+ All Categories
Home > Documents > Ο 'Μηχανικός' Peter Rice και η Συμβολή του στην...

Ο 'Μηχανικός' Peter Rice και η Συμβολή του στην...

Date post: 04-Feb-2023
Category:
Upload: auth
View: 1 times
Download: 0 times
Share this document with a friend
8
Ο Μηχανικός” Peter Rice και η Συμβολή του στην Αρχιτεκτονική του 20ου Αιώνα. Νίκος Τσινίκας, Δρ.Αρχιτέκτων, Καθηγητής Α. Π.Θ., Αγγελική Μαλακασιώτη, Αρχιτέκτων Α.Π. Θ. ΠΕΡΙΛΗΨΗ H εργασία αυτή θα επικεντρωθεί στην αναζήτηση συσχετισμών ανάμεσα στον αρχιτέκτονα και τον δομικό μηχανικό κάτω από το πρίσμα της δημιουργικότητας, της έμπνευσης, της καινοτομίας και της εφεύρεσης. Θα θιγούν ζητήματα συνεργασίας τους όπως, η αντίληψη και σύνθεση των σχημάτων και του φωτός από τον αρχιτέκτονα, η μαθηματική οπτική των δομικών μηχανικών και οι συνδεσμολογίες, η σχέση του σχήματος με την κατασκευή του όπως είναι η σχέση της σάρκας με τα οστά, οι εναλλακτικές λύσεις στα αρχιτεκτονικά σχέδια με την συνήθη “μίαλύση των δομικών μηχανικών για κάθε πρόβλημα, η ισορροπία του κόστους και της κατασκευαστικής απόδοσης κ.ά. Η κατανόηση των υλικών και του φέροντα οργανισμού είναι απαραίτητη γνώση στον αρχιτέκτονα που κινείται στα όρια της τρέχουσας πραγματικότητας. Παράλληλα, ο δομικός μηχανικός εφευρίσκει λύσεις πολλές φορές καινοτομικές για την υλοποίηση. Τέλος, θα επιχειρηθεί η ανάδειξη των παραπάνω μέσα από την σύντομη ανάλυση του έργου του δομικού μηχανικού Peter Rice σε συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά έργα που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα όπως, η Οπερα του Sydney 1957-63, το Μπομπούρ στο Παρίσι 1971, η γυάλινη πρόσοψη στην πόλη των επιστημών και της βιομηχανίας στο πάρκο της Βιλέτ στο Παρίσι 1981, η εφελκυόμενη μεμβράνη στο Π της Defence στο Παρίσι 1986 και η αντίστροφηπυραμίδα στο Λούβρο, Παρίσι 1991. Η συμβολή του Peter Rice στην αρχιτεκτονική του 20ου αιώνα, του αποδίδει το χρυσό μετάλλιο αρχιτεκτονικής, ύψιστη τιμή από το Ινστιτούτο αρχιτεκτόνων Βρετανίας. 1.Ο ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΟΜΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΔΟΜΙΚΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑ Η φύση της συνεργασίας αρχιτέκτονα και μηχανικού είναι αρκετά περίπλοκη και ιδιόμορφη. Είναι γεγονός πως η διαφορετικότητα της αντίληψης και του τρόπου σκέψης μπορεί να αποτελέσει πρόκληση κατά τη διαδικασία παραγωγής ενός έργου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αναπόφευκτη εμπλοκή των δύο γνωστικών πεδίων, γεγονός που απαιτεί αποτελεσματική και παραγωγική συνεργασία. Τα ποικίλα θέματα που προκύπτουν κατά τη συνεργασία μπορεί να σχετίζονται και με τις δύο πτυχές ενός μηχανικού, την αρχιτεκτονική και τη δομική. Για παράδειγμα, η διακόσμηση και το design που βασίζεται σε κατασκευαστικά στοιχεία, καθώς και η δυναμική σχέση κόστους, κατασκευαστικής απόδοσης και αισθητικού αποτελέσματος αποτελούν συνήθεις παράγοντες της σχεδιαστικής διαδικασίας. Παράλληλα, η συμμετοχή σε αυτή επισκιάζεται πολλές φορές από φοβία και μυστήριο γύρω από τις κατασκευές και τα υλικά. Είναι αξιοσημείωτος ο διαφορετικός τρόπος μετάφρασης και προσέγγισης αυτών που «βλέπουν», ένας μηχανικός και ένας αρχιτέκτονας. Ο αρχιτέκτονας, επηρεασμένος από τα χαρακτηριστικά του γνωστικού του πεδίου, αντιλαμβάνεται φόρμες και σχήματα. Από την άλλη, οι μηχανικοί βλέπουν τα πράγματα με πιο μαθηματικό τρόπο και επηρεασμένοι από τη δική τους επιστήμη, όπως για παράδειγμα από συγκεκριμένους τύπους υλικών, συνδεσμολογίας, κλπ. Η ύπαρξη αντικειμενικών παραμέτρων στο σχεδιασμό οδηγούν το δομικό μηχανικό συνήθως σε ένα συμπέρασμα και σε ένα συνηθισμένο και καθιερωμένο ίσως τρόπο σκέψης. Επίσης, σε γενικές γραμμές, ο αρχιτέκτονας επηρεάζεται από τις ατομικές ή αισθητικές του προτιμήσεις, ενώ ο μηχανικός ενδιαφέρεται περισσότερο για την υλοποίηση του έργου.
Transcript

Ο “Μηχανικός” Peter Rice και η Συµβολή του στην Αρχιτεκτονική του 20ου Αιώνα.

Νίκος Τσινίκας, Δρ.Αρχιτέκτων, Καθηγητής Α.Π.Θ.,

Αγγελική Μαλακασιώτη, Αρχιτέκτων Α.Π.Θ.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

H εργασία αυτή θα επικεντρωθεί στην αναζήτηση συσχετισµών ανάµεσα στον αρχιτέκτονα και τον δοµικό µηχανικό κάτω από το πρίσµα της δηµιουργικότητας, της έµπνευσης, της καινοτοµίας και της εφεύρεσης. Θα θιγούν ζητήµατα συνεργασίας τους όπως, η αντίληψη και σύνθεση των σχηµάτων και του φωτός από τον αρχιτέκτονα, η µαθηµατική οπτική των δοµικών µηχανικών και οι συνδεσµολογίες, η σχέση του σχήµατος µε την κατασκευή του όπως είναι η σχέση της σάρκας µε τα οστά, οι εναλλακτικές λύσεις στα αρχιτεκτονικά σχέδια µε την συνήθη “µία” λύση των δοµικών µηχανικών για κάθε πρόβληµα, η ισορροπία του κόστους και της κατασκευαστικής απόδοσης κ.ά. Η κατανόηση των υλικών και του φέροντα οργανισµού είναι απαραίτητη γνώση στον αρχιτέκτονα που κινείται στα όρια της τρέχουσας πραγµατικότητας. Παράλληλα, ο δοµικός µηχανικός “εφευρίσκει” λύσεις πολλές φορές καινοτοµικές για την υλοποίηση. Τέλος, θα επιχειρηθεί η ανάδειξη των παραπάνω µέσα από την σύντοµη ανάλυση του έργου του δοµικού µηχανικού Peter Rice σε συγκεκριµένα αρχιτεκτονικά έργα που σηµάδεψαν τον 20ο αιώνα όπως, η ‘Οπερα του Sydney 1957-63, το Μποµπούρ στο Παρίσι 1971, η γυάλινη πρόσοψη στην πόλη των επιστηµών και της βιοµηχανίας στο πάρκο της Βιλέτ στο Παρίσι 1981, η εφελκυόµενη µεµβράνη στο Π της Defence στο Παρίσι 1986 και η “αντίστροφη” πυραµίδα στο Λούβρο, Παρίσι 1991. Η συµβολή του Peter Rice στην αρχιτεκτονική του 20ου αιώνα, του αποδίδει το χρυσό µετάλλιο αρχιτεκτονικής, ύψιστη τιµή από το Ινστιτούτο αρχιτεκτόνων Βρετανίας. 1.Ο ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΟΜΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΔΟΜΙΚΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑ

Η φύση της συνεργασίας αρχιτέκτονα και µηχανικού είναι αρκετά περίπλοκη και ιδιόµορφη. Είναι γεγονός πως η διαφορετικότητα της αντίληψης και του τρόπου σκέψης µπορεί να αποτελέσει πρόκληση κατά τη διαδικασία παραγωγής ενός έργου. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα την αναπόφευκτη εµπλοκή των δύο γνωστικών πεδίων, γεγονός που απαιτεί αποτελεσµατική και παραγωγική συνεργασία.

Τα ποικίλα θέµατα που προκύπτουν κατά τη συνεργασία µπορεί να σχετίζονται και µε τις δύο πτυχές ενός µηχανικού, την αρχιτεκτονική και τη δοµική. Για παράδειγµα, η διακόσµηση και το design που βασίζεται σε κατασκευαστικά στοιχεία, καθώς και η δυναµική σχέση κόστους, κατασκευαστικής απόδοσης και αισθητικού αποτελέσµατος αποτελούν συνήθεις παράγοντες της σχεδιαστικής διαδικασίας. Παράλληλα, η συµµετοχή σε αυτή επισκιάζεται πολλές φορές από φοβία και µυστήριο γύρω από τις κατασκευές και τα υλικά.

Είναι αξιοσηµείωτος ο διαφορετικός τρόπος µετάφρασης και προσέγγισης αυτών που «βλέπουν», ένας µηχανικός και ένας αρχιτέκτονας. Ο αρχιτέκτονας, επηρεασµένος από τα χαρακτηριστικά του γνωστικού του πεδίου, αντιλαµβάνεται φόρµες και σχήµατα. Από την άλλη, οι µηχανικοί βλέπουν τα πράγµατα µε πιο µαθηµατικό τρόπο και επηρεασµένοι από τη δική τους επιστήµη, όπως για παράδειγµα από συγκεκριµένους τύπους υλικών, συνδεσµολογίας, κλπ. Η ύπαρξη αντικειµενικών παραµέτρων στο σχεδιασµό οδηγούν το δοµικό µηχανικό συνήθως σε ένα συµπέρασµα και σε ένα συνηθισµένο και καθιερωµένο ίσως τρόπο σκέψης. Επίσης, σε γενικές γραµµές, ο αρχιτέκτονας επηρεάζεται από τις ατοµικές ή αισθητικές του προτιµήσεις, ενώ ο µηχανικός ενδιαφέρεται περισσότερο για την υλοποίηση του έργου.

Αλλά ίσως η εµφανιζόµενη ως διαφορετική προσέγγιση στο πρόβληµα από τις δύο ειδικότητες να είναι παρόµοια αφού τόσο ο αρχιτέκτων όσο και ο µηχανικός επεξεργάζονται την αρχική βασική ιδέα τους (concept) έτσι ώστε να επιβεβαιωθεί ή και να τεθεί σε εφαρµογή η αρχική τους σχεδιαστική ή κατασκευαστική πρόθεση. Συχνά η αρχική ιδέα η οποία παρουσιάζει δυσκολίες επίλυσης κινδυνεύει να µην υλοποιηθεί και να µείνει στα χαρτιά αν ο µηχανικός δεν είναι καινοτόµος. Από την άλλη δεν µπορεί να υπάρξει καινοτοµία χωρίς δηµιουργικότητα. ‘Ετσι, η συνεργασία αρχιτέκτονα δηµιουργού – µηχανικού καινοτόµου είναι η µόνη που µπορεί να παράγει έργα που µένουν στην ιστορία.

Εποµένως, η ιδιαίτερη αυτή σχέση του µηχανικού και του αρχιτέκτονα είναι αναγκαίο να αντιµετωπιστεί από διαφορετική οπτική γωνία. Η κοινή συµβολή στο να ενσωµατωθεί η τέχνη της αρχιτεκτονικής στην πραγµατική ζωή µέσω της σύγχρονης επιστήµης, µπορεί να αποτελέσει κοινό στόχο των δύο ειδικοτήτων. Πράγµατι, η φύση της σχέσης σχεδίου-κατασκευής µπορεί να νοηθεί όπως η σχέση της σάρκας µε τα οστά, ως µία δηλαδή απαραίτητη, απλή και µοναδική ιδέα και σύνδεση που τα οργανώνει όλα σε ένα αποτελεσµατικό στατικό και κατασκευαστικό σύστηµα. 2. Ο ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ-ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ-ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ-ΚΑΙΝΟΤΟΜΟΣ

Η προσφώνηση “αρχιτέκτονας µηχανικός” για ένα δοµικό µηχανικό µπορεί να προσληφθεί ως φιλοφρόνηση όπως υποστηρίζει ο µηχανικός Peter Rice. Η έννοια εµπεριέχει κατά κάποιο τρόπο την περισσότερη φαντασία και την ουσιαστικότερη συµµετοχή στο σχεδιασµό από ένα “κανονικό” µηχανικό. Στα µάτια του κόσµου ο µηχανικός είναι συνδεδεµένος κύρια µε συµβατικές “βαρετές” λύσεις χωρίς φαντασία.

Ο µηχανικός, ο οποίος κατέχει γνώσεις γύρω από τη επιστήµη του και τη συµπεριφορά των υλικών και έχει την εµπειρία της κατασκευαστικής διαδικασίας, µπορεί να έχει απόλυτη ελευθερία στο πως θα χρησιµοποιήσει τα υλικά και µε ποιες τεχνικές. Προκύπτουν λοιπόν παράγοντες όπως η δηµιουργικότητα και η υποκειµενικότητα, στοιχεία που συναντούµε στη διαδικασία σχεδιασµού ενός αρχιτέκτονα. Ο αρχιτέκτονας θεωρείται δηµιουργός, και οι ιδέες του επηρεάζονται και καθορίζονται από τις απόψεις, τις προτιµήσεις και τις ιδέες του. Αντίστοιχα, ο µηχανικός µπορεί να επιδιώξει την εξερεύνηση της επιστήµης του και κατά συνέπεια την ανακάλυψη. Στο µεγάλο θερµοκήπιο του µουσείου τεχνολογίας στη Βιλέτ, στο Παρίσι, η αρχική αισθητική επιλογή απoτέλεσε το δηµιουργικό τµήµα του έργου, ενώ το σύστηµα ανάρτησης µε την τελική του µορφή απoτέλεσε το καινοτοµικό τµήµα της κατασκευής. Είναι γεγονός πως η έµπνευση αφορά και τον µηχανικό που προσπαθεί να λύσει ένα δύσκολο πρόβληµα και αποτελεί την κινητήρια δύναµη για την πραγµατοποίηση κάθε πρωτοποριακής ιδέας.

Ακόµη και η περίπτωση της ανάµιξης δύσκολων προσωπικοτήτων σε µία µελέτη µπορεί να έχει πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσµατα, αφού αναµιγνύονται πολλές διαφορετικές σχεδιαστικές φιλοσοφίες. Ο µηχανικός έχει την ευκαιρία να συµβάλλει καθοριστικά στο έργο, κατανοώντας τις προθέσεις του αρχιτέκτονα και σχεδιάζοντας µε καινοτόµο, πρωτοποριακό και αυθεντικό τρόπο, κάτι που µπορεί να αναδείξει τελικά τις αρχιτεκτονικές ιδέες και προθέσεις.

Ο Peter Rice, στον οποίο θα αναφερθούµε εκτενέστερα παρακάτω, υποστηρίζει πως: «Αυτός είναι ο θετικός ρόλος των ικανοτήτων του µηχανικού- να χρησιµοποιεί την άρτια γνώση του περί υλικών και κατασκευών, µε σκοπό να κάνει αληθινή την παρουσία τους στη χρήση του κτιρίου, έτσι ώστε οι άνθρωποι να νιώθουν οικειότητα µε αυτά, να θέλουν να τα αγγίξουν, να έχουν την αίσθηση του ίδιου του υλικού αλλά και να αντιλαµβάνονται τη λογική των ανθρώπων που το σχεδίασαν. Για να γίνει όµως αυτό, πρέπει να αποφύγουµε τις υπερβολές της βιοµηχανικής ηγεµονίας.»

Τίθεται λοιπόν το θέµα του βιοµηχανικά γνωστού, προηγούµενου και κατεστηµένου. Κι αυτό διότι, χωρίς το προηγούµενο, η εξερεύνηση ενός νέου υλικού µπορεί να οδηγήσει ίσως στην ιδανικότερη λύση όταν χρησιµοποιείται για πρώτη φορά. Ο αρχιτέκτονας και ο µηχανικός δεν είναι επηρεασµένοι από τις ήδη υπάρχουσες χρήσεις κι έτσι µπορούν να εκµεταλλευτούν τα φυσικά χαρακτηριστικά ενός υλικού µε πολύ µεγαλύτερη προσοχή, µε ειλικρίνεια και αυθεντικότητα.

Παρατηρείται εποµένως η ανάγκη για διατάραξη της βιοµηχανικής µονοτονίας, η οποία φαίνεται να στερεί τον µηχανικό από τη δυνατότητα προσωπικής επιλογής. Οι επενδυτές για να έχουν τις επιθυµητές οικονοµικές αποδώσεις θα χρησιµοποιήσουν κάθε µέσο ώστε να αποδείξουν ότι η όποια καινοτοµία, που επιχειρεί να αλλάξει τα κατεστηµένα –τα γνωστά, είναι παράλογη και οικονοµικά ασύµφορη. Εξ ορισµού δηλαδή, προωθεί την τυποποίηση, την προκατασκευή. Εποµένως, ο ρασιοναλισµός του µηχανικού είναι ίσως ο µόνος σύµµαχος για την καινοτοµία σε επιλύσεις, νέα υλικά και προϊόντα που προκύπτουν από την µοναδικότητα των αισθητικών προτάσεων των αρχιτεκτόνων.

Εγείρονται έτσι αιτιολογηµένες αµφιβολίες αν και σε ποιό βαθµό στη διαδικασία παραγωγής των κτιρίων όλα ή ποιά είναι προκαθορισµένα από µία συγκεκριµένη λογική, και πόσες δυνατότητες διαπιστώνονται στην επιδίωξη κατασκευαστικών πειραµάτων. Ο επαναπροσδιορισµός του τρόπου σκέψης και της διαδικασίας παραγωγής ενός έργου δύνανται να αλλάξουν τα καθιερωµένα, συνηθισµένα πρότυπα. Ο µηχανικός - εφευρέτης - καινοτόµος µπορεί να αλλάξει τους κανόνες, αφού έχει την ικανότητα να δηµιουργήσει νέους δικούς του, µε τη βοήθεια των νέων τεχνολογιών και της διαρκώς εξελισσόµενης επιστήµης.

Όπως αναφέρει η Lorraine Lin και ο Βruce Danziger, o Peter Rice έλεγε πως: «Οι µηχανικοί είναι επιρρεπείς στην παγίδα, την αποκαλούµενη ‘νοοτροπία Ιago’, από ένα χαρακτήρα του Shakespeare. Ο Ιago υποτιµάει όλα τα νέα στοιχεία δηµιουργικότητας µέσω λογικών επιχειρηµάτων, ρόλος που οι µηχανικοί, συχνά χωρίς να το θέλουν, συνειδητά ή ασυνείδητα παίζουν. Κι αυτό είναι το δίληµµα των σύγχρονων µηχανικών: πως δηλαδή να χρησιµοποιήσουν τη λογική τους για να υποστηρίξουν τις ιδέες όταν αυτές γεννιούνται, πριν αυτές απορριφθούν.» 3. Ο PETER RICE ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΤΟΥ 20 ΑΙΩΝΑ

Ο Renzo Piano είπε κάποτε: «Ο Peter Rice ήταν ένας από τους µηχανικούς που

συνέβαλλε σηµαντικά στην αρχιτεκτονική και ενδυνάµωσε τις βαθύτερες δηµιουργικές σχέσεις µεταξύ της ανθρωπότητας και της επιστήµης - της τέχνης και της τεχνολογίας... Η αρχιτεκτονική είναι µία δηµιουργική δουλειά που αποτελείται από στιγµές ηρεµίας , ξαφνικής έµπνευσης και παθιασµένης οµαδικής συνεργασίας – κι αυτή η πεµπτουσία είναι η φύση του Peter Rice.»

Ο Peter Rice ήταν ίσως από τους µεγαλύτερους δοµικούς µηχανικούς του 20ου αιώνα και ο ξαφνικός θάνατος του στέρησε αρχιτέκτονες και µηχανικούς από έναν σπουδαίο άνθρωπο. Έχοντας τεράστιο ταλέντο και όντας φανερά ανθρωπιστής, αποσκοπούσε στο να δηµιουργεί χώρους όπου οι συνηθισµένοι άνθρωποι να µπορούν να αισθάνονται καλά, κι όχι αποξενωµένοι από το περιβάλλον τους.

Συνεργάστηκε µε αρχιτέκτονες όπως ο Jorn Utzon, ο Frei Otto, οι Renzo Piano & Richard Rogers, o Norman Foster, o Adrien Fainsilber, o Terry Farrell, η Eva Jiricna, o Ian Ritchie, o I M Pei, o Michael Hopkins, o Bernard Tshumi, ο Paul Andreu, o J O Spreckelsen,

ο Patrick Berger, η Zaha Hadid, ο Nicholas Grimshaw, οι Future Systems και αµέτρητους άλλους σε περίπου 150 µεγάλα έργα.

Οι κινητήριες δυνάµεις της δουλείας του σχετίζονται µε την πρωτοποριακή χρήση των υλικών και των κατασκευαστικών µορφών, καθώς και η πρόκληση της καθιερωµένης κατασκευαστικής βιοµηχανίας µέσω µίας προσπάθειας να ξεπεράσει τα όριά της. Σε αυτά προστίθεται και η ικανότητα του για έντονα δηµιουργική συνεργασία µε τους συνεργάτες του. Όσον αφορά τα υλικά, η κάθε συνεργασία για κάποια µελέτη αποτελούσε το έναυσµα για την εξερεύνηση των υλικών. Είτε επανεξέταζε τα υλικά που ήδη ήταν καθιερωµένα, ερευνώντας τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους µέσω εναλλακτικών προσεγγίσεων, είτε πειραµατίζονταν µε τη χρήση διαφορετικών κι όχι τόσο καθιερωµένων υλικών. Αυτό είχε ως αποτέλεσµα την ανακάλυψη νέων τρόπων σχεδιασµού και κατασκευής των κτιρίων, γεγονός που αποτελεί αναµφίβολα τεράστια συµβολή στην αρχιτεκτονική του περασµένου αιώνα. Προσπαθώντας να αποφύγει τη βιοµηχανική επανάληψη των κατασκευαστικών στοιχείων που στην ουσία δηµιουργούν αρχιτεκτονικά αντίγραφα, στράφηκε στη λογική των παλαιότερων χρόνων, δίνοντας έµφαση στην ανθρώπινη κλίµακα και στην εµπλοκή του ανθρώπου µε τα κτίρια. Είναι προφανές πως κάτι τέτοιο χρειαζόταν πολύ θάρρος. Πέτυχε λοιπόν να προσκαλέσει τους ανθρώπους να βιώσουν την αρχιτεκτονική σαν ένα δυναµικό χώρο τον οποίο να κατανοούν.

Αξίζει να σηµειωθεί πως ο Peter Rice πίστευε ότι το κίνητρο για να επιτύχει κανείς καινοτόµες µηχανικές λύσεις ξεκινά από το κουράγιο του καθένα να ρισκάρει κατά τη διάρκεια της σχεδιαστικής διαδικασίας. Υποστήριζε πως µετά από κάποιες αρχικές αποφάσεις, µπορεί κανείς απλά να παρατηρήσει το υλικό που χρησιµοποιεί για να καθοδηγηθεί.

Η Οπερα του Sydney (1957-63), σε συνεργασία µε τον αρχιτεκτονα Jorn Utzon, ήταν

το πρώτο του µεγάλο έργο και είναι γεγονός πως έµαθε πολλά από αυτό, τα οποία έθεσε σε εφαρµογή στα επόµενα project του. Ο χειρισµός των κατασκευαστικών λεπτοµερειών που πλησιάζουν την ανθρώπινη κλίµακα, καθώς και η επανάληψη κατασκευαστικών στοιχείων και µορφών που συντελούν στο να διατηρηθεί το κόστος του έργου χαµηλό είναι κάποια από τα σηµαντικότερα πραγµατα που του δίδαξε η εµπειρία του αυτή. Ο Peter Rice προσπάθησε να λύσει το πρόβληµα της κατασκευής αυτών των ιδιαίτερων κελυφών, παραµένοντας πιστός, όσο ήταν δυνατόν, στην αρχιτεκτονική πρόταση. Η λύση προέκυψε µε τη συνειδητοποίηση πως αυτές οι µορφές µπορούν να αποτελούν κοµµάτια της ίδιας σφαίρας, καθώς και µε την προσπάθεια το κτίριο να παρουσιάζει ενδιαφέρον και να λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα.

Το Κέντρο “Ποµπιντού” στο Παρίσι, (αρχιτέκτονες Piano & Rogers, 1971) είναι γνωστό για τη δηµιουργία της γκερµπερέτας, µίας κατασκευαστικής δηλαδή λύσης, µέσω της οπίας πέτυχε τη δηµιουργία µεγάλων διαστηµάτων µεταξύ των στηριγµάτων. Αυτό ήταν απαραίτητο ώστε να επιτευχθεί η ιδέα των µετακινούµενων ορόφων (η οποία τελικά δεν υλοποιήθηκε) και µάλιστα µίας βαριάς βιβλιοθήκης η οποία θα µπορούσε να µετακινηθεί οπουδήποτε στο κτίριο. Είναι εύλογο πως κάτι τέτοιο αποτελούσε µεγάλη πρόκληση. Κι όπως είναι λογικό, οι συνδεσµοί οι οποίοι θα στήριζαν τους ορόφους, αποτέλεσαν το βασικό στοιχείο του σχεδιασµού. O Peter Rice επέµενε στη χρήση του χυτού χάλυβα, ένα υλικό το οποίο θεωρούνταν παλιό και όχι ιδιαίτερα αξιόπιστο για την περίπτωση. Οι προτάσεις του αυτές έδωσαν τη δυνατότητα να δηµιουργηθούν µεταλλικοί δοκοί 45 περίπου µέτρων. Η λύση της γκερµπερέτας ήταν ένας ακόµη τρόπος να προκαλέσει την έκπληξη και την αίσθηση του απροβλεπτου και του καινούριου, µέσα από ασυνήθιστες συνδεσµολογίες και κατασκευαστικά στοιχεία σε µία πιο µικρή κλίµακα, κάτι που έκανε το κτίριο πιο οικείο και φιλικό.

Η γυάλινη πρόσοψη στην πόλη των επιστηµών και της βιοµηχανίας στο πάρκο της

Βιλέτ στο Παρίσι (1981) είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά και καινοτόµα έργα του. Σκοπός ήταν η δηµιουργία µίας µεταβατικής διάφανης ζώνης. Η διαφάνεια ήταν το κύριο στοιχείο της σχεδιαστικής πρότασης. Οι ιδιότητες του γυαλιού και η εντατικοποίηση της έρευνας στους υαλοπίνακες σε συνδυασµό µε το εφελκυόµενο σύστηµα ράβδων και καλωδίων που αποφασίσθηκε να χρησιµοποιηθεί διαµόρφωσαν την τελική αρχιτεκτονική λύση.

Αντίστοιχη προσέγγιση συναντούµε και στην “αντίστροφη” πυραµίδα στο Λούβρο στο

Παρίσι (1991), ένα έργο το οποίο κι αυτό, µε το δικό του τρόπο, συνέβαλλε στη έρευνα των γυάλινων κατασκευών και λεπροµερειών.

Η ευφυία του Peter Rice αναδεικνύεται στον χειρισµό των υλικών και των

αρχιτεκτονικών προτάσεων στο κτίριο Lloyds στο Λονδίνο. Στο διάσηµο αυτό κτίριο η εξερεύνηση των ιδιοτήτων του υλικού και επιµονή για την απόλυτη εκµετάλλευσή του, χωρίς παράλληλα να διαταράσσεται η βασική αρχιτεκτονική ιδέα, ανέδειξε περαιτέρω το concept. Το κτίριο αναζητά και εφαρµόζει νέους τρόπους άρθρωσης και συνδεσης των κατασκευαστικών στοιχείων απο σκυρόδεµα. Με γνώµονα την ποιότητα, χρησιµοποίησε µία διαφορετική µέθοδο, το συνδυασµό προκατασκευής και παραγωγής επιτόπου. Επίσης, η γνώση της στατικής συµπεριφοράς και των ιδιοτήτων του σκυροδέµατος, διαµόρφωσε την αρχιτεκτονική επίλυση και του αιθρίου του κτιρίου.

Η µοναδικότητα των κατασκευαστικών αναζητήσεων του Peter Rice συναντάται

ακόµη και σε έργα µε βάση το ύφασµα. Η Εφελκυόµενη Μεµβράνη Schlumberger Montrouge Tent στο Παρίσι (1980, Αρχιτέκτων: R.Piano) είναι µία µικρή τέντα, µήκους περίπου 100µ. Τα σχήµατα των επιµέρους τεµαχίων (πατρόν) φτιάχτηκαν µε τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζουν τη µέγιστη αίσθηση της συνέχειας κατα µήκος της τέντας, πολύ σηµαντική απαίτηση όσον αφορά τη συνοχή των επιφάνειων στο σύνολό τους.

Η µεµβράνη στο Π της Defence στο Παρίσι (1986), γνωστή και ως Nuage, συνδυάζει

εφελκυόµενα υφασµάτινα στοιχεία και έναν ατσάλινο σκελετό, µε τέτοιο τρόπο ώστε να προσδώσει κλίµακα και µέτρο σε έναν τεράστιο όγκο. Η αρχική ιδέα αφορούσε µια πιο επίπεδη κατασκευή. Ο όγκος ειδικά από κάποιες συγκεκριµένες οπτικές γωνίες κρίθηκε αισθητικά ακατάλληλος και σε συνάρτηση µε την αντιµετώπιση των πολυ ισχυρών ανέµων που αναπτύσσονται στο Π άλλαξαν την αρχική πρόταση. Ο Rice, οδηγήθηκε στη χρήση του Teflon µε τρόπο τέτοιο ώστε να δώσει την αίσθηση ενός µεγαλύτερου όγκου, ο οποίος αντιµετωπίζει τους έντονους ανέµους και ταυτόχρονα θυµίζει ένα αιωρούµενο κάλυµα. Η καµπυλωµένη επιφάνεια του υφάσµατος, σε συνδυασµό µε την διακριτική παρουσία των µεταλλικών στηριγµάτων που χρησιµοποιήθηκαν για να αναρτηθεί η µεµβράνη από τα παράπλευρα κτίρια είχε σαν αποτέλεσµα µία κατασκευή µε έντονη παρουσία στο χώρο. Παρά το γεγονός οτι η µεµβράνη, ως επέµβαση, αποτέλεσε στόχο κριτικής, µε την πάροδο του χρόνου άρχισε να «ωριµάζει» στην αντίληψη των ανθρώπων και να αποτελεί ένα επιπρόσθετο τοπόσηµο της περιοχής.

Με όσα σύντοµα αναφέρθηκαν σε αυτή την εργασία ελπίζουµε ότι έγινε φανερό ότι ο

δοµικός µηχανικός Peter Rice είναι, πέρα από ξεχωριστός χαρισµατικός άνθρωπος, ένας µηχανικός που η δουλειά του µπορεί να διδάξει πολλά. ‘Οπως το να δίνουν οι µηχανικοί εναλλακτικές επιλύσεις στις προτάσεις τους οι οποίες συχνά δεν είναι τόσο προφανείς, αλλά

κυρίως το να τολµάει να συνδυάσει την δηµιουργικότητά του µε τις γνώσεις του, αλλά και την συνεχή αναζήτηση συµβάλλοντας έτσι µε τον δικό του, µοναδικό τρόπο στην διαµόρφωση της σύγχρονης αρχιτεκτονικής πραγµατικότητας. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Adams, Jonathan, Columns, AD Academy, 1998 Addis, Bill, The Art of the Structural Engineer, Artemis, 1994 Berger, Horst, Light Structures, Structures of Light, Birkhauser, 1996 Brookes, Alan and Grech, Chris, Building Envelope, Butterworth, 1990 Buro Happold, Architectural Review supplement, 11/1999 Cottom-Winslow, Margaret, Architecture & Technology, PBC International, 1995 Davies, Colin, High Tech Architecture, Thames & Hudson, 1988 Engel, Heino, Structure Systems, Verlag Gerd Hatje, 1997 Exploring Materials, The Work of Peter Rice Royal Gold Medallist 1992, RIBA GALLERY Field, Marcus, Future Systems, Phaidon, 1999 Kronenburg, Robert, Portable Architecture, Architectural Press, 1996 Ogg, Alan, Architecture in Steel, RAIA, 1987 Pawley, Martin, Future Systems, Phaidon, 1993 Piano, Renzo, Renzo Piano, Rizzoli, 1989 Rice, Peter, An Engineer Imagines, Artemis, 1994 Scheuermann R. and Boxer K., Tensile Architecture in the Urban Context, Butterworth, 1996 Schulitz H. C., Industrial Architecture in Europe, Ernst & Son, 1994 Slessor, Catherine, Eco-Tech, Sustainable Architecture and High Technology, Thames and Hudson, 1997 Sudjic, Deyan, Foster Rogers Stirling, Thames & Hudson, 1986 Vandenberg, Maritz, Cable Nets, AD Academy, 1998 Vandenberg, Maritz, Glass Canopies, AD Academy, 1997 Vandenberg, Maritz, Soft Canopies, AD Academy, 1996 Wilkinson, Chris, Supersheds, Butterworth, 1991


Recommended