριμένες θεωρίες μπορεί να διακριθούν σε δύο

ευρείες κατηγορίες. Ειδικότερα και σύμφωνα με τον

Αλεξιάδη (όπ.παρ. : 46),«Οι θεωρίες και οι απόψεις, οι οποίες αποδίδουν το έγκλημα σε

συγκεκριμένα αίτια ή παράγοντες ταξινομούνται σε δύο μεγάλες

κατηγορίες, τις ακόλουθες:

α. Μονο - παραγοντικές θεωρίες: (στις οποίες) …..εντάσσονται……όλες οι

θεωρίες , οι οποίες αποδίδουν το έγκλημα σε ενιαία ή ομοιογενή αίτια

(δηλ. είτε βιολογικά, είτε ψυχολογικά, είτε κοινωνικά κλπ)…….

β. Πολύ – παραγοντικές θεωρίες : …..κατατάσσονται διάφορες συνθετικές

απόψεις…..(που) ….Δέχονται δηλ. ότι σε κάθε περίπτωση διάπραξης εγκλήματος

συντρέχουν από κοινού (απλώς με διάφορο βαθμό επίδρασης στοιχεία από τον

ανθρώπινο σωματικό-ψυχολογικό οργανισμό και από το κοινωνικό

περιβάλλον….»

Οι οργανικές (βιολογικές) θεωρίες αιτιολογούν την

εγκληματική συμπεριφορά με βάση κάποια βιολογικά

γνωρίσματα των εγκληματιών που κατά τη γνώμη των

υποστηρικτών τους, είναι διαφορετικά από τα αντίστοιχα

των μη εγκληματιών και αυτά είναι τα χαρακτηριστικά του

προσώπου (Cesare Lombroso), η σωματική κατασκευή (E.

Kretschmer), η κληρονομικότητα (Lange, Christiansen,

Goring), ο αριθμός των χρωμοσωμάτων τους (P. Jacobs, W.Price, P. Whatmore, T. Sarbin, J. Miller, H. Witkin).

(Αλεξιάδης, όπ.παρ. : 47 - 56).

Στο πλαίσιο μιας αναθέρμανσης του ενδιαφέροντος για τη

συμβολή των βιολογικών χαρακτηριστικών του ατόμου

εξετάσθηκε η σχέση της εγκληματικής συμπεριφοράς του και

με διάφορους άλλους βιολογικούς παράγοντες όπως η

47

τεστοστερόνη, η αδρεναλίνη, η σερετονίνη, η ανεπαρκής ή

μη ισορροπημένη διατροφή του, η υπογλυκαιμία, οι διάφορες

αλλεργίες και το κάπνισμα κατά τη διάρκεια της

εγκυμοσύνης κλπ. Τα σχετικά αποτελέσματα των ερευνών

αυτών δεν κατάφεραν να δείξουν μια αδιαμφισβήτητη σχέση

ανάμεσα στους παράγοντες αυτούς και στην εκδήλωση της

εγκληματικής συμπεριφοράς των ατόμων (Schmalleger, 2004 :

140 – 169).

Οι οργανικές/βιολογικές θεωρίες επειδή αφενός μεν έχουν

μια μάλλον έντονη ρατσιστική απόχρωση, αφετέρου δε δεν

έχουν επιβεβαιωθεί και εργαστηριακά, δεν γίνονται σήμερα

ευρέως αποδεκτές. Οι πρόσφατες όμως επιστημονικές

ανακαλύψεις στο χώρο της γενετικής – π.χ. η

αποκρυπτογράφηση του ανθρώπινου DNA, (μια και έχει

υποστηριχθεί ότι πιθανόν το DNA των εγκληματιών να είναι

διαφορετικό από εκείνο των φιλόνομων πολιτών) - ίσως

αποδείξουν ότι οι μέχρι σήμερα σχετικές εκτιμήσεις που

απορρίπτουν τον «εκ γενετής εγκληματία» θα πρέπει να

επανεξετασθούν (Rowe, 2002).

Οι ψυχολογικές - ψυχαναλυτικές θεωρίες έδωσαν έμφαση στα

ψυχολογικά χαρακτηριστικά των εγκληματιών πιστεύοντας ότι

αυτά τους οδηγούν στην εκδήλωση της εγκληματικής

συμπεριφοράς. Έτσι διατυπώθηκαν απόψεις σύμφωνα με τις

οποίες οι εγκληματίες ήσαν άτομα μειωμένης διανοητικής

ικανότητας (Dugdale) ή νευρωτικά (Freud) ή κυριαρχούμενα

από συναισθήματα μειονεκτικότητας (Adler, Δ. Μωραϊτης).

Η μη επιβεβαίωσή τους από σχετικές επιστημονικές έρευνες

των απόψεων αυτών έχει καταστήσει επιφυλακτική την

48

επιστημονική κοινότητα όσον αφορά την αποδοχή τους

(Glick, 1995: 106, Αλεξιάδης, όπ.παρ. 56 - 61).

Οι κοινωνιολογικές θεωρίες θεώρησαν τον εγκληματία σαν

ένα προϊόν του κοινωνικού του περιβάλλοντος

υποστηρίζοντας ότι η επίδραση που δεχόταν από αυτό

συντελούσε αποφασιστικά στην εκδήλωση της αντικοινωνικής

συμπεριφοράς του. Έτσι π.χ. τον είδαν αποστασιοποιημένο

από τους κοινωνικούς του δεσμούς (οικογένεια, θρησκεία,

εκπαίδευση - Hirshi), να μαθαίνει την «τέχνη» του

εγκλήματος μέσα από τη συναναστροφή με διάφορες

προσωπικές ομάδες (Ε. Sutherland), να ζει σε οικολογικά

υποβαθμισμένες περιοχές των μεγάλων αστικών κέντρων

(Οικολογική σχολή του Chicago), να προσπαθεί να αποκτήσει

πλούτο και κύρος με μη κοινωνικά αποδεκτά μέσα (R.

Merton), ως προϊόν του καπιταλισμού (Μαρξιστικές και Νέο

– μαρξιστικές θεωρίες) κλπ. Δέχτηκαν ακόμα το ότι η δράση

του συντελούσε στην κοινωνική αποδιοργάνωση, παίρνοντας

έτσι και μια «λειτουργιστική» απόχρωση (Bonn, 1984: 158,

Αλεξιάδης, ό.π.: 61 – 77, Siegel, 2003 : 176 – 280,

Winslow – Zhang, 2008 : 102 - 162).

Όπως προηγούμενα αναφέρθηκε παρατηρείται συγκερασμός

των απόψεων και των τριών παραπάνω κατηγοριών (Αλεξιάδης,

ό.π.: 77 - 80) με βάση τον οποίο η εγκληματική

συμπεριφορά είναι απόρροια των ιδιαίτερων βιολογικών

καταβολών των εγκληματιών, της ιδιάζουσας προσωπικότητάς

τους καθώς και της επίδρασης που ασκεί σ’ αυτούς το

εγκληματογόνο περιβάλλον στα πλαίσια του οποίου

δραστηριοποιούνται (W. Healy).

49

Ενδιαφέρουσες είναι ακόμα και οι απόψεις, που

συνδυάζουν τις βασικές θέσεις των κοινωνιολογικών θεωριών

της σύγκρουσης και της κοινωνικής

αλληλεπίδρασης/στιγματισμού και οι οποίες υποστηρίζουν

ότι το έγκλημα «δημιουργείται/κατασκευάζεται» από το

νόμο.

Ο Richard Quinney, θεμελιωτής και υπέρμαχος της θέσης

αυτής, πιστεύει πως το έγκλημα δεν αποτελεί είδος

συμπεριφοράς, αλλά είναι μια κρίση που γίνεται (ή μια

ετικέττα/στίγμα που δίνεται) από κάποιους και αφορά τις

πράξεις και τα χαρακτηριστικά κάποιων άλλων. Η «κρίση»

αυτή γίνεται από εκείνους που έχουν την εξουσία στα χέρια

τους και οι οποίοι χαρακτηρίζουν κάποιες πράξεις που δεν

εξυπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα σαν εγκλήματα και

εκείνους που τις διαπράττουν σαν εγκληματίες.

Με τον τρόπο αυτό τι είναι έγκλημα το καθορίζουν οι

εκάστοτε κρατούντες που έχουν τη δυνατότητα να

νομοθετούν, ενώ το ποιος είναι ο εγκληματίας είναι θέμα

που εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια που έχει για να

«απονέμει» τον αντίστοιχο χαρακτηρισμό/ετικέττα το

σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης (αστυνομία, εισαγγελία,

δικαστήρια, σωφρονιστικά καταστήματα/φυλακές), στα

καθήκοντα του οποίου περιλαμβάνεται και η εφαρμογή των

σχετικών νομοθετικών επιταγών (Quinney, 1970).

Χαρακτηριστική εφαρμογή των απόψεων αυτών βλέπουμε στη

λειτουργία του συστήματος της Ποινικής Δικαιοσύνης.

Ειδικότερα :

50

Το σύστημα της Ποινικής Δικαιοσύνης αποτελείται από την

Αστυνομία, την Εισαγγελία, τα Δικαστήρια και τα

Σωφρονιστικά Καταστήματα (φυλακές) (Sykes, 1978: 327).

Μια πράξη ή παράλειψη για να θεωρηθεί επισήμως σαν

έγκλημα θα πρέπει να χαρακτηρισθεί και να αντιμετωπισθεί

σαν τέτοια από το σύστημα αυτό.

Ειδικότερα π.χ. η αφαίρεση από τον Α του πορτοφολιού του

Β χωρίς τη θέληση αυτού του τελευταίου θα πρέπει να

ακολουθήσει την εξής σε γενικές γραμμές πορεία μέσα στα

πλαίσια του συστήματος αυτού:

α. Να καταγγελθεί από το θύμα Β στην Αστυνομία, η οποία

θα κάνει και τον αρχικό νομικό χαρακτηρισμό της πράξης,

ως κλοπής αν η αφαίρεση έγινε χωρίς τη χρήση βίας ή ως

ληστείας αν έγινε με τη βία. Η ίδια στη συνέχεια θα

επιδιώξει την αποκάλυψη της ταυτότητας και κατόπιν τη

σύλληψη του φερόμενου ως δράστη Α και θα διαβιβάσει τη

σχετική δικογραφία που θα έχει στο μεταξύ σχηματίσει,

στην Εισαγγελία μαζί με τον συλληφθέντα –ενδεχομένως-

δράστη.

β. Ο Εισαγγελέας παραλαμβάνοντας τη δικογραφία την

εξετάζει και είτε ασκεί ποινική δίωξη κατά του φερόμενου

ως δράστη αποδεχόμενος τις κατ’ αυτού κατηγορίες της

Αστυνομίας είτε στην αντίθετη περίπτωση τον αφήνει

ελεύθερο. Στην πρώτη από τις περιπτώσεις αυτές αποφασίζει

για το εάν η υπόθεση θα πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω –

οπότε διατάσσει τη διενέργεια προανάκρισης ή κύριας

ανάκρισης - ή παραπέμπει τον δράστη να δικασθεί στο

αρμόδιο δικαστήριο σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Σε

51

συνεννόηση δε με τον ανακριτή και σύμφωνα με τις επιταγές

του νόμου μπορεί να τον αφήσει ελεύθερο – με όρους ή

χωρίς - ή να διατάξει την προφυλάκισή του μέχρι την

ημερομηνία της δίκης του.

γ. Το αρμόδιο δικαστήριο μέσα στο πλαίσιο της ποινικής

δίκης που ακολουθεί (Ζησιάδης, 2000), κρίνει αν ευσταθούν

οι κατηγορίες που απαγγέλθηκαν στον φερόμενο ως δράστη

και εφόσον τις αποδεχθεί θα του επιβάλλει την ποινή που

ορίζει ο νόμος ο οποίος προέβλεψε το έγκλημά του ή αν

έχει αμφιβολίες για την ενοχή του θα τον αθωώσει. Εάν η

ποινή που επιβλήθηκε στον δράστη είναι χρηματική και την

πληρώσει αφήνεται ελεύθερος, αν δεν την πληρώσει

οδηγείται σε σωφρονιστικό κατάστημα (φυλακή), όπου

οδηγείται και αν η ποινή του είναι στερητική της

ελευθερίας και εφόσον βέβαια, δεν είναι εξαγοράσιμη ή

εφέσιμη και δεν προβλέπεται αναστολή της εκτέλεσής της

μέχρι την εκδίκαση της έφεσης (Καράμπελας, 1992).

δ. Τα σωφρονιστικά καταστήματα (φυλακές) είναι το μέρος

όπου ο δράστης εγκλήματος που καταδικάστηκε από το

αρμόδιο δικαστήριο σε ποινή με την οποία του στερείται η

ελευθερία του (φυλάκιση, κάθειρξη) θα εκτίσει την ποινή

του αυτή (Σπινέλλη - Κουράκης, 1995, Welch, 1996).

Από όλη αυτή τη διαδικασία που περιγράψαμε βλέπουμε σε

γενικές γραμμές το πώς λειτουργεί το σύστημα της Ποινικής

Δικαιοσύνης, μέσα από τα διάφορα τμήματα του οποίου θα

πρέπει να περάσει και να αξιολογηθεί μια πράξη και ο

δράστης της προκειμένου η μεν πρώτη να θεωρηθεί έγκλημα

52

και ο δεύτερος εγκληματίας με όλες τις εντεύθεν συνέπειες

που μπορεί να έχουν οι σχετικοί χαρακτηρισμοί.

Εάν το σύστημα αυτό στη λήψη των σχετικών αποφάσεών του

με τις οποίες αξιολογείται μια πράξη ως έγκλημα ή όχι και

αυτός που την έκανε ως εγκληματίας ή όχι, λειτουργήσει

αμερόληπτα με γνώμονα μόνο τις επιταγές του νόμου, η

ποινική διαδικασία είναι και αυτή αμερόληπτη και η

απονομή της δικαιοσύνης είναι ουσιαστική και πραγματική.

Εφόσον όμως υπεισέρχονται παράγοντες που επηρεάζουν

οποιονδήποτε από εκείνους – αστυνομικούς, εισαγγελείς,

δικαστές, διευθυντές φυλακών - που παίρνουν τις κρίσιμες

αποφάσεις για την πρόοδο μιας υπόθεσης υπαγορεύοντάς τους

αποφάσεις που εξυπηρετούν τα δικά τους και μόνο

συμφέροντα είναι προφανής η δυσλειτουργία του συστήματος

αυτού εξαιτίας της οποίας,

- κατασκευάζονται και υποστηρίζονται ανυπόστατες

κατηγορίες,

- ένοχοι αθωώνονται ή δεν δικάζονται ποτέ,

- αθώοι καταδικάζονται χωρίς ουσιαστικό έλεγχο τους σε

βάρος τους κατηγορίας,

- ποινές δεν εκτίονται ποτέ ή διακόπτεται η έκτισή τους

με την απόδραση των κρατουμένων εξαιτίας των ανεπαρκών

μέτρων φύλαξής τους (Σαμαράς, 2008) κλπ.

Η κρισιμότητα των αποφάσεων όσων ανήκουν στο σύστημα

αυτό είναι επομένως ιδιαίτερα σημαντική δεδομένου ότι από

αυτήν εξαρτάται η εύρυθμη ή μη λειτουργία όλου του

οικοδομήματος της Δικαιοσύνης (Οικονομίδης, 2002).

53

Ενδιαφέρουσα εξάλλου, συνέπεια της παραπάνω διαδικασίας

προσδιορισμού του εγκλήματος και του εγκληματία είναι το

ότι λειτουργώντας με τον τρόπο αυτό ο νόμος καθορίζει

παράλληλα και το μέγεθος της εγκληματικότητας που

καταγράφεται από τις εγκληματολογικές στατιστικές (βλ. μ.

ά. Mosher, Miethe, Phillips, 2002), οι οποίες αποτελούν

μια πρώτη ένδειξη για το είδος των εγκλημάτων που

τελούνται σε μια χώρα. Η ποινικοποίηση μιας προηγούμενα

ποινικά αδιάφορης πράξης (π.χ. της κυκλοφορίας

πορνογραφικού υλικού μέσω του Internet ή της μόλυνσης του

θαλάσσιου περιβάλλοντος) την κατατάσσει στα καταγραφόμενα

από τις εγκληματολογικές στατιστικές εγκλήματα και

επομένως αυξάνει το μέγεθος της εμφανούς

εγκληματικότητας. Αντίθετα, η αποποινικοποίηση μιας ήδη

ποινικοποιημένης συμπεριφοράς (π.χ. της μοιχείας ή της

χρήσης μαριχουάνας), την αφαιρεί από τον κατάλογο των

καταγραφομένων εγκλημάτων και επομένως η εμφανής

εγκληματικότητα της συγκεκριμένης κοινωνίας εμφανίζεται

κατά τον αντίστοιχο αριθμό, μειωμένη.

Ολοκληρώνοντας την αναφορά μας στην αιτιολόγηση της

εγκληματικής συμπεριφοράς θα ήταν παράλειψή μας να μην

αναφερθούμε και στη θεωρία της “Ορθολογικής Επιλογής”

(Rational Choice Theory) η οποία αποτελεί έναν ιδιαίτερα

σημαντικό κατά τη γνώμη μας, εκσυγχρονισμό των απόψεων

της κλασικής σχολής της εγκληματολογίας (Cornish – Clark,

1986). Σημειώνουμε ότι οι θεωρίες στις οποίες έχουμε ήδη

αναφερθεί απηχούν τις απόψεις της αντίστοιχης

θετικιστικής σχολής.

54

Η κλασική σχολή της εγκληματολογίας στηρίχθηκε αρχικά

στον Ιταλό Cesare Beccaria, ο οποιος πίστευε πως οι

άνθρωποι είναι εγωϊστές και ενδιαφέρονται μόνο για τον

εαυτό τους και για το λόγο αυτό θα πρέπει να φοβούνται

την τιμωρία που θα τους επιβληθεί αν παραβαίνουν τους

νόμους. Για να αποτραπούν λοιπόν, από τη διάπραξη

εγκλημάτων θα πρέπει οι ποινές που θα τους επιβάλλονται

να έχουν την ανάλογη βαρύτητα. Ο υποψήφιος ανθρωποκτόνος,

βιαστής, ληστής κλπ. αν γνωρίζει πως τον περιμένει η

θανατική ποινή για την πράξη του, ίσως να μην την

επιχειρήσει ποτέ. Επομένως, κατά τον Beccaria οι

εγκληματίες επιλέγουν οι ίδιοι την αξιόποινη συμπεριφορά

τους και ο έλεγχος του εγκλήματος εναπόκειται στις

κρίσεις των δικαστηρίων με τις ποινές που επιβάλλουν

στους παραβάτες των νόμων.

Αντίστοιχες με τις απόψεις αυτές, θέσεις διετύπωσε

και ο έτερος μεγάλος διανοητής της κλασικής σχολής, ο

Άγγλος φιλόσοφος Jeremy Bentham. O Bentham πίστευε πως οι

άνθρωποι επιλέγουν τις πράξεις τους με κριτήριο την

ευχαρίστηση που τους προκαλούν και τη δυνατότητα που τους

δίνουν για να αποφύγουν ό,τι τους προξενεί πόνο και τους

κάνει δυστυχισμένους. Ο νόμος θα πρέπει να επιδιώκει την

απόλυτη ευτυχία του κοινωνικού συνόλου. Επειδή δε η

τιμωρία είναι από τη φύση της ένα κακό, η ύπαρξή της

δικαιολογείται μόνον εάν θα εμποδίσει το μεγαλύτερο κακό

από εκείνο που η ίδια συνεπάγεται. Για το λόγο αυτό θα

πρέπει :

α.- Να στοχεύει στην πρόληψη όλων των εγκλημάτων.

55

β.- Όταν δεν μπορεί να αποτρέψει ένα έγκλημα να είναι

ικανή να πείσει τον υποψήφιο δράστη να διαπράξει ένα

λιγότερο σοβαρό έγκλημα από εκείνο που είχε αρχικά

σχεδιάσει.

γ.- Να εξασφαλίσει το ότι ο εγκληματίας δεν θα

χρησιμοποιήσει περισσότερη βία από όση του είναι

απαραίτητη για τη διάπραξη του εγκλήματός του και

δ.- Η έννομη τάξη να προλάβει το έγκλημα με όσο το δυνατό

λιγότερο οικονομικό κόστος.

Οι απόψεις αυτές της κλασικής σχολής υπερκεράσθηκαν

από τις απόψεις των θετικιστών εγκληματολόγων που

επεκράτησαν από τα μέσα του 20ου αιώνα και μετά και οι

οποίες απέδωσαν την εγκληματική συμπεριφορά σε

εσωτερικούς – βιολογικά, ψυχολογικά χαρακτηριστικά του

ατόμου - και σε εξωτερικούς παράγοντες – πτώχεια,

εκπαίδευση, οικογενειακό περιβάλλον κλπ. –. Οι παράγοντες

αυτοί θεωρήθηκε ότι την προκαλούσαν και έδειχναν είτε ότι

ο εγκληματίας προκαθορίσθηκε από τη φύση είτε ότι ήταν το

προϊόν των συνθηκών του περιβάλλοντός του ή και των δύο.

Η αποτυχία όμως των προγραμμάτων περιορισμού της

εγκληματικότητας με παρεμβάσεις στους παράγοντες που την

προκαλούσαν, έστρεψε και πάλι το ενδιαφέρον των ειδικών

στις βασικές αρχές της κλασικής σχολής, οι οποίες θέλουν

τον εγκληματία ικανό να επιλέγει ελεύθερα τις πράξεις

του. Στα πλαίσιο αυτό αναπτύχθηκε η θεωρία της

“Ορθολογικής Επιλογής” η οποία διατυπώθηκε αρχικά από τον

James Q. Wilson..

56

Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή η εγκληματική συμπεριφορά

εκδηλώνεται όταν ο φορέας της αποφασίζει να

διακινδυνεύσει – τουλάχιστον την ελευθερία του -

παραβαίνοντας το νόμο, αφού προηγουμένως έχει λάβει

σοβαρά υπόψη του τόσο παράγοντες που τον αφορούν

προσωπικά (personal factors), όπως π.χ. οι οικονομικές

του ανάγκες, η εκδίκηση που θέλει να πάρει από κάποιον, η

διάθεσή του για περιπέτεια και διασκέδαση όσο και

παράγοντες που αφορούν το στόχο του (situational factors)

δηλ. το πόσο καλά αυτός φυλάγεται και το πόσο

αποτελεσματική είναι η τοπική αστυνομία στη δίωξη των

παραβατών του νόμου. Προτού αποφασίσει τη διάπραξη ενός

εγκλήματος ο “λογικός εγκληματίας” εκτιμά δηλ. τις

πιθανότητες που υπάρχουν για τη σύλληψή του, τη

σοβαρότητα της ποινής που απειλεί ο νόμος γι’ αυτό καθώς

και τα πιθανά κέρδη που θα του αποφέρει. Κατ’

αντιδιαστολή δεν θα εκδηλώσει την εγκληματική

συμπεριφορά αν εκτιμήσει ότι τα οικονομικά του οφέλη από

αυτήν θα είναι πολύ μικρά έως ανύπαρκτα, όπως και εάν η

φύλαξη του στόχου του είναι τόσο καλή που οι πιθανότητες

της σύλληψής του, θα είναι ιδιαίτερα αυξημένες.

Η απόφαση του λογικά σκεπτόμενου εγκληματία εξαρτάται

και από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του στόχου του – π.χ.

οικονομική αξία, ευάλωτο χαρακτήρα – αλλά επίσης και από

το κατά πόσο ο ίδιος έχει την ικανότητα να τον

“κτυπήσει”. Στην περίπτωση αυτή επιλέγει τον “κατάλληλο”

για τις γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία του,

στόχο/έγκλημα.Παράλληλα εκτιμά τον χρόνο και τον τόπο

57

τέλεσής του έτσι ώστε και να το διαπράξει με επιτυχία

αλλά και να διαφύγει από τους ενδεχόμενους διώκτες του.

Τα παραπάνω συνεπάγονται βέβαια, και την απαραίτητη

ψυχολογική του προετοιμασία.

Εκτιμώντας τις παραπάνω απόψεις θα μπορούσαμε να

υποθέσουμε πως για την εκδήλωσή της εγκληματικής

συμπεριφοράς θεωρούνται απαραίτητα τα ακόλουθα στοιχεία

που αφορούν κυρίως, τον λογικά σκεπτόμενο δράστη :

α.-Ύπαρξη κινήτρου (motive). Ένα άτομο δεν είναι δυνατό

να εμφανίσει οποιαδήποτε εγκληματική συμπεριφορά χωρίς να

έχει κάποιο κίνητρο δηλ. χωρίς να πιστεύει πως θα

αποκομίσει κάποιο (οικονομικό ή συναισθηματικό) όφελος

από αυτή.

β.- Δικαιολογία (excuse). Ο δράστης δικαιολογεί σχεδόν

πάντοτε εκ των προτέρων την εγκληματική του συμπεριφορά

δεδομένου του ότι αυτή αποτελεί την προσωπική του επιλογή

ανάμεσα σε άλλες που θα μπορούσε να κάνει. Οι

δικαιολογίες που προβάλλονται από τους δράστες δεν είναι

απαραίτητο να συμβαδίζουν με τη λογική του μέσου

ανθρώπου. Αρκεί το ότι εκείνοι που τις προβάλλουν

πιστεύουν πραγματικά σε αυτές.

γ.- Εκμάθηση/Γνώση του τρόπου (know – how, “modus operandi”,

τεχνικών) που θα πρέπει να ακολουθήσει για να διαπράξει το

έγκλημα που σχεδιάζει. Αν π.χ. ο υποψήφιος διαρρήκτης δεν

ξέρει να σπάει κλειδαριές ή να απενεργοποιεί συναγερμούς,

ο υποψήφιος δολοφόνος ή ληστής δεν γνωρίζει τη χρήση

όπλων και ο υποψήφιος ψηφιακός εγκληματίας αγνοεί τις

αδυναμίες του διαδικτύου, πως θα κάνoυν αντίστοιχα μια

58

διάρρηξη, ένα φόνο, μια ληστεία ή το “σπάσιμο” των

κωδικών τραπεζικών λογαριασμών; Στον τομέα αυτό

διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο οι φορείς (αντι) –

κοινωνικοποίησης (κυρίως φίλοι με ανάλογη δράση στο

παρελθόν, ΜΜΕ) του δράστη.

δ.- Κατάλληλη τοπικά και χρονικά ευκαιρία (right

opportunity on place and time). Ακόμα κι αν κάποιος έχει

κίνητρο, μπορεί να δικαιολογήσει την εγκληματική του

πράξη και γνωρίζει και το πώς θα την κάνει αποκλείεται

να την πραγματοποιήσει τελικά αν δεν του παρουσιασθεί και

η κατάλληλη ευκαιρία (Felson – Clarke, 1998). Aυτή η

τελευταία μπορεί να στηριχθεί στην εκτίμηση του δράστη

ότι ο στόχος του είναι αφύλακτος (= δεν υπάρχουν σε αυτόν

τρίτοι, ανεξάρτητα αν αυτοί είναι αστυνομικοί ή απλοί

πολίτες) σε κάποια δεδομένη χρονική στιγμή. Το γεγονός

αυτό θα του καθορίσει τον καταλληλότερο χρόνο για την

διάπραξη του εγκλήματός του αλλά και τη μη αυτόφωρη

σύλληψή του.

Επομένως, εφόσον γίνεται δεκτό το ότι η εγκληματική

συμπεριφορά αποτελεί το προϊόν λογικής διεργασίας που

συντελείται στον εγκέφαλο των εγκληματιών και αφού αυτοί

οι τελευταίοι αποφασίζουν οι ίδιοι ελεύθερα και υπεύθυνα

να διαπράξουν ένα έγκλημα, η εγκληματικότητα μπορεί να

μειωθεί αν,

α.- καταφέρουμε να πείσουμε τους υποψήφιους δράστες ότι

το έγκλημα αποτελεί μια ατυχή επιλογή τους λόγω των

δυσμενών συνεπειών που θα έχει γι’ αυτούς (βέβαιης

59

σύλληψης, μεγάλων ποινών, χαμηλών κερδών, αναπόφευκτου

κοινωνικού στίγματος - “Crime doesn’t pay”),

β. - αυξήσουμε και εκσυγχρονίσουμε τα μέτρα φύλαξης των

πιθανών υποψήφιων στόχων, καθιστώντας τους έτσι

“ακατάλληλους χρονικά και τοπικά” για τους δράστες και

γ.- ελέγξουμε τα μέσα διάπραξης εγκλημάτων και

παρακολουθούμε τους ήδη καταγεγραμμένους εγκληματίες (βλ.

μ.ά. Siegel, 2003 : 109 – 117).

Ερωτήσεις για συζήτηση

1. Αιτιολογείται επαρκώς η εγκληματική συμπεριφορά με βάση τις

απόψεις των οργανικών/βιολογικών θεωριών;

2. Πιστεύετε πως ο εγκληματίας είναι ένα άτομο διανοητικά

καθυστερημένο, νευρωτικό ή κυριαρχούμενο από αισθήματα

κατωτερότητας; Αν ναι, μπορείτε να αναφέρετε παραδείγματα τέτοιων

εγκληματιών μέσα από την ελληνική πραγματικότητα;

3. Κατά τη γνώμη σας ο εγκληματίας είναι γενετικά προκαθορισμένος ή

αποτελεί προϊόν των συνθηκών ενός εγκληματογόνου περιβάλλοντος;

Ποια πιστεύετε πως θα μπορούσαν να είναι τα κύρια χαρακτηριστικά

του περιβάλλοντος αυτού;

4. Διδάσκεται η εγκληματική συμπεριφορά; Αν ναι, πού; Υπάρχει

κάποια/ες κατηγορία/ες επαγγελματιών στους οποίους θα έπρεπε να

διδάσκεται υποχρεωτικά;

5. Αν δεν έχετε τα χρήματα που σας χρειάζονται για να αγοράσετε κάτι

που επιθυμείτε πολύ, τι θα κάνετε για να τα βρείτε;

60

6. Ποια από τις παρατιθέμενες θεωρίες νομίζετε πως πλησιάζει

περισσότερο προς την πραγματικότητα, όσον αφορά τους εγκληματίες

που παρουσιάζονται στα ελληνικά ΜΜΕ; Γιατί;

7. Σχολιάστε της θεωρία του Richard Quinney, αναπτύσσοντας τους

λόγους για τους οποίους συμφωνείτε ή διαφωνείτε με αυτή.

8. Εξετάζοντας επισταμένως τις εγκληματολογικές στατιστικές

μπορείτε να έχετε μια ακριβή εικόνα για το μέγεθος και το είδος της

εγκληματικότητας μιας χώρας;

9. Έχετε έλθει σε «επαφή» με κάποιο από τα τμήματα (υποσυστήματα)

του Συστήματος της Ποινικής Δικαιοσύνης; Αν ναι, ποιες ήσαν οι

εντυπώσεις σας από αυτή;

10. Ποια είναι η γνώμη σας για τη λειτουργία της αστυνομίας και των

δικαστηρίων στη χώρα μας; Πώς την έχετε σχηματίσει;

11. Πώς θα πρέπει να αντιμετωπίζει το σύστημα της Ποινικής

Δικαιοσύνης τους ύποπτους για ειδεχθή εγκλήματα (π.χ. για

ανθρωποκτονία ή βιασμό που γίνεται με τρόπο που να υποφέρει το

θύμα) ή για εγκλήματα τρομοκρατίας;

12. Είναι κατά τη γνώμη σας, αμερόληπτη στις κρίσεις της η ελληνική

ποινική δικαιοσύνη σε όλες τις περιπτώσεις που αντιμετωπίζει;

Αιτιολογείστε την οποιαδήποτε άποψή σας με την επίκληση κάποιων

παραδειγμάτων.

13. Ποια νομίζετε πως είναι η κατάσταση που επικρατεί στις ελληνικές

φυλακές σήμερα;

14. «Γύρισε μεθυσμένος. Εγώ τάϊζα τα παιδιά μου. Μου έδωσε ένα χαστούκι και το πιάτο

έφυγε από τα χέρια μου, άρχισε να με κτυπάει. Με έριξε στο κρεβάτι. Τα παιδιά μου τσίριζαν

και ούρλιαζαν… Άρχισε να κτυπάει το κεφάλι μου στο τραπέζι. Ζαλίστηκα. Δεν ξέρω τι με

έκανε και άπλωσα το χέρι μου να πάρω το μαχαίρι… Πάνω στην πάλη το μαχαίρι καρφώθηκε

και είδα τον άνδρα μου με αίματα» -

61

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από την αφήγηση της Αργυρώς

Αλεξανδροπούλου, που στα 31 χρόνια της, το βράδυ της 4-10-1994

σκότωσε τον άνδρα της. Η ελληνική δικαιοσύνη την αθώωσε για την

πράξη της αυτή σε πρώτο βαθμό ενώ σε δεύτερο τη θεώρησε ένοχη και

της επέβαλλε ποινή φυλάκισης 20 μηνών. Με ποια από τις δύο αυτές

αποφάσεις συμφωνείτε; Γιατί;

15. Οι εγκληματίες σκέπτονται λογικά ή εγκληματούν γιατί δεν μπορούν

να ελέγξουν τις εσωτερικές τους παρορμήσεις;

16.- Θα θέλατε να ζείτε σε μια κοινωνία όπου η χαμηλή

εγκληματικότητά της θα οφειλόταν στις αυστηρές ποινές που θα

προβλεπόντουσαν για τους παραβάτες των νόμων;

17. Εάν σας κατηγορούσε η αστυνομία για μια μικροκλοπή τι θα σας

ενοχλούσε περισσότερο : η κοινοποίηση του γεγονότος αυτού στο

κοινωνικό σας περιβάλλον ή η ποινή που θα μπορούσε να σας

επιβληθεί από το δικαστήριο εφόσον δεν θα γινόταν ευρύτερα γνωστή;

18. Η προβολή από την τηλεόραση της εκτέλεσης των θανατικών ποινών

(σε όποιες χώρες εξακολουθεί αυτή να προβλέπεται), θα μπορούσε

κατά τη γνώμη σας να μειώσει την εγκληματικότητα των χωρών αυτών;

19. Σε ποια εγκλήματα πιστεύετε πως ο λογικά σκεπτόμενος

εγκληματίας αποτελεί τον κανόνα και σε ποια την εξαίρεση;

20. Διακρίνετε κάποια ασαφή σημεία στη θεωρία της ορθολογικής

επιλογής;

στ. Η εγκληματικότητα στην ελληνική κοινωνία – Στατιστική

εικόνα

62

Μια πρώτη άποψη από την εγκληματικότητα των αρχών του

21ου αιώνα - δηλ. αυτή που έχει καταγραφεί την περίοδο

2000 – 2007 -, στη χώρα μας θα προσπαθήσουμε να έχουμε

στη συνέχεια, με βάση τα σχετικά στατιστικά δεδομένα που

δημοσιεύονται στο δικτυακό τόπο της Ελληνικής Αστυνομίας

(ΕΛ.ΑΣ). (βλ. σχετ. http://www.astynomia.gr/index.php?

option=ozo_content&perform=view&id=81&Itemid=73&lang=),

επειδή είναι και τα πλέον πρόσφατα που έχουμε στη διάθεσή

μας τώρα που γράφονται οι γραμμές αυτές.

Η αναφορά μας θα επικεντρωθεί σε τέσσερα από τα

σοβαρότερα κατά τη γνώμη μας, παραδοσιακά εγκλήματα δηλ.

την ανθρωποκτονία από πρόθεση, τη ληστεία, την κλοπή και

την απάτη. Εξίσου σημαντικό θεωρούμε και το έγκλημα του

βιασμού στο οποίο όμως, θα αναφερθούμε όταν θα μιλήσουμε

στη συνέχεια, για το Κ.Π. της βίας. Για καθένα από τα

τέσσερα αυτά εγκλήματα θα παραθέσουμε τον αριθμό των

τετελεσμένων και των σε απόπειρα περιστατικών τους, το

συνολικό τους αριθμό καθώς και τον αριθμό όσων

εξιχνιάσθησαν από την ΕΛ.ΑΣ.

Σκοπός της παράθεσης των δεδομένων αυτών είναι ο

σχηματισμός μιας γενικής εικόνας για τον αρθ. μιας σειράς

σοβαρών εγκλημάτων, τα οποία απασχόλησαν τις αρμόδιες

διωκτικές αρχές της χώρας μας, στο χρονικό διάστημα 2000

- 2007. Η εικόνα αυτή πιστεύουμε πως μπορεί να αποτελεί

μια πρώτη ένδειξη των ποσοτικών μεγεθών της σοβαρής

εμφανούς εγκληματικότητας που παρατηρείται στην ελληνική

επικράτεια καθώς και μια εκτίμηση των επιτυχημένων ή μη

63

προσπαθειών των εντεταλμένων από την ελληνική πολιτεία

αρχών για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου αυτού Κ.Π.

1. Ανθρωποκτονία από πρόθεση

Αποτελεί το σημαντικότερο από τα παραδοσιακά εγκλήματα

εφόσον αφορά την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής του

πολυτιμότερου δηλ. έννομου αγαθού κάθε ανθρώπινης

ύπαρξης. Προβλέπεται δε και τιμωρείται από το ά. 299 Π.Κ.

Στον Πίνακα 2 που ακολουθεί περιλαμβάνεται ο συνολικός

αρθ. (τετελεσμένων και σε απόπειρα) ανθρωποκτονιών από

πρόθεση που κατεγράφησαν καθώς και ο αρθ. αυτών που

εξιχνιάσθηκαν (=σχηματίσθηκε δικογραφία κατά του/των

δραστών) από την ΕΛ.ΑΣ.

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

Ανθρωποκτονίες από πρόθεση των ετών 2000 - 07 ΕΤΗ

ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΕΣ ΤΕΤ. ΑΠΟΠ.

ΣΥΝ. ΕΞΙΧΝ. 2000 146 104

250 206

2001 132 145

277 215

2002 94 115

209 216

2003 116 134

64

250 218

2004 111 121

232 203

2005 132 128

260 204

2006 110 123

233 196

2007 139 135

274 202

ΣΥΝΟΛΟ 980 1008

1985 1660

Πηγή: Στατιστικές αδικημάτων της ΕΛ.ΑΣ, 2000 – 07.

Από τα στοιχεία του Πίνακα αυτού προκύπτουν από

πρώτη άποψη, τα εξής:

1. Οι περισσότερες τετελεσμένες ανθρωποκτονίες

κατεγράφησαν το 2000 και οι λιγότερες δύο χρόνια

αργότερα δηλ. το 2002, ενώ οι περισσότερες απόπειρες

το 2007 και οι λιγότερες το 2000.

2. Αριθμητικά οι περισσότερες ανθρωποκτονίες

εξιχνιάσθηκαν το 2003 και οι λιγότερες το 2006 ενώ

συνολικά για όλα τα έτη το ποσοστό των εξιχνιασθεισών

ήταν 83,6%. (Εδώ παρατηρούμε πάντως,πως ο αρθ. που δόθηκε για

το 2002 είναι μάλλον λανθασμένος - 216 εξιχν. επί συνόλου 209!)

3. Σημειώνεται μείωση του αριθμού των τετελεσμένων

ανθρωποκτονιών ανάμεσα στην αρχή (2000) και το τέλος

της παραπάνω χρονικής περιόδου (2007) της τάξεως του

65

4,7% , αύξηση των αποπειρών ανθρωποκτονιών στο 29,8%,

αύξηση του συνόλου στο 9,6% και μείωση των

εξιχνιασθεισών στο επίπεδο του 1,9%.

2. Η Ληστεία

Στην εγκληματική αυτή πράξη αναφέρεται το ά.

380 Π.Κ. Η γνώμη μας είναι πως για την προσφορότερη και

εγκληματολογικά αξιοποιήσιμη καταγραφή των στοιχείων που

τις αφορούν, οι ληστείες θα πρέπει να διακρίνονται σε

αυτές που τελούνται σε:

α. - δημόσιο χώρο, όπως π.χ. αρπαγή τσάντας στο δρόμο, σε

ένα πάρκο κλπ.

β. - επαγγελματικούς χώρους, όπως π.χ. σε μία Τράπεζα, σε

ένα κατάστημα (κοσμηματοπωλείο, Super Market, περίπτερο)

κλπ.

γ. - οδηγού μεταφορικού μέσου, όπως π.χ. ενός οδηγού

ταξί, ενός οδηγού χρηματαποστολής κλπ. και στην

δ. - κατοικία του θύματος, όταν αυτό το τελευταίο

προσπάθησε να εμποδίσει το διαρρήκτη που βρήκε γυρίζοντας

ξαφνικά στο σπίτι του και προσπάθησε ανεπιτυχώς να τον

αποτρέψει να φύγει με τη λεία του.

Τα στατιστικά στοιχεία που διαθέτουμε δεν μας

βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή. Έτσι και στην

προκειμένη περίπτωση θα ισχύσουν τα όσα ίσχυσαν και στο

έγκλημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση με την προσθήκη

66

όμως και στοιχείων που αφορούν ειδικά τις ληστείες

Τραπεζών.

ΠΙΝΑΚΑΣ 3

Ληστείες των ετών 2000 - 07 ΕΤΗ ΤΕΤ. ΑΠΟΠ.

ΣΥΝ. ΕΞΙΧΝ. 2000 1581 108

1689 570

2001 1735 142

1877 614

2002 1992 127

2119 756

2003 2083 153

2236 863

2004 2339 187

2526 780

2005 2084 203

2287 825

2006 2463 155

2618 919

2007 2823 204

3027 1031 ΣΥΝΟΛΟ 17100 1279

18379 6358

Πηγή: Στατιστικές της ΕΛ.ΑΣ. ετών 2000 - 07.

67

Από τα στοιχεία του Πίνακα αυτού βλέπουμε πως,

1.- Οι περισσότερες τετελεσμένες ληστείες κατεγράφησαν

το 2007 και οι λιγότερες το 2000, το ίδιο και οι

απόπειρες ληστείας.

2.- Αριθμητικά οι περισσότερες ληστείες εξιχνιάσθησαν το

2007 και οι λιγότερες το 2000 ενώ το συνολικό ποσοστό των

εξιχνιασθεισών ληστειών ήταν μόνο το 34,5%.

3.- Ανάμεσα στην αρχή (2000) και το τέλος (2007) της

αναφερόμενης χρονικής περιόδου παρατηρείται αύξηση των

τετελεσμένων ληστειών κατά 78,5%, αύξηση επίσης, των

αποπειρών κατά 88,8%, συνεπακόλουθη αύξηση του συνόλου

κατά 44,2 % και αύξηση και των εξιχνιασθεισών ληστειών

κατά 44,7%.

ΠΙΝΑΚΑΣ 4

Ληστείες Τραπεζών των ετών 2000 - 07

ΕΤΗ ΤΕΤ. ΑΠΟΠ.

ΣΥΝ. ΕΞΙΧΝ. 2000 64 3 67 30

2001 58 4 62 18

2002 141 6147 56

2003 209 8217 67

2004 171 17

68

188 46

2005 180 17 197 99

2006 219 14 233 8

2007 293 10 303 85

ΣΥΝΟΛΟ 1335 86 1414 485

Πηγή: Στατιστικές της ΕΛ.ΑΣ. 2000 – 07.

Από τα στοιχεία του παραπάνω Πίνακα προκύπτει ότι,

1. - Οι περισσότερες τετελεσμένες ληστείες Τραπεζών

κατεγράφησαν το 2007 και οι λιγότερες το 2001, ενώ οι

περισσότερες απόπειρες το 2004 και το 2005 και οι

λιγότερες το 2000.

2.- Αριθμητικά οι περισσότερες ληστείες Τραπεζών

εξιχνιάσθησαν το 2005 και οι λιγότερες το 2006 ενώ το

συνολικό ποσοστό των εξιχνιασθεισών για όλο το χρονικό

διάστημα ήταν της τάξεως του 34,2%.

3.- Ανάμεσα στο 2000 και το 2007 σημειώθηκε αύξηση των

τετελεσμένων ληστειών Τραπεζών κατά 357,8%, αύξηση των

αποπειρών κατά 233,3%, αύξηση του συνόλου κατά 352,2%

και αύξηση όμως και των εξιχνιασθεισών κατά 183,3%.

Τα παραπάνω στατιστικά δεδομένα υποδηλώνουν

ενδεχόμενα μια μεγάλη έξαρση της εγκληματικής αυτής

πράξης που θα μπορούσαμε να την αποδώσουμε σε κάποιον

μεμονωμένο ή σε συνδυασμό των παρακάτω παραγόντων:

69

α. - Άγνοια του κοινού για το συγκεκριμένο κίνδυνο που

το απειλεί εξαιτίας της μη ενημέρωσής του για τη λήψη των

κατάλληλων προληπτικών μέτρων, με συνέπεια την εύκολη

θυματοποίησή του,

β. - Προϊούσα ευαισθητοποίηση των ΜΜΕ για την υπερβολική

προβολή των σχετικών περιστατικών (τα οποία είναι βέβαιο

πως “πουλούν”) με συνέπεια τη συνεπακόλουθη

ευαισθητοποίηση των πολιτών στο να τα καταγγέλλουν πιο

συχνά, ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν θα το έκαναν δηλ.

όταν οι οικονομικές τους απώλειες είναι ασήμαντες,

γ. - Απ’ ότι έχει αναφερθεί επανειλημμένα στον

ελληνικό τύπο, χωρίς να διαψευσθεί από ένα σημαντικό

μέρος των θυμάτων - των Τραπεζών - (που αποτελούν έναν

οικονομικά ελκυστικό στόχο), μη λήψη του συνόλου των

απαραίτητων μέτρων ασφαλείας, αφενός λόγω του υψηλού

κόστους που συνεπάγονται αυτά και αφετέρου λόγω της

σχετικής ασφαλιστικής τους κάλυψης. (Το φαινόμενο αυτό

έχει παρατηρηθεί παλαιότερα και στις ΗΠΑ, βλ. Camp G.M.

1968) και

δ. - Εύκολο και σημαντικό κέρδος - κυκλοφορία μεγάλων

χρηματικών ποσών και όχι πλαστικού χρήματος - για τους

δράστες που πιστεύουν ότι λόγω των ανεπαρκών μέτρων

φύλαξης των στόχων τους και εύκολα θα πάρουν «ζεστά

μετρητά» και δύσκολα θα συλληφθούν απομακρυνόμενοι

γρήγορα από τον τόπο του εγκλήματος. Η εικόνα αυτή

δίνεται στο κοινό και από τα ΜΜΕ που συνήθως αναφέρουν

την τέλεση μιας ληστείας ενώ «ξεχνούν» να αναφερθούν και

70

στη σύλληψη των δραστών της που συνήθως γίνεται - όταν

γίνεται - μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα.

3. Η Κλοπή (Διάρρηξη)

Στην εγκληματική αυτή συμπεριφορά (Κρανιδιώτη, 1995)

αναφέρονται κυρίως τα ά. 372, 374Α και 377 του Π.Κ.

Στον επόμενο Πίνακα 5, αναφέρουμε τις κλοπές -

διαρρήξεις που καταγράφηκαν στη χώρα μας στη χρονική

περίοδο 2000 - 07.

ΠΙΝΑΚΑΣ 5

Κλοπές – Διαρρήξεις των ετών 2000 - 07 ΕΤΗ

ΚΛΟΠΕΣ - ΔΙΑΡΡΗΞΕΙΣ ΤΕΤ.

ΑΠΟΠ. ΣΥΝ. ΕΞΙΧΝ. 2000 46233

908 47141 8154

2001 45689

1160 46849 7815

2002 48365

1276 49641 10536

2003 49352

1657 51009 8803

2004 42397

1536 43933 8273

2005 44100

71

2464 46564 8465

2006 49403

2224 51627 10438

2007 58472 2638 61110 10051

ΣΥΝΟΛΟ 384011

13863 397874 72535

Πηγή: Στατιστικές αδικημάτων της ΕΛ.ΑΣ., 2000 - 07

Από τα στοιχεία του Πίνακα αυτού προκύπτουν σε

γενικές γραμμές, τα ακόλουθα:

1. - Οι περισσότερες τετελεσμένες κλοπές κατεγράφησαν το

2007 και οι λιγότερες το 2004, ενώ οι περισσότερες

απόπειρες το 2007 και οι λιγότερες το 2000.

2. - Αριθμητικά οι περισσότερες κλοπές εξιχνιάσθησαν το

2002 και οι λιγότερες το 2001, ενώ το συνολικό ποσοστό

των εξιχνιασθεισών για όλο το χρονικό διάστημα ήταν μόνο

το 18,1%.

3. – Σημειώνεται αύξηση του αρθ. των τετελεσμένων κλοπών

από το 2000 έως το 2007 σε ποσοστό 32,9%, αύξηση των

αποπειρών κλοπών σε ποσοστό 190,5%, αύξηση του συνόλου

σε ποσοστό 29,6% και αύξηση του ποσοστού των

εξιχνιασθεισών κλοπών κατά 23,2%.

4. Η Απάτη

72

Στο έγκλημα αυτό αναφέρεται το ά. 386 Π.Κ. Στις απάτες

που έχουν καταγραφεί στη χώρα μας για το χρονικό διάστημα

των ετών 2000 - 07, αναφέρεται ο επόμενος Πίνακας 6.

ΠΙΝΑΚΑΣ 6

Απάτες των ετών 2000 - 07 ΕΤΗ

ΑΠΑΤΕΣ ΤΕΤ.

ΑΠΟΠ. ΣΥΝ. ΕΞΙΧΝ. 2000 768

32 800 540

2001 884

42 926 534

2002 788

33 821 409

2003 841

26 867 456

2004 872

45 917 443

2005 950

73 1023 531

2006 994

106 1100 613

2007 988

68 1056 445

ΣΥΝΟΛΟ 7085

425 7510 3971

73

Πηγή: Στατιστικές αδικημάτων της ΕΛ.ΑΣ. 2000 – 07.

Εξετάζοντας τα δεδομένα του παραπάνω Πίνακα,

παρατηρούμε πως:

α. – Οι περισσότερες τετελεσμένες απάτες κατεγράφησαν το

2006 και οι λιγότερες το 2000, ενώ οι περισσότερες

απόπειρες και πάλι το 2006 και οι λιγότερες το 2003

β. - Αριθμητικά οι περισσότερες απάτες εξιχνιάσθησαν το

2006 και οι λιγότερες το 2002 ενώ το συνολικό ποσοστό των

εξιχνιασθεισών για όλο το χρονικό διάστημα 2000 – 07

ήταν της τάξεως του 52,8%.

γ. Η αύξηση του αριθμού των τετελεσμένων απατών ανάμεσα

στο πρώτο και το τελευταίο έτος της περιόδου που

εξετάζουμε είναι 28,6%, η αύξηση του αρθ. των αποπειρών

απατών 112,5%, ενώ παρατηρείται μείωση του αρθ. των

εξιχνιασθεισών απατών κατά 17,5%.

Πέραν των παραπάνω στατιστικών δεδομένων ιδιαίτερα

ενδιαφέρουσα και κατατοπιστική για την ανάπτυξη νέων

μορφών εγκλημάτων στη χώρα μας είναι η άποψη του

καθηγητή Ν.Κουράκη (βλ.

σχετ.www.niotho-asfalis.gr/na/meletes2.pdf ) ο οποίος

απαντώντας στην ερώτηση εάν “Έχουμε διαφορετικού είδους

εγκλήματα στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια;” είπε τα εξής : «Πέρα από τις όποιες αυξητικές τάσεις, διαφορές

εμφανίζονται και ως προς την ποιότητα των εγκλημάτων κατά τα

τελευταία χρόνια. Ιδίως σημειώνουν έξαρση τρεις κατηγορίες

εγκλημάτων:

(α) Τα εγκλήματα βίας, που τελούνται μάλιστα, συχνά, με τρόπο θρασύ,

αδίστακτο και καλοσχεδιασμένο. Π.χ. οι ληστείες (=προσβολές κατά της

74

ιδιοκτησίας με στοιχείο σωματικής βίας ή σοβαρής απειλής) από 81 στις

αστυνομικές στατιστικές το 1980, έφθασαν στις 1.102 το 1990, στις 2.048 το

1999 και στις 2.320 το 2003 (δηλ. περίπου 29 φορές περισσότερες σε 23

χρόνια, με κατά μέσο όρο 6,4 καταγραφόμενες ληστείες την ημέρα).

Μικρότερη είναι η αύξηση σε αδικήματα που δεν έχουν το στοιχείο της

βίας - π.χ. κλοπές (από 17.750 το 1980, σε 74.024 το 1999 και σε 68.255 το

2003 – αύξηση κατά 4 περίπου φορές σε 23 χρόνια) και απάτες (από 443 το

1980, σε 1019 το 1999 και σε 1.076 το 2003, δηλ. περίπου 2,4 φορές

περισσότερες σε 23 χρόνια).

(β) Το οργανωμένο έγκλημα. Πέρα από τα εγκλήματα διακίνησης

ναρκωτικών, που απετέλεσαν την παραδοσιακή μορφή οργανωμένου

εγκλήματος στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του ’70 και μετέπειτα,

σημειώθηκε από τη δεκαετία του ’80 και ιδίως του ’90 η διάπραξη και

άλλου είδους εγκλημάτων από ομάδες εγκληματιών, των οποίων οι

δράστες έχουν ως κύρια χαρακτηριστικά την ιεραρχική διάρθρωση, τον

αποκλειστικό ή κύριο στόχο της επίτευξης μεγάλου οικονομικού ή άλλου

οφέλους μέσω αυτής της διάπραξης εγκλημάτων καθώς και τις στενές

διασυνδέσεις με τον κρατικό μηχανισμό (διαφθορά): Τέτοιες περιπτώσεις

οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα είναι η αθέμιτη διακίνηση

γυναικών και παιδιών με σκοπό τη σεξουαλική τους εκμετάλλευση,

λαθρομεταναστών, όπλων, τσιγάρων κ.λπ. (κυρίως μετά την αλλαγή του

πολιτικοοικονομικού καθεστώτος στις χώρες της κεντρικής και

ανατολικής Ευρώπης και, επίσης, μετά την κατάργηση των ελέγχων στα

σύνορα της Ενιαίας Αγοράς της Ευρώπης την 1.1.1993), η παροχή

«προστασίας» σε κέντρα διασκέδασης ή επιχειρήσεις κ.λπ., η κλοπή

αυτοκινήτων με σκοπό την εκβίαση των ιδιοκτητών τους, η διάπραξη

δολοφονιών από «συνδικάτα του εγκλήματος», οι απαγωγές, το

συστηματικό ξέπλυμα χρήματος, η συστηματική εμπορία αρχαιοτήτων, η

πλαστογράφηση έργων τέχνης, η καταπάτηση και πώληση δασικών ή

άλλων εκτάσεων του Δημοσίου, η πρόκληση ναυαγίου προς είσπραξη

ασφάλειας κ.λπ. (για το οργανωμένο έγκλημα στη σύγχρονη Ελλάδα βλ. τη

μελέτη μου στο περ. «Ποινική Δικαιοσύνη», 1999, 1017-1026).

(γ) Το οικονομικό έγκλημα. Σε αντίθεση με την προηγούμενη κατηγορία του

οργανωμένου εγκλήματος, στο οικονομικό έγκλημα η επίτευξη μεγάλου

75

οικονομικού ή άλλου οφέλους μέσω διάπραξης παρανομιών είναι μία

μόνο από τις δραστηριότητες που αναλαμβάνονται και ασφαλώς όχι ο

αποκλειστικός στόχος των εμπλεκομένων σ’ αυτό. Το έγκλημα δηλ. αυτό

έρχεται συνήθως ως απόρροια μιας ριψοκίνδυνης οικονομικής

δραστηριότητας και όχι ως ο κύριος στόχος αυτής της δραστηριότητας.

Και η μορφή αυτή εγκληματικότητας έχει προσλάβει ιδιαίτερη έκταση στην

Ελλάδα, ιδίως από τη δεκαετία ’80 και μετά. Πέρα από τις κλασικές

περιπτώσεις φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής, τα τελευταία χρόνια,

έχουν σημειώσει έξαρση δραστηριότητες όπως οι μεθοδευμένες

τελωνειακές παραβάσεις (κυρίως λαθρεμπόριο υγρών καυσίμων), η

παράνομη λήψη επιχορηγήσεων και επιδοτήσεων από κοινοτικά κονδύλια

(«ευρωαπάτες» - π.χ. δημιουργία «νέων» θέσεων με απόλυση του

προσωπικού και επαναπρόσληψή του στην ίδια επιχείρηση με άλλο

όνομα), η εξαπάτηση, με εικονικές αγορές μετοχών, εις βάρος ατόμων που

επενδύουν τα εισοδήματά τους στο Χρηματιστήριο, η οικειοποίηση

τραπεζικών καταθέσεων προς ίδιον όφελος, η παραβίαση διατάξεων περί

πνευματικής ιδιοκτησίας (ιδίως παράνομη κυκλοφόρηση μαγνητοταινιών

και ψηφιακών κασετών – CDs ή DVDs), η διευκόλυνση ξεπλύματος

χρημάτων από τράπεζες, ανταλλακτήρια, καζίνο κ.λπ., η νόθευση του

ανταγωνισμού με την αθέμιτη προώθηση trusts και cartels ή με

καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης επιχειρήσεων, καθώς και

η ανάπτυξη εξελιγμένων μεθόδων προς αποφυγή πληρωμής φόρων – π.χ.

εικονική μεταβίβαση κεφαλαίων από την Ελλάδα σε θυγατρικές ή

υπεράκτιες εταιρείες του εξωτερικού, καθώς και η αλλοίωση της εικόνας

των πραγματικών κερδών μιας εταιρείας μέσω υπερτιμολόγησης

εισαγομένων προϊόντων και υποτιμολόγησης εξαγομένων (βλ. σχετική

διεξοδική μελέτη μου για «το οικονομικό έγκλημα στην Ελλάδα σήμερα»

στο περ. «Ποινική Δικαιοσύνη», 2000, σελ. 644-654).

Όσον αφορά τα ψηφιακά εγκλήματα που τελούνται στη

χώρα μας ειδικά από μαθητές και μαθήτριες μέσης

εκπαίδευσης στο δικτυακό τόπο του Κόμβου Ασφαλούς

Διαδικτύου s@ferinternet

76

(http://www.saferinternet.gr/Portals/0/docs/Erevnes/erevn

a_IOM.pdf) αναφέρεται ότι,«……..οι παράνομες ενέργειες -που γίνονται από μέρους των νέων στο

Διαδίκτυο- έχουν κατά κύριο λόγο να κάνουν με την παραβίαση των

πνευματικών δικαιωμάτων μέσα από το κατέβασμα τραγουδιών, ταινιών

και λογισμικού χωρίς την άδεια του δημιουργού. Η ανταλλαγή των

αρχείων αυτών γίνεται συνηθέστερα μέσω των δικτύων P2P που είναι

εξαιρετικά δημοφιλή σε παιδιά και νέους. Το s@ferinternet

επαναλαμβάνει, επίσης, το θέμα της ηλεκτρονικής απάτης με χρήση ξένης

πιστωτικής κάρτας για διαδιακτυακές αγορές.»

Επίσης,

«Οι αρμόδιες υπηρεσίες της ΕΛΑΣ αναφέρουν πως, με βάση την

εμπειρία τους, η διαδικτυακή παραβατικότητα των νέων εντοπίζεται σε

δραστηριότητες όπως: η δημοσίευση προσωπικών δεδομένων τρίτων

ατόμων, η παραγωγή ερασιτεχνικών video πορνογραφικού κυρίως

περιεχομένου και στα οποία συμμετέχουν κατά κύριο λόγο ανήλικοι, η

διαφήμιση και πώληση ναρκωτικών μέσω chat rooms, καθώς και η

αποπλάνησή τους από ενήλικα άτομα. Σχολιάζουν δε ότι ορισμένοι νέοι

έχουν διαμορφώσει την κοινωνική πεποίθηση –κυρίως με την επιρροή

των ΜΜΕ- ότι μόνο μέσω της δημοσιότητας μπορούν να γίνουν

«πετυχημένοι». Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο έχουν την τάση να

«δημοσιοποιηθούν» μέσω Διαδικτύου, και μάλιστα χωρίς χρηματική

επιβάρυνση.»

Ερωτήσεις για συζήτηση

1. Εξετάζοντας τα στοιχεία των Πινάκων 2 – 6,

α.- Διαπιστώνετε μείωση ή αύξηση της εγκληματικότητας στην Ελλάδα

για το χρονικά διάστημα στο οποίο αναφέρονται;

77

β. – Θεωρείτε ικανοποιητικό ή όχι τον αρθ. των εγκλημάτων που

εξιχνιάσθηκαν από την Αστυνομία;

γ.- Ποια ακόμα στοιχεία για την εγκληματικότητα κατά τη γνώμη σας,

θα έπρεπε να περιλαμβάνουν οι στατιστικές της ΕΛ.ΑΣ. για να σας

βοηθήσουν να έχετε μια πιο ακριβή εικόνα του Κ.Π. του εγκλήματος στη

χώρα μας;

2. Ανησυχήσατε ή όχι για την προσωπική σας ασφάλεια διαβάζοντας

την απάντηση που έδωσε ο Ν. Κουράκης, στο ερώτημα που του

υποβλήθηκε;

3.- Έχετε πέσει θύμα κάποιου ψηφιακού εγκλήματος τα τελευταία δύο

χρόνια; Αν ναι, πως το αντιληφθήκατε, πως το αντιμετωπίσατε και τι

κάνατε στη συνέχεια για την προστασία του Η/Υ;

ζ. Μέτρα αντεγκληματικής πολιτικής – Οι θέσεις της

Περιβαλλοντικής Εγκληματολογίας

Η αντεγκληματική πολιτική (Κουράκης, 1994, 2000)

αφορά το σύνολο των προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων

που θα πρέπει να ληφθούν από την Πολιτεία και τους

πολίτες με σκοπό τον περιορισμό του αριθμού των

εγκλημάτων που διαπράττονται.

Το έγκλημα αποτελεί, όπως είπαμε Κ.Π. Η καταγραφή των

πραγματικών διαστάσεών του και ο εντοπισμός των

αιτίων/παραγόντων που το προκαλούν θα πρέπει να αποτελεί

το υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα στηριχθούν τα μέτρα που θα

ληφθούν για τον περιορισμό του. Τα μέτρα αυτά τα λαμβάνει

η συντεταγμένη Πολιτεία ενεργώντας είτε προληπτικά είτε

78

κατασταλτικά δηλ. πριν ή μετά την τέλεση εγκλημάτων και

θα πρέπει να αποβλέπουν στην τόνωση του αισθήματος

ασφαλείας των πολιτών (Παπαθεοδώρου, 2002).

Η Πολιτεία επίσης, θα πρέπει να φροντίσει να ενημερώσει

τους πολίτες για τους κινδύνους που τους απειλούν και για

το πώς θα πρέπει να τους αντιμετωπίσουν. Τα μέτρα που θα

λάβουν οι πολίτες θα πρέπει να είναι κυρίως προληπτικά

και να σχετίζονται με την προσωπική τους ασφάλεια

(Αλεξιάδης, όπ. παρ. 291 – 298).

Εφόσον μάλιστα γίνεται δεκτό ότι η ολοσχερής εξάλειψη

του εγκληματικού φαινομένου αποτελεί ουτοπία, τα

συγκεκριμένα μέτρα θα πρέπει να αποβλέπουν στον όσο το

δυνατό μεγαλύτερο περιορισμό του. Ακόμα θα πρέπει να

λαμβάνουν υπόψη τους την προστασία των ατομικών

δικαιωμάτων των πολιτών. Υπερβολικές και ανεξέλεγκτες

π.χ. εξουσίες της αστυνομίας είναι δυνατό να οδηγήσουν

στα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Από την

άλλη πλευρά όμως και η υπερβολική προστασία των

δικαιωμάτων εκείνων των ατόμων που σε καμμία περίπτωση

δεν έδειξαν να σέβονται τα αντίστοιχα δικαιώματα των

συνανθρώπων τους, όπως π.χ. των τρομοκρατών, ίσως και να

αποτελεί μια από τις πιο σοβαρές αδυναμίες του

δημοκρατικού πολιτεύματος μιας χώρας.

Εξειδικεύοντας παραπέρα το θέμα μας θα πούμε ότι σύμφωνα

με τον Αλεξιάδη (όπ. παρ. : 280 επ.) η αντεγκληματική

πολιτική έχει σαν στόχους της την πρόληψη (prevention)

και την καταστολή (repression). Οπότε γίνεται αντίστοιχα

λόγος για πρόληψη του εγκλήματος (ή κοινωνική πρόληψη)

79

και για καταστολή του εγκλήματος. Και με την μεν πρώτη

αντιμετωπίζεται το έγκλημα, “….με εξαφάνιση των κοινωνικών

παραγόντων και των συνθηκών που το προκαλούν ή οδηγούν στην εμφάνισή

του ….. είτε υποκειμενικά με κοινωνικοποίηση του ατόμου ή με ανάπτυξη σε

κάθε άτομο αντικινήτρων (-γενική πρόληψη), είτε αντικειμενικά με τη μείωση

των ευκαιριών διάπραξής του ή δυσχέρανσης του ίδιου του στόχου του

εγκλήματος…..” Στη δε καταστολή του εγκλήματος, παρεμβαίνει

το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης μετά την

τέλεση του εγκλήματος σκοπεύοντας στην μη επανάληψή του

στο μέλλον (ειδική πρόληψη).

Στον τομέα της πρόληψης του εγκλήματος θεωρούμε

σημαντικές - και γι αυτό θα ασχοληθούμε με αυτές στη

συνέχεια - τις απόψεις που διετυπώθησαν τα τελευταία

χρόνια στα πλαίσια της λεγόμενης Περιβαλλοντικής

Εγκληματολογίας (Environmental Criminology) ή

Εγκληματολογίας του τόπου (Place Criminology). Oι απόψεις

αυτές έχουν να κάνουν με τη μείωση των ευκαιριών που

παρουσιάζονται στον υποψήφιο δράστη για τη διάπραξη ενός

εγκλήματος αλλά και με την εκ μέρους της Πολιτείας και

των πολιτών – υποψήφιων θυμάτων δυσχέρανση του στόχου του

(target hardening). Ειδικότερα :

Η Περιβαλλοντική Εγκληματολογία λαμβάνει κατά κύριο

λόγο, υπόψη της την άνιση γεωγραφική κατανομή εκδήλωσης

των διαφόρων εγκλημάτων και προτείνει τον εντοπισμό των

ευρύτερων ή στενότερων γεωγραφικών τόπων όπου

παρατηρείται έξαρση της εγκληματικότητας και τη λήψη

μέτρων στους τόπους αυτούς, τα οποία θα καθιστούν τη

80

διάπραξη των εγκλημάτων ιδιαιτέρως δυσχερή για τους

υποψήφιους δράστες.

Οι πρώτες σχετικές απόψεις είχαν προβληθεί από τους Shaw

και Mckay το 1931, οι οποίοι υποστήριξαν ότι η νεανική

εγκληματικότητα δεν ήταν μόνο το αποτέλεσμα εσωτερικών

προσωπικών συγκρούσεων, αλλά είχε να κάνει και με τους

ιδιαίτερους περιβαλλοντικούς παράγοντες που επικρατούσαν

σε ορισμένες εύκολα αναγνωρίσιμες λόγω της οικολογικής

τους υποβάθμισης, περιοχές μιας πόλης. Το συμπέρασμά τους

ήταν πως η παραβατική συμπεριφορά των ανηλίκων ήταν το

αποτέλεσμα της “αποκόλλησής τους από τις συμβατικές

ομάδες”, η οποία οφειλόταν στην κοινωνική αποδιοργάνωση

που επικρατούσε στις οικολογικά υποβαθμισμένες περιοχές

μιας πόλης στις οποίες κατοικούσαν. Αυτές ήταν και οι

βασικές θέσεις της γνωστής στην Εγκληματολογία ως

«Οικολογικής Σχολής» του Σικάγο (Lersch, 2004: 36 - 69).

Το θέμα επανήλθε το 1961 από την Jane Jakobs η οποία

διερεύνησε τη σχέση του φυσικού περιβάλλοντος με το

έγκλημα (Jakobs, 1961). Η άποψη που διετύπωσε ήταν ότι η

λιγότερη ανωνυμία και απομόνωση των κατοίκων των αστικών

περιοχών θα ήταν δυνατό να οδηγήση στη μείωση της

εγκληματικότητας που παρατηρείται σε αυτές. Ο C. Ray

Jeffrey, δέκα χρόνια αργότερα το 1971 (Jeffrey, 1971)

υποστήριξε ότι με επεμβάσεις στην αρχιτεκτονική μορφή των

πόλεων θα επιτευχθεί μείωση της εγκληματικότητας των

κατοίκων τους – “Crime Prevention Through Environmental

Design” -. Το αμέσως επόμενο έτος 1972 ο Oscar Newman

(Newman, 1972) έκανε λόγο για τον «χώρο ασφαλούς

81

διαμονής» (defensible space). Και οι δύο συμφώνησαν ότι

με τις κατάλληλες αρχιτεκτονικές επεμβάσεις στη δομή των

πόλεων, η εγκληματικότητά τους θα μειωθεί.

Το 1979, οι Cohen και Felson υποστήριξαν τη θεωρία της

«καθημερινής δράσης/δραστηριότητας» (Routine Activity

Theory). Σύμφωνα με αυτή το έγκλημα είναι το αποτέλεσμα

της τοπικής και χρονικής σύμπτωσης τριών παραγόντων :

α.- Ενός αποφασισμένου να το διαπράξει δράστη (a

motivated offender),

β.- Ενός κατάλληλου στόχου (a suitable target) και

γ.-Της απουσίας αποτελεσματικής φύλαξης του στόχου αυτού

(the absence of a capable guardian).

Για παράδειγμα εάν ο ιδιοκτήτης ενός καινούργιου

αυτοκινήτου (“κατάλληλος στόχος”) αφήσει τα κλειδιά του

πάνω στη μηχανή και ο ίδιος μπει να ψωνίσει σε παραπλήσιο

κατάστημα (“απουσία φύλαξης του στόχου”) και βρίσκεται σε

περιοχή υψηλής εγκληματικότητας (όπου κυκλοφορούν πιθανοί

δράστες / motivated offenders) οι πιθανότητες να κλαπεί

το αυτοκίνητό του είναι αυξημένες. Το ίδιο αυξημένες

είναι οι πιθανότητες π.χ. να πέσει θύμα βιασμού ή

ληστείας αντίστοιχα, μία νεαρή γυναίκα ή ένας

καλοντυμένος άντρας (suitable target), που κυκλοφορούν

μόνοι σε μια κακόφημη περιοχή της πόλης με ανεπαρκή

αστυνόμευση (absence of a guardian), όπου η παρουσία

υποψήφιων ληστών ή βιαστών (motivated offenders) είναι

ιδιαίτερα πιθανή.

Η αποδοχή της θεωρίας αυτής έχει άμεση εφαρμογή στη

λήψη μέτρων πρόληψης της εγκληματικότητας. Tα μέτρα αυτά

82

θα πρέπει να στοχεύουν στο να «αχρηστευθεί» τουλάχιστον ο

ένας από τους τρεις παραπάνω παράγοντες δηλ. είτε να

αποθαρρυνθεί ο υποψήφιος δράστης, είτε ο στόχος να πάψει

να είναι κατάλληλος δηλ. ευάλωτος, είτε ο τόπος να

φυλάσσεται επαρκώς (Felson, 2002).

Το 1981 οι Paul και Patricia Brantingham

(Brantingham, 1984) συνδυάζοντας τις προηγούμενες απόψεις

διετύπωσαν τη θεωρία του εγκληματικού προτύπου (Crime

Pattern Theory). Σύμφωνα με αυτή ένα έγκλημα αποτελεί τη

χρονική και τοπική σύγκλιση ενός νόμου που το προβλέπει,

ενός δράστη και ενός στόχου. Σύμφωνα με τους Brantingham

η περιβαλλοντική εγκληματολογία σε αντίθεση με την

παραδοσιακή, επικεντρώνει το ενδιαφέρον της σε αυτό

καθεαυτό το εγκληματικό γεγονός. Τα ερωτήματα δε στα

οποία καλείται να απαντήσει αφορούν :

-το πότε (χρόνος) και που (τόπος) ένα έγκλημα μπορεί να

συμβεί,

-το ποιες είναι οι κινήσεις που κάνουν ο υποψήφιος

δράστης και το πιθανό θύμα/στόχος, που τους οδηγούν

τελικά να βρεθούν στον ίδιο τόπο, το ίδιο χρονικό σημείο,

- το τι ήταν εκείνο που τους οδήγησε στην επιλογή του

συγκεκριμένου τόπου και

- το πώς οι δράστες και τα θύματα κατανέμονται γεωγραφικά

σε πόλεις, προάστεια πόλεων και αγροτικές περιοχές.

Οι απαντήσεις που θα δοθουν στα ερωτήματα αυτά

καθορίζουν και τα μέτρα πρόληψης της εγκληματικότητας που

θα πρέπει να λαμβάνονται κατά περίπτωση.

83

Οι βασικές αυτές θέσεις της περιβαλλοντικής

εγκληματολογίας αποτελούν το θεωρητικό υπόβαθρο και της

περιστασιακής πρόληψης του εγκλήματος (Situational Crime

Prevention). Σύμφωνα με τον Ronald Clark, καθηγητή του

Παν/μίου New Jersey State των ΗΠΑ, (Clarke R.V.G.,

1997 : 12)

«Η περιστασιακή πρόληψη του εγκλήματος ξεκινάει από την

ανάλυση των συνθηκών που ευνοούν την αύξηση του αριθμού ειδικών

κατηγοριών εγκλημάτων. Υποστηρίζει την εφαρμογή συγκεκριμένων αλλαγών

του τόπου/περιβάλλοντος όπου τελούνται τα διάφορα εγκλήματα με σκοπό τη

μείωση των ευκαιριών που οδηγούν στην εκδήλωσή τους. Με τον τρόπο αυτό

δίνει έμφαση στον τόπο/περιβάλλον εκδήλωσης εγκλημάτων και όχι σε

εκείνους που τα διαπράττουν. Κεντρικό αντικείμενο του ενδιαφέροντός της

δεν αποτελεί επομένως το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης αλλά ένα

πλήθος δημόσιων και ιδιωτικών οργανισμών και επιχειρήσεων – όπως

σχολεία, νοσοκομεία, μέσα μεταφοράς, μεμονωμένα καταστήματα και

πολυκαταστήματα, επιχειρήσεις και τηλεφωνικές εταιρείες, τοπικά πάρκα,

χώροι αναψυχής, πάμπς και χώροι παρκαρίσματος – των οποίων τα

προιόντα, οι υπηρεσίες και οι εργασίες δημιουργούν ευκαιρίες για την τέλεση

ενός μεγάλου αριθμού διαφορετικών εγκλημάτων»

Ειδικότερα η ακριβής οριοθέτηση της περιστασιακής

πρόληψης των εγκλημάτων εκδηλώνεται με τη λήψη μέτρων με

τα οποία,

θα μειωθούν οι ευκαιρίες, για την διάπραξη

συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων,

θα επιχειρείται ο σχεδιασμός, η διαχείριση και η

διευθέτηση των χώρων/περιβάλλοντος, στους οποίους

84

έχει σημειωθεί έξαρση της εγκληματικότητας, με

τρόπο συστηματικό και μόνιμο και

το έγκλημα στους χώρους αυτούς θα καταστεί πιο

δύσκολο και πιο επικίνδυνο και με μικρές

πιθανότητες ατιμωρησίας για τον υποψήφιο δράστη,

σύμφωνα και με τη δική του εκτίμηση.

Για την επίτευξη των παραπάνω, η περιστασιακή πρόληψη

προτείνει είκοσι τέσσερις (24) “τεχνικές”. Με αυτές και

όσον αφορά την σχέση του τόπου πιθανής δράσης με τον

υποψήφιο δράστη θα πρέπει να επιδιωχθεί,

1. Η αύξηση της προσπάθειας αυτού του τελευταίου για να

επιτύχει το σκοπό του, πράγμα που μπορεί να γίνει

π.χ. με την τοποθέτηση συστημάτων συναγερμού σε

κατοικίες ή σε χώρους εμπορικών συναλλαγών

(δυσχέρανση στόχου),

2. Η αύξηση των κινδύνων καταγραφής του όπως π.χ. με

την τοποθέτηση ηλεκτρονικών καμερών σε χώρους που

έχει παρατηρηθεί η συχνή παρουσία του,

3. Η μείωση των κερδών που αναμένει από την παράνομη

πράξη του, όπως π.χ. με την αφαίρεση του ιδιαίτερα

μεγάλης αξίας ψηφιακού ραδιοφώνου –DVD/R του

αυτοκινήτου από τον ιδιοκτήτη του όταν δεν το κινεί

και

4. Η δημιουργία σε αυτόν αισθημάτων ενοχής ή ντροπής εξ

αιτίας και της ευρύτερης κοινωνικής του

αποδοκιμασίας, για την πράξη του και την εν γένει

συμπεριφορά του.

85

Σχετικά με το έτερο σκέλος της αντεγκληματικής

πολιτικής δηλ. την καταστολή των εγκλημάτων θα πρέπει να

σημειώσουμε πως όσον αφορά τη λειτουργία των διαφόρων

υπο-τμημάτων του συστήματος απονομής της Ποινικής

Δικαιοσύνης μια αποτελεσματική αντεγκληματική πολιτική

από την πλευρά της Πολιτείας είναι δυνατό να

εξασφαλισθεί, με :

1.-Την επαρκή αστυνόμευση εγκληματογόνων περιοχών,

τη διεθνή αστυνομική συνεργασία, τη σωστή επιλογή

και εκπαίδευση των αστυνομικών και τη χρήση από την

αστυνομία σύγχρονης τεχνολογίας (Archambeault, 1989,

Λαζόπουλος, 1995).

2.- Την απονομή ουσιαστικής και όχι τυπικής

δικαιοσύνης από τα δικαστήρια. Αδέκαστοι και υψηλού

μορφωτικού επιπέδου δικαστές και εισαγγελείς, οι

οποίοι δεν θα επιβαρύνονται με υπερβολικό φόρτο

εργασίας αλλά και δεν θα βρίσκονται μακρυά από τα

όσα συμβαίνουν στο περιβάλλον τους μπορούν τα

παράσχουν τα εχέγγυα για την ορθή απονομή της

δικαιοσύνης και

3.- Σύγχρονα σωφρονιστικά καταστήματα τα οποία θα

πάψουν να είναι τα σχολεία όπου διδάσκεται το

έγκλημα και θα εκπληρώσουν τη σωφρονιστική τους

αποστολή που συνίσταται στην αποτροπή της υποτροπής

των τροφίμων τους. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να

είναι στελεχωμένα με το κατάλληλο επιστημονικό και

διοικητικό προσωπικό, που θα σέβεται τα ατομικά

δικαιώματα των κρατουμένων ενώ παράλληλα θα πρέπει

86

να στεγάζονται σε σύγχρονα κτίρια που θα πληρούν τις

απαιτούμενες συνθήκες ασφαλείας και θα διασφαλίζουν

την ανθρώπινη διαβίωση των τροφίμων τους (Πανούσης,

1989, Κουράκης, 1997).

Δεδομένου όμως ότι για διάφορους λόγους τα παραπάνω

μέτρα αντεγκληματικής πολιτικής δεν έχουν τη δυνατότητα

να περιορίσουν αισθητά το έγκλημα και επειδή οι απλοί

πολίτες είναι εκείνοι κατά των οποίων αυτό στρέφεται, θα

πρέπει και αυτοί οι τελευταίοι να λαμβάνουν οι ίδιοι μια

σειρά από πρακτικά προληπτικά μέτρα, τα οποία θα μπορούν

να αποτρέψουν τη μελλοντική θυματοποίησή τους.

Κάποια από τα μέτρα αυτά θα μπορούσαν να είναι τα

ακόλουθα:

Αποφυγή της κυκλοφορίας τις νυκτερινές κυρίως

ώρες σε κακόφημες ή κακοφωτισμένες περιοχές και

μάλιστα όταν κάποιος είναι μόνος του, μέτρο που

μπορεί να αποτρέψει μια ληστεία, ένα βιασμό ή μια

ανθρωποκτονία,

Αποφυγή της μεταφοράς μεγάλων χρηματικών ποσών

και αντικατάστασή τους με πλαστικό χρήμα (πιστωτικές

κάρτες), που μπορεί να αποτρέψει μια κλοπή ή μια

ληστεία,

Εξέταση κάθε αδικαιολόγητης και ιδιαίτερα

μεγάλης προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών προερχόμενης

από αγνώστους, που μπορεί να αποτρέψει μια απάτη,

Μη εγκατάλειψη περιουσιακών αγαθών και

προσωπικών χώρων αφύλακτων όπως π.χ. ενός

αυτοκινήτου με ξεκλείδωτες πόρτες και τα κλειδιά του

87

στη μηχανή ή του σπιτιού ή του επαγγελματικού χώρου

με ανοικτές τις εισόδους του και χωρίς την

εγκατάσταση αξιόπιστου συστήματος συναγερμού και ενώ

οι ένοικοί τους απουσιάζουν, που μπορεί να αποτρέψει

τη διάρρηξή τους,

Εγκατάσταση συσκευών προειδοποίησης και

αποτροπής (συναγερμών, κλειδαριών ασφαλείας,

ενισχυμένων θυρών κλπ.) σε προσωπικούς χώρους, που

κι αυτή μπορεί να αποτρέψει μια ενδεχόμενη κλοπή ή

διάρρηξη.

Τα μέτρα αυτά όπως κι άλλα παρόμοια με αυτά δεν είναι

πάντοτε βέβαιο πως θα αποδώσουν. Εκείνο το οποίο βασικά

μπορούν να επιτύχουν είναι η δυσχέρανση του στόχου του

υποψήφιου δράστη, ο οποίος για το λόγο και μόνον αυτό

είναι πιθανό να τον εγκαταλείψει και να στραφεί σε άλλον

ευκολότερα προσβάσιμο γι’ αυτόν (displacement).

Ερωτήσεις για συζήτηση

1. Ποια είναι και ποια δεν είναι κατά τη γνώμη σας, τα εγκλήματα

για την πρόληψη των οποίων μπορούν να εφαρμοσθούν οι

απόψεις των θεωριών της περιβαλλοντικής εγκληματολογίας;

2. Υπάρχουν περιοχές στην πόλη της μόνιμης κατοικίας σας στις

οποίες έχει καταγραφεί υψηλή εγκληματικότητα; Αν ναι, ποια

ήσαν τα συγκεκριμένα εγκλήματα; Φοβόσαστε να κυκλοφορήσετε

στις περιοχές αυτές όλες τις ώρες του 24ωρου ή ορισμένες (και

ποιες;) από αυτές;

88

3. Επιλέξτε ένα έγκλημα και αναφέρατε ποια μέτρα θα παίρνατε για

την αντιμετώπισή του.

4. Αν η ελληνική Πολιτεία λάβει όλα ή κάποια (και ποια) από τα

προτεινόμενα μέτρα για τη σωστή λειτουργία του συστήματος

απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, πιστεύετε ότι μπορεί να

μειωθεί η εγκληματικότητα στη χώρα μας;

5. Υπάρχει διαφθορά (και αν ναι σε υψηλά ή σε χαμηλά επίπεδα),

σε όσους υπηρετούν (αστυνομικούς, εισαγγελείς, δικαστές,

σωφρονιστικούς υπαλλήλους) στο σύστημα απονομής της

ποινικής δικαιοσύνης στη χώρα μας; Με ποιο τρόπο σχηματίσατε

τη συγκεκριμένη άποψή σας;

6. Η εγκληματικότητα θα αντιμετωπισθεί καλύτερα εάν δοθεί

προσοχή στους πιθανούς δράστες και τα θύματα ή στο τόπο και

το χρόνο που αυτή εμφανίζεται συχνότερα;

7. Ποιο ή ποια εγκλήματα πιστεύετε ότι μπορούν να διαπραχθούν

σε βάρος σας; Παίρνετε εσείς οι ίδιοι κάποια μέτρα για την

αποφυγή τους και αν ναι, ποια είναι αυτά;

8. Στην απίθανη περίπτωση που θα «εξαφανιζόταν» το έγκλημα ως

συνέπεια κάποιων δραστικών μέτρων αντεγκληματικής

πολιτικής, θα είχαμε στη θέση του κάποιο/α άλλο/α Κ.Π.; Αν ναι,

ποιο/α θα ήταν αυτά;

θ. Απόψεις

- Η δίκη είναι μια μηχανή όπου μπαίνεις σαν χοίρος και

βγαίνεις σαν λουκάνικο.

Ambrose Bierce

89

- Οι δικηγόροι είναι οι μόνοι πολίτες στους οποίους η

άγνοια νόμου δεν τιμωρείται.

Jeremy Bentham

- Εγκληματίας είναι κάποιος με αρπακτικά ένστικτα που

δεν έχει αρκετό κεφάλαιο για να ιδρύσει μια ανώνυμη

εταιρεία.

Howard Scott

- Ενδείξεις ονομάζονται αυτά που βρίσκει η αστυνομία

όταν δεν βρίσκει τον κακοποιό.

J. B. Morton

- Η θανατική ποινή είναι λάθος θεραπεία για το

έγκλημα, όπως η φιλανθρωπία είναι λάθος θεραπεία για

τη φτώχεια.

Henry Ford

- Οι κλέφτες σέβονται την ιδιοκτησία, και μάλιστα τόσο

πολύ ώστε θέλουν να αποκτήσουν την ιδιοκτησία των

άλλων για να τη σεβαστούν καλύτερα.

Gilbert K. Chesterton

- Οι νόμοι είναι ιστοί αράχνης για να πιάνουν τους

μικρούς, εφόσον οι μεγάλοι μπορούν να σπάνε τον ιστό

και να διαφεύγουν.

Σόλων ο Αθηναίος

90

- Όταν σκοτώνεις έναν άνθρωπο είσαι δολοφόνος, όταν

σκοτώνεις εκατομμύρια είσαι κατακτητής, όταν τους

σκοτώσεις όλους είσαι θεός.

Jean Rostand

- Οι στατιστικές είναι όπως τα μπικίνι. Ό,τι

αποκαλύπτουν είναι υποβλητικό, αλλά ό,τι κρύβουν

είναι ζωτικό.

Aaron Levenstein

- Ο φιλόσοφος παράγει ιδέες, ο ποιητής ποιήματα, ο

πάστορας κηρύγματα, και ούτω καθεξής. Ο εγκληματίας

παράγει εγκλήματα. Αν προσέξουμε καλύτερα πως

σχετίζεται αυτός ο τελευταίος κλάδος παραγωγής με το

κοινωνικό σύνολο, θ’ απαλλαγούμε από πολλές

προκαταλήψεις. Ο εγκληματίας δεν παράγει μόνο

εγκλήματα, αλλά και το ποινικό δίκαιο και τον

καθηγητή που διδάσκει ποινικό δίκαιο και, συνάμα το

αναπόφευκτο σύγγραμμα με το οποίο ο ίδιος καθηγητής

ρίχνει στη γενική αγορά τις παραδόσεις του εν είδει

«εμπορεύματος». Έτσι πολλαπλασιάζεται ο εθνικός

πλούτος. Για να μην αναφέρουμε την ατομική απόλαυση

που παρέχει το χειρόγραφο του συγγράμματος στο

δημιουργό του, ……….

Κarl Marx (Aπό το «Εγκώμιο του Εγκλήματος»).

91

- Με έχουν κατηγορήσει για κάθε θάνατο σ’ αυτή τη

χώρα, πλην εκείνων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Al Capone

- Eίναι προτιμότερο να ξεφύγουν δέκα ένοχοι παρά να

υποφέρει ένας αθώος.

William Blackstone

- Οι νόμοι είναι σαν τα λουκάνικα. Καλύτερα να μη

δεις πώς γίνονται.

Otto Von Bismarck

- Εδώ στην Ελλάδα όταν σε κατηγορούν για κάτι θα

πρέπει εσύ να αποδείξεις ότι είσαι αθώος και όχι

αυτοί ότι είσαι ένοχος.

- Έτσι και βλέπουν ότι πας να ξεφύγεις λίγο από τον

κύκλο και το μαντρί που έχουν κατασκευάσει κάνουν τα

πάντα για να σε φέρουν πίσω με το ζόρι για να σου

ρουφήξουν το αίμα, οι ύαινες!

Κώστας Σαμαράς («Καταζητείται», σελ. 567,566).

Συμπεράσματα

1. Το έγκλημα είναι ένα Κ.Π. το οποίο υπάρχει με διάφορες μορφές σε

κάθε κοινωνία.

92

2. Το έγκλημα είναι νομικό και πραγματικό. Την έννοια του πρώτου μας τη

δίνει ο εκάστοτε ισχύον Ποινικός Νόμος ενώ του δευτέρου η επιστήμη

της Εγκληματολογίας.

3. Η εγκληματικότητα δηλ. ο συνολικός αριθ. των εγκλημάτων που

διαπράττονται σε ορισμένη τοπικά και χρονικά κοινωνική ομάδα

διακρίνεται σε εμφανή και αφανή. Η δεύτερη είναι πολύ μεγαλύτερη

από την πρώτη ιδίως σε ορισμένες κατηγορίες εγκλημάτων.

4. Τα εγκλήματα διακρίνονται σε κοινά/παραδοσιακά,κατά της ηθικής

τάξης/χωρίς θύμα, οικονομικά, περιβαλλοντικά (πράσινα), των

εγκληματικών οργανώσεων, (οργανωμένο έγκλημα), της τρομοκρατίας,

ψηφιακά/του κυβερνοχώρου και μίσους.

5. Οι θεωρίες για την αιτιολογία της εγκληματικής συμπεριφοράς

ανάλογα με τους γενεσιουργούς παράγοντες που θεωρούν

πρωταρχικούς για την εκδήλωσή της διακρίνονται σε

Οργανικές/Βιολογικές, Ψυχολογικές/Ψυχαναλυτικές και

Κοινωνιολογικές. Υπάρχουν όμως και απόψεις που δέχονται αφενός

μεν τον συγκερασμό τους αφετέρου δε υποστηρίζουν το ότι το έγκλημα

«δημιουργείται» από το νόμο. Νεότερες όμως, θεωρίες όπως εκείνη της

«λογικής επιλογής» φέρνουν και πάλι στο φως της επικαιρότητας τις

απόψεις της κλασικής σχολής της εγκληματολογίας (των Beccaria και

Bentham). Κεντρική ιδέα της θ. αυτής είναι το ότι ο εγκληματίας

αποφασίζει την πράξη του λογικά σκεπτόμενος. Η σχετική διεργασία

πιστεύουμε πως διέρχεται τα στάδια της ύπαρξης κινήτρου, της

δικαιολογίας, της εκμάθησης/γνώσης του τρόπου τέλεσης της πράξης

και της κατάλληλης τοπικά και χρονικά ευκαιρίας.

6. Το σύστημα της Ποινικής Δικαιοσύνης αποτελείται από την Αστυνομία,

την Εισαγγελία, τα Δικαστήρια και τα Σωφρονιστικά καταστήματα

93

(φυλακές). Η ορθή λειτουργία του εξασφαλίζει την αμερόληπτη

απονομή της ουσιαστκής και όχι της τυπικής δικαιοσύνης.

7. Ο συνολικός αριθμός των εγκλημάτων που καταγράφηκαν στη χώρα

μας από την Αστυνομία για το χρονικό διάστημα 2000-07 δείχνει μια

αξιοσημείωτη κίνηση των εγκλημάτων της ανθρωποκτονίας από

πρόθεση, της ληστείας, της κλοπής και της απάτης.

8. Η αντεγκληματική πολιτική αναφέρεται στο σύνολο των προληπτικών

και κατασταλτικών μέτρων που θα πρέπει να ληφθούν τόσο από την

Πολιτεία όσο και από τα άτομα με σκοπό την μείωση των εγκλημάτων

που διαπράττονται σε βάρος τους.Σημαντικές προς την κατεύθυνση της

πρόληψης είναι και οι θεωρίες που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της

λεγόμενης Περιβαλλοντικής Εγκληματολογίας (θ. της καθημερινής

δράσης/δραστηριότητας, του εγκληματικού προτύπου, της

περιστασιακής πρόληψης των εγκλημάτων).

Κατάλογος όρων

Ανθρωποκτονία από πρόθεση (φόνος)

Αντεγκληματική πολιτική

Απάτη

Ατομικά δικαιώματα

Βιολογικές (Oργανικές) θεωρίες

Έγκλημα (νομικό, πραγματικό, παραδοσιακό, κατά της ηθικής

τάξης, χωρίς θύμα, οργανωμένο, οικονομικό,

περιβαλλοντικό/πράσινο, ψηφιακό)

Εγκληματίας (δράστης)

Εγκληματική συμπεριφορά

94

Εγκληματικές Οργανώσεις (Ε.Ο.)

Εγκληματικότητα (εμφανής – αφανής, δήλη – δικαστικά

διαπιστούμενη)

Εγκλήματα επιχειρήσεων

Εγκληματολογία (περιβαλλοντική)

Εγκληματολογικές στατιστικές

Hackers – Crackers

Θύμα

Καθημερινής δράσης/δραστηριότητας θ.

Κλοπή

Κοινωνιολογικές θεωρίες

Κυβερνοχώρος

Ληστεία (στο δρόμο, τράπεζας, χρηματαποστολής)

Λογικής Επιλογής θ.

Μαφία

Οικονομικά εγκλήματα

Οικονομική παραβατικότητα

Οργανωμένο διεθνικό/διασυνοριακό έγκλημα

Περιστασιακή πρόληψη εγκλημάτων

Ποινικός Κώδικας (Π.Κ.)

Σύστημα (απονομής) της Ποινικής Δικαιοσύνης

Σωφρονιστικά καταστήματα (Φυλακές)

Τρομοκρατία

Ψυχολογικές – Ψυχαναλυτικές θεωρίες

Ερωτήσεις επανάληψης

95

1. Ποια είναι η άποψη του Emile Durkheim για το έγκλημα;

2. Τι είναι έγκλημα από νομική και εγκληματολογική άποψη;

3. Τι είναι η εγκληματικότητα και ποιες είναι οι διακρίσεις της;

4. Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην εμφανή και την αφανή

εγκληματικότητα;

5. Γιατί το έγκλημα αποτελεί Κ.Π.;

6. Πώς διακρίνονται τα εγκλήματα ανάλογα με τη βαρύτητά τους;

7. Αναφέρατε τις από εγκληματολογικά άποψη, διακρίσεις των

εγκλημάτων.

8. Αναφέρατε παραδείγματα «κοινών» εγκλημάτων.

9. Ποια είναι τα εγκλήματα κατά της δημόσιας τάξης ή χωρίς

θύματα;.

10.Ποια είναι τα «πράσινα» εγκλήματα;

11.Τι αναφέρουν η προσωποπαγής και πραγματοπαγής αντίληψη

για τη φύση των οικονομικών εγκλημάτων;

12.Ποιους χαρακτηρίζουμε σαν εγκληματίες με το «λευκό» ή το

«μπλε κολλάρο»;

13.Αναφέρατε κατηγορίες οικονομικών εγκλημάτων.

14.Πώς δημιουργούνται οι εγκληματικές οργανώσεις; Ποιες είναι οι

συνηθισμένες δραστηριότητές τους;

15.Ποια στοιχεία κατά την Ε.Ε., πρέπει να συγκεντρώνει μια

εγκληματική πράξη για να ανήκει στο «οργανωμένο έγκλημα»;

16.Ποιος είναι ο ορισμός της τρομοκρατίας, κατά τον Walter

Laqueur;

17.Σε τι σκοπεύουν οι τρομοκρατικές πράξεις, κατά τον Buston

Leiser;

18.Ποιες είναι οι συνήθεις εγκληματικές πράξεις των τρομοκρατών;

96

19.Ποια είναι η έννοια και ποια είναι τα ψηφιακά εγκλήματα; Σε τι

διαφέρουν από τα κοινά/παραδοσιακά εγκλήματα;

20.Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στους hackers και στους crackers;

21.Πώς αιτιολογούν την εγκληματική συμπεριφορά: α) οι βιολογικές

θεωρίες, β) οι ψυχολογικές - ψυχαναλυτικές θεωρίες και γ) οι

κοινωνιολογικές θεωρίες;

22.Ποιες είναι οι θέσεις του Richard Quinney για την ερμηνεία της

εγκληματικής συμπρεριφοράς;

23.Τι γνωρίζετε για τη θεωρία της «λογικής επιλογής»;

24.Αναφέρατε τις απόψεις των κύριων εκπροσώπων της κλασικής

σχολής της εγκληματολογίας για το έγκλημα..

25.Ποια είναι και ποιος είναι ο ρόλος καθενός από τα υπο- τμήματα

του Συστήματος της Ποινικής Δικαιοσύνης;

26.Ποιες είναι οι συνέπειες της δυσλειτουργίας του Συστήματος της

Ποινικής Δικαιοσύνης σε μία χώρα;

27.Σε τι πρέπει κατά κύριο λόγο πρέπει να αποβλέπουν τα μέτρα

αντεγκληματικής πολιτικής;

28.Πώς ορίζεται η Περιβαλλοντική Εγκληματολογία;

29.Τι γνωρίζετε για τη θεωρία της «καθημερινής

δραστηριότητας/δράσης»;

30.Τι γνωρίζετε για τη θεωρία του εγκληματικού προτύπου;

31.Τι γνωρίζετε για την περιστασιακή πρόληψη των εγκλημάτων;

32.Ποια μέτρα αντεγκληματικής πολιτικής είναι δυναατό να λάβει η

Πολιτεία όσον αφορά την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος

απονομής της ποινικής δικαιοσύνης;

33.Ποια μέτρα μπορούν να λαμβάνουν οι πολίτες για να μην

πέφτουν θύματα ορισμένων εγκλημάτων που διαπράττονται

συχνά σε βάρος τους;

97

ΠΗΓΕΣ ΓΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ

Α.- Βιβλιογραφία

α.- Αναφερόμενη

Αλεξιάδης Στ., (2004), Εγκληματολογία, Αθήνα - Θεσσαλονίκη,

Σάκκουλα Α.Ε.

Βιδάλη Σ., (1997), Η Τρομοκρατία στην Ιταλία κατά τη δεκαετία του ‘70

— Εγκληματολογική και Σωφρονιστική προσέγγιση, Εγκληματολογικά 10,

Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας.

Bonn, R.L., (1984), Criminology, New York, McGraw-Hill.

Brantingham P., Brantingham P., (1995), “Criminality of place:

crime generators and crime attractors”, European Journal on

Criminal Policy and research, 3 (3), pp. 5 – 26.

Burton, L., (1997), Liberty, Justice and Morals - Contemporary Value

Conflicts., Prentice Hall.

Γεωργούλας Στρ. (επιμ.), (2007), Η εγκληματολογία στην Ελλάδα

σήμερα – Τιμητικός Τόμος για τον Στέργιο Αλεξιάδη, Αθήνα, ΚΨΜ.

Camp G., (1968), Nothing to lose: A study of bank robbery in America,

Doctoral Dissertation, Yale University.

Carabine E., Iganski P., Lee M., Plumme K., and South N.,

(2004), Criminology : A Sociological Introduction, London, Routledge.

Clifford M., (1998), Environmental Crime Enforcement, Policy and

Social Responsibility, Gaithesburg, Aspen.

98

Jeffrey C. R. , (1971), Crime Prevention Through Environmental

Design, London, Sage.

Clarke R.V.G., (1997), Situational Crime Prevention : Successful Case

Studies, 2nd ed., Albany, N.Y., Harrow & Heston.

Cornish D., Clark R.V., (eds), (1986), The Reasoning Criminal:

Rational Choice Perspectives on Offending, New York, Springer-

Verlag.

Δασκαλάκης Η. κ.ά., (1983), Απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στην

Ελλάδα, Αθήνα, ΕΚΚΕ.

Denning D., (2001), Πληροφοριακός Πόλεμος & Ασφάλεια

Πληροφοριών των Επιχειρήσεων, μτφρ.-επιμ. Χρ. Τσουραμάνης,

Αθήνα, Ιων.

Ντυρκάϊμ Ε., (1978), Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου, μτφρ.-

επιμ. Λ. Μουσούρου, Αθήνα, Gutenberg.

Felson M., Clarke R.V., (1998), Opportunity Makes the Thief –

Practical theory for crime prevention, Police Research Series, Paper

98, London, Home Office.

Glick L., (1995), Criminology, Boston, Allyn & Bacon.

Jacobs J, (1993,) Death and Life of Great American Cities (Reissue),NewYork,Modern Library.

Jamieson K., (1994), The Organisation of Corporate Crime – Dynamics

of Antitrust Violation, London, Sage.

Καράμπελας Λ., (1992), Η Υπεράσπιση στην Ποινική Δίκη —Η

Υπεράσπιση του Κατηγορουμένου, Τόμοι 1 & 2, Αθήνα, Νομική

Βιβλιοθήκη.

Κασιμέρης Γ., (2002), Η Επαναστατική Οργάνωση 17Ν, Αθήνα,

Καστανιώτης.

Κουράκης Ν., (εκδ. επιμ.), (1994,2000), Αντεγκληματική

99

Πολιτική 1, ΙΙ, Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας.

----------- (1997), Ποινική Καταστολή, Αθήνα-Κομοτηνή,

Σάκκουλας.

----------- (2004), Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Τ. Ι,ΙΙ,ΙΙΙ

Αθήνα - Κομοτηνή, Σάκκουλας.

Κρανιδιώτη Μ., (1995), Η κλοπή σε καταστήματα, Αθήνα-Κομοτηνή,

Σάκκουλας.

Laqueur W., (1977), Terrorism — A Study of National and International

Violence,

Boston, Little, Brown & Co.

Λαζόπουλος Α., (1995), Αστυνομική Πρακτική, Αθήνα.

Lersch K.M., (2004), Space, Time and Crime, North Carolina,

Carolina Academic Press.

Lynch M., (1990), The greening of Criminology: a perspective for the

1990’s, The Critical Criminologist, 2.

Mosher C.J, Miethe T.D., Phillips D.M., (2002), The

Mismeasure of Crime, Londdon, Sage.

Μπόση Μ., (1999), Ζητήματα Ασφάλειας στη Νέα Τάξη Πραγμάτων,

Αθήνα, Παπαζήσης.

Moyer I. L., (2001), Criminological Theories – Traditional and

Nontraditional Voices and Themes, London, Sage.

Newman O., (1973), Defensible Space; Crime Prevention Through Urban Design,London, MacMillan.

Οικονομίδης Αρ., (2002), Δικαιοσύνη — Κοινωνία, Προβληματισμοί &

Οράματα, Αθήνα, Π.Ν. Σάκκουλας.

Πανούσης Γ., (1988 & 2000), Φυσιογνωμική (μια σύγχρονη

εγκληματολογική προσέγγιση), Αθήνα - Κομοτηνή, Σάκκουλας.

100

------------- (1989), Η Σωφρονιστική μεταρρύθμιση στην

Ελλάδα, Αθήνα - Κομοτηνή, Σάκκουλας.

Παπαθεοδώρου Θ., (2002), Δημόσια Ασφάλεια & Αντεγκληματική

Πολιτική, Αθήνα – Νομική Βιβλιοθήκη.

Parker D, (1998), Fighting Computer Crime — A New Framework for

Protecting Information, New York, Jogh Wiley & Sons Inc.

Quinney R., (1970), The Social Reality of Crime, Boston, Little,

Brown & Co.

Reiman J., (2004), The rich get richer and the poor get

prison – Ideology, Class and Criminal Justice, Boston,

Pearson.

Rowe D., (2002), Biology and Crime, Los Angeles, Roxbury.

Schur E., (1965), Crimes Without Victims – Deviant Behavior and Public

Policy, Englewood Cliffs, N.J., Prentice-Hall, Inc.

Soyland S., (2000), Criminal Organisations and Crimes

Against the Environment, Turin, UNICRI.

Stark R., (2001), Sociology, 8th ed., Belmont, Calif.,

Wadsworth

Σιδηρόπουλος Θ., (2000), Εισαγωγή στο Δίκαιο του Ηλεκτρονικού

Εμπορίου, Θεσσαλονίκη, Αφοί Κυριακίδη.

Schmalleger F., (2004), Criminology Today – An Integrative

Introduction, 3rd ed., New Jersey, Pearson – Prentice Hall.

Σπινέλλη Κ. - Κουράκης Ν., (1995), Σωφρονιστική Νομοθεσία,

Ελληνική - Διεθνής, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη.

Sykes Gr., (1978), Criminology, New York, Harcourt Brace

Jovanovich, Inc.

Τσουραμάνης Χρ. (1992), Η Ληστεία — Εγκληματολογική /

Κοινωνιολογική ανάλυση, Σύγχρονα Νομικά Μελετήματα 29, Αθήνα-

101

Κομοτηνή, Σάκκουλας.

---------------- (1996), Οικονομική Παραβατικότητα, Αθήνα,

‘Ελλην.

---------------- (1998), Ο Φόνος στην Ελλάδα,

Εγκληματολογική θεώρηση, Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας.

---------------- (2005), Ψηφιακή Εγκληματικότητα – Η

(αν)ασφαλής όψη του Διαδικτύου, Αθήνα, Κατσαρός.

Τσουραμάνης Χ., Χαϊνάς Ε. (2007), Η Εγκληματολογία στο

Διαδίκτυο, σειρά Media +Έγκλημα 14, Αθήνα – Κομοτηνή,

Σάκκουλας.

Furnell S., (2002), Cybercrime— Vandalazing the Information

Society, Boston, Addison –Wesley και σε ελληνική έκδοση,

Κυβερνοέγκλημα – Καταστρέφοντας την Κοινωνία της Πληροφορίας,

(2004), μτφρ. Φ. Μηλιώνη, επιμ. Χρ. Τσουραμάνης, Αθήνα,

Παπαζήση.

Ζησιάδης Β., (2001), Η Οικονομική Εγκληματικότητα, Αθήνα

Θεσ/νίκη, Σάκκουλας.

Χλούπης Γ., (2005), Διασυνοριακό & Υπερεθνικό Οργανωμένο

Έγκλημα, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη.

Welch M., (1996), Corrections - A Critical Approach, New York, The

McGraw Hill Companies, Inc.

Winslow R.W., Zhang S.H., (2008), Criminology – A Global

Perspective, New Jersey, Pearson – Prentice Hall.

β.- Προτεινόμενη

102

Αλεξιάδης Στ., (1991), Κείμενα Αντεγκληματικής Πολιτικής,

Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας.

Ανδριανάκης Ε., (2001), Θυματολογικά, Αθήνα - Κομοτηνή,

Σάκκουλας.

Βασιλάκη Ε., (1993), Η καταπολέμηση της εγκληματικότητας μέσω

ηλεκτρονικών υπολογιστών, Ποινικά 40, Αθήνα-Κομοτηνή,

Σάκκουλας.

Barlow H., (1978), Introduction to Criminology, Boston, Little,

Brown & Co.

Bartol C., (1980), Criminal Behavior - A Psychological Approach,

N.J., Prentice-Hall, Inc.

Beccaria C., (χ.χρ.), Περί αδικημάτων και ποινών, μτφρ. Aδ.

Κοραής, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη.

Braithwaite J., (1984), Corporate Crime in the pharmaceutical

industry, London, Routledge & Kegan Paul.

Γεωργούλας Στρ., (2007), Εγκληματολογία του ελεύθερου χρόνου,

σειρά Media+Έγκλημα 11, Αθήνα – Κομοτηνή, Σάκκουλας.

Cohen S., (1988), Against Criminology, Oxford, Transaction Books.

Conklin J., (2006), Criminology, New York, Macmillan Publ.

Co, Inc.

Δασκαλάκης Η., (1985), Μεταχείριση του εγκληματία, Αθήνα-

Κομοτηνή, Σάκκουλας.

Cote S., (eds), (2002), Criminological Theories – Bridging the Past

to the Future, London, Sage.

Delmas-Marty M., Πρότυπα & Τάσεις Αντεγκληματικής Πολιτικής,

μτφρ. Χρ. Ζαραφωνίτου, Βιβλιοθήκη Εγκληματολογίας 8,

103

Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη.

Einstadter W., Henry S., (1995), Criminological Theory – An

Analysis of Its Underlying Assumptions, London, Harcourt Brace

College.

Felson M., (2006), Crime and Nature, London, Sage.

Holdaway S., (1988), Crime and Deviance, London, Macmillan.

Ζαραφωνίτου Χρ., (2004), Εμπειρική Εγκληματολογία, Αθήνα,

Νομική Βιβλιοθήκη.

------------------- (2008), Τιμωρητικότητα – Σύγχρονες

τάσεις, Διαστάσεις και Εγκληματολογικοί Προβληματισμοί, Αθήνα, Νομική

Βιβλιοθήκη.

Geberth V. J., (2004), Πρακτική Έρευνα Ανθρωποκτονιών – Μέθοδοι,

Διαδικασίες και Τεχνικές Πραγματογνωμοσύνης, μτφρ. Α.

Οικονομίδου, Αθήνα, Κάκτος.

Kaizer G., Albrecht H.-J., (eds), (1990), Crime and Criminal

Policy in Europe Proceedings in the II European Colloquium, Freiburg.

Καράκωστας I., (2001), Δίκαιο και Internet — Νομικά ζητήματα του

Διαδικτύον, Αθήνα, Ν. Σάκκουλας.

Καπαρδής Α., (2004), Ψυχολογία και Δίκαιο, Αθήνα, Μεσόγειος.

Καρύδης Β., (1996), Η εγκληματικότητα των μεταναστών στην Ελλάδα -

Ζητήματα θεωρίας και αντεγκληματικής πολιτικής, Αθήνα,

Παπαζήση.

Κιούπης Δ., (1999), Ποινικό Δίκαιο και Ιντερνετ, Αθήνα -

Κομοτηνή, Σάκκουλας.

Kovich G., Boni W., (2000), High-Technology-Crime Investigator’s

Handbook, Working in the global information environment, Boston,

Butteworth-Heinemann.

Κουλούρης Ν., (1990), Νοσοκομείο και Ψυχιατρείο κρατουμένων

104

Κορυδαλλού, Σύγχρονα Νομικά Μελετήματα 18, Αθήνα-Κομοτηνή,

Σάκκουλας.

Κουράκης Ν., (1991), Εγκληματολογικοί Ορίζοντες, Α’ & Β’,

Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας.

------------- (1997), Ποινική Καταστολή, Αθήνα-Κομοτηνή,

Σάκκουλας.

Κουράκης Ν., Μηλιώνη Φ. κ.ά., (1995), ‘Ερευνα στις Ελληνικές

φυλακές, Ποινικά 44, Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας.

Λαμπροπούλου Ε., (1994), Κοινωνικός έλεγχος του εγκλήματος,

Αθήνα, Παπαζήσης.

Lilly R.J., Cullen F. T., Ball R. A., (2002), Criminological

Theory – Context and Consequences, 3rd ed., London, Sage.

Lindquist J., (1988), Misdemeanor Crime – Trivial Criminal Pursuit,

London, Sage. Μαραγκοπούλου - Γιωτοπούλου Α., (1984),

Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη.

ΜcLaughlin E., Muncie J., (2006), The Sage Dictionary of

Criminology, London, Sage.

Maguire M., Morgan R., Reiner R., (eds), (2002), The Oxford

Handbook of Criminology, Oxford University Press.

Matthews R., Young J., (eds), (1992), Issues in realist

Criminology , London, Sage.

Matthews R., (2002), Armed Robbery, Portland, Willan.

Mawby R.I., Walklate S., (1994), Critical Victimology, London,

Sage.

Nelken D. (eds), (1994), The Futures of Criminology, London,

Sage.

Πανούσης Γ., (1991), Το έγκλημα. Πέραν της εγκληματολογικής

ανάλυσης και ερμηνείας, Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας.

105

------------(1991), Εγκληματολογικές έρευνες, 1, Αθήνα-Κομοτηνή,

Σάκκουλας.

------------(1999), Εγκληματολογία, εγκληματολογική έρευνα και ΜΜΕ,

Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας.

Πανούσης Γ., Βιδάλη Σ., (2001), Κείμενα για την Αστυνομία και

την αστυνόμευση. Αθήνα- Κομοτηνή, Σάκκουλας.

Πετρόπουλος Η., (1979), Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη, Αθήνα,

Νεφέλη.

Σαμαράς Κ., (2008), Καταζητείται, Αθήνα, Κέδρος.

Siegel L., (eds), (1990), American Justice, New York, West

Publishing Company.

Τρωϊάνου-Λουλά Α., (1995), Η Ποινική Νομοθεσία των ανηλίκων,

Κείμενα -Βιβλιογραφία - Νομολογία-Σχόλια, Αθήνα-Κομοτηνή,

Σάκκουλας.

Τσουραμάνης Χρ., (1983), Το έγκλημα στην εποχή μας, Αθήνα,

Σιδεροκαστρίτης.

-------------- (1990), Ανάλυση εγκλημάτων — Εγκληματολογική

προσέγγιση, Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας.

Φαρσεδάκης Ι., Σαγκουνίδου – Δασκαλάκη Η., (2007), Στοιχεία

Εγκληματολογίας, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη.

Walklate S., (1989), Victimology – The Victim and the Criminal Justice

Process, London, Unwin Human

Walsh D., Poole A., (1983), A Dictionary of Criminology, London,

Routledge & Kegan Paul.

Γ.- Δικτυακοί τόποι

106

www . ministryofjustice . gr : Ελληνικό Υπουργείο

Δικαιοσύνης

www.ypes-dt.gr/main.php : Ελληνικό Υπουργείο Εσωτερικών

www . astynomia . gr : Ελληνική Αστυνομία (ΕΛ.ΑΣ.)

www . greek - language . gr / greekLang / literature / guides /

studies / page _092. html : Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα

Εγκληματολογίας Παντείου Παν/μίου.

www . dsanet . gr : Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών

www . nb . org : Εκδόσεις Νομικής Βιβλιοθήκης

www . ant - sakkoulas . gr : Νομικές εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα

www.interpol.int : Interpol

www.fbi.org : FBI

www.asc41.com : The American Society of Criminology

www.aic.gov.au : The Australian Institute of Criminology

www.ojp.usdoj.gov : Office of Justice Programs (USA)

www.bop.gov : Federal Bureau of Prisons (USA)

www.ncpec.org : Coalition for the Prevention of Economic

Crime (USA)

www.terrorism.com/index.shtml : Terrorism Research Center

(USA)

www.crimespider.com/ : Crime Spider Page

www.crimelynx.com : Crime Lynx

www.apsu.edu/oconnort/linklist.htm : Criminal Justice

Mega-Sites www.criminology.fsu.edu/cjlinks : Cecil

Greek's Criminal Justice Links

talkjustice.com/cybrary.asp : Fr. Schmalleger's Cybrary

of C.J.Links

107

www.ncjrs.gov : National Criminal Justice Reference

Service (NCJRS)

www.sonoma.edu/cja/info/default.shtml : The Redwood

Highway: Crime, Law, and Related Information Links

www.apsu.edu/oconnort/ : Tom O'Connor's MegaLinks in

Criminal Justice

http://www.uncjin.org/ : United Nations Crime and Justice

Information Network

www.crim.cam.ac.uk/library/links/crime_prevention.html :

University of Cambridge - Institute of Criminology

Radzinowicz Library Criminology Links

www.criminology.utoronto.ca/library/centre/links.htm :

University of Toronto -Centre of Criminology Subject

Index to Internet Resources in Criminology

www.vera.org/ : Vera Institute of Justice

www.andromeda.rutgers.edu/%7Ewcjlen/WCJ/index.htm : World

Criminal Justice Library Electronic Network

www.ojp.usdoj.gov/bjs/abstract/wfcj.htm : World Factbook

of Criminal Justice Systems

www.wjin.net/ : World Justice Information Network

dir.yahoo.com/Society_and_Culture/Crime/ : Yahoo's Crime

Links

(Για λεπτομερή κατάλογο σχετικών με τους παραπάνω, Δικτυακών τόπων βλ.

Χρ. Τσουραμάνη – Ε. Χαϊνά, (2007), Η Εγκληματολογία στο Διαδίκτυο, σειρά

media+έγκλημα 14, Αθήνα – Κομοτηνή, Σάκκουλας).

108

Εργασίες

1. Επιλέξτε πέντε (5) από τους παραπάνω δικτυακούς τόπους και

αφού περιηγηθείτε στο περιεχόμενο, κατατάξτε τους σε

αξιολογική σειρά με κριτήριο αφενός μεν τον πλούτο των

πληροφοριών τους και αφετέρου την αισθητική τους.

Αιτιολογείστε την εκτίμηση την οποία κάνατε.

2. Μέσω ελληνικών ή ξένων «Μηχανών Αναζήτησης» του Διαδικτύου

βρείτε, παρουσιάστε και σχολιάστε το περιεχόμενο δέκα (10)

ελληνικών ή ξένων δικτυακών τόπων που αφορούν τo Κ.Π. του

Εγκλήματος.

3. Από το αρχείο ειδήσεων των δικτυακών τόπων των εφημερίδων

«ΤΑ ΝΕΑ» ή «ΤΟ ΕΘΝΟΣ» αναζητείστε 10 – 15 συνολικά,

109

πρόσφατες ειδήσεις ελληνικές ή ξένες που αφορούν

ανθρωποκτονίες από πρόθεση, ληστείες, κλοπές και απάτες και

προχωρείστε στο σχολιασμό τους.

4. Από το ίδιο αρχείο ειδήσεων ή από τα αρχεία ειδήσεων σχετικών

δικτυακών τόπων, αναζητείστε ειδήσεις του τελευταίου έτους

που αφορούν εγκλήματα οικονομικά, περιβαλλοντικά,

Εγκληματικών Οργανώσεων, κατά της ηθικής τάξης,

τρομοκρατίας, ψηφιακά και μίσους και σχολιάστε τον τρόπο

προβολής τους από τα συγκεκριμένα ΜΜΕ.

5. Με ένα μικρό ερωτηματολόγιο (6 – 8 ερωτήσεων το πολύ)

διερευνείστε τις απόψεις 8 – 15 ατόμων του άμεσου κοινωνικού

σας περιβάλλοντος για τη σοβαρότητα που έχουν γι’ αυτά οι

διάφορες κατηγορίες εγκλημάτων. Αφού ποσοτικοποιήσετε τα

ευρήματά σας προχωρείστε στο σχολιασμό τους.

6. Επιλέξτε ένα (1) από τα αναφερόμενα ή προτεινόμενα στη

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ βιβλία και προχωρήστε στην κριτική παρουσιασή

του.

7. Επιλέξτε ένα (1) από τα λογοτεχνικά βιβλία που αναφέρουμε ή

προτείνετε εσείς κάποιο άλλο, παρουσιάστε σε γενικές γραμμές

την υπόθεση και τους χαρακτήρες του και συνδέστε τα αίτια της

εγκληματικής συμπεριφοράς αυτών των τελευταίων με

κάποια/ες από τις απόψεις των θεωριών που έχουμε αναφέρει.

8. Κάντε την ίδια με την παραπάνω εργασία επιλέγοντας μία (1)

κινηματογραφική ταινία από αυτές που αναφέρουμε ή της δικής

σας επιλογής με ανάλογο με τις προηγούμενες περιεχόμενο.

9. Με ένα κείμενο 1200 – 1500 λέξεων αναφερθείτε στα εγκλήματα

που πιστεύετε πως θα έχει η ελληνική κοινωνία της δεκαετίας

110

2051 - 60 και προτείνατε μέτρα για την αντιμετώπισή τους.

10.Γράψτε ένα μικρό διήγημα ή ένα σενάριο 3000 – 4000 λέξεων όπου

η πλοκή και οι κύριοι χαρακτήρες του θα δικαιώνουν ή θα

ανατρέπουν τις απόψεις μιας ή περισσοτέρων από τις θεωρίες

που αναφέρουμε στην αιτιολογία της εγκληματικής

συμπεριφοράς ή αυτές που διατυπώθηκαν στα πλαίσια της

Περιβαντολογικής Εγκληματολογίας.

111


Recommended