+ All Categories
Home > Documents > Το παιδί ως δέκτης και θεατής βίας. Ο ρόλος των ΜΜΕ και...

Το παιδί ως δέκτης και θεατής βίας. Ο ρόλος των ΜΜΕ και...

Date post: 22-Apr-2023
Category:
Upload: uniwa
View: 0 times
Download: 0 times
Share this document with a friend
22
Σταθάκης Γ. 1 , Παππά, Β. 2 _______________ Το παιδί ως δέκτης και θεατής βίας. Ο ρόλος των ΜΜΕ και η γονική διαμεσολάβηση. Περίληψη. Σε κάθε της μορφή η βία αποτελεί φαινόμενο κατακριτέο, για την εξάλειψη του οποίου έχουν ήδη αρχίσει πια να μεριμνούν σχετικές νομοθετικές διατάξεις. Αναφορικά με το παιδί τα πράγματα γίνονται περισσότερο περίπλοκα καθώς το ευάλωτο της ηλικίας του και η υπό διαμόρφωση προσωπικότητά του καθιστούν τις εγχαράξεις της επαφής του με τη βία βαθύτερες και δραστικότερες σε κάθε επίπεδο λειτουργίας και ανάπτυξής του. Ανάμεσα σε μια πληθώρα ειδών βίας και πηγών μέσω των οποίων το παιδί «γνωρίζει» τη βία κυρίαρχη θέση κατέχουν τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας στο σύνολό τους και το ιδιαίτερα συχνά σκληρό περιεχόμενό τους. Η συχνότητα επαφής με τα Μ.Μ.Ε., η αναγωγή τους σε έναν από τους πρώτιστους φορείς κοινωνικοποίησης και η βιαιότητα που παρελαύνει στο πλαίσιο των προγραμμάτων τους έχουν δώσει ώθηση στη διεξαγωγή πειραμάτων και ερευνών με σκοπό τη διερεύνηση των αποτελεσμάτων του δίπολου τηλεοπτική βία και παιδί. 1 Ψυχολόγος, M.Sc. Ψυχολογία και Μ.Μ.Ε., Επιστημονικός Συνεργάτης Πανελληνίου Συνδέσμου Σχολών Γονέων. 2 Συμβουλευτική Ψυχολόγος, M.Sc., Ph.D., Πρόεδρος & Επιστημονικά Υπεύθυνη Πανελληνίου Συνδέσμου Σχολών Γονέων.
Transcript

Σταθάκης Γ.1, Παππά, Β.2

_______________

Το παιδί ως δέκτης και θεατής βίας. Ο ρόλος

των ΜΜΕ και η γονική διαμεσολάβηση.

Περίληψη.

Σε κάθε της μορφή η βία αποτελεί φαινόμενο κατακριτέο,

για την εξάλειψη του οποίου έχουν ήδη αρχίσει πια να

μεριμνούν σχετικές νομοθετικές διατάξεις. Αναφορικά με το

παιδί τα πράγματα γίνονται περισσότερο περίπλοκα καθώς το

ευάλωτο της ηλικίας του και η υπό διαμόρφωση

προσωπικότητά του καθιστούν τις εγχαράξεις της επαφής του

με τη βία βαθύτερες και δραστικότερες σε κάθε επίπεδο

λειτουργίας και ανάπτυξής του. Ανάμεσα σε μια πληθώρα

ειδών βίας και πηγών μέσω των οποίων το παιδί «γνωρίζει»

τη βία κυρίαρχη θέση κατέχουν τα Μέσα Μαζικής

Επικοινωνίας στο σύνολό τους και το ιδιαίτερα συχνά

σκληρό περιεχόμενό τους. Η συχνότητα επαφής με τα Μ.Μ.Ε.,

η αναγωγή τους σε έναν από τους πρώτιστους φορείς

κοινωνικοποίησης και η βιαιότητα που παρελαύνει στο

πλαίσιο των προγραμμάτων τους έχουν δώσει ώθηση στη

διεξαγωγή πειραμάτων και ερευνών με σκοπό τη διερεύνηση

των αποτελεσμάτων του δίπολου τηλεοπτική βία και παιδί.

1 Ψυχολόγος, M.Sc. Ψυχολογία και Μ.Μ.Ε., Επιστημονικός Συνεργάτης Πανελληνίου Συνδέσμου Σχολών Γονέων.2 Συμβουλευτική Ψυχολόγος, M.Sc., Ph.D., Πρόεδρος & Επιστημονικά Υπεύθυνη Πανελληνίου Συνδέσμου Σχολών Γονέων.

Παρά το μεγάλο εύρος των παραμέτρων που διαμεσολαβούν

στην επίδραση της παραπάνω σχέσης, μελετητές και έρευνες

συγκλίνουν στο ότι εκτεταμένη έκθεση του παιδιού στη

μιντιακή βία ενεργοποιεί μαθησιακές διαδικασίες

επιθετικής συμπεριφοράς, εκλύει έναν διάχυτο φόβο για τον

περιβάλλοντα κόσμο, εξοικειώνει και απευαισθητοποιεί.

Αντιρροπιστική δράση καλούνται να αναλάβουν οι γονείς

αποτελώντας υγιή πρότυπα για τα παιδιά τους, οριοθετώντας

τα και βοηθώντας τα να επεξεργαστούν κατάλληλα τα

μηνύματα που λαμβάνουν.

Λέξεις κλειδιά: Βία, Μ.Μ.Ε., παιδιά, επιθετικότητα, φόβος, γονείς,

οριοθέτηση.

Ι. Εισαγωγή.

Η βία σε σχέση με το παιδί αποτελεί θέμα πολύπλευρο

ως προς τις διαστάσεις του, πολύπλοκο ως προς την

αιτιογένεση και την εγχάραξή του και με πολλά αγκάθια ως

προς τη μορφολογία του. Η βία συνιστά πρόβλημα κοινωνικό,

το οποίο σε μεγάλο βαθμό συντηρεί η ύπαρξη διαφόρων

ανισοτήτων, που όταν όμως μετατρέπεται σε αυστηρά

προσωπικό φανερώνεται για το άτομο που το βιώνει – και

ειδικά για ένα παιδί – αποδεικνύεται ως ιδιαίτερα

τραυματικό. Οι τρόποι με τους οποίους ένα παιδί μπορεί να

καταστεί αντικείμενο υποδοχής βίας ή έκθεσης σε βία είναι

πολλοί και διάφοροι μεταξύ τους. Στην παρούσα μελέτη

επιχειρούμε να φωτίσουμε τις λιγότερο εμφανείς εκδηλώσεις

των τρόπων αυτών καθώς και τη διάσταση εκείνη του

φαινομένου που ουσιαστικά παραμένει συχνά αφανές κάτω από

την εκτυφλωτική φωτεινότητα των ίδιων της των εικόνων.

Αναφερόμαστε στο ρόλο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης σε

σχέση με την έκθεση του παιδιού στη βία, τα οποία στις

μέρες μας, αρθρώνοντας το δικό τους λόγο με παρουσία

ηγετική και διάθεση εμπορική-κερδοσκοπική, ακολουθούν

παράλληλη πορεία με την οικογένεια και το σχολείο ως προς

την κοινωνικοποίηση του παιδιού, τη γνωστική και τη

συναισθηματική του ανάπτυξη. Ποιες οι παράμετροι αυτής

της έκθεσης, ποιες οι επιπτώσεις της και ποια η συμμετοχή

μικρών και μεγάλων στη «νομιμοποίησή» της;

ΙΙ. Βία και Επιθετικότητα / Επιθετική Συμπεριφορά.

Στην προσπάθειά του να ορίσει κανείς τη βία είναι

γεγονός πως συναντά δυσκολία καθώς το περιεχόμενό της

διαφοροποιείται σύμφωνα με το χωροχρονικό πλαίσιο του

κάθε ερευνητή (Ζημιανίτης, 2009). Εφόσον λοιπόν η

παράθεση ενός κοινά αποδεκτού ορισμού αποδεικνύεται

μάλλον μια δύσκολη υπόθεση, προσεγγιστικά θα μπορούσαμε

να πούμε πως βία αποτελεί η εμπρόθετη χρήση σωματικής,

υλικής και πνευματικής δύναμης που αποβλέπει στην επιβολή

της θέλησης ενός ατόμου σε κάποιο άλλο με εξαναγκασμό.

Σύμφωνα δε με τον Παπαθανασόπουλο (1997), η έννοια αυτή

συνοψίζεται στην εκδήλωση φυσικής βίας εναντίον κάποιου

άλλου, στην επιθυμία πρόκλησης πόνου ή βλάβης, και στην

επιθυμία δολοφονίας ή πραγμάτωσής της, ενώ σύμφωνα πάλι

με τον ίδιο βίαιες σκηνές –που θα μας απασχολήσουν

παρακάτω- είναι εκείνες που εμπεριέχουν κάποια μορφή βίας

ή εντάσσονται σε μια ατμόσφαιρα βίας. Στα επιστημονικά

συγγράμματα, ανάλογα με τον κοινωνιολογικό χώρο στον

οποίο εκδηλώνεται και καταγράφεται η βία, εντοπίζονται

δύο ευρύτερες κατηγορίες της: η προσωπική και η δομική. Η

προσωπική βία κατά τους Schorb και συνεργάτες (1984),

αφορά στο σύνολο των φυσικών και ψυχικών πράξεων βίας που

συναντάμε μεταξύ ανθρώπων αλλά και ανθρώπων –

αντικειμένων. Η δομική βία, από την άλλη, δεν

παρουσιάζεται στις διαπροσωπικές σχέσεις αλλά στις

εκάστοτε κοινωνικές δομές.

Συνυφασμένη με τη βία έννοια είναι και αυτή της

επιθετικότητας ή της επιθετικής συμπεριφοράς. Ο εξίσου

ασαφής όρος της επιθετικότητας συνήθως χρησιμοποιείται

για να υποδηλώσει μια εχθρική ενέργεια στρεφόμενη

εναντίον κάποιου προσώπου (άλλου ή του εαυτού), ζώου ή

πράγματος (Βρύζας, 1997). Εμείς θα μπορούσαμε να πούμε

πως επιθετικότητα είναι η τάση των ανθρώπων να

επιτίθενται στους άλλους με σκοπό την πρόκληση κάποιας

βλάβης. Ως προς την επιθετική συμπεριφορά, θα λέγαμε πως

συνιστά την εκδήλωση – πραγμάτωση αυτής της τάσης καθώς

και μια οδό που πολλοί άνθρωποι ακολουθούν πολύ συχνά

κατά τις κοινωνικές τους συνδιαλλαγές και διαπροσωπικές

τους σχέσεις διεκδικώντας τα δικαιώματα και ικανοποιώντας

τις ανάγκες τους, παραβιάζοντας τα δικαιώματα και

παραγκωνίζοντας τις ανάγκες των άλλων.

ΙΙΙ. Είδη / Μορφές βίας.

Περνώντας στα είδη της βίας, στο μυαλό πρώτα

έρχονται η σωματική βία / κακοποίηση και η σεξουαλική.

Αξίζει εδώ να προσέξουμε πως όταν λέμε σωματική βία,

αναφορικά πάντα με τα παιδιά, δεν εννοούμε απλώς τον

ξυλοδαρμό αλλά και πιο ήπιες συμπεριφορές όπως

σπρωξίματα, τσιμπήματα, δαγκώματα, τραβήγματα, τράβηγμα

αυτιού, τράβηγμα μαλλιών, χαστούκι, ξυλιές και γενικά

πάσης φύσεως επιθετικές χειρονομίες. Εκτός όμως από τη

σεξουαλική και τη σωματική βία υπάρχουν και κάποια άλλα

είδη βίας που δυστυχώς αν και εξίσου σημαντικά παραμένουν

σε μεγάλο βαθμό παραγνωρισμένα: η λεκτική και η συναισθηματική

κακοποίηση. Η λεκτική βία έχει να κάνει με σχόλια που κάνουν

το παιδί να νιώθει ανάξιο και χαζό, απαιτήσεις από την

πλευρά του ενήλικα για τελειομανία, αρνητικές εκτιμήσεις

για το μέλλον του, συγκρίσεις, προσβολές, απειλές,

βρίσιμο, επίρριψη ευθυνών (Schaefer, 1991).

Η συναισθηματική βία ή γνωστότερα ψυχολογική συντελείται

όταν το παιδί βιώνει στη σχέση με τους γονείς του μια

ακολουθία ακατάλληλων συναισθηματικών ανταποκρίσεων (O’

Hagan, 1993). Μπορεί να υπάρχει ως αυθύπαρκτη μορφή

κακοποίησης ή σε συνδυασμό με άλλα είδη βίας (Mc Gee &

Wolfe, 1991). Τα τραύματά της είναι εσωτερικά και όχι

εξωτερικά, γεγονός που την καθιστά λιγότερο φανερή και

περισσότερο υποτιμημένη. Η συναισθηματική βία λοιπόν

μπορεί να πάρει τις εξής μορφές:

▪ Απόρριψη -όταν πρόκειται για συμπεριφορές που

φανερώνουν τη μη αποδοχή του παιδιού και την έλλειψη

γονικής αφοσίωσης. Το παιδί αντιμετωπίζεται σα να

μην υπάρχει, θεωρείται ανάξιο, κατώτερο και

υποτιμάται.

▪ Ταπείνωση -το παιδί εξευτελίζεται, θίγεται η

προσωπική του αξία και η αυτοεκτίμησή του.

Παραδείγματα οι φωνές, βρισιές, προσβολές σε δημόσιο

χώρο, αναφορές σε φυσικές αδυναμίες, οι προσβλητικοί

χαρακτηρισμοί κ.α.

▪ Εκφοβισμός -απειλές για σοβαρές τιμωρίες, κλίμα

φόβου. Το παιδί απειλείται ότι θα τοποθετηθεί σε

ακατάλληλο περιβάλλον, ότι θα το εγκαταλείψουν, θα

το αφήσουν σε κάποιο ίδρυμα και εξαναγκάζεται να

παρακολουθεί βίαιες πράξεις με αποδέκτες άλλα μέλη

της οικογένειας ή ζώα.

▪ Απομόνωση -περιορισμός κοινωνικών επαφών, ακόμα και

εγκλεισμός σε ντουλάπες ή δωμάτια.

▪ Αδιαφορία -γονέας μη διαθέσιμος, ανίκανος να

ανταποκριθεί στις συναισθηματικές ανάγκες του

παιδιού τις οποίες αγνοεί, απόμακρος, αμέτοχος.

▪ Εκμετάλλευση / προώθηση - παιδιά αντικείμενο

κέρδους, εμπορευματοποίησης, που μεγαλώνουν

αποδεχόμενα ιδέες ή συμπεριφορές που αντιτίθενται

στα κοινωνικά ή νομικά πρότυπα, παιδικός

αλκοολισμός, χρήση ναρκωτικών (Tomison, 1995).

Η κάθε μία από τις προαναφερθείσες μορφές

συναισθηματικής βίας επιδρά με διαφορετικό τρόπο στο κάθε

παιδί και σε συσχέτιση με το αναπτυξιακό του στάδιο

(Garbarino, Guttman, & Seeley, 1986).

Τελευταία μάλιστα, με την εμφάνιση και κυριαρχία του

διαδικτύου, στη λίστα των ειδών κακοποίησης έχει

προστεθεί και το λεγόμενο Cyber Bullying (κακοποίηση μέσω

διαδικτύου) με «ανέβασμα» φωτογραφιών, χλευαστικών

σχολίων, ακόμα και προσωπικών στιγμών στο διαδίκτυο.

Οι πηγές από τις οποίες το παιδί μπορεί να έρθει

άμεσα ή έμμεσα σε επαφή με τη βία είναι ποικίλες: η

οικογένεια (ενδοοικογενειακή βία), το σχολείο

(ενδοσχολική βία) μέσω των φορέων εξουσίας του, του

πλαισίου του (π.χ. ένα αυταρχικό σχολείο) ή των

συμμαθητών (παιχνίδια με συνομήλικα ή μεγαλύτερα παιδιά),

τα πλαίσια στα οποία μπορεί κανείς να κινηθεί δια ζώσης-

βιωματικά όντας μάρτυρας σε γεγονότα στους δρόμους, στα

γήπεδα κ.τ.λ, όπως παραβατικές πράξεις ή επεισόδια

επαναστατικής βίας ως απάντηση στη βία που ασκεί το

κράτος (στις μέρες μας ίσως περισσότερο επίκαιρα από

ποτέ).

Τα αποτελέσματα της άσκησης βίας στα παιδιά είναι

ανθεκτικά και μακροπρόθεσμα, εμφανή σε επίπεδο γνωστικής,

συναισθηματικής, σεξουαλικής ανάπτυξης, δημιουργίας

διαπροσωπικών σχέσεων και σχολικής επίδοσης και

ενδεδυμένα με το μανδύα ελλείψεων, δυσκολιών, ακόμα και

διαταραχών.

ΙV. Η παρουσία της βίας στα Μ.Μ.Ε. και η επίδρασή της στο

παιδί-θεατή.

Τις περισσότερες προσλαμβάνουσες όμως σε σχέση με τη

βία τα παιδιά τις εισπράττουν από την καθημερινή επαφή

τους με τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Λέγοντας βέβαια

Μ.Μ.Ε. δεν εννοούμε μονάχα την τηλεόραση, αλλά και τα

βιντεοπαιχνίδια και το διαδίκτυο. Θα ήταν ιδιαίτερα

χρήσιμο λοιπόν να επισημάνουμε κάποιες αρνητικές όψεις

της τηλεόρασης και των άλλων Μέσων, όχι για να

διαψεύσουμε πως έχουν θετικές όψεις αλλά επειδή αυτές

είναι που σήμερα ούτως ή άλλως υπερτονίζονται ιδιαιτέρως

(Squillaci, 2006). Έχουν διατυπωθεί λοιπόν πολλές θεωρίες

διαφόρων μελετητών και διεξαχθεί πολλές έρευνες και

πειράματα σχετικά με την έκθεση των παιδιών σε επιθετικές

συμπεριφορές παρουσιαζόμενες στα Μέσα και την αναπαραγωγή

τους από τα παιδιά (Παππά, 2008). Κάνοντας μια πρώτη

κατηγοριοποίηση, τη σχέση των παιδιών με τα Μέσα

Επικοινωνίας καθορίζουν δύο σημαντικές συνιστώσες: η

ποσοτική, δηλαδή ο χρόνος που το παιδί περνάει μπροστά

στην οθόνη και η ποιοτική που εξαρτάται από το

περιεχόμενο των προγραμμάτων που παρακολουθεί και τις

δραστηριότητες στις οποίες αναμειγνύεται (Squillaci,

2006).

Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός πως τα Μ.Μ.Ε. και δη

η τηλεόραση έχουν ενσωματωθεί πλήρως στο οικογενειακό

τοπίο. Λαμβάνοντας ρόλο κοινωνικοποιητικών μηχανισμών

έφτασαν να συμμετέχουν ενεργά και ισότιμα με το

εκπαιδευτικό σύστημα και την οικογένεια στη δημιουργία

κανόνων και εννοιολογικών πλαισίων, καλλιεργώντας στους

μικρούς θεατές τον εντυπωσιασμό σε βάρος της σκέψης και

την παθητικότητα σε βάρος της ενεργητικότητας (Δουλκέρη,

2004), προβάλλοντας πρότυπα, συμπεριφορές και αξίες που

εξυπηρετούν το κέρδος και τη διατήρηση της ισχύουσας

τάξης πραγμάτων και δημιουργώντας μια παγκόσμια κουλτούρα

της παιδικής ηλικίας. Η κρίση, κατά κύριο λόγο, των

παραδοσιακών φορέων κοινωνικοποίησης οδήγησε στο να

αυτοπροσδιορίζονται τα Μ.Μ.Ε. ως κυρίαρχοι διαμορφωτές

της παιδικής κουλτούρας, καθώς τις τελευταίες δεκαετίες

από δευτερογενείς παράγοντες κοινωνικοποίησης

μετατράπηκαν σε πρωτογενείς, οικειοποιούμενα αρμοδιότητες

της οικογένειας και του σχολείου.

Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω εξελίξεων, τα νεαρά άτομα

πια χρησιμοποιούν κατά βάση τα Μέσα προκειμένου να

ανασυνθέσουν το περιβάλλον τους και να προσανατολίσουν τη

δράση τους σε αυτό (Καμαριανός, 2005). Οι σύγχρονες

συνθήκες ζωής, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα, περιόρισαν

τις δυνατότητες του παιδιού για παιχνίδι, προσωπική

έκφραση και ελευθερία. Το παιδί μην έχοντας «γνωρίσει» τη

γειτονιά και ζώντας σε έναν περιορισμένο χώρο, αυστηρά

οριοθετημένο από απαγορεύσεις ενηλίκων αντιμετωπίζει

συχνά τη μοναξιά, την πλήξη και την απογοήτευση. Η

τηλεόραση και τα άλλα μέσα λοιπόν έρχονται πρόθυμα να

καλύψουν αυτό το κενό, προσφέροντας στα παιδιά ένα σύμπαν

γεμάτο εικόνες (Βρύζας, 1997). Αναλογιζόμενοι τα παραπάνω

αντιλαμβανόμαστε πως δεν είναι διόλου τυχαίο που στη

διεθνή βιβλιογραφία ο όρος teenagers τείνει να

εναλλάσσεται με τον όρο screenagers (Καμαριανός, 2005).

Στο πλαίσιο κυριαρχίας των μέσων η βία που

ενσταλάζουν στους κόλπους τους αποτελεί αναπόσπαστο

κομμάτι της καθημερινότητάς τους. Ακόμα-ακόμα κι ο ίδιος

ο τηλεοπτικός – κατά βάση - μονόλογος συνιστά μια μορφή

συμβολικής βίας. Ακόμα κι αυτή η τεράστια επιβολή της

τηλεοπτικής εικόνας μήπως δεν ενέχει κάτι το βίαιο για το

παιδί τη στιγμή που καθιστά τον έλεγχο των μηνυμάτων

ιδιαίτερα πολύπλοκο; (Βρύζας, 1997). Κι αυτό γιατί τα

παιδιά, ως διαμορφωνόμενες ακόμα προσωπικότητες, είναι

εξαιρετικά ευάλωτα-σφουγγάρια έτοιμα να απορροφήσουν και

να εσωτερικεύσουν οποιοδήποτε μήνυμα εφόσον δεν διαθέτουν

την απαραίτητη προσωπική εμπειρία για να την αντιτάξουν

σε αυτό που τους παρουσιάζεται (Squillaci, 2006).

Οι τρόποι με τους οποίους τα παιδιά εκτίθενται στη

βία είναι διάφοροι, καθώς στα μέσα δίνεται υπερβολική

έμφαση σε ειδήσεις αρνητικές ή χυδαίες (δολοφονίες,

αυτοκτονίες, βιασμοί, βιαιοπραγίες, καταστροφές),

προβάλλονται πολύ σκληρές σκηνές μέσα από ποικίλα

προγράμματα (ειδήσεις, ταινίες, εκπομπές, παιδικά

προγράμματα, βιντεοπαιχνίδια) και ωμές λεπτομέρειες που

δεν προσφέρουν τίποτα στην ενημέρωση (Squillaci, 2006),

ενώ συνήθως η βία παρουσιάζεται ως αποδεκτή και κυρίως

αποτελεσματική λύση, συχνά αυτονόητη και μοναδική

επιλογή, αμοιβόμενη και θετικά ανατροφοδοτούμενη.

Ελάχιστες μάλιστα είναι οι φορές που προβάλλεται κάποιο

μήνυμα για τις αρνητικές συνέπειες της βίας ή

προτείνονται εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης των διαφορών.

Βία και εντυπωσιασμός: τα όπλα που παραθέτουν τα σύγχρονα

μέσα μαζικής ενημέρωσης για να αυξήσουν την επιρροή τους

στο σύνολο των θεατών (Καμαριανός, 2005). Νούμερα,

ποσοστά και αποτελέσματα δεκάδων ερευνών ανάλυσης

τηλεοπτικών προγραμμάτων έρχονται να το επιβεβαιώσουν.

Ποιος είναι λοιπόν ο ρόλος του παιδιού και ποιες οι

επιπτώσεις;

Το παιδί απέναντι σε όλα αυτά τα ερεθίσματα που

δέχεται αναλαμβάνει ρόλο άλλοτε παθητικό, ως απλός

δέκτης, και άλλοτε ενεργητικό όπως συμβαίνει στην

περίπτωση των videogames (on line ή μη) στα οποία

καλείται να δράσει εφόσον φυσικά υπάρχει διαδραστικότητα.

Η χρήση μάλιστα των ηλεκτρονικών παιχνιδιών αλλά και των

ηλεκτρονικών υπολογιστών και των διαφόρων άλλων gadgets

είναι τόσο διαδεδομένη ώστε στη διεθνή βιβλιογραφία

παράλληλα με τον όρο screenagers συναντάμε και τον

προσδιορισμό Nintendo Generation, μαζί με άλλους συναφείς

(Καμαριανός, 2005). Συγκεκριμένα, στα videogames η βία

περιγράφεται ως κάτι λογικό και θεμιτό σε σχέση με το

πλαίσιο του παιχνιδιού (στρατηγικής ή ρόλων) που δεν

επιφέρει συνέπειες και που αιτιολογείται από τον στόχο

του. Το παιδί για να προχωρήσει στο παιχνίδι έχει δύο

επιλογές: να αμυνθεί ή να επιτεθεί. Η νίκη ή η αλλαγή

πίστας εξαρτάται από το πόσους θα σκοτώσεις ενώ

προχωρώντας στα επίπεδα οι βίαιες κινήσεις εντείνονται.

Έτσι, η βία ταυτίζεται με το στόχο και το παιδί γίνεται

συμμέτοχο μιας επιθετικής συμπεριφοράς (Παππά, 2008).

Χαρακτηριστικά, οι Green, Reid, & Bigum (1998)

παρατήρησαν πως σε κάθε στιγμή του πλανήτη, σε κάποιο

παιδικό δωμάτιο, ένα παιδί βιώνει είτε μια εικονική μορφή

θανάτου είτε την απόλυτη εικονική κυριαρχία. Από αυτή τη

βιωματική σκηνή, μάλιστα, που επαναλαμβάνεται ξανά και

ξανά έως ότου τελειώσει το παιχνίδι, απουσιάζει το

αίσθημα της λύπης, ο πόνος και η φρίκη της

πραγματικότητας. Στα παραπάνω, ας συνυπολογίσουμε και τη

δυσκολία διαχωρισμού του παιδιού του «πραγματικού» από το

μη πραγματικό. Ένα επιπλέον βασικό χαρακτηριστικό τέτοιων

παιχνιδιών είναι πως τα περισσότερα δομούνται προς ένα

βίαιο και επιθετικό ανδρικό μοντέλο ακόμα κι όταν δεν

πρόκειται για τον στερεότυπο Ράμπο αλλά για τη δυναμική

Lara Croft. Οι Mehrabian & Wixen (1986) που μελέτησαν τις

συναισθηματικές αντιδράσεις των παιδιών σε 22 ηλεκτρονικά

παιχνίδια εντόπισαν πως η επιθετικότητα και η εχθρότητα

κυριαρχούσαν ανάμεσα στις βασικές επιδράσεις τους.

Παράλληλα, όμως, τα παιδιά γίνονται δέκτες διπλών

μηνυμάτων καθώς απ’ τη μια διδάσκονται στο σχολείο και

στο σπίτι ότι στη βία δεν πρέπει να απαντούν με βία ενώ

από την άλλη τα Μ.Μ.Ε. τους μαθαίνουν πως η βία είναι

ένας αποδεκτός τρόπος αντίδρασης (Παππά, 2008).

Παρόλο που η σχέση πρόσληψης τηλεοπτικών (και όχι

μόνο) βίαιων ερεθισμάτων και εκδήλωσης παιδικής βίαιης

συμπεριφοράς αποτελεί ζήτημα που ανακινεί ποικίλες

συζητήσεις καθώς υπεισέρχονται μεταβλητές όπως το φύλο, η

ηλικία, οι επιρροές, ο τρόπος χρήσης των Μέσων, το

νοητικό πηλίκο, η προσωπική απόδοση νοήματος και

ερμηνείας του μηνύματος, το περιεχόμενο του θεάματος, η

ψυχοσύνθεσή του παιδιού, οι παραστάσεις του, το

κοινωνικοοικονομικό επίπεδο των γονιών του, η

προσωπικότητά τους, οι τρόποι διαπαιδαγώγησης κ.τ.λ., τα

παιδιά συνηθίζουν να αναπαράγουν μια συμπεριφορά που

βλέπουν ιδιαίτερα όταν αυτή επιβραβεύεται ή επιδεικνύεται

από έναν χαρακτήρα πρότυπο και αντικείμενο ταύτισης γι’

αυτά, ο οποίος μάλιστα ικανοποιείται και επιβραβεύεται

για την πράξη του αντί να τιμωρείται. Ως εκ τούτου η θέα

της βίας, αν μη τι άλλο, ενεργοποιεί μαθησιακές

διαδικασίες για επιθετική συμπεριφορά (Καμαριανός, 2005),

για αντικοινωνική συμπεριφορά, αυξάνει την κλίση σε

βίαιες σκέψεις και συναισθήματα (Squillaci, 2006). Η βία

που προβάλλεται από τα Μ.Μ.Ε. ασκεί αναμφισβήτητα γοητεία

στα παιδιά γιατί ξυπνά μέσα τους κάτι απαγορευμένο που

όμως αδυνατούν να επεξεργαστούν (Ρόγκε, 2007), ενώ η

προβολή ενός ιδανικού και λαμπερού κόσμου που δεν

ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα γεννά απογοήτευση που

προκαλεί κι αυτή με τη σειρά της μία έμμεση επιθετικότητα

(Squillaci, 2006).

Αυτή η προβαλλόμενη βία λοιπόν μπορεί να κάνει τα

παιδιά να τη νιώθουν σαν μία απειλή που υπάρχει παντού

γύρω τους (Ρόγκε, 2007) – γνωστό και σαν «Σύνδρομο του

κακού κόσμου», Squillaci (2006) - υπονομεύοντας έτσι την

αντίληψη της εικόνας του κόσμου και την ασφάλεια του

εαυτού μέσα σε αυτόν. Το παιδί αισθάνεται φόβο,

παθητικότητα και ανικανότητα να ελέγξει το περιβάλλον του

εξαιτίας αυτής της καταστροφολογίας (Ντάβου, 2005),

νιώθει συναισθηματική ανασφάλεια ή ακόμα και αναβιώνει το

φόβο του αποχωρισμού. Βλέποντας σκηνές βίας, πόνου ή

καταστροφών, ρεαλιστικών καταστάσεων κοντά στην

καθημερινότητά του, μην έχοντας ακόμη αναπτύξει τους

κατάλληλους μηχανισμούς άμυνας επηρεάζεται συναισθηματικά

και αντανακλώνται οι δικοί του απωθημένοι φόβοι (Ρόγκε,

2007).

Όσο πιο «ρεαλιστική» είναι μια σκηνή τόσο πιο

τραυματική γίνεται για το παιδί. Όσο πιο ρεαλιστικά

θεωρεί τα τηλεοπτικά δρώμενα, όσο πιο στενό, οικείο και

γνώριμο το περιβάλλον τόσο μεγαλύτερος ο πανικός που

προξενείται. Σκηνές φορτισμένες με μια έντονη δραματική

ένταση σε χώρο που προσιδιάζει στην καθημερινότητα των

παιδιών προκαλούν ιδιαίτερη ταραχή (Βρύζας, 1997). Όσο

πιο αληθοφανής λοιπόν η βία που παρουσιάζεται τόσο πιο

αποτελεσματική και η επίδρασή της, ενώ όσο περισσότερη

ώρα τα παιδιά παρακολουθούν τηλεόραση τόσο πιο κοντά

πιστεύουν ότι βρίσκονται στην πραγματικότητα. Οι

ειδησεογραφικού περιεχομένου εκπομπές είναι τόσο σύντομες

που δεν επιτρέπουν στο δέκτη να αναζητήσει τα αίτια των

επιθετικών δράσεων ή να αναλογιστεί τις συνέπειές τους.

Αυτή η επίδραση είναι πολύ ισχυρότερη από εκείνη που

είναι σε θέση να δημιουργήσει η πλέον αιματηρή σκηνή σε

μια ταινία (Καμαριανός, 2005). Η συχνότητα εμφάνισής της

βίας, ο τρόπος παρουσίασής της, τα τεχνικά χαρακτηριστικά

της εικόνας –κοντινό ή μακρινό πλάνο, αργή ή γρήγορη

κίνηση- διαδραματίζουν επίσης πολύ σημαντικό ρόλο στις

επιπτώσεις μιας βίαιης σκηνής (Βρύζας, 1997). Από την

άλλη πλευρά, η ηρωική, παντοδύναμη, σχεδόν άφθαρτη

ποιότητα των χαρακτήρων που ακροβατούν ανάμεσα στην

πραγματικότητα και τη φαντασίωση, μετριάζουν την αίσθηση

και αντίληψη του κινδύνου καθώς παρουσιάζονται να

διέρχονται αλώβητοι από τα πυρά των αναμείξεών τους στις

σκηνές βίας (Ζημιανίτης, 2009). Ο θάνατος φαίνεται να

είναι παρών αλλά συχνά με μία μυθική διάσταση που αφήνει

περιθώρια επανόρθωσης αφού το «ξαναζωντάνεμα» των

χαρακτήρων αποκαθιστά εν τέλει την απώλειά τους (Ντάβου,

2005).

Η εξοικείωση με τις εικόνες βίας καθιστά το παιδί

αδιάφορο απέναντί της. Το παιδί αναισθητοποιείται,

απευαισθητοποιείται ως προς τη βία και τα θύματά της και

η όποια ανησυχία για τα προβλήματα εξασθενεί γρήγορα εν

τω μέσω εικόνων λάμψης (Ντάβου, 2005). Η βία είναι

μπροστά μας αλλά αφορά άλλους. Αυτό το είδος

«συμβιβασμού» με τη βία κάνει τα παιδιά πιο ανεκτικά στην

επιθετική διάθεση των συνομηλίκων τους, λιγότερα

ευαίσθητα σε ανάλογα φαινόμενα, ενώ παράλληλα μπορεί να

τα οδηγήσει σε μια αποστασιοποίηση σε σχέση με ό, τι

συμβαίνει γύρω τους σε περίπτωση που εκλάβουν την

πραγματική βία ως θέαμα (Ζημιανίτης, 2009). Στην καλύτερη

περίπτωση, ευνοείται μια επιφανειακή αντίδραση στον πόνο

με εκδηλώσεις που κατά βάση βασίζονται στην ενοχή

(Ντάβου, 2005).

Ταυτόχρονα, με την ως επί το πλείστον, σύνδεση των

«κακών» με άτομα χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων,

εξαιτίας της χώρας, του φύλου, ή του χρώματός τους, η

τηλεοπτική βία λαμβάνει εκτός από προσωπικό και κοινωνικό

περιεχόμενο, νομιμοποιώντας την άσκηση βίας στους

ανήκοντες σε ανώτερες κοινωνικές τάξεις προς τους

«κακούς» των κατώτερων και καλλιεργώντας στη συνείδηση

των παιδιών και συντηρώντας τα κοινωνικά στερεότυπα του

κακού ξένου, μετανάστη κ.τ.λ. (Ζημιανίτης, 2009).

V. Η γονική διαμεσολάβηση.

Ωστόσο, στόχος δεν είναι φυσικά το να γίνουμε

αφοριστικοί και να δαιμονοποιήσουμε τα Μ.Μ.Ε. αλλά να

προβληματιστούμε ως προς τη λειτουργία και τη χρήση τους.

Η τηλεόραση και τα Μέσα αποτελούν μια πραγματικότητα στην

καθημερινή ζωή του παιδιού που δεν μπορούμε να

αγνοήσουμε. Τα όποια αποτελέσματα αυτής της εξέλιξης

είναι σε άμεση συνάρτηση και με τον τρόπο διαχείρισής των

Μέσων. Τα Μέσα Επικοινωνίας άλλωστε γίνονται προβληματικά

όταν αντικαθιστούν τις οποιεσδήποτε άλλες καθημερινές

εμπειρίες (Ρόγκε, 2007), όταν αναλαμβάνουν ρόλο

παιδοκόμου και αποκλειστικής γκουβερνάντας. Τότε όμως

κάνουμε λόγο για παραμέληση του παιδιού και άρα διπλή

κακοποίησή του α) μέσω της έκθεσής του σε «επικίνδυνα»

θεάματα και β) μέσω της συναισθηματικής κακοποίησης που

υφίσταται εξαιτίας της αποστέρησης της γονικής προσοχής

και ενδιαφέροντος.

Τα παιδιά έχουν ανάγκη από υγιή πρότυπα. Οι γονείς

είναι τα πρόσωπα εκείνα που πρέπει να αποτελούν για τα

παιδιά τους θετικά πρότυπα υπεύθυνης συμπεριφοράς (Παππά,

2006, 2008). Εκείνα που οφείλουν να τα εφοδιάσουν με τον

κατάλληλο κώδικα ανάγνωσης και τα αναγκαία ερμηνευτικά

μέσα ώστε να προσλαμβάνουν τις σκηνές βίας με τρόπο που

να αποκλείει τη βία σαν πρότυπο συμπεριφοράς (Βρύζας,

1997). Έργο που συχνά καθίσταται δυσχερές, καθώς εξαιτίας

της μη εξοικείωσής τους με τα νέα μέσα και της ελάχιστης

εμπειρίας τους για τη λειτουργία τους, στέκονται αμήχανοι

μπροστά στην έλξη που ασκούν οι εικόνες στα παιδιά τους

και αρκούνται στην επιβολή χρονικών περιορισμών και

τιμωριών (Ζημιανίτης, 2009).

Παράλληλα, οφείλουν να μην παραγνωρίζουν και να

υποβαθμίζουν το συναίσθημα φόβου που τα παιδιά τους

μπορεί να αναπτύξουν παρακολουθώντας σκηνές βίας

(Καμαριανός, 2005), να μην αντιμετωπίζουν την άδεια

τηλεθέασης σαν μέσο επιβράβευσης ή τιμωρίας (Καμαριανός,

2005) και να βρίσκουν χρόνο για τα παιδιά τους, να τα

ενισχύουν, να τα υποστηρίζουν (Παππά, 2008). Συχνά, αν

και παρόντες, ουσιαστικά απουσιάζουν και μαζί τους

απουσιάζει και η τηλεοπτική αγωγή. Έργο ιδιαίτερα

απαιτητικό καθώς ενδέχεται και οι ίδιοι να αδυνατούν να

αξιολογήσουν ποια προγράμματα πιθανώς τους παραπλανούν ή

τους προσβάλλουν (Meyrowitz, 1985).

Ταυτόχρονα με την ουσιαστική παρουσία θα πρέπει να

μάθουν να συνδιαλέγονται ουσιαστικά, όχι να κάνουν

κήρυγμα ή να τα πατρονάρουν, να θέτουν ερωτήματα, να τα

προβληματίζουν, να ενθαρρύνουν τη δημιουργικότητά τους

και όχι να δίνουν προκαθορισμένες λύσεις. Οι γονείς

χρειάζεται: α) Να αντιμετωπίζουν με κριτική διάθεση τα

Μ.Μ.Ε., β) να βάζουν όρια και γ) να βλέπουν και μαζί τους

τηλεόραση. Προωθώντας το δημοκρατικό μοντέλο

διαπαιδαγώγησης, οι γονείς χρειάζεται να προωθούν την

οριοθέτηση μέσα σε ένα κλίμα αποδοχής και ενθάρρυνσης. Η

οριοθέτηση εμπεριέχει τόσο το περιεχόμενο των τηλεοπτικών

και άλλων διαδικτυακών προγραμμάτων, όσο και τη χρονική

διάρκεια τηλεθέασης ή ενασχόλησης των παιδιών με αυτά

(Παππά, 2006, 2008). Απαραίτητη προϋπόθεση για την

επίτευξη του παραπάνω στόχου είναι επίσης η κατάλληλη και

επαρκής ενημέρωση των γονιών σχετικά με τη διαχείριση των

Μέσων, μέσα από την «Εκπαίδευσή τους για τα Μέσα» (Media

Literacy), η οποία, σήμερα περισσότερο παρά ποτέ,

προβάλλει επιτακτική (Παππά, 2008, 2011). Η «Εκπαίδευση

για τα Μέσα» εφοδιάζει τους γονείς και τα παιδιά με

κριτική σκέψη και εγκαθιστά υγιείς συνήθειες χρήσης των

Μέσων. Τους βοηθά να σκέπτονται, να κρίνουν και να

επιλέγουν, απορρίπτοντας οτιδήποτε βλαβερό για την ψυχική

τους υγεία (DeGaetano, 2003). Εκτός από την «Εκπαίδευση

για τα Μέσα», οι γονείς χρειάζεται να εφοδιαστούν με

δεξιότητες συναισθηματικής νοημοσύνης. Εφαρμόζοντας τις

δεξιότητες αυτές στην επικοινωνία τους με τα παιδιά θα

γίνουν «συναισθηματικοί μέντορες» και θα επιτύχουν

συνολικά στη σχέση τους με το παιδί / τα παιδιά τους. Η

καλλιέργεια της συναισθηματικής νοημοσύνης γονιών και

παιδιών αποτελεί σημαντικό αντίδοτο στη βία και την

άσκηση εξουσίας (Παππά, 2008. Στάινερ, 2006). Βοηθώντας

οι γονείς τα παιδιά να έρθουν σε επαφή με τον

συναισθηματικό τους κόσμο, να μάθουν να εκφράζουν το φόβο

τους, το θυμό, την ανησυχία, τη στενοχώρια τους, αφού τα

αναγνωρίσουν, θα τα βοηθήσουν ουσιαστικά να

διαχειρίζονται τα αρνητικά τους συναισθήματα με έναν

παραγωγικό, εποικοδομητικό τρόπο (Ρόγκε, 2007. Παππά,

2008. Στάινερ, 2006). Τέλος, επικουρικά στο ρόλο των

γονέων θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ραδιοτηλεοπτικές

ρυθμίσεις και νομοθετικές διατάξεις που στόχο τους θα

έχουν την αναγωγή της προστασίας της ευαίσθητης ηλικίας

σε άμεση προτεραιότητα (Καμαριανός, 2005). Εξάλλου, οι

ίδιοι οι γονείς, εφόσον παρακολουθούν τα τηλεοπτικά

προγράμματα που απευθύνονται σε παιδιά και έχουν άμεση

και προσωπική αντίληψη, έχουν την ευθύνη να παρεμβαίνουν

όταν πέφτουν στην αντίληψή τους φαινόμενα τηλεοπτικής

βίας ή προβολής άλλων ανεπιθύμητων συμπεριφορών (Παππά,

2008).

Ιδανική και χωρίς αντιφάσεις διαπαιδαγώγηση δεν

υφίσταται. Ιδανικός ή τέλειος γονιός δεν υπάρχει. Υπάρχει

όμως αποτελεσματικός γονιός και αποτελεσματική

διαπαιδαγώγηση. Το σπουδαιότερο όλων είναι η ουσιαστική

επικοινωνία και η έκφραση συναισθημάτων. Και η διαμόρφωση

από την πλευρά των γονιών μιας σαφούς ταυτότητας, που θα

στηρίζεται σε ένα ευδιάκριτο σύστημα αξιών, έτσι ώστε να

μπορέσουν να ανταποκριθούν όσο το δυνατόν πιο

αποτελεσματικά στο ρόλο τους, αποκομίζοντας συνάμα

ευχαρίστηση από την άσκησή του (Παππά, 2006, 2008).

Άλλωστε σύμφωνα με τον Πυθαγόρα “σε κάθε πολιτεία

ανεξαιρέτως θεμέλιο είναι η ανατροφή των παιδιών”. Αλλά

και σύμφωνα με τον Popper η πολιτισμένη συμπεριφορά των

ανθρώπων δεν είναι αποτέλεσμα μιας τυχαιότητας αλλά

καρπός μιας μακράς εκπαιδευτικής διαδικασίας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙKΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Βουιδάσκης Β. (1992). Η Τηλεοπτική Βία και Επιθετικότητα και οι

Επιδράσεις τους στα Παιδιά και στους Νέους. Αθήνα: Γρηγόρης.

Βρύζας, Κ. (1997). Μέσα Επικοινωνίας και Παιδική Ηλικία.

Θεσσαλονίκη: Βάνιας.

Δουλκέρη, Τ. (2004). Η εικόνα του παιδιού στην ελληνική

τηλεόραση και στον ελληνικό τύπο. Αθήνα: Gutenberg.

DeGaetano, G. (2003). Media Smarts for Students. Grades 3-5.

California: Jalmar Press.

Flitner, A. (1998). Αυταρχική ή Φιλελεύθερη Αγωγή (μτφρ. Ι.

Χριστιάς). Αθήνα: Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός.

Garbarino, J., Guttman, E. & Seeley, J.W. (1986). The

Psychologically Battered Child. California: Jossey-Bass

Publishers.

Green, B., Reid, J., & Bigum, C. (1998). Teaching the

Nintendo Generation, Στο S. Howard (ed), Wired – up, Young

People and the Electronic Media. London: UCL Press.

Ζημιανίτης, Κ. (2009). Βία, Παιδί & Τηλεόραση. Αθήνα: Ιερά /

Βέβηλα.

Καμαριανός, Ι (2005). Εξουσία, Μ.Μ.Ε. και Εκπαίδευση. Αθήνα:

Gutenberg.

Lealand, G. (1998). Where do snails watch television? Preschool

television and New Zealand Children, σ. 13, Στο S. Howard (ed),

Young People and the Electronic Media. London: UCL Press.

McGee, R.A. & Wolfe, D.A. (1991). Psychological

maltreatment: toward an operational definition,

Development and Psychopathology, 3, 3-18.

Mehrabian, A., & Wixen, W. J. (1986). Preferences for

individual video games as a function of their emotional

effects on players, Journal of Applied Social Psychology, 16, 3-15.

Meyrowitz, J. (1985). No sense of place: The impact of electronic

media on social behaviour. USA: Oxford University Press.

Ντάβου, Μ. (2005). Η παιδική ηλικία και τα μαζικά μέσα επικοινωνίας.

Μετατροπές της παιδικής κατάστασης. Αθήνα: Παπαζήσης.

O'Hagan, K. (1993), Emotional and Psychological Abuse of Children,

Open University Press, Buckingham.

Παπαθανασόπουλος, Σ. (1997). Η Δύναμη της Τηλεόρασης. Αθήνα:

Καστανιώτης.

Παππά, Β. (2006). Επάγγελμα γονέας. Ψυχολογικοί τύποι γονέων και

συμπεριφορά παιδιών και εφήβων. Αθήνα: Καστανιώτης.

Παππά, Β. (2008). Γονείς, παιδιά και Μ.Μ.Ε. Ένας οδηγός γονικής

συμπεριφοράς. Αθήνα: Καστανιώτης.

Παππά, Β. (2011). Έφηβοι και Μ. Μ. Ε. (Στο: Εφηβεία. Η ηλικία

των μεταβολών και δυνατοτήτων, Γενική επιμ.: Α. Κ.

Τσίτσικα). Αθήνα: Π. Χ. Πασχαλίδης.

Ρόγκε, Γ. (2007). Τα παιδιά επιτρέπεται να βλέπουν τηλεόραση. Οι

ανησυχίες των γονιών και η πραγματικότητα. Αθήνα: Θυμάρι.

Schaefer, C. (1997), Defining verbal abuse of children: a

survey, Psychological Reports, 80, 626.

Schorb, B., Schneider-Grube, S., Theunert, H. (1984).

Gewalt im fernsehen, Gewalt des fernsehens? Sindelfingen: Expert

Verlag.

Squillaci, T. (2006). Η τηλεόραση και τα παιδιά μας. Απαντήσεις στη

σύγχρονη πρόκληση. Αθήνα: Ακρίτας.

Tomison, A.M. (1995). Linking child abuse and other

family violence: findings from a case tracking study,

Family Matters, 41, 33-38.


Recommended